Ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα κατά την διάρκεια της πανδημίας και ο COVID-19 δεν φαίνεται να έχει τέλος. Ενώ το μέλλον παραμένει αβέβαιο, η τελευταία διετία μας έχει εφοδιάσει με πολλά μαθήματα σχετικά με την φύση της κοινωνίας μας. Ιδού λοιπόν πέντε πράγματα που μάθαμε.
1. Η τάξη των καπιταλιστών δεν έχει πρόβλημα με τους μαζικούς θανάτους
«Τραγικές απώλειες ζωών». Οι δηλώσεις θρήνου από τους πολιτικούς παγκοσμίως είναι πανομοιότυπες. Κι όμως, θα δυσκολευτεί κανείς πολύ να βρει μια χώρα στην οποία το δημόσιο σύστημα υγείας είναι σήμερα καλύτερα εξοπλισμένο και στελεχωμένο σε σχέση με την αρχή της πανδημίας. Στην πραγματικότητα, ήδη από την αρχή της πανδημίας, οι αρμόδιοι σχεδόν σε κάθε χώρα έδωσαν προτεραιότητα στα οικονομικά συμφέροντα των επιχειρηματιών εις βάρος των αναγκών για δημόσια υγεία.
Τον πρώτο καιρό, κάποιες από τις κακές αποφάσεις μπορούσαν να γίνουν κατανοητές ως αναμενόμενα λάθη σε μια κατάσταση που άλλαζε ραγδαία. Δύο χρόνια αργότερα, είναι ξεκάθαρο ότι ουσιαστικά δεν πρόκειται για «λάθη» και «ανικανότητα». Πρόκειται για προσεκτικά μελετημένες πολιτικές επιλογές. Και το κόστος σε ζωές συγκλονίζει. «Αν και ο επίσημος αριθμός των θανάτων από COVID-19 είναι τώρα στα 5,7 εκατομμύρια, η καλύτερη εκτίμησή μας είναι ότι ο πραγματικός αριθμός είναι 20,4 εκατομμύρια νεκροί», σημειώνει το περιοδικό Economist. «Βρίσκουμε ότι υπάρχει 95% πιθανότητα η πραγματική τιμή των επιπρόσθετων θανάτων να κυμαίνεται μεταξύ 12,5 και 23,6 εκατομμυρίων».
Ωστόσο, οι κυβερνώντες παγκοσμίως δεν έχουν αλλάξει πορεία. Δείχνουν 100% άνετοι με τα επίσημα νούμερα των θανάτων να ανέρχονται σε περισσότερα από 9.000 ημερησίως (μια σημαντική υποτίμηση). Όταν οι πολιτικοί δηλώνουν ότι βρίσκουν την κατάσταση τραγική ή λυπητερή, ψεύδονται- θα μπορούσαν να δώσουν προτεραιότητα στη δημόσια υγεία και την ανθρώπινη ζωή, αλλά επιλέγουν να μην το κάνουν.
2. Η επιστήμη είναι ένα θαύμα, αλλά ο καπιταλισμός είναι ένα εμπόδιο
Όταν ο κίνδυνος του κορονοϊού έγινε ξεκάθαρος στις αρχές του 2020, μας είχανε προειδοποιήσει ότι θα χρειαστούν χρόνια για την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού εμβολίου. Αλλά, η κατεπείγουσα δραστηριοποίηση των επιστημόνων για να επιτύχει το εγχείρημα αυτό – μια μαζική κινητοποίηση της ανθρώπινης ευφυίας, στηριγμένη πάνω στη συλλογική γνώση αιώνων επιστημονικής έρευνας– είχε ως αποτέλεσμα οι πρώτες ανθρώπινες δοκιμές για διάφορα εμβόλια να πραγματοποιηθούν μέσα σε λίγους μήνες. Μέσα σε ένα χρόνο άρχισαν να κυκλοφορούν εντυπωσιακά αποτελεσματικά εμβόλια. Είκοσι οκτώ έχουν ήδη πάρει πλήρη έγκριση ή έχει επιτραπεί η έκτακτη χρήση τους. Περισσότερα από εκατό επιπλέον βρίσκονται στο στάδιο των δοκιμών.
Ωστόσο, ενώ οι επιστήμονες εργάζονταν ακούραστα για να παράγουν αυτά τα ιατρικά θαύματα, σώζοντας στην πορεία ίσως εκατομμύρια ζωές, οι καπιταλιστές που ελέγχουν την πνευματική ιδιοκτησία αυτών των εφευρέσεων, έχουν σταθεί εμπόδιο στην διανομή τους σε όλους όσοι τα χρειάζονται. Η συλλογική προσπάθεια της επιστημονικής ανακάλυψης μονοπωλείται από τους διευθυντές και διοικητές εταιρειών των οποίων το κύριο ενδιαφέρον έγκειται στο να κάνουν περιουσίες για τους εαυτούς τους και για τους μετόχους τους.
Έτσι, στην Αφρική, όπου ο Economist εκτιμά ότι -από τη στιγμή που τα εμβόλια έγιναν διαθέσιμα και μετά- έχουν υπάρξει πάνω από 2 εκατομμύρια θάνατοι σχετιζόμενοι με την πανδημία, μόλις το 15% του πληθυσμού έχει λάβει την πρώτη δόση. Στις χώρες με χαμηλά εισοδήματα ανά την υφήλιο, μόλις το 11% των πολιτών έχει κάνει εμβόλιο, σε σχέση με το 78% στις χώρες με υψηλά εισοδήματα. Για τους καπιταλιστές, η προστασία της «αξίας των μετόχων» (shareholder value) είναι πιο σημαντική από την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
3. Η ανθρώπινη ανθεκτικότητα έχει και μια αρνητική πλευρά
Η ανθρωπότητα έχει επιβιώσει από πολύ χειρότερες καταστάσεις από αυτή την πανδημία. Όμως η επιβίωση του είδους μέσα στις χιλιετίες δεν είναι τόσο αξιοθαύμαστη –είναι απλά αποτέλεσμα της προσαρμογής του στον φυσικό κόσμο καθώς και του μετασχηματισμού του κόσμου αυτού για την ικανοποίηση των αναγκών μας. Παρόλα αυτά, η ανθρώπινη κοινωνία κάνει πολύ περισσότερα από το να «επιβιώνει». Θέτει ένα ουσιαστικό ερώτημα για τον εαυτό της: Πώς θα πρέπει να ζει τη ζωή;
Ακούγεται σαν καθαρά υποθετικό κι αφηρημένο ερώτημα, αλλά συνήθως παίρνει πρακτική απάντηση: είτε αναγκάζοντας όλα τα μέλη της υπάρχουσας κοινωνίας να υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής της, είτε αλλάζοντας την ίδια την κοινωνία για να εξυπηρετηθεί και ενσωματωθεί ένα νέο και διαφορετικό πλαίσιο αξιών.
Τον περισσότερο καιρό, η υπάρχουσα κοινωνία επικρατεί απλά με το να πιέζει και να φθείρει καθημερινά τα μέλη της. Ας αναφέρουμε ένα απλό παράδειγμα. Σε μια πόλη σαν τη Μελβούρνη, παρατηρείς την αντίδραση ενός παιδιού όταν βλέπει έναν άστεγο για πρώτη φορά: κοιτάει σαστισμένα μέχρι που ένας ντροπιασμένος γονέας το αντιλαμβάνεται και το απομακρύνει. Το παιδί μαθαίνει να αποφεύγει το θέαμα. Και καθώς μεγαλώνει, αρχίζει να εξοικειώνεται με την ύπαρξη ενός βαθμού φτώχιας –τη μιζέρια στο περιθώριο της κοινωνίας– και να περνά δίπλα της καθημερινά.
Σε ένα πρόσφατο ταξίδι στην Ινδία, σάστισα αντίστοιχα με το θέαμα ενός ηλικιωμένου άντρα που ήταν ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση στον σιδηροδρομικό σταθμό του Chennai. Σε αντίθεση με τους άστεγους που συναντάς να κοιμούνται έξω στην Μελβούρνη, οι οποίοι σε γενικές γραμμές βρίσκονται στις παρυφές, αυτός ο άντρας βρισκόταν ακριβώς στη μέση μιας πολυσύχναστης αποβάθρας. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάω –αυτόν, τους επιβάτες που περίμεναν εκεί κοντά και αυτούς που κατέβαιναν από το τρένο και περνούσαν ακριβώς δίπλα του. Έβαλα μερικά ψιλά στο χέρι του αλλά δεν έδειξε να το αντιλήφθηκε. Ήταν κατατονικός.
Το νόημα της ιστορίας αυτής δεν είναι να κρίνουμε την ηθική των ανθρώπων που βρίσκονταν στον σταθμό ή να εφιστήσουμε την προσοχή στην ικανοποίηση που αντλεί ένας Δυτικός ταξιδιώτης παρατηρώντας τα βάσανα των ντόπιων. Όσο ανίκανος έδειχνε ο ηλικιωμένος να κινηθεί, άλλο τόσο ανίκανοι ήταν κι αυτοί γύρω του να αλλάξουν μια κοινωνική κατάσταση, ως άτομα. Κανείς δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστεύει κάτι άλλο –αυτού του είδους η φρίκη είναι παντού όπου και να κοιτάξεις στην Ινδία.
Το νόημα είναι ότι τα όρια ανοχής είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό όχι από το τι πιστεύουν οι άνθρωποι ότι θα ήταν το λογικό ή το ηθικό, αλλά από αυτό που έχουν μάθει να προσδοκούν μέσω της εμπειρίας τους. Μόλις μια προσδοκία –ένας τρόπος ζωής– καθιερωθεί ως κοινωνικό γεγονός, μπορεί να γίνει πολύ δύσκολο να αλλάξει.
Αυτό υπήρξε ως διακύβευμα με την διαχείριση της πανδημίας. Όταν οι πολιτικοί χρησιμοποιούν τη φράση «να μάθουμε να ζούμε με τον ιό», αυτό που πραγματικά εννοούν είναι ότι πρέπει να μάθουμε να αποδεχτούμε ως «φυσιολογικό» ένα υψηλότερο επίπεδο ασθένειας και θανάτου στην κοινωνία. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον COVID όπως μαθαίνουμε να αποστρέφουμε το βλέμμα μας από την ύπαρξη άστεγων ή από οποιοδήποτε απεχθές παράγωγο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Θέλουν να αγνοήσουμε τον COVID και τα βάσανα που προκαλεί στους ανθρώπους.
4. Ο κόσμος δεν γίνεται καλύτερος
Η πανδημία απαρτίζεται από μια συνεχιζόμενη παρέλαση μεταλλάξεων, από τις οποίες τα πιο αποτελεσματικά στελέχη εξαπλώνονται ταχύτατα σαν πυρκαγιά. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να παραμείνει ο COVID-19 μαζί μας για χρόνια. Το τέταρτο πράγμα που μάθαμε είναι ότι ενώ η κατάσταση τη μια στιγμή δείχνει σημάδια βελτίωσης, μπορεί την επόμενη να επιδεινωθεί ραγδαία.
Στις πλούσιες χώρες, οι μεγαλύτεροι «φονιάδες» είναι οι ασθένειες που συνδέονται με τον τρόπο ζωής ή την μεγάλη ηλικία: καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνος, εγκεφαλικά επεισόδια, νόσος Alzheimer και άνοια. Στις φτωχότερες χώρες, οι μεταδιδόμενες ασθένειες είναι η κυριότερη αιτία θανάτων –ασθένειες όπως η φυματίωση, η ελονοσία καθώς και γαστρεντερικές και αναπνευστικές λοιμώξεις.
Με τον κορονοϊό, οι πλούσιες χώρες, ή τουλάχιστον η εργατική τάξη και οι φτωχοί στις πλούσιες χώρες, ωθούνται πιο κοντά στο τριτοκοσμικό αυτό προφίλ. Πόσο πιο κοντά μετακινήθηκαν; Σε άλλα μέρη μερικές ίντσες και σε άλλα ολόκληρα μίλια. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Υγειονομικών Δεικτών και Αξιολόγησης, ένα ερευνητικό κέντρο του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, ο Covid-19 ήταν η πρώτη αιτία θανάτου σε ΗΠΑ, Γαλλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Πολωνία και Ιράν μεταξύ Ιανουαρίου του 2020 και Αυγούστου του 2021. Την ίδια περίοδο, ο COVID ήταν η τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου στον κόσμο, πίσω από τις καρδιοπάθειες και τα εγκεφαλικά. Ο κορονοϊός μπορεί να επιβάλλει μακροπρόθεσμες αλλαγές όχι μόνο στον τρόπο που ζούμε, αλλά και στον τρόπο που πεθαίνουμε.
5. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός
Τον περισσότερο καιρό, μας λένε ότι είναι απλά ανέφικτο για μια κοινωνία να φροντίσει όλα τα μέλη της. Οι υψηλότεροι μισθοί βλάπτουν την «οικονομία», το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο για τους ανέργους βλάπτει τον προϋπολογισμό, το να μοιραστούμε τους πόρους της κοινωνίας απλά δεν αποδίδει.
Όμως, ανακαλύψαμε ότι η οικονομία δύναται να λειτουργήσει και με διαφορετικό τρόπο. Όπως σημείωναν οι Financial Times στις αρχές του 2020: «Οι ηγεσίες παγκοσμίως υποχρεώθηκαν να σκίσουν τα παραδοσιακά οικονομικά εγχειρίδια» για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της πανδημίας. Κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο άρχισαν να διανέμουν πλούτο για να κρατήσουν την οικονομία όρθια και να ξοδεύουν χρήματα για να κάνουν πράγματα που προηγουμένως χαρακτήριζαν «αδύνατα».
Στην Αυστραλία, οι άστεγοι φιλοξενήθηκαν σε ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις για μήνες δωρεάν. Η παροχή φροντίδας παιδιών έγινε επίσης δωρεάν. Η κυβέρνηση έπρεπε να παρέμβει για να εξασφαλίσει ότι όλοι θα έχουν εισόδημα. Το επίδομα ανεργίας διπλασιάστηκε σε μια νύχτα. Έγινε ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι που είναι «αναγκαίοι» σε μια κοινωνία δεν είναι οι CEO, οι πολιτικοί και οι δικηγόροι, αλλά οι εργαζόμενοι στα σουπερμάρκετ, οι ντελιβεράδες, το νοσηλευτικό προσωπικό, οι εκπαιδευτικοί κ.ο.κ.
Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος για να σταθεροποιηθεί και να διασωθεί το καπιταλιστικό σύστημα ήταν το να πράξουν οι κυβερνήσεις τα αντίθετα από αυτά που συνηθίζουν να μας λένε. Με τις πράξεις τους αυτές, μας έδειξαν ότι υπάρχει αρκετό χρήμα για όλους. Οι πόροι υπάρχουν, είναι απλά ζήτημα του πώς διανέμονται.
Οι μεγιστάνες του πλούτου καταφέρανε τελικά να εκμεταλλευτούν την κατάσταση προς όφελός τους και να κερδίσουν αστρονομικά χρηματικά ποσά τα τελευταία δύο χρόνια. Αλλά αυτή η εξέλιξη απλά μας έδωσε και ένα τελευταίο μάθημα: μια μόνιμα καλύτερη κοινωνία δεν θα μας παραδοθεί σαν δώρο από τους ανθρώπους που διευθύνουν την τωρινή, θα πρέπει εμείς να παλέψουμε για αυτήν.