Nα αποτρέψουμε τη σταθεροποίηση της σοσιαλφιλελεύθερης διαχείρισης που μας ετοιμάζουν, την οριστική ήττα του κόσμου της εργασίας που θα σηματοδοτούσε η συναίνεση των ίδιων των αντιπροσώπων του στην εξαθλίωσή του.

Αναφορικά με τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι σχεδόν κανείς δεν συμφώνησε με το περιεχόμενο. Το επιχείρημα που κέρδισε τη στήριξη ή την ανοχή της κομματικής βάσης και της κοινωνίας αφορούσε την τακτική και όχι το περιεχόμενο. Είναι αλήθεια ότι έπρεπε να κερδηθεί χρόνος. Έπρεπε να κερδηθεί χρόνος για να σταθεροποιηθεί η κυβέρνηση, να γίνει το βήμα από την κυβέρνηση στην εξουσία, να ακολουθήσει ουσιαστική διαπραγμάτευση ή και τελική ρήξη από ισχυρότερες θέσεις.

Δυστυχώς, στο διάστημα που μεσολάβησε, παρακολουθήσαμε την ανασύνταξη του παλαιού συστήματος με την ανοχή και τη στήριξη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Τα κλειδιά που μας παρέδωσε ο ελληνικός λαός στις 25 Ιανουαρίου παραδόθηκαν ένα προς ένα στους αντιπάλους μας. Η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας παραχωρήθηκε στην καραμανλική δεξιά, ο στρατός βρίσκεται στα χέρια της δεξιάς του Καμμένου, η αστυνομία στα χέρια της κεντροαριστεράς του Πανούση, η ΤτΕ εξακολουθεί να βρίσκεται στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, και τα παραδείγματα συνεχίζονται ατελείωτα. Φυσικά, όλοι αυτοί είναι πολιτικοί εκπρόσωποι μερίδων της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα, τα ταμεία άδειασαν για να πληρώνονται οι δόσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις συνεχίζονται, οι εξώσεις συνεχίζονται, η ανεργία και η φτώχεια καλπάζουν. Αυτή τη στιγμή η θέση μας είναι πιο αδύναμη από όσο ήταν στις 20 Φλεβάρη και η αδυναμία αυτή θα αποτυπωθεί στην όποια συμφωνία.

Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, οι αριστερές, συνεπείς, ή και απλά ρεαλιστικές φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ, συνέχισαν να υπενθυμίζουν την ανάγκη να μη γίνουν –ουσιαστικές έστω- παραχωρήσεις σε σχέση με το πρόγραμμά μας. Ταυτόχρονα, έχει επαναληφθεί αρκετές φορές η ορθή διαπίστωση ότι η διαπραγμάτευση οφείλει να είναι επιθετική. Για να το θέσω διαφορετικά, οι κόκκινες γραμμές, όπως τις γνωρίζουν όσοι τις έζησαν στον δρόμο, δεν είναι κάτι το αφηρημένο, δεν χαράσσονται στον χάρτη αλλά στο πεδίο της μάχης. Οι κόκκινες γραμμές χαράσσονται στο σώμα της πραγματικότητας, στο ζωντανό κοινωνικό σώμα. Κόκκινη γραμμή ήταν το σημείο όπου άρχιζαν -πραγματικά άρχιζαν- τα χημικά και το ξύλο και όχι κάποιες χαρακιές σε επιτελικό χάρτη της αστυνομίας. Αντίστοιχα, οι κόκκινες γραμμές της διαπραγμάτευσης δεν είναι αυτές που διαπραγματεύεσαι αλλά αυτές που δεν διαπραγματεύεσαι, αυτές που ο αντίπαλος πρέπει να συγκρουστεί -πραγματικά να συγκρουστεί- για να σπάσει. 

Μέχρι στιγμής, η μοναδική τέτοια κόκκινη γραμμή ήταν το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση, το οποίο προχωρήσαμε στη βουλή μονομερώς, παρά τις σκληρές αντιδράσεις των «θεσμών», επιβάλλοντας έτσι τη δική μας ερμηνεία της ασάφειας. Με τη μία αυτή κίνηση, υλοποιήσαμε μέρος του προγράμματός μας, επιβεβαιώσαμε τις κοινωνικές μας συμμαχίες και δώσαμε μια πραγματική ανάσα σε χιλιάδες συμπολίτες μας. Η τακτική αυτή –πρώτα εφαρμόζουμε, δημιουργούμε τετελεσμένο, και μετά συζητάμε- με την ξεκάθαρη επιτυχία της, θα έπρεπε να έχει αποτελέσει πρότυπο και για τις υπόλοιπες κινήσεις της κυβέρνησης. Άλλωστε, αυτό δίδασκε ακόμη κι ο Μακιαβέλι, πολύ πριν διδάξει το ίδιο και η θεωρία των παιγνίων με πολλά μαθηματικά: παραπλανούμε τον αντίπαλο και στη συνέχεια του καταφέρουμε πολλαπλά και συνεχιζόμενα πλήγματα. Συνεπώς, μετά τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, θα έπρεπε να εφαρμόσουμε μονομερώς την πολιτική μας, διαπραγματευόμενοι ταυτόχρονα.

Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει ομολογήσει την αποτυχία της τακτικής της διά στόματος του ίδιου του επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας, δεν έχει βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα. Συνεχίζει την ίδια τακτική, οδηγώντας μας σε άτακτη οπισθοχώρηση από όλες τις θέσεις μας, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε άτακτη σφαγή. Το ερώτημα είναι γιατί συνεχίζει την ίδια τακτική –τακτική ανοχής και αναμονής- και η εσωκομματική αντιπολίτευση. Η προφανής απάντηση είναι γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο εχθρός. Αλλά δεν μπορεί να κάνουμε πολιτική με όρους ηθικούς ή συναισθηματικούς, με όρους δίκης προθέσεων. Η πολιτική –όσο βαθιές ρίζες κι αν έχει στο συναίσθημα- οφείλει να ασκείται με όρους καθαρού υπολογισμού, οφείλει να θέτει τη λογική στην υπηρεσία του συναισθήματος και όχι να θολώνει συναισθηματικά τη λογική.

Αφού λοιπόν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, για χίλιους δυο λόγους, αρνείται να θέσει και να υπερασπισθεί εν τοις πράγμασι τις κόκκινες γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ και της κοινωνίας, αυτός που απομένει να το κάνει είναι η εσωκομματική αντιπολίτευση. Γιατί δεν ωφελεί να βρεθούμε μπροστά σε τετελεσμένα, δεν ωφελεί να πουληθούν πρώτα τα λιμάνια και αεροδρόμια της χώρας για να θυμηθούμε να τα υπερασπιστούμε μετά, δεν ωφελεί να περιμένουμε να μας έρθει το δίλημμα χρεωκοπία αύριο και τανκς ή αποδοχή μιας επώδυνης συμφωνίας που θα βάζει ταφόπλακα στην αριστερά και στην κοινωνία για απροσδιόριστο χρόνο. Οφείλουμε να το προλάβουμε, οφείλουμε να αποτρέψουμε το δίλημμα και τα τετελεσμένα. Κι αυτό δεν γίνεται με πύρινα άρθρα.

Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να προειδοποιηθεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τώρα, δημόσια και ενυπόγραφα, στο όνομα των συνεδριακών μας αποφάσεων, από τον όποιο αριθμό βουλευτών, ότι δεν θα υπογράψουν καμία συμφωνία που να ολοκληρώνει το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Ακόμη καλύτερα, να προωθηθεί από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ένα νομοσχέδιο που να επιβάλει μία έστω κόκκινη γραμμή, να καταργεί το ΤΑΙΠΕΔ ή τον ΕΝΦΙΑ, να διορίζει εκπαιδευτικούς στα σχολεία ή γιατρούς στα νοσοκομεία. Και να ανοιχτεί βεβαίως αυτή η πρωτοβουλία στη βάση του κόμματος και στην κοινωνία, να πατήσει πάλι στη γης ο Ανταίος. Δεν χρειάζεται ολόκληρο πρόγραμμα και δεν χρειάζεται να «μαξιμάρουμε». Αυτά τα εντελώς αυτονόητα αρκούν για να αποτρέψουμε τη σταθεροποίηση της σοσιαλφιλελεύθερης διαχείρισης που μας ετοιμάζουν, την οριστική ήττα του κόσμου της εργασίας που θα σηματοδοτούσε η συναίνεση των ίδιων των αντιπροσώπων του στην εξαθλίωσή του. Επείγει να τελειώνουμε με τις παραινέσεις προς την ηγεσία και να σπάσουμε αυτή την εκκολαπτόμενη συναίνεση τώρα.

Ετικέτες