Στην παρούσα πολιτική συγκυρία φαίνεται πως μόνο ο Αλέξης Τσίπρας μπορούσε να νικήσει τον Αλέξη Τσίπρα. Και τα κατάφερε μέσα σε λίγες ημέρες, αγνοώντας την λαϊκή ετυμηγορία του 62% και να ξαναμπαίνοντας στην θέση του εκβιαζόμενου από τους δανειστές, που πλέον του ζητάνε και την Ακρόπολη για να του επιτρέψουν μια εύθραυστη, αβέβαιη και μάλλον ολιγόμηνη περαιτέρω παραμονή στην Ευρωζώνη. Κι αυτό παρότι ο ίδιος ενέδωσε στις απαιτήσεις των εταίρων να ταπεινωθεί πολιτικά, προσυπογράφοντας το Μνημόνιο Γιούνκερ τροποποιημένο προς το χειρότερο – και εκβιάζοντας την Κοινοβουλευτική Ομάδα και τον ΣΥΡΙΖΑ εν γένει να το εγκρίνει προκαταβολικά.

Όλα τα παραπάνω θα πήγαιναν ρολόι για τους πρωθυπουργικούς σχεδιασμούς αν δεν υπήρχε ένα αγκάθι: η αντίσταση του λαού και της Αριστεράς εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί όποιος αντιλαμβάνεται τις ποικίλες διαφοροποιήσεις του ενός τετάρτου της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ στην ψηφοφορία «δήλωσης μετανοίας» στη Βουλή σαν καντρίλιες πολιτικής ίντριγκας είναι βαθιά γελασμένος: τα στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας διαφοροποιήθηκαν κυρίως λόγω της παλλαϊκής πίεσης για αντίσταση και μη υποταγή που δέχονται καθημερινά – και πολύ λιγότερο λόγω των ιδεολογικών αναφορών τους. Και φαίνεται πως το πρωθυπουργικό περιβάλλον, απορροφημένο στους τακτικισμούς απέναντι στις πιέσεις των δανειστών από τη μια, και την επικοινωνιακή διαχείριση των εγχώριων πολιτικών αντιθέσεων από την άλλη,αιφνιδιάστηκε από το μέγεθος των διαφοροποιήσεων, ακριβώς διότι δεν μπορούσε να διαβάσει τις πραγματικές τους αιτίες: την αδυναμία πλέον σημαντικής μερίδας των λαϊκών στρωμάτων να πάνε παρακάτω με νέα μνημόνια, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Ωστόσο η αριστερή διαφοροποίηση εντός του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η αριστερή κριτική εκτός αυτού έχουν μπροστά τους ουκ ολίγα προβλήματα.

Πρώτα από όλα, έχουν να ανασκευάσουν τις αιτιάσεις που εκτοξεύονται εναντίον τους από πλείστες όσες κατευθύνσεις όπως:

  • Η αντίθεση από τα αριστερά στους κυβερνητικούς χειρισμούς θα οδηγήσει τελικά στο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων και στο χάος της εξόδου από την Ευρωζώνη: Αυτή η κατηγορία που υποκρύπτεται και από τα ίδια τα λεγόμενα και τις κινήσεις του πρωθυπουργού είναι εντελώς αβάσιμη, αφού (α) το ενδεχόμενο απόρριψης της μνημονιακής συμφωνίας που προτείνει η κυβέρνηση από τους δανειστές ήταν ούτως ή άλλως υπαρκτό και πριν από την ψηφοφορία στη βουλή και παίζεται σε άλλο επίπεδο από τα εδώ τεκταινόμενα· (β) η έλλειψη προετοιμασίας για ένα τέτοιο ενδεχόμενο βαρύνει μάλλον την κυβέρνηση που επέμενε όλους αυτούς τους μήνες να παραβλέπει τα σημάδια της αδιαλλαξίας των δανειστών εμμένοντας σε μια φαντασίωση της «Ευρώπης των λαών»· και (γ) ο ίδιος ο λαός στο δημοψήφισμα κατηγορηματικά επέλεξε να αντέξει και το όποιο κόστος της ρήξης, αν το αντίθετο θα σήμαινε νέα μνημόνια.

  • Η υποστήριξη του «Όχι» στο δημοψήφισμα ήταν λάθος, γιατί έτσι όπως ήταν στημένο το παιχνίδι έδινε τη δυνατότητα στο πρωθυπουργικό περιβάλλον να κάνει τις «κωλοτούμπες» που ακολούθησαν: Η κουκουέδικη αυτή κριτική παραγνωρίζει τελείως τη δυναμική που δημιουργήθηκε μέσα την υποστήριξη του «Όχι», το προχώρημα της λαϊκής συνείδησης μέσα σε λίγες μέρες και τις δυνατότητες που αυτά ανοίγουν για το παρακάτω. Άλλωστε στην πολιτική όποιος αντιλαμβάνεται την παρέμβαση ως τοποθέτηση του δείκτη στα μηνίγγια και εκφορά της γνωστής ατάκας «τα ’λεγα εγώ» δεν έχει να περιμένει παρά μόνο να στρατολογήσει κανέναν τζαζεμένο από τις μετακινήσεις άλλων κομμάτων. Πάντως στόχο να αλλάξει την κοινωνία δεν έχει…

  • Η πρόταση της κυβέρνησης δεν είναι ή δεν είναι και τόσο μνημόνιο ή τέλος πάντων είναι ό,τι καλύτερο γίνεται για τις λαϊκές τάξεις στη δεδομένη συγκυρία: Η απολογία αυτή, που εκπορεύεται κυρίως από το Μαξίμου, καταρρίπτεται αν κανείς απλώς κάνει τον κόπο να διαβάσει τα μέτρα. Το να βαφτίζεται το κρέας ψάρι από τους όψιμους απολογητές της αύξησης του ΦΠΑ, του νέου μισθολογίου και της επαναφοράς της αξιολόγησης στο Δημόσιο, της διάλυσης κάθε πλαισίου προστασίας των εργασιακών σχέσεων και της υπερφορολόγησης των μικρομεσαίων θυμίζει την πολυσυζητημένη απάντηση συζύγου που συλλαμβάνεται από τη γυναίκα του στο κρεβάτι με μιαν άλλη: «Αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις»…

  • Η πρόταση της κυβέρνησης ήταν απλώς και μόνο επικοινωνιακός ελιγμός για να στερηθούν οι κύκλοι των δανειστών που θέλουν το Grexit και τα τελευταία τους επιχειρήματα: Εδώ πια η πολιτική ρητορική των κυβερνητικών απολογητών γίνεται σουρεαλιστική. Ας προτείνουμε κάτι που μας πρότειναν αυτοί και απέρριψε ο ελληνικός λαός, γιατί υποψιαζόμαστε ότι τώρα θα το απορρίψουν αυτοί! Η ευτέλεια του επιχειρήματος θυμίζει τη γνωστή κωμική λογομαχία του Χατζηχρήστου ως Ζήκου στην ταινία Της Κακομοίρας με τον Νίκο Ρίζο: «Μαλώνεις, ρε, μαλώνεις;» «Μαλώνω, ρε!» «Τώρα δεν μαλώνω εγώ»…

  • Θα έπρεπε να κρατήσουν τη διαφοροποίησή τους υπερψηφίζοντας όμως τις κυβερνητικές προτάσεις για λόγους πολιτικού ελιγμού, για να μη δώσουν επιχειρήματα εντός και εκτός Ελλάδας: Αυτά όλα είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις». Όταν οι στιγμές είναι ιστορικές και οι αποφάσεις κρίσιμες, ο καθένας πρέπει να αναλαμβάνει το βάρος των ευθυνών του και να στηρίζει στην πράξη αυτό που προτείνει στο λαό. Αν όντως η ρήξη και αποδέσμευση προτείνεται σαν διέξοδος πολύ προτιμότερη από το να σύρεται η κοινωνία επί δεκαετίες σε νέα μνημόνια, τότε όποιος την υποστηρίζει οφείλει να έχει και το θάρρος να την προτείνει ως πραγματική δυνατότητα, όπου και όποτε προσφέρεται τέτοια ευκαιρία. Τα υπόλοιπα απλώς υποτιμούν τη νοημοσύνη μας.

Πέραν όμως από τέτοιες έωλες αιτιάσεις, υπάρχουν και πολύ πραγματικές προκλήσεις για την πτέρυγα αυτή στη νέα συγκυρία:

  • Το πραγματικό ερώτημα της ελλιπούς προετοιμασίας μιας εξόδου από την ευρωζώνη και οι επιπτώσεις αυτού του ελλείμματος στις λαϊκές τάξεις σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ορθώς επισημαίνεται πως η κυβέρνηση, παγιδευμένη στις αυταπάτες της, έχασε έξι μήνες διαπραγματευόμενη χωρίς να προετοιμάζει καθόλου το Plan B. Η πρόκληση όμως αυτή δεν μπορεί να συνεπάγεται την υποταγή τώρα στα νέα μνημόνια λόγω ελλιπούς εναλλακτικής προετοιμασίας, καθώς (α) ακόμα και με τη μεγαλύτερη δυνατή προετοιμασία, ένα γεγονός τέτοιου μεγέθους θα είναι εν πολλοίς απρόβλεπτο σε πολλές του εκφάνσεις, (β) σε πάρα πολλές ιστορικές περιόδους η κάλυψη προηγούμενων ανεπαρκειών έγινε σε πολύ σύντομα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, και (γ) σε τελική ανάλυση το ερώτημα θα είναι το ίδιο ακόμα κι αν κανείς αρχίσει σήμερα μια τέτοια προετοιμασία – και θα τεθεί εκ νέου στην επόμενη στροφή της συγκυρίας λίγους μήνες μετά. Άρα παρά τις ελλείψεις κανείς δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει το άμεσο προχώρημα στην κατεύθυνση της ρήξης οργανώνοντας όσο γίνεται το λαό, για να αντιμετωπίσει τις συνέπειές της και να καλύψει τις τυχόν αδυναμίες ενός τέτοιου σχεδίου στην πορεία υλοποίησής του.

  • Η ποικιλομορφία των διαφοροποιήσεων αναφορικά με τις ιδεολογικές τους καταγωγές, αναφορές και προηγούμενες συμμαχίες και χωροθετήσεις στην πολιτική γεωμετρία εντός ή και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό το σημείο όμως οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι οι πολιτικές συντεταγμένες του χθες έχουν πάψει να ισχύουν, ιδιαίτερα μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (που σηματοδότησε τη γενικότερη αποδόμηση του προηγούμενου μεταπολιτευτικού πολιτικού σκηνικού). Και όλοι σε τέτοιες ώρες πρέπει με παρρησία να μπορούν να ξεπερνούν διαιρέσεις και αγκυλώσεις του παρελθόντος αναγνωρίζοντας τα σημερινά πολιτικά επίδικα και τις κοινωνικές αναφορές τους. Έτσι, η υπερψήφιση ή μη του νέου μνημονίου της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το ποιος ήταν με ποιον πριν από τα τελευταία γεγονότα. Ούτε η τοποθέτηση του καθενός μπορεί να κριθεί με βάση ποιος συμπαθεί περισσότερο τον Βίτσα ή τον Λεουτσάκο ή κανέναν από τους δυο. Αντιθέτως είναι καιρός για αναγκαίες υπερβάσεις από όλους και αυτό δεν αναφέρεται μόνο στα κορυφαία προβεβλημένα στελέχη που φυσικά έχουν μεγαλύτερες ευθύνες αλλά και στο μεσαίο στελεχιακό δυναμικό και στους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ.

  • Ο παρακάτω δρόμος για την αριστερή κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς θα είναι δύσκολος. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, ο κίνδυνος να απομονωθεί εντός του ΣΥΡΙΖΑ το μέρος εκείνο το οποίο ασκεί κριτική εξ αριστερών ή να χρεωθεί μια ενδεχόμενη αρνητική έκβαση είναι ορατό. Ιδιαίτερα όμως γι’ αυτό το κομμάτι της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ οι απαιτήσεις των καιρών –και με βάση τις πρωθυπουργικές αναφορές περί εμπιστοσύνης κ.λπ.– έχουν αναβαθμιστεί: δεν απαιτείται πλέον μόνο η επεξεργασία ενός Plan B για τη χώρα αναφορικά με την παραμονή της ή όχι στην Ευρωζώνη αλλά και ενός Plan B για την παραμονή της αριστερής διαφωνίας εντός του ΣΥΡΙΖΑ ή όχι. Ειδάλλως θα είναι σαν να κάνει και αυτή η πτέρυγα τα λάθη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δηλαδή να αυτοεγκλωβίζεται σε μια πεποίθηση πως ό,τι και να γίνει υπάρχει περιθώριο ο ΣΥΡΙΖΑ να (ξανα)γίνει κόμμα του λαού. Και η γοητεία μιας τέτοιας αυταπάτης δεν θα εδράζεται στην αναγκαστική παραίτηση από κυβερνητικούς ή και βουλευτικούς θώκους και χαρτοφυλάκια αλλά (α) στην ανάγκη ολικής επαναφοράς σε επίπεδα αριστερής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης πολύ χαμηλότερα ίσως της σημερινής κυβερνητικής απήχησης και (β) στην ανάγκη συναισθηματικού απεγκλωβισμού από τις ελπίδες υλοποίησης κάποιων ίσως δευτερευουσών φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων μέσω της συμμετοχής στο κυβερνητικό σχήμα. Θα πρέπει να κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα: στο ενδεχόμενο μιας νέας μνημονιακής διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ περιθώρια διαφοροποιήσεων δεν θα πολυϋπάρχουν και ορισμένοι θα βρεθούν να πρέπει όχι μόνο να υπερασπιστούν αλλά και να υλοποιήσουν ως πρωτεργάτες τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που η κυβέρνηση θα έχει προσυπογράψει.

Με αυτή λοιπόν την έννοια οι προκλήσεις για την Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολλαπλές και οφείλει να σταθεί στο ύψος τους. Όπως ακριβώς και για την Αριστερά εκτός ΣΥΡΙΖΑ, η πρόκληση είναι να στηρίξει κάθε τέτοια προσπάθεια ή πορεία παραμερίζοντας μικροκομματικές μεμψιμοιρίες ή αναδρομές στο παρελθόν. Η αναγκαιότητα για άμεση προετοιμασία του λαού μας για την μάχη της ρήξης που θα έρθει -ό,τι και αν καταλήξει η όποια μνημονιακή συμφωνία παζαρεύει η κυβέρνηση- είναι επιτακτική και χρειάζονται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες οργάνωσης και κινητοποίησης του λαού προς τούτο. Για παράδειγμα, όπου συγκροτήθηκαν πλατειές (όχι μονοκομματικές) λαϊκές επιτροπές υποστήριξης του «Όχι» θα πρέπει να διατηρηθούν και να επεκταθούν μεταβαλλόμενες σε επιτροπές υποστήριξης του «Όχι» μέχρι τέλους αλλά και προετοιμασίας του λαού για τις επιπτώσεις του «Όχι» και την περίοδο της ρήξης. Χρειάζεται παλλαϊκή κινητοποίηση ετούτη την ώρα με διπλή στόχευση: την ακύρωση των σχεδίων της κυβέρνησης για παραχάραξη του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, αλλά και την προετοιμασία του λαού για το μετά. Αν όμως όντως κάτι τέτοιο γίνει εφικτό, η δυνατότητα να οικοδομηθεί ένα πλατύ λαϊκό ρεύμα αποτίναξης όλων των μνημονιακών ζυγών από το λαό μας είναι πιο κοντά από ό,τι ποτέ άλλοτε. Και γι’ αυτό αξίζει να το δοκιμάσουμε.

Έχει γραφτεί ξανά και ξανά ότι στις χώρες όπου πέρασε το ΔΝΤ συνήθως τρία πράγματα έγιναν: το παλαιό πολιτικό σύστημα διαλύθηκε, οι τράπεζες πέρασαν σε ξένα χέρια και η Αριστερά εξαφανίστηκε. Το πρώτο έγινε ήδη και καλώς έγινε. Στο χέρι μας είναι να αποτραπούν τα δυο επόμενα και η κοινωνία μας να αποτελέσει για ακόμα μια φορά εξαίρεση.

Ετικέτες