Όλοι/-ες, μετά το πέρας της καλοκαιρινής ραστώνης, έχουμε αρχίσει να μπαίνουμε στους γνώριμους ρουτινιάρικους καθημερινούς ρυθμούς. Το ερώτημα είναι το εξής: Υπάρχει ή μπορεί να αναζητηθεί κάτι το ποιητικό στη καθημερινότητά μας;
Μην βιαστείτε να απαντήσετε αρνητικά, διότι η ταινία «Paterson», του Τζιμ Τζάρμους, θα σας διαψεύσει. Επειδή, μέσα από αυτό το κινηματογραφικό καλλιτέχνημα, επιχειρεί να συνθέσει, με απλές εικόνες και λέξεις, την ποίηση που κρύβεται μέσα στη βαρετή καθημερινότητα.
Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το ομώνυμο ποίημα του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς (1883-1963), που έζησε στην πόλη Πάτερσον του Νιού Τζέρσεϊ, η οποία κάποτε υπήρξε βιομηχανική περιοχή κυρίως εργοστασίων υφαντουργίας.
Ο σκηνοθέτης, συνθέτοντας το χρονικό μιας εβδομάδας, δείχνει τη ζωή ενός οδηγού αστικού λεωφορείου, του Πάτερσον (τον υποδύεται ο ηθοποιός Άνταμ Ντράϊβερ), στην πόλη Πάτερσον, ο οποίος ξυπνά στις 6 κάθε πρωί στην αγκαλιά της γυναίκας του, για να περπατήσει από το σπίτι μέχρι το αμαξοστάσιο, και από εκεί, αφού παραλάβει το λεωφορείο, να κάνει τη συνηθισμένη διαδρομή μέσα στην πόλη, για να γυρίσει το απόγευμα σπίτι του, να φάει με τη γυναίκα του, να βγάλει το βράδυ βόλτα το σκύλο και να κλείσει τη μέρα του με μια μπύρα στο αγαπημένο του μπαράκι. Ένα επαναλαμβανόμενο καθημερινό μοτίβο, χωρίς ιδιαίτερες ανατροπές. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Χ. Μήτσης (Αθηνόραμα, 5-1-2017), ο σκηνοθέτης περιγράφει διακριτικά «ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και ταξικό περίγυρο, καθώς μέσα από τις διαδρομές του λεωφορείου αναδεικνύεται μια Αμερική πολυπολιτισμική, αλλά και σε οικονομική ύφεση, παραμένει ανθρωποκεντρικός, οπαδός μιας ‘’διαλεκτικής’’ ισορροπίας (στην ταινία εμφανίζονται διαρκώς ζευγάρια και δίπολα) όπου τα ετερώνυμα έλκονται».
Εν τω μεταξύ, πριν από το πρώτο δρομολόγιο, καθώς επίσης και τις ελεύθερες ώρες του, ο Πάτερσον γράφει ποιήματα σε ένα τετράδιο, «το μυστικό τετράδιο», όπως το λέει, εμπνευσμένα από την καθημερινότητα, την οποία παρακολουθεί μέσα από το παρμπρίζ του λεωφορείου και από τις συνομιλίες των επιβατών. Ποιήματα απλά και απέριττα, αλλά φιλοσοφημένα, χωρίς ρίμα και με χαλαρό τόνο, τα οποία όμως μπορεί να προέλθουν παρατηρώντας ακόμη και ένα απλό κουτί σπίρτα: «Εγώ γίνομαι τσιγάρο και εσύ είσαι το σπίρτο, η φλόγα…», γράφει για την Περσίδα σύντροφο του, τη Λόρα (την υποδύεται η Γκολσιφτέ Φαραχανί), η οποία τον περιμένει κάθε μέρα με μια καλλιτεχνική έκπληξη, αφού ζωγραφίζει τα πάντα μέσα στο σπίτι, σε ασπρόμαυρο στυλ, και θέλει να γίνει τραγουδίστρια, μαθαίνοντας ταυτόχρονα κιθάρα. Και όλα αυτά, σε αντίθεση με ένα μονίμως γκρινιάρη συνάδελφό του, ο οποίος δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Απεναντίας, ο Πάτερσον απολαμβάνει τις ομορφιές της ζωής, από την βόλτα στους καταρράκτες της πόλης και την μπύρα στο μπαράκι μέχρι τη ζεστασιά του σπιτιού και την αγκαλιά της Λόρας, την οποία λατρεύει και αυτή του το ανταποδίδει.
«Αν ποτέ μ’ άφηνες,
θα έβγαζα την καρδιά μου και
δεν θα την έβαζα ποτέ πίσω», γράφει.
Στηρίζει τα όνειρά της και τις φιλοδοξίες της, ενώ εκείνη θαυμάζει το ποιητικό του χάρισμα, προτρέποντας τον να εκδώσει μια ποιητική συλλογή.
Τελικά, μήπως όλα εξαρτώνται από ποια οπτική γωνία βλέπουμε τα πράγματα; Μήπως η μαγεία βρίσκεται στα απλά και στις στιγμές; Μήπως τέχνη είναι και η καθημερινή ζωή μας; Μήπως η προτροπή είναι να αδράξουμε τη μέρα;