Η Επιτροπή Αλήθειας για το Χρέος δημοσιοποίησε το προπαρασκευαστικό πόρισμά της εν μέσω αλαλαγμών των συστημικών μέσων τα οποία στοχοποίησαν τόσο την ίδια την επιτροπή όσο και προσωπικά τα μέλη της, από την πρόεδρο της Βουλής έως τον εμπειρογνώμονα του ΟΗΕ Σ. Λαμίνα.
Τα ίδια τα στοιχεία του πορίσματος εξηγούν και τα αίτια των αλαλαγμών: διαπιστώνονται και θεσμικά όλα αυτά που καταγγέλλονταν τόσα χρόνια από την Αριστερά, από πλειάδα οικονομολόγους και νομικούς, καθώς και από έγκυρους δημοσιογράφους παγκοσμίως.
Πρώτα από όλα διαπιστώνεται ότι «το χρέος, στο όνομα του οποίου ισοπεδώθηκαν τα πάντα, παραμένει ο γνώμονας της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής, που οδήγησε στη βαθύτερη και πιο μακρόχρονη ύφεση σε ευρωπαϊκό έδαφος και σε καιρό ειρήνης».
Το κυριότερο είναι το σχετικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή: «Όλα τα στοιχεία που παρουσιάζουμε στην Προκαταρκτική Έκθεση καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν είναι σε θέση να πληρώσει το χρέος, αλλά και δεν πρέπει να το πληρώσει. Πρωτίστως διότι το χρέος που προκάλεσαν οι ρυθμίσεις που επέβαλε η Τρόικα παραβιάζει ευθέως τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των κατοίκων της Ελλάδας. Ως εκ τούτου η Ελλάδα δεν πρέπει να πληρώσει αυτό το χρέος διότι είναι παράνομο, αθέμιτο και επονείδιστο».
Στα εννέα κεφάλαιά του, το πόρισμα διαπιστώνει ότι οι δανειστές γνώριζαν ότι το χρέος είναι μη βιώσιμο, ενώ ειδικά το ΔΝΤ γνώριζε από το 2010 τις προοπτικές του ελληνικού «προγράμματος». Παραβίασε μάλιστα τις ίδιες τις καταστατικές αρχές του εμπλεκόμενο σε ένα «πρόγραμμα» που οδηγούσε σε ραγδαία αύξηση της ανεργίας και καταστροφή της ευημερίας του πληθυσμού.
Διαπιστώνεται επίσης ότι το μνημόνιο δεν ήταν πρόγραμμα «σωτηρίας της Ελλάδας», αλλά διάσωσης γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, όπως επιβεβαίωσε μιλώντας στην Επιτροπή και ο κ. Λεγκρέν, πρώην σύμβουλος του Μ. Μπαρόζο. Το 90% των χρημάτων των δανείων επέστρεψε στους δανειστές, όπως ακριβώς διατείνονταν όλοι όσοι αγωνίζονταν ενάντια στο μνημόνιο.
Διαπιστώνεται η διαπλοκή του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού με τα συμφέροντα των ιδιωτικών τραπεζών και άλλων καπιταλιστών, ενώ το πόρισμα επιρρίπτει βέβαια ευθύνες και στο ελληνικό πολιτικό και γραφειοκρατικό προσωπικό, όπως στον Γ. Παπανδρέου και στον πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ, Αν. Γεωργίου, οποίοι φέρονται να παραποίησαν τα στοιχεία του ελλείμματος με στόχο να πέσει η Ελλάδα στα δίχτυα του ΔΝΤ.
Το ένατο και τελευταίο κεφάλαιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «το ελληνικό δημόσιο χρέος σήμερα είναι μη βιώσιμο, διότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να το εξυπηρετήσει χωρίς να πλήξει καίρια την ικανότητά της να ανταποκρίνεται στις βασικές υποχρεώσεις της για προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων». Το κεφάλαιο περιέχει στοιχεία για ενδεικτικές περιπτώσεις παράνομου, αθέμιτου, και επονείδιστου χρέους προς κάθε έναν δανειστή. Π.χ., «το χρέος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να χαρακτηριστεί παράνομο διότι η ΕΚΤ υπερέβη τις αρμοδιότητές της επιβάλλοντας, μέσω της συμμετοχής της στην Τρόικα, την εφαρμογή των προγραμμάτων μακροοικονομικής προσαρμογής (λόγου χάρη, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας). Το χρέος προς την ΕΚΤ είναι επίσης αθέμιτο και επονείδιστο, διότι ο κύριος λόγος ύπαρξης του Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων ήταν να εξυπηρετηθούν συμφέροντα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, επιτρέποντας στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές και ελληνικές ιδιωτικές τράπεζες να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους».
Το πόρισμα αποτελεί ένα πρώτο βήμα και ένα σημαντικό όπλο στον αγώνα ενάντια στο χρηματιστικό κεφάλαιο που θέλει να ανατρέψει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η αξιοποίηση, εκ μέρους της κυβέρνησης, αυτού του όπλου είναι επιβεβλημένη, καθώς η εμπειρία από αντίστοιχες χώρες της Λ. Αμερικής είναι εξαιρετικά θετική.