Λένε πως μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Βλέποντας την τελευταία διαφήμιση γνωστής ελληνικής ζυθοποιίας η ρήση αυτή επιβεβαιώνεται στο μυαλό μου.

Γιατί τα μηνύματα και τα πρότυπα που εν προκειμένω περνιούνται είναι όμορφα και οικεία. Γιατί είναι μια διαφήμιση που είναι πολύ καλή, που έχει λογική και συναίσθημα, γιατί δείχνει να μιλά για εμάς, για τις ζωές και τα προβλήματα μας, για τις αγωνίες των γονιών μας. Αλλά τα πράγματα δεν είναι καθόλου, μα καθόλου έτσι.

Να προειδοποιήσω ότι το παρακάτω άρθρο είναι μακροσκελές και μπορεί να κουράσει. Δυστυχώς δεν είμαι τόσο καλός  όσο η διαφημιστική ομάδα της εταιρίας, για να καλύψω σε πέντε αράδες όσα «περάστηκαν» σε δυο λεπτά. Από αυτή την άποψη αξίζουν συγχαρητήρια στους παραγωγούς.
 

Να κάνω όμως μια εισαγωγή: Γιατί τα γράφω όλα αυτά;  Όταν πάμε για 4ο μνημόνιο, η ανεργία είναι στα ύψη, στη Συρία άνθρωποι πεθαίνουν από χημικά κλπ, με αυτά θα ασχοληθούμε; Μια ωραία διαφήμιση ήταν, κι αυτή να τη χαλάσω με τη γκρίνια; Μήπως υπερβάλλω;
 Υπο άλλες συνθήκες δεν θα ασχολιόμουν καν, θα το ξεπερνούσα με ελαφριά ειρωνεία και θα πήγαινα παρακάτω. Τα πράγματα όμως άλλαξαν τελευταία στη ζωή μου, όπως και στις ζωές των περισσότερων που ξέρω. Εγώ λοιπόν σήμερα, στα 33 μου, μετά από αρκετό καιρό που τα οικονομικά μου χειροτερεύουν και για πρώτη φορά με πλησιάζει η ανεργία, βρέθηκα ως ένας από τους 30.000 που συμπλήρωσαν την αίτηση για 404 θέσεις στον διαγωνισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.  Κυνηγάω με αγωνία δηλαδή  τις 1,34% πιθανότητες που μου αντιστοιχούν να κάνω μια βαρετή κωλοδουλειά που θα μου δίνει ένα σταθερό εισόδημα, μέχρι τον κόφτη τουλάχιστον. (Καθόλου) τυχαία λοιπόν, όταν είδα τη διαφήμιση,  ήμουν στη φάση που έχουμε μπει πλέον δεκάδες  χιλιάδες,  νέοι κυρίως αλλά όχι μόνο:  τι σκατά είναι όλα αυτά που ζω, πρέπει να κάνω κάτι για μένα επαγγελματικά, να βελτιώσω τη θέση μου, ακόμα νέος είμαι, δεν μου αξίζει κάτι καλύτερο; Σε όλους μας αξίζει.  Αλλά στη σημερινή Ελλάδα εν μέσω παγκόσμιας κρίσης, απλά «δεν παίζει». Εν μέσω βίαιης ωρίμανσης λοιπόν – και βλέποντας ότι η εν λόγω διαφήμιση έχει ήδη 22 χιλιάδες like και 3,5 χιλιάδες κοινοποιήσεις – ήθελα να πω δυο πράγματα.  

Η διαφήμιση ξεκινάει με την εικόνα πατέρα και γιου να ξυπνάνε 4.30 το πρωί για να δουλέψουν στο μανάβικο του πατέρα. Πέραν ότι η δουλειά του πατέρα δεν έχει κλείσει (με ένα γρήγορο ψάξιμο, από το 2008-2015 έκλεισαν 240 χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και έχουμε και άλλα δυο χρόνια μνημόνιο), θα σταθώ στους συναιθηματικούς συμβολισμούς που μπαίνουν με το καλημέρα:  ο δεσμός ανάμεσα σε δυο άντρες  που δουλεύουν για να θρέψουν την οικογένεια. Τέτοιοι δεσμοί ανάμεσα σε γυναίκες δεν πολυυπάρχουν στη λαϊκή μας κουλτούρα ή οι γυναίκες δεν δουλεύουν σκληρά και σε μανάβικό ή σίγουρα δεν γίνονται highlight ρε παιδί μου. Οι γυναίκες πρέπει να είναι λεπτεπίλεπτες, δεν είναι εργατιά...

Συνεχίζοντας παρακάτω, αφού αξημέρωτα ακόμα έχουν φορτώσει τα μαναβικά από μια αποβάθρα -όπου όλοι οι εργάτες είναι λεβέντες και αγαπημένοι μεταξύ τους και από μια ηλικία και πάνω  (μόνο ο ήρωας της ιστορίας είναι πιτσιρικάς και αυτό είναι το κεντρικό νόημα, όπως θα φανεί και παρακάτω) - , πέφτουν στην κίνηση και ο ήρωας βλέπει από το τζάμι του βαν άλλους νέους να διασκεδάζουν και κυρίως μια όμορφη κοπέλα σε ένα μπαρ να πίνει τη μπυρίτσα της. Ο ήρωας θλίβεται γιατί και αυτός θα ήθελε να πίνει μπύρα με το κορίτσι και η  πρώτη ενοχή μπαίνει συνειρμικά. Όχι γιατί ο ήρωας δε γουστάρει το «πήξιμο που τρώει», ποιος νέος ονειρεύεται αυτή τη ζωή αν και όλο και περισσότεροι την ζουν; Η πρώτη ενοχή είναι ότι ο ήρωας μας στο τέλος «τα καταφέρνει», ενώ αν εσύ, εγώ κλπ όχι, ίσως να ήταν γιατί πίναμε και καμιά μπύρα στα μπαράκια. Αν η κριτική περί ενοχής φαντάζει υπερβολική,  κάντε λίγο υπομονή.

Προχωρώντας παρακάτω, ένα μικρό fast-forward για να πάμε στα ουσιαστικά: ο ήρωας σχολά και πάει στο πανεπιστήμιο, όπου κοιμάται κατά την διάλεξη από την κούραση (και τον ξυπνά η επίσης όμορφη συμφοιτήτρια που κάθεται δίπλα), γυρνά στο σπίτι που τρώνε το τραπέζι που έστρωσαν μάνα και αδερφή (να και οι γυναίκες, στο «φυσικό» τους ρόλο...) και φεύγει από το όμορφο οικογενειακό τραπέζι (δεν είναι πάντα έτσι όμορφα, παιδιά...) για να συνεχίσει το διάβασμα. Ο πατέρας τον βλέπει που προσπαθεί και συγκινημένος του βάζει κρυφά χαρτζιλίκι στο παλτό, σε μια πραγματικά γλυκιά στιγμή της διαφήμισης. Έρχεται όμως η ώρα που ο ήρωας θα προδώσει τον πατέρα του. Βγαίνοντας από το καράβι των θερινών διακοπών, ο ήρωας, η όμορφη συμφοιτήτρια και δυο φίλοι τους θα πέσουν πάνω στον πατέρα με το βανάκι με τα μαναβικά. Ο πατέρας θα φωνάξει τον γιο, αλλά ο γιος ντρέπεται για τη φτώχεια, για τον μανάβη πατέρα και κάνει πως δε τον βλέπει. Η ενοχή εδώ μπαίνει ουρλιάζοντας! Είναι ντροπή να είσαι γιος μανάβη, είναι ντροπή να είσαι φτωχός, πρέπει να ξεφύγεις! Ο ήρωας γυρνά σπίτι βράδυ και  βρίσκει τον πατέρα κλαμμένο στην πολυθρόνα, τον αγγίζει στοργικά στην πλάτη και ξαγρυπνά αλλά λίγο μετά θα τον προδώσει πάλι. Όταν μια επόμενη μέρα στο μανάβικο του πέφτει ένα κασόνι και «τα ακούει», πετάει την ποδιά θυμωμένος και παρατάει τον πατέρα του σύξυλο μπροστά στους πελάτες. Τέλος; Όχι βέβαια...

Στην επόμενη σκηνή ο ήρωας τα έχει καταφέρει. Βρίσκεται πρώτη μέρα στη δουλειά (κουβαλάει το κουτί με τα πράγματα του προς το γραφείο του), ένας άντρας – μάλλον αφεντικό- τον χτυπά φιλικά την πλάτη (όπως συμβαίνει σε κάθε νεοπροσληφθέντα άλλωστε...), ενώ μάλλον όχι τυχαία στην αίθουσα δίπλα τους μπροστά σε υπολογιστές δουλεύουν γυναίκες. Ο ήρωας όμως δεν κάθεται εκεί, ο ήρωας μπαίνει σε ένα γραφείο που έχει το όνομα του στην πόρτα. Το γραφείο είναι όμορφο, σύγχρονο, είναι δικό του και βρίσκεται ψηλά, γιατί το επόμενο πλάνο τον δείχνει -βράδυ πλέον, γιατί δουλεύει όλη μέρα, αλλά είναι λογικό γιατί είναι στέλεχος, όλοι οι άλλοι σχολάμε νωρίς...-  να είναι δίπλα στο παράθυρο όπου φαίνεται αρκετά μέτρα χαμηλότερα ο δρόμος που περνάνε αμάξια με τα φώτα αναμμένα.

Ο ήρωας είναι πλέον φτασμένος, είναι καλοντυμένος, σένιος, πρέπει να παίρνει καλά λεφτά, δεν είναι μπλοκάκι ή απλήρωτος. Και τότε, αφού τα κατάφερε, θυμάται τον πατέρα. Και κάθεται και αυτός σε ένα μπαράκι να πίνει μπύρες ως αργά – πλέον μπορεί και επιτρέπεται -, περιμένοντας  το βανάκι με τα μαναβικά να περάσει, βγαίνει έξω και βοηθά τον πατέρα του, ο οποίος τον βλέπει ξαφνιασμένος – γιατί πάνω στον στόχο της καριέρας ξέχασε τις ρίζες του – και αγκαλιασμένοι, ο καριερίστας γιος και ο λαϊκός πατέρας, σβήνουν από την εικόνα και η διαφήμιση κλείνει με τα δυο γεμάτα ποτήρια που θα πιούν αξημέρωτα...  Επιμύθιο: στο δρόμο για την καριέρα μη ξεχνάς την οικογένεια, αυτές είναι οι αξίες της ζωής. Το πόσο κοντά είναι αυτό στην πραγματικότητα είναι εύκολο ερώτημα.

Μερικά σχόλια για κατακλείδα:
α) το πρόβλημα μου δεν είναι η προσπάθεια, για να μη με κριτικάρουν διάφοροι που τους αρέσει να κουνούν το δάχτυλο. Όλοι πρέπει να προσπαθήσουμε, γιατί αλλιώς εκτός από την καταστροφή θα μας βρεί πρώτα η κατάθλιψη. Παρεμπιπτόντως, αν βγει ποτέ διαφήμιση ζυθοποιίας που να λέει «όταν θα φας τα μούτρα σου, τουλάχιστον θα έχεις τις μπύρες μας», θα με έχουν σίγουρο πελάτη.
β) Ούτε θέλω να αποδομήσω τον θεσμό της οικογένειας. Όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο πιο κοντά γυρνάμε στα σπίτια μας, όσοι έχουμε φύγει τέλος πάντων. Ας είναι καλά τα ταπεράκια με το φαγητό και τα πλυμένα ρούχα. Πέραν όμως από τις απίστευτες συγκρούσεις που παίζουν ανάμεσα σε μέλη οικογενειών (και αν ρωτήσεις βρίσκεις εύκολα), η αρρώστια  που ζούμε περνά (κι άλλο) και στο σπίτι. Οπότε αυτά τα ειδυλλιακά της διαφήμισης «δεν παίζουν» πάντα. Επίσης, δεν προδίδουν μόνο τα παιδιά τους γονείς.
γ) Θυμήθηκα τα φιλαράκια μου που έφυγαν για το εξωτερικό. 700 χιλιάδες νέοι επιστήμονες έχουν φύγει, οι πιο πολλοί ζουν καλύτερα από άποψη εισοδήματος και εργασιακών σχέσεων. Αλλά ούτε αυτοί περιγράφουν καμιά μαγεία όταν συζητάμε. Και τα πράγματα χειροτερεύουν και εκεί.
δ) Και τελευταίο. Σίγά-σιγά καταλαβαίνουμε τι ζωή θα ζήσουμε. Μέχρι να βρούμε συλλογικές απαντήσεις, παλεύουμε για εμάς και τους γύρω μας και μαθαίνουμε να αντέχουμε. Σε αυτή την προσπάθεια, όσα λιγότερα παραμύθια πιστέψουμε, τόσο καλύτερα θα είμαστε. Ίσως όχι πιο χαρούμενοι, αλλά σίγουρα «πιο μέσα στα πράγματα».

Αυτά. Τα είπα και ησύχασα.