Ο εργαζόμενος λαός στο προσκήνιο, οι λαϊκές τάξεις στο πολιτικό επίκεντρο, να ποιό μπορεί και πρέπει να είναι το πολιτικό πρόταγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην σημερινή οριακή συγκυρία.
Με την διατύπωση των τελευταίων απαιτήσεων των θεσμικών εκπροσώπων του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και της αστικής ταξικής κυριαρχίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, για παραπέρα αύξηση της έμμεσης φορολογίας και για μείωση των συντάξεων προκειμένου να εξασφαλιστούν άλλα τέσσερα δισεκατ. ευρώ, η μαραθώνια διαπραγμάτευση των πέντε τελευταίων μηνών έφτασε πλέον σε οριακό σημείο. Μετά τις πολλαπλές υποχωρήσεις που έχει κάνει η ελληνική κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. διατήρηση του ΤΑΙΠΕΔ και προώθηση νευραλγικής σημασίας ιδιωτικοποιήσεων), , δεν μπορεί βέβαια να αποδεχθεί, επί ποινή ακύρωσης του εαυτού της, τις νέες απαιτήσεις των θεσμών (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ) που διατυπώθηκαν το τελευταίο Σαββατοκύριακο στις Βρυξέλλες. Κι’ ακόμη περισσότερο η εξαφάνιση από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων της απαίτησης για την μείωση και διευθέτηση του δημόσιου χρέους, και η αποπληρωμή του υπολοίπου με ρήτρα ανάπτυξης. Πλέον δεν είναι η συμφωνία προ των θυρών με τέτοιους όρους, η «έντιμη συμφωνία», η «αμοιβαία επωφελής» διευθέτηση, αλλά περισσότερο από ποτέ η διακοπή των διαπραγματεύσεων.
Επί ένα ολόκληρο πεντάμηνο η ριζοσπαστική κυβερνητική εξουσία οδηγήθηκε σε μια μακρόχρονη διαπραγμάτευση, με την αντίληψη ότι σε κάθε περίπτωση θα βρίσκονταν μια «αμοιβαία επωφελής συμφωνία», προχωρώντας σταδιακά στην μία υποχώρηση μετά την άλλη, με την φροντίδα να διασφαλίσει τους μισθούς και τις συντάξεις (και μάλιστα στο αποψιλωμένο επίπεδο που έχουν φτάσει μετά την πεντάχρονη μνημονιακή πολιτική 2010 – 14), αυξάνοντας αντισταθμιστικά τις φορολογικές επιβαρύνσεις, και θέτοντας έτσι σε αμφισβήτηση το «πρόγραμμα των εκατό πρώτων ημερών» (της Θεσσαλονίκης), που ήταν και η πρώτη πολιτική προτεραιότητα και δέσμευση της κυβέρνησης, που για πρώτη φορά είχε εξασφαλίσει την εκπροσώπηση του μεγαλύτερου μέρους των λαϊκών τάξεων.
Το κύριο και σημαντικότερο ήταν ότι οι όροι της διαπραγμάτευσης του δημόσιου χρέους και της αποπληρωμής των τόκων και χρεολυσίων του αποτέλεσαν την πρωταρχική κυβερνητική προτεραιότητα, ενώ το πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, της υπερμεγέθους ανεργίας και της ανάταξης της ελληνικής οικονομίας από την παραγωγική καταστροφή, μπήκε σε δεύτερη μοίρα (με την εξαίρεση της αποκατάστασης των απολυμένων δημοσίων υπαλλήλων), και μάλιστα εξαρτήθηκε από τις απαιτήσεις των «θεσμών» για την συνέχιση της επιβολής των μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Και το ακόμη σημαντικότερο γεγονός στάθηκε ότι ενώ η ελληνική αριστερή κυβέρνηση διέθετε την ευρεία λαϊκή υποστήριξη, που μπορούσε να προσλάβει μια σταθερή κινηματική δυναμική, βασίστηκε στην κοινοβουλευτική της και μόνον υπόσταση και στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής. Ο λαϊκός κινηματικός παράγοντας μπήκε στο περιθώριο και οι εναλλακτικές λύσεις της όποιας διαδικασίας τερματισμού των διαπραγματεύσεων, της λεγόμενης «ρήξης», δεν αποτέλεσαν καν αντικείμενο πολιτικής διαβούλευσης στον λαϊκό ριζοσπαστικό κόσμο.
Μάλιστα στη σημερινή συγκυρία και αφότου οι λαϊκές κινητοποιήσεις του Φεβρουαρίου 2015 δεν είχαν συνέχεια, μια τέτοια ανάταξη του λαϊκού κινήματος σήμερα γίνεται ακόμη πιο δυσχερέστερη. Ωστόσο η δρομολόγησή της είναι η μοναδική αποτελεσματική διέξοδος στο «αδιέξοδο» των σημερινών διαπραγματεύσεων. Γιατί ακριβώς μόνον η πλατειά κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας, και μόνον η ανταπόκριση αυτής της κυβέρνησης στην δραστική και άμεση υλοποίηση του «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης», πέρα από οποιουσδήποτε αντιλαϊκούς εκβιασμούς των «θεσμών», είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματική πίεση, κι’ όχι προφανώς η οποιαδήποτε προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει σε συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ. άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Κι’ αυτή η παρατεταμένη λαϊκή κινητοποίηση (ας θυμηθούμε το κίνημα των πλατειών που στην Ισπανία ανέδειξε τους Ποδέμος και στην Ελλάδα διεύρυνε τα μέγιστα την εκλογική επιρροή της Ριζοσπαστικής Αριστεράς), ήταν η μόνη που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει λαϊκές κινητοποιήσεις στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όχι μόνον αλληλεγγύης προς τους έλληνες εργαζόμενους, αλλά και για την αντιμετώπιση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού των αστικών τάξεων στις επιμέρους χώρες και στο συνολικό ευρωπαϊκό επίπεδο.
Συμπερασματικά :
Α) Παύση πληρωμών και διάθεση των οποιωνδήποτε διαθέσιμων πόρων για την αντιμετώπιση της εξαθλίωσης του ενός τρίτου του ελληνικού πληθυσμού εξ αιτίας της μαζικής ανεργίας και των χαμηλών συντάξεων που αφορούν τους μισούς συνταξιούχους και απεύθυνση στον ΟΗΕ να επιβλέψει αυτή την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Β) Πάσει θυσία επιμονή στην διευθέτηση του υπέρογκου δημόσιου χρέους που έχει ταξικά χαρακτηριστικά (χαμηλή φορολογία της καπιταλιστικής κερδοφορίας και κίνητρα προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο) και απαίτηση διαγραφής ενός σημαντικού του μέρους, με διασφάλιση της πληρωμής των τόκων και χρεολυσίων με ρήτρα ανάπτυξης (τουλάχιστον 3% ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ).
Γ) Προαγωγή εφαρμογής των ριζοσπαστικών προγραμματικών κατευθύνσεων με ταχεία αποκατάσταση του βασικού μισθού και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με παράλληλη χορήγηση του νομίμου επιδόματος ανεργίας στο σύνολο των ανέργων και δημιουργία των εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, έστω προσωρινής διάρκειας.
Δ) Ισχυρότατη έκτατη φορολόγηση – εισφορά των 13 χιλιάδων κερδοφόρων επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας για τις οικονομικές χρήσεις 2013 και 2014, που ακριβώς είχαν υψηλή κερδοφορία 11 δισεκατ. ευρώ ετησίως, προκειμένου οι πόροι αυτοί να διατεθούν για την άμεση ουσιαστική αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και της υψηλής ανεργίας.
Ε) Διακοπή των όποιων διαπραγματεύσεων εφόσον διατυπώνονται τέτοιες εξοντωτικές προτάσεις και ασκούνται τέτοιου είδους εκβιασμοί, με στόχο την επανεκκίνησή τους μόνον εφόσον γίνουν αποδεκτοί οι όροι της ελληνικής πλευράς, χωρίς καμία παραπέρα υπαναχώρηση και προσδιορισμός εναλλακτικών όρων διεξόδου από το «αδιέξοδο», με ό,τι αυτό συνεπάγεται και με την αναγκαία λαϊκή νομιμοποίηση.
Αυτά ακριβώς είναι τα επίδικα που απαιτούν από την πλευρά των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων την δρομολόγηση της λαϊκής κινηματικής δυναμικής απέναντι στις απαιτήσεις των «θεσμών», της εγχώριας αστικής τάξης και του υπηρετικού μνημονιακού πολιτικού της προσωπικού. Ο εργαζόμενος λαός στο προσκήνιο, οι λαϊκές τάξεις στο πολιτικό επίκεντρο, να ποιό μπορεί και πρέπει να είναι το πολιτικό πρόταγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην σημερινή οριακή συγκυρία. Η άμεση κινητοποίηση των εργαζομένων, νεολαίας, ανέργων, συνταξιούχων ήταν που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας, κι’ αυτή εκ νέου μπορεί να εξασφαλίσει την εδραίωσή του στην κυβερνητική εξουσία, με την εφαρμογή των ριζοσπαστικών προγραμματικών τους στόχων και την απόκρουση των αφόρητων πιέσων και εκβιασμών της ευρωπαϊκής υπερεθνικής καπιταλιστικής ενοποίησης. Δεν μπορούμε να παραδώσουμε τα όπλα που ακόμη έχουμε στα χέρια μας, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια νέα Βάρκιζα, αλλά να τηρήσουμε απαρέγκλιτα τις προγραμματικές μας δεσμεύσεις για την κοινωνική σωτηρία του ελληνικού λαού.