Η τάση που είχε ήδη διαφανεί μετά το άδοξο τέλος της «ουκρανικής αντεπίθεσης» έχει πλέον εμπεδωθεί: Η πρωτοβουλία κινήσεων έχει περάσει στο ρωσικό στρατό, που επιχειρεί αλλού πιο «στατικά» (πχ στο Νότο) και αλλού καταγράφοντας σταθερά εδαφικά κέρδη (Ντονμπάς), ενώ οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν περιοριστεί σε θέσεις άμυνας.

Η ρωσική αεροπορία διεξάγει μια μεγάλη εκστρατεία καταστροφής της ενεργειακής υποδομής της Ουκρανίας, πολύ πιο συντριπτική από την αντίστοιχη του προπερασμένου χειμώνα. Αρκετοί ντόπιοι σημειώνουν με ανακούφιση ότι τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν συνέβη στη διάρκεια του χειμώνα, αλλά υπογραμμίζουν ότι και το καλοκαίρι τα βάσανα για τη ζωή του πληθυσμού χωρίς ενέργεια δεν είναι καθόλου μικρά. Παράλληλα, η μεγαλύτερη ενεργοποίηση της αεροπορίας σε σχέση με το παρελθόν, διευκολύνει και την κάλυψη της προώθησης των ρωσικών δυνάμεων στο έδαφος. Αυτή η προώθηση γίνεται εφικτή και γιατί ο ουκρανικός στρατός ξεμένει από πυρομαχικά. Στα μέσα Απρίλη, η αναλογία πυρομαχικών υπολογιζόταν σε «1 προς 5» και σύμφωνα με κάποιους αξιωματικούς «οδεύει ταχύτατα σε 1 προς 10». 

Λειψανδρία

Μαζί με την έλλειψη πυρομαχικών, εμφανίζεται και το πρόβλημα της λειψανδρίας. Ο ουκρανικός στρατός έχει συσσωρεύσει μαζικές απώλειες μετά από πάνω από 2 χρόνια συνεχούς πολέμου, ενώ όσοι έσπευσαν να καταταγούν το 2022, πολεμάνε ασταμάτητα. Την ίδια ώρα, έχει υπάρξει αλλαγή κλίματος στα μετόπισθεν. Ενώ το 2022 εθελοντές σχημάτιζαν τεράστιες ουρές έξω από τα στρατολογικά γραφεία, σήμερα χιλιάδες νέοι άνδρες επιχειρούν (και καταφέρνουν) να εγκαταλείψουν τη χώρα για να αποφύγουν μια πιθανή στράτευση. Στις δυτικές και βόρειες περιοχές, δηλαδή τις απομακρυσμένες από το μέτωπο, συνυπάρχει η γενική στήριξη στη συνέχεια του πολέμου με την απροθυμία της συμμετοχής σε αυτόν. Πολλοί θέλουν μια επιστροφή στην «κανονικότητα», άλλοι αποθαρρύνονται από τις ιστορίες φίλων και συγγενών στο μέτωπο, ενώ ένας συμβατικός πόλεμος χαρακωμάτων στο Ντονιέτσκ δεν «συγκινεί» το ίδιο με την αίσθηση της κατεπείγουσας υπαρξιακής απειλής για τις πόλεις και τις γειτονιές που ετοιμάζονταν να υπερασπιστούν χιλιάδες Ουκρανοί το Φλεβάρη-Μάρτη, κατά τη ρωσική αστραπιαία επίθεση προς το Κίεβο και τις μεγάλες πόλεις. 

Η ουκρανική Ράντα πρόσφατα ενέκρινε τη μείωση του ορίου ηλικίας των ατόμων που επιτρέπεται να επιστρατευθούν από τα 27 έτη στα 25, την επικαιροποίηση των στοιχείων των στρατεύσιμων για να είναι στη διάθεση των Αρχών και την κατάργηση του 3ετούς ορίου στην ενεργή-εμπόλεμη θητεία. Πρόκειται για ένα συμβιβασμό ανάμεσα στην αρχική πρόταση (για ευρύτερη υποχρεωτική στρατολόγηση, με δρακόντειες ποινές σε περίπτωση άρνησης κλπ) και την κοινωνική κατακραυγή που προκάλεσε, ωθώντας τον Ζελένσκι να παραδεχτεί ότι το θέμα «είναι ευαίσθητο» κι ότι τα εξαναγκαστικά μέτρα «δεν είναι δημοφιλή». Πέρα από τους πολιτικούς δισταγμούς του Ζελένσκι, υπάρχουν και άλλοι υπολογισμοί –που αναδεικνύουν την ευρύτερη διάσταση της λειψανδρίας. Στη διαφωνία με το Επιτελείο, ο Ουκρανός πρόεδρος επεσήμανε ότι δεν πρόκειται απλώς για τη δυσκολία να βρεθούν «άλλες 500.000 στρατιώτες». Αλλά και για το γεγονός ότι για την (οικονομική) συντήρηση κάθε ενός στρατευμένου απαιτούνται άλλοι 3 εργαζόμενοι στην οικονομία. Πρόσφατα, το ουκρανικό κράτος ανακοίνωσε ότι σταματά να παρέχει προξενικές υπηρεσίες στους άντρες στρατεύσιμης ηλικίας που βρίσκονται στο εξωτερικό (800.000 υπολογίζονται στην ΕΕ). Ενώ μαζί με τις ροές εξόδου αντρών από τη χώρα, αυξάνονται τα κρούσματα σκληρής κατασταλτικής αντιμετώπισης όσων εντοπιστούν να επιχειρούν να φύγουν. 

Στρατιωτική βοήθεια

Στο ζήτημα της έλλειψης πυρομαχικών και μέσων αεράμυνας, η κυβέρνηση Ζελένσκι βρήκε μια λύση. Μετά από 6 περίπου μήνες παράλυσης, ελιγμών και παζαριών, το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε ένα νέο πακέτο δεκάδων δισεκατομμυρίων που αφορά τη ροή στρατιωτικής βοήθειας από το Πεντάγωνο προς την Ουκρανία, το Ισραήλ και την Ταϊβάν. 

Υπό την πίεση προβλέψεων κατάρρευσης του ουκρανικού στρατού, αλλά  και ιδιαίτερα στο κλίμα «επιτακτικής ανάγκης υπεράσπισης του Ισραήλ» (μετά την πυραυλική απάντηση της Τεχεράνης στο προκλητικό χτύπημα κατά της ιρανικής πρεσβείας στη Συρία), ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος της Βουλής Μάικ Τζόνσον πιέστηκε να άρει τις ενστάσεις του και να φέρει προς ψήφιση τις πολεμικές δαπάνες και για την Ουκρανία και για το Ισραήλ ως «πακέτο» (ενώ μέχρι πρότινος αρνούνταν, θέλοντας να διευκολύνει τους Ρεπουμπλικάνους συναδέλφους του να στηρίξουν το Κράτος του Ισραήλ χωρίς να εγκρίνουν στήριξη στην Ουκρανία).

Είχε προηγηθεί η μετατόπιση του Τραμπ, ο οποίος με τη λιτή δήλωση «υποστηρίζω τον Πρόεδρο της Βουλής», κάλυψε τον Τζόνσον απέναντι στις οργισμένες επιθέσεις της ακροδεξιάς πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η οποία τον περασμένο Οκτώβρη είχε ανατρέψει τον προηγούμενο πρόεδρο και έχει αναδείξει τον Τζόνσον ακριβώς για να μπλοκάρει τη συνέχεια της οικονομικής-στρατιωτικής στήριξης στο Κίεβο. 

Έχει τεκμηριωθεί και από φιλο-ρωσικές και φιλο-ουκρανικές πηγές (με διαφορετικά πολιτικά-επικοινωνιακά κίνητρα) ότι στα 60 δισ. του πακέτου που αφορούσαν την Ουκρανία, περιλαμβάνονται χρήματα που θα κατευθυνθούν στην αναπλήρωση του αμερικανικού οπλοστασίου, χρήματα που αφορούν δυνατότητες μελλοντικών παραγγελιών του Πενταγώνου σε αμερικανικές οπλοβιομηχανίες ασφαλώς, χρήματα για αμερικανικές-νατοϊκές «υποδομές» γενικώς στην Ευρώπη, κι ένα τμήμα μόνο θα φτάσει στο Κίεβο. Αυτά έχουν μια αξία ως υπενθύμιση τις προτεραιότητες, τα κίνητρα και τη μορφή της «αμερικανικής βοήθειας». Παρόλα αυτά, είναι προφανές ότι το πακέτο θα συμβάλει στη στήριξη των δυνατοτήτων του ουκρανικού στρατού.  

Όμως το πρόβλημα των ανθρώπινων απωλειών, του ηθικού, της διάθεσης για συμμετοχή στον πόλεμο, των αναγκαίων οικονομικών πόρων (πέρα από τις εξοπλιστικούς), είναι βαθύτερα πολιτικό και η ουκρανική αστική ηγεσία δεν θα μπορέσει να το λύσει επενδύοντας στην εξωτερική βοήθεια. 

Ρωσία

Σε προηγούμενα φύλλα έχουμε περιγράψει πιο αναλυτικά την κατάσταση του ρωσικού ιμπεριαλισμού, που δείχνει -σε αυτό το «φεγγάρι»- να ενισχύει τις προοπτικές του «πολέμου φθοράς και αντοχής» στον οποίο έχει επενδύσει η Μόσχα μετά την αποτυχία του αρχικού σχεδιασμού της στα 2022. Εν συντομία, η «οικονομία των όπλων» (με τον προσανατολισμό της παραγωγής στους διαρκείς εξοπλισμούς), συνδυασμένη με την «πετρελαϊκή οικονομία» (που εξακολουθεί να αποφέρει μεγάλα έσοδα στα κρατικά ταμεία) έχουν συντηρήσει τις δυνατότητες του ρωσικού κράτους να «επιπλέει» μέσα στις απαιτήσεις ενός μακροχρόνιου πολέμου και τις δυσκολίες των κυρώσεων. Μπορεί επίσης να συντηρεί/ανανεώνει (εν μέσω διαρκών μαζικών απωλειών) έναν στρατό επαγγελματιών «συμβασιούχων», προσφέροντας απολαβές πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του μέσου εργάτη. 

Τα όρια αυτής της δυνατότητας και οι πιθανότητες να υπονομευτεί από εσωτερικές εξελίξεις και πιέσεις είναι επίσης γνωστά: Αφορούν είτε την «αντισυσπείρωση» που προκαλεί (πχ μεταξύ μουσουλμάνων και εθνοτικών μειονοτήτων) η κρατική απόπειρα συσπείρωσης γύρω από τον Μεγαλορωσικό – Χριστιανορθόδοξο εθνικισμό, είτε το πιεσμένο βιοτικό επίπεδο καθώς ο πόλεμος απορροφά τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε την αγωνία και το θυμό των συγγενών των στρατευμένων. Μια καμπάνια αρκετών γυναικών, για την επιστροφή των συζύγων τους, η οποία ξεκίνησε μετριοπαθώς αλλά τμήματά της ριζοσπαστικοποιούνται και ως προς την γενικότερη στάση τους απέναντι στις Αρχές και ως προς την εναντίωσή τους συνολικότερα στον πόλεμο, είναι ένα μικρό δείγμα αυτής της προοπτικής όσο ο πόλεμος μακραίνει. 

Αλλά στο σήμερα, η συγκυρία ευνοεί τη Μόσχα. Επιχειρησιακά, το ενδιαφέρον έχει στραφεί στο Τσάσιβ Γιαρ, στο οποίο συγκεντρώνονται μαζικά ρωσικές και ουκρανικές δυνάμεις για μια μεγάλη μάχη για τον έλεγχο της πόλης. Σε αντίθεση με την κυρίως συμβολική «μάχη του Μπαχμούτ», εδώ υπάρχει επίδικο. Πρόκειται για πόλη σε ευνοϊκό στρατηγικό ύψωμα που διευκολύνει τον δρόμο προς το Σλαβιάνσκ και το Κραματόρσκ, τις καλά οχυρωμένες πόλεις που διατηρεί υπό τον έλεγχό της η ουκρανική κυβέρνηση στην περιφέρεια του Ντονιέτσκ. 

Η δημόσια συζήτηση αντιμετωπίζει τις σημερινές ρωσικές επιχειρήσεις ως πρελούδιο, προβλέποντας μια «μεγάλη θερινή επίθεση». Αυτή -αν πέσει το Τσάσιβ Γιαρ- μπορεί να βάζει στόχο την ολοκλήρωση της κατάκτησης του Ντονιέτσκ. Δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει και απόπειρα κατάληψης του Χαρκόβου. Αυτή η μεγάλη και σημαντική πόλη έχει δεχτεί το πιο ανελέητο σφυροκόπημα σε όλες τις υποδομές της. Από πολλούς θεωρείται προαναγγελία χερσαίας εισβολής. Αν και κάποιοι Ρώσοι «στρατιωτικοί μπλόγκερ» περιγράφουν και ένα πιο βάρβαρο σενάριο: την «μεθοδική καταστροφή των υποδομών» που -χωρίς να χρειαστεί χερσαία επιχείρηση- θα μετατρέψει το Χάρκοβο σε «γκρίζα ζώνη», σε «μέρος όπου είναι απίθανο να ζήσει κανείς». 

Αν και αξίζει να σημειώσουμε (για την διαφημισμένη «προέλαση» των ρωσικών δυνάμεων) ότι ενόψει καλοκαιριού, ο στρατός εισβολής στην ουσία ξαναβάζει στον εαυτό του τα ίδια ακριβώς καθήκοντα τα οποία είχε και πριν… 2 χρόνια, η επιτυχία αυτών των στόχων σε μια «θερινή επίθεση» θα αποτελεί ένα γεγονός-καμπή στην πορεία του πολέμου. 

Διαθέσεις

Σε αυτό το υπόβαθρο, οι δηλώσεις Ρώσων αξιωματούχων συνεχίζουν να εκπέμπουν «διπλό μήνυμα» ως προς τους στόχους της Μόσχας. 

Αφενός, γίνονται αναφορές στις ειρηνευτικές συνομιλίες της άνοιξης του 2022 ως «βάση συζήτησης», που εξακολουθεί να ενδιαφέρει τη Ρωσία, αλλά «παίρνοντας υπόψη τις αλλαγές που προκύπτουν εν τω μεταξύ στο έδαφος» -μια αναφορά στις 4 επαρχίες που δεν ελέγχει απολύτως ο ρωσικός στρατός αλλά έχει εδραιωμένη παρουσία σε μέρος τους και έχει ανακοινώσει επίσημα την προσάρτησή τους.  

Αφετέρου, δεν λείπουν οι επίμονες αναφορές στην ανάγκη να «πάψει να υπάρχει Ουκρανία», στον στόχο «επιστροφής της Οδησού στη Ρωσία», στην περιγραφή του Κιέβου ως «ιστορικά πολύτιμο για τη Ρωσία» και ταυτόχρονα ως «κέντρο εκδήλωσης των εξωτερικών συνωμοσιών εναντίον της» (όσο μένει «αποσπασμένο» από τη Μητέρα Ρωσία).  

Στην ουκρανική πλευρά, ενώ έχει εμπεδωθεί ότι βρίσκεται σε φάση σκληρής και δύσκολης άμυνας και έχουν εγκαταλειφθεί -προς το παρόν- τα μεγάλα λόγια περί «ανάκτησης και της Κριμαίας», επισήμως εξακολουθεί να απορρίπτεται κάθε εκδοχή «γης για ειρήνη» ως «συνθηκολόγηση». Δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμιά εμπιστοσύνη σε όποιες δεσμεύσεις του Πούτιν, το Κίεβο ουσιαστικά συνδέει τις προοπτικές ειρήνευσης αποκλειστικά με μια αποφασιστική στρατιωτική ήττα της Μόσχας. 

Στην Ουάσινγκτον, η 6μηνη περιπέτεια του «πακέτου βοήθειας» και ο τρόπος που τελικά εγκρίθηκε αποτυπώνει τις διαφωνίες μέσα στο κράτος. Αλλά η συναίνεση που επιτεύχθηκε τελικά έστειλε ένα σήμα ότι εξακολουθεί να κυριαρχεί η γραμμή -τουλάχιστον- αποτροπής μιας αποφασιστικής ρωσικής νίκης στην Ουκρανία, με γεωπολιτικούς υπολογισμούς που ξεκινάνε από την Πολωνία και φτάνουν στον Ειρηνικό. Η συμφωνία σε αυτόν τον «μίνιμουμ» στόχο, ενοποιεί προς ώρας τους θερμούς οπαδούς της επιδίωξης μιας «στρατηγικής ήττας της Ρωσίας» και όσους θα ήθελαν να απεγκλωβιστούν οι ΗΠΑ από αυτό το μέτωπο, αλλά όχι πριν προκύψει κάποια συμφωνία που να διευθετεί ή να παγώνει τη σύρραξη. 

Αυτό το κλίμα, που είχαμε περιγράψει στην επέτειο 2 χρόνων από την εισβολή με τον τίτλο «Ο πόλεμος θα συνεχιστεί και στη διάρκεια του 2024», χαμηλώνει τις προσδοκίες για τη διεθνή διάσκεψη που θα γίνει στα μέσα Ιούνη στην Ελβετία. Ωστόσο από όλες τις διασκέψεις που έχουν προηγηθεί, η συγκεκριμένη ξεχωρίζει για μια σειρά λόγους. 

Ελβετία

Καταρχήν επειδή είναι πρωτοβουλία και διοργάνωση του ελβετικού κράτους με το γνωστό ιστορικό του ρόλο στο «διεθνή καταμερισμό εργασιών». Ασφαλώς, η συμμετοχή της Ελβετίας στις κυρώσεις αντιμετωπίστηκε με καταγγελίες της Μόσχας περί ακύρωσης του ρόλου «ουδετερότητας», αλλά οι «κακές γλώσσες» ισχυρίζονται ότι η συνεργασία της Ελβετίας με το μπλοκ των κυρώσεων γίνεται με έναν τρόπο αρκετά… «ελβετικό».

Έπειτα είναι η πρώτη διάσκεψη της οποίας οι ίδιοι οι διοργανωτές δηλώνουν μεγάλες φιλοδοξίες. Σε αντίθεση με τις γενικόλογες διακηρύξεις «ανάγκης να συζητήσουμε» άλλων προσπαθειών, η ελβετική κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη να «πατήσει πάνω στα πεπραγμένα και τη συσσωρευμένη εμπειρία προηγούμενων συζητήσεων» για να εκκινήσει τον Ιούνη μια «διαδικασία προς την επίτευξη ειρήνης». 

Τέλος, αν και -όπως και σε προηγούμενες συσκέψεις- δεν έχει καλεστεί η Ρωσία, προκαλώντας τον Πούτιν να χαρακτηρίσει την πρωτοβουλία ως κενή νοήματος, είναι ρητά διατυπωμένη η ελβετική πρόθεση να προσέλθει και η ρωσική πλευρά στα επόμενα στάδια της «διαδικασίας».

Η ελβετική πρωτοβουλία μπορεί να αποδειχθεί πυροτέχνημα. Ακόμα κι αν παράξει αποτέλεσμα, θα πρόκειται μόνο για το πρώτο βήμα μιας «διαδικασίας» που θα τραβήξει σε βάθος. Για τις προοπτικές να ανοίξει όντως ένα τέτοιο παράλληλο-διπλωματικό μέτωπο, ενώ θα μένει ενεργό το στρατιωτικό, θα μάθουμε περισσότερα μετά την έκβαση της διάσκεψης. 

Ειρήνη;

Πρόσφατα ένα ερευνητικό ρεπορτάζ εξέτασε έγγραφα που δεν είχαν δημοσιευτεί, συνομίλησε με Ρώσους και Ουκρανούς αξιωματούχους και διαπίστωσε ότι τον Απρίλη του 2022, αρκετά σημεία τριβής δεν είχαν ακόμα επιλυθεί, αλλά «και ο Ζελένσκι και ο Πούτιν είχαν δείξει προθυμία να συζητήσουν υποχωρήσεις που φάνταζαν αδιανόητες», ενώ αποκάλυπτε ότι οι ανταλλαγές προσχεδίων συνεχίστηκαν για ένα διάστημα και μετά την αποκάλυψη των ρωσικών εγκλημάτων στην Μπούτσα (που σύμφωνα με την ουκρανική αφήγηση πείσμωσε τον Ζελένσκι) και μετά την επίσκεψη Μπόρις Τζόνσον στο Κίεβο (που σύμφωνα με τη ρωσική αφήγηση, μετέφερε «δυτική εντολή» να τερματιστεί η διπλωματία). 

Το γενικό περίγραμμα της «ατζέντας» του Απρίλη του 2022 (ουδέτερη στρατιωτικά Ουκρανία, απόσυρση του ρωσικού στρατού από τα εδάφη που κατέλαβε και 15ετή διαπραγμάτευση για πολιτική λύση των ζητημάτων του Ντονμπάς και της Κριμαίας, πολυμερείς εγγυητικές συμφωνίες κλπ) εξακολουθεί να περιγράφει μια λύση. 

Αλλά μετά από 2 χρόνια πολέμου, εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, τις αλλαγές που προκάλεσε στο εσωτερικό των κρατών και των κοινωνικών τους σχηματισμών, αλλά και τη «διεθνοποίηση» της αντιπαράθεσης, μοιάζει ευσεβής πόθος των συντακτών η υπόμνηση ότι «μπορεί να ξαναδείξουν μια τέτοια προθυμία» [για μεγάλες υποχωρήσεις]. 

Ενώ έκτοτε μπήκαν σε κίνηση πολύ ευρύτερες διεργασίες: Επανεξοπλισμός της Ευρώπης, επέκταση των δυτικών κυρώσεων, διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ιδεολογική-ρητορική αναπλαισίωση του πολέμου από τη Μόσχα ως «ένα επεισόδιο στον προαιώνιο αγώνα ενάντια στη συλλογική Δύση», εκατέρωθεν κινήσεις κι απειλές που αφορούν την Μολδαβία, την Βαλτική, τη Σκανδιναυία. 

Σε αυτόν τον νέο κόσμο που αναδύεται γύρω μας, που ξεπερνά τον ίδιο τον ουκρανικό πόλεμο, μια δίκαιη και διαρκής ειρήνη είναι υπόθεση των αγώνων των εργαζομένων κι όχι των διπλωματών. Η επιδίωξή της συνδέεται άρρηκτα με τον αγώνα για την ανατροπή του κοινωνικού συστήματος που στις κρίσεις του σπρώχνει εγγενώς την ανθρωπότητα προς νέα σφαγεία, ανεξάρτητα από τη «σωφροσύνη» που μπορεί να επικρατεί ή όχι στα εκάστοτε πολιτικά επιτελεία…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες