Η έµπρακτη και ρητορική κλιµάκωση της αντιπαράθεσης ανάµεσα στη Μόσχα και τις µεγάλες δυτικές πρωτεύουσες, όπως και η επερχόµενη αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ, επανέφερε τον ουκρανικό πόλεµο στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.
Το πεδίο της µάχης
Ο ρωσικός στρατός συνεχίζει να κερδίζει έδαφος στη νοτιοανατολική Ουκρανία και ιδιαίτερα στην περιφέρεια του Ντονιέτσκ. Το τρίµηνο Σεπτέµβρη-Νοέµβρη κατέλαβε τριπλάσια έκταση από εκείνη που είχε καταλάβει σε όλη τη διάρκεια του 2023. Ο ρυθµός δείχνει µια ποιοτική αλλαγή σε σχέση µε την απόλυτη στασιµότητα που επικρατούσε όλους τους προηγούµενους µήνες. Όµως αυτή η «επιτάχυνση» παραµένει σε συνθήκες αργού πολέµου χαρακωµάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ρωσικός στρατός ακόµα δεν έχει καταλάβει τις δύο πόλεις των οποίων η «επικείµενη κατάρρευση» συζητιέται από τα µέσα του περασµένου καλοκαιριού (Τσάσοφ Γιαρ, Ποκρόφσκ). Είναι επίσης ενδεικτικό ότι η ρωσική «προέλαση» αφορά ένα µικρό κλάσµα της επιφάνειας της επαρχίας του Ντονιέτσκ, που ολόκληρη αποτελεί το 4,5% του εδάφους της Ουκρανίας. Αντίστοιχα στη ρωσική περιφέρεια του Κουρσκ, ο ρωσικός στρατός ανακτά εδάφη και περιορίζει την έκταση του ουκρανικού προγεφυρώµατος, αλλά µε ρυθµό πιο αργό από ό,τι ενδεχοµένως θα ήθελε η ρωσική ηγεσία.
Το φθινόπωρο του 2024 ήταν το πιο «αποδοτικό» σε εδαφικά κέρδη για τη Μόσχα. Ήταν όµως και το πιο αιµατηρό για το ρωσικό στρατό. Η «κρεατοµηχανή» έχει µόνιµα µεγάλο κόστος Ρώσων στρατιωτών που αναπληρώνονταν ασταµάτητα από νέους συµβασιούχους οπλίτες, αλλά για πρώτη φορά γράφεται ότι ο ρυθµός απωλειών ίσως ξεπερνά το ρυθµό νέων συµβάσεων. Δεν γνωρίζουµε αν ισχύει, αλλά η ενεργοποίηση του αµοιβαίου αµυντικού συµφώνου µε τη Βόρεια Κορέα για την αποστολή χιλιάδων βορειοκορεατών στο Κουρσκ µαρτυρά το πρόβληµα.
Αν οι περιορισµένες και βασανιστικές επιτυχίες του ρωσικού στρατού δείχνουν απειλητικές, αυτό οφείλεται στα προβλήµατα που αντιµετωπίζει ο αντίπαλός του. Γράφεται ότι η ουκρανική ηγεσία έχει επιλέξει να «κερδίζει χρόνο δίνοντας έδαφος»: προκαλεί το µέγιστο κόστος στους εισβολείς πριν αναδιπλωθεί σε πιο πίσω γραµµές, για να περιορίσει τις δικές της απώλειες. Όµως η «κρεατοµηχανή» αλέθει και Ουκρανούς στρατιώτες και η λειψανδρία αποτελεί µια πολύ σοβαρότερη απειλή για την Ουκρανία. Λίγους µήνες µετά την µείωση του ηλικιακού ορίου κατάταξης (από τα 27 έτη στα 25), η Ουάσινγκτον φέρεται να καλεί το Κίεβο να το χαµηλώσει εκ νέου στα… 18! Η άλλη µεγάλη πρόκληση για την Ουκρανία είναι ο χειµώνας. Με τις θερµοκρασίες να πέφτουν ήδη, θα δοκιµαστεί σκληρά το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας το οποίο χτυπά συστηµατικά ο ρωσικός στρατός. Μάλιστα όταν γράφονταν αυτές οι γραµµές, οι δυνάµεις της Μόσχας είχαν εξαπολύσει µια µεγάλης κλίµακας καταστροφική επίθεση σε αυτές ακριβώς τις υποδοµές, επιδιώκοντας ανοιχτά να παροξύνουν την ανθρωπιστική κρίση που µπορεί να προκύψει µέσα στο βαρύ χειµώνα. Οι διπλωµατικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Ζελένσκι επίσης «πάγωσαν». Η δεύτερη «σύνοδος ειρήνης» που θα γινόταν µέσα στο Νοέµβρη, ως συνέχεια της ελβετικής πρωτοβουλίας και µε φιλοδοξία να εµπλακούν περισσότερο οι «ουδέτερες» και ενδιάµεσες δυνάµεις, δεν συνέβη ποτέ.
Σε αυτό το φόντο προέκυψε η επικείµενη «αλλαγή βάρδιας» στο Λευκό Οίκο από τον ερχόµενο Γενάρη -ένας παράγοντας που όλες οι εµπλεκόµενες µεριές καλούνται να πάρουν υπόψη στους σχεδιασµούς τους.
Αιφνίδια κλιµάκωση
Και ενώ όλοι περίµεναν ότι οι -όποιες- εξελίξεις θα τρέξουν -σε όποια κατεύθυνση- µετά το Γενάρη και όχι στο τέλος της θητείας ενός προέδρου σε αποδροµή, ο Τζο Μπάιντεν έδωσε στο Κίεβο το πράσινο φως να χρησιµοποιήσει αµερικανικούς (και αγγλογαλλικούς) πυραύλους για να χτυπήσει στόχους µέσα σε ρωσικό έδαφος. Την άλλη µέρα ο Πούτιν επέλεξε να υπογράψει και επίσηµα τις τροποποιήσεις που είχαν αποφασιστεί για το ρωσικό πυρηνικό δόγµα. Αυτό χαρακτηρίζεται από αρκετή «δηµιουργική ασάφεια» που µπορεί να διαβαστεί ως χαµήλωµα του πυρηνικού πήχη… Ακολούθησαν τα πρώτα χτυπήµατα µε δυτικούς πυραύλους στο Μπριάνσκ και το Κουρσκ και η απάντηση της Ρωσίας µε την εκτόξευση ενός υπερηχητικού βαλλιστικού πυραύλου ενδιάµεσου βεληνεκούς στην πόλη Ντνίπρο.
Ο Πούτιν έκανε λόγο για «επιτυχή δοκιµή» και διακήρυξε ότι θα γίνουν και άλλες τέτοιες «σε συνθήκες µάχης». Αν και επεσήµανε ότι θα συνεχίσει να προειδοποιεί τις ΗΠΑ πριν τη χρήση τους, δήλωσε επίσης ότι «η Ρωσία έχει το δικαίωµα να χτυπήσει εγκαταστάσεις χωρών που επιτρέπουν τη χρήση όπλων τους κατά εγκαταστάσεων στη Ρωσία». Η βρετανική κυβέρνηση δήλωσε «έτοιµη να πολεµήσει», η γερµανική επανέφερε στη συζήτηση το «Άρθρο 5» του ΝΑΤΟ, και η Ευρώπη βρέθηκε απότοµα σε ένα κλίµα «κρίσης πυραύλων».
Πού το πάει ο Μπάιντεν;
Αν και υπάρχει σταθερό µοτίβο στη ροή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία (ο Ζελένσκι ζητά κάτι, ο Πούτιν απειλεί, ο Μπάιντεν βάζει πάγο και τελικά αλλάζει γνώµη σε µεταγενέστερο χρόνο, οπότε ο Πούτιν κλιµακώνει τις απειλές του), η τελευταία απόφαση ήταν αιφνιδιαστική, καθώς ο Αµερικανός πρόεδρος είχε απορρίψει πολύ πρόσφατα το συγκεκριµένο ουκρανικό αίτηµα ενώ µετρά τις τελευταίες του βδοµάδες στο Λευκό Οίκο. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται για «απάντηση» στην ανάπτυξη βορειοκορεατικών στρατευµάτων, ενώ στη διεθνή συζήτηση έχουν παρουσιαστεί δύο πιο πολιτικά κίνητρα πίσω από αυτήν την απόφαση. Η µία ερµηνεία ισχυρίζεται ότι ο Μπάιντεν επιχειρεί να δηµιουργήσει τετελεσµένα που θα δεσµεύσουν την νέα κυβέρνηση σε συνέχεια της εµπλοκής στον ουκρανικό πόλεµο. Η δεύτερη ισχυρίζεται ότι ο Μπάιντεν δίνει ένα τελευταίο «χαρτί» στο Κίεβο πριν τις διαπραγµατεύσεις που θα δροµολογήσει ο Τραµπ και διαφυλάσσει την υστεροφηµία του ως ο πρόεδρος που θα πιστωθεί τις όποιες παραχωρήσεις δεχτεί ο Πούτιν, ενώ το Δηµοκρατικό Κόµµα θα χρεώνει στον «υποχωρητικό» Τραµπ τις όποιες ρωσικές επιτυχίες. Τι από όλα αυτά ισχύει; Ανώνυµη πηγή του Λευκού Οίκου δήλωσε στο Αλ Τζαζίρα µε κρυστάλλινη σαφήνεια: «Λίγο απ’ όλα». Εξηγούσε ότι τέτοιες µεγάλες αποφάσεις συνήθως παίρνονται ως αποτέλεσµα πολλών διαφορετικών υπολογισµών κι ενδεχοµένων.
Η τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις θα κριθεί από τις πράξεις των άλλων παικτών. Ένα τέτοιο σπιράλ κλιµάκωσης που να είναι ικανό να «εγκλωβίσει» τον Τραµπ θα κριθεί από τις επόµενες κινήσεις του Πούτιν. Αν η Μόσχα προχωρήσει σε ισχυρά αντίποινα, που δεν θα περιορίζονται σε ουκρανικό έδαφος, τότε µπορεί να ενισχυθεί µέσα στο Ρεπουµπλικανικό Κόµµα η γραµµή όσων επιµένουν ότι η Ρωσία αποτελεί «απειλή» για τις ΗΠΑ και να αποδυναµωθεί πολιτικά η πτέρυγα που θεωρεί τον ουκρανικό πόλεµο «αδιάφορο» για τα αµερικανικά συµφέροντα. Κατά τη γνώµη µου, αυτό το συνυπολογίζει ο Ρώσος πρόεδρος, που ίσως θελήσει να διερευνήσει τις προθέσεις του Τραµπ πριν πάρει πιο µεγάλες αποφάσεις. Πράγµατι, πίσω από τον θόρυβο που προκάλεσαν, οι «απαντήσεις» της ρωσικής ηγεσίας υπήρξαν κυρίως συµβολικές/προειδοποιητικές.
Κίνδυνοι
Αλλά η αβεβαιότητα παραµένει. Καταρχήν, ακόµα κι αν η σηµερινή ένταση αποδειχθεί ότι εξελίσσεται µε το βλέµµα στο τραπέζι µιας µελλοντικής διαπραγµάτευσης, αυτή η «διπλωµατία των πυραύλων», όπου οι επιδείξεις δυνητικής καταστροφικής ισχύος ανταλλάσσονται ως «επιχειρήµατα», αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνο µονοπάτι που µπορεί να ξεφύγει σε ακόµα πιο επικίνδυνους δρόµους, ανεξάρτητα από αρχικές προθέσεις. Εδώ και µήνες, στα ρωσικά θινκ τανκ εξελίσσεται ένας διάλογος γύρω από τις εισηγήσεις του Σεργκέι Καραγκάνοφ, που συνοψίζονται στην εκτίµηση ότι «ο κόσµος έχει ξεχάσει τι κάνει η πυρηνική βόµβα» και γι’ αυτό θα χρειαστεί η Ρωσία «να του το θυµίσει», µε την πρόβλεψη ότι «όλα θα πάνε καλά» αν η Μόσχα χρησιµοποιήσει πυρηνικά. Ευτυχώς η άποψη παραµένει µειοψηφική, µε τους συναδέλφους του να «βοµβαρδίζουν» µε απαντήσεις που λίγο-πολύ συνοψίζονται στην εκτίµηση ότι «τίποτε δεν θα πάει καλά» (για την ίδια τη Ρωσία…) σε ένα τέτοιο σενάριο. Αλλά ο Καραγκάνοφ δηλώνει ικανοποιηµένος που «τουλάχιστον άνοιξε η συζήτηση»…
Έπειτα, είναι βιαστικό και αβάσιµο ένα κλίµα βεβαιότητας ότι η νίκη του Τραµπ θα σηµαίνει κι ένα εύκολο τέλος του ουκρανικού πολέµου, είτε αυτό καλλιεργείται από τραµπιστές που διαφηµίζουν τις µαγικές ικανότητες του Αρχηγού τους, είτε από φιλελεύθερους αντιπάλους του που τον αντιµετωπίζουν σχεδόν ως πειθήνιο όργανο του Πούτιν.
Τι θα κάνει ο Τραµπ;
Ασφαλώς, έχουµε πολλά δείγµατα γραφής που συνηγορούν ότι τόσο ο Ντόναλντ Τραµπ όσο και η ακροδεξιά πτέρυγα των Ρεπουµπλικανών δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το µέλλον της Ουκρανίας, ενώ θεωρούν την διαιώνιση του ουκρανικού πολέµου ως αντιπαραθετική µε τις προτεραιότητες του δόγµατος «Πρώτα η Αµερική». Όµως αυτά δεν σκιαγραφούν συγκεκριµένη πολιτική. Ως αντιπολίτευση, ο Τραµπ έχει χειριστεί το ουκρανικό δηµαγωγώντας. Κατήγγειλε µε την ίδια ευκολία τον Μπάιντεν και ως αδύναµο («µε εµένα πρόεδρο, ο Πούτιν δεν θα τολµούσε») και ως εµπρηστή («µας οδηγεί σε παγκόσµιο πόλεµο»). Εξίσου αντιφατικό κι αµφίσηµο είναι το νέο µότο της εξωτερικής πολιτικής του: «Ειρήνη µέσω της ισχύος». Ως διεκδικητής της εξουσίας, ο Τραµπ επίσης δηµαγωγούσε. Ισχυρίζεται ότι «µπορεί να σταµατήσει τον πόλεµο σε 24 ώρες», αλλά δεν δίνει έστω ένα περίγραµµα του πώς, πέρα από την προβολή µιας γενικόλογης σκληρής γραµµής απέναντι και στον Ζελένσκι («µε εµένα τελειώνουν οι λευκές επιταγές») και στον Πούτιν («εµένα οι Ρώσοι µε φοβούνται»).
Η προηγούµενη θητεία Τραµπ υπενθυµίζει ότι ενώ οι στρατηγικές του ιεραρχήσεις είναι σαφείς, ο δρόµος µέσα από τον οποίο επιλέγει να τις επιδιώξει είναι συχνά απρόβλεπτος. Από την απειλή «καταστροφής της Βόρειας Κορέας» στην προώθηση συνοµιλιών µεταξύ Πιονγιάνγκ και Σεούλ, από την έναρξη διαπραγµατεύσεων µε τους Ταλιµπάν στην ρίψη της «µεγα-βόµβας» στο Αφγανιστάν, κι από την απόσυρση των αµερικανικών δυνάµεων από τη βόρεια Συρία στο πυραυλικό χτύπηµα στη Δαµασκό, έχει δώσει δείγµατα γραφής.
Πέρα από την προσωπική του πνευµατική-ψυχική αστάθεια (ένα στοιχείο πραγµατικό κι επικίνδυνο για άνθρωπο που κάθεται στην ισχυρότερη θέση του πλανήτη), αυτό αποτελεί και δουλεµένη τακτική. Το παραδέχτηκε πρόσφατα και ο ίδιος, δηλώνοντας ότι δεν αποκαλύπτει τίποτε για το σχέδιό του για την Ουκρανία, ακριβώς επειδή η αποτελεσµατικότητά του στηρίζεται στο γεγονός ότι οι οµόλογοί του τον θεωρούν απρόβλεπτο…
Ως προσωπικότητα, ο άνθρωπος που χαρακτηρίζει διάφορες χώρες του πλανήτη ως «σκατότρυπες» µπορεί να βρει «κοινή γλώσσα» µε τον άνθρωπο που ισχυρίζεται ότι «η Ουκρανία δεν είναι καν χώρα». Αλλά η υπόθεση δεν είναι προσωπική: ο Τραµπ θα ηγηθεί του αµερικανικού ιµπεριαλισµού, µε το κράτος του, τις προτεραιότητές του και το πλέγµα συµµαχιών του. Ενώ κάποια ξεδιάντροπα «δώρα» (στις ΗΠΑ) που περιλάµβανε το «Σχέδιο Νίκης» που παρουσίασε ο Ζελένσκι τον Οκτώβρη έδειχναν προσχεδιασµένα να µιλήσουν κι αυτά σε γλώσσα που καταλαβαίνει ο Τραµπ.
Προς το παρόν, ο αντιπρόεδρος Βανς περιγράφει µια τεχνική κι όχι πολιτική λύση: κατάπαυση του πυρός στην σηµερινή γραµµή επαφής, η οποία θα µετατραπεί σε «αποστρατιωτικοποιηµένη ζώνη». Ο Κιθ Κέλογκ, που διορίστηκε ως ειδικός απεσταλµένος του Τραµπ για Ρωσία-Ουκρανία, έχει αναπτύξει στο παρελθόν πιο αναλυτικό σκεπτικό, που συνάδει µε τις εισηγήσεις που έχουν γίνει από το 2023 από άλλα «βαριά ονόµατα» του αµερικανικού βαθέως κράτους (ο Ρίτσαρντ Χάας, το Ινστιτούτο RAND): Συνέχεια και σταθεροποίηση του εξοπλισµού της Ουκρανίας για να µπορεί αυτή να αµυνθεί (και να πιεστεί ο Πούτιν να διαπραγµατευτεί), αλλά υπό τον όρο το Κίεβο να δεχτεί να ξεκινήσει διαπραγµατεύσεις (και να δεχτεί υποχωρήσεις). Σε αντίθεση µε τη σχολή που προτείνει υπόσχεση µεταπολεµικής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ για να καταπιεί το Κίεβο το πικρό χάπι του διαµελισµού (Κίσσιγκερ), ο Κέλογκ προτείνει ρητή αναστολή της πρόσκλησης του Κιέβου στο ΝΑΤΟ (πχ για 10 χρόνια) για να εξασφαλίσει την παρουσία της Ρωσίας στις διαπραγµατεύσεις, χωρίς αναφορά στο εδαφικό ζήτηµα.
Είναι πολύ νωρίς να κρίνει κανείς ποια από αυτές τις παραλλαγές θα προταθεί, από ποιους και πώς θα συζητηθεί και αν θα γίνει αποδεκτή από τις άµεσα ενδιαφερόµενες µεριές. Είναι δεδοµένο ότι ο Τραµπ ενδιαφέρεται να επιδιώξει να πετύχει µια κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία. Δεν γνωρίζουµε πώς ακριβώς θα την επιδιώξει, ποιο συνδυασµό «καρότου» και «µαστιγίου» θα επιστρατεύσει απέναντι και στην ουκρανική πλευρά και στη ρωσική. Δεν γνωρίζουµε αν θα τα καταφέρει ή θα σκοντάψει σε εµπόδια κι αντιρρήσεις είτε από το Κίεβο, είτε από τη Μόσχα, είτε µέσα από την Ουάσινγκτον. Δεν γνωρίζουµε ούτε πώς θα αντιδράσει σε ενδεχόµενο ναυάγιο της διαµεσολάβησής του και αν θα λουστεί ο Ζελένσκι ή ο Πούτιν τον κλασσικό τραµπικό χαρακτηρισµό του «πολύ πολύ κακού ανθρώπου» με ό,τι συνεπάγεται αυτό...
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά