Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ανακοινώνοντας το «πάγωμα» της δικαστικής μεταρρύθμισης και την παραπομπή της σχετικής συζήτησης στην Κνεσέτ στα τέλη Απρίλη, δήλωσε ότι θέλει να δώσει μια ευκαιρία στο διάλογο, γιατί «απαγορεύεται να οδηγηθούμε σε εμφύλιο πόλεμο» και «δεν θα επιτρέψω να διαλυθεί το Ισραήλ επί διακυβέρνησής μου». Οι δραματικοί τόνοι αντανακλούν το μέγεθος της πολιτικής κρίσης που συνταράσσει το σιωνιστικό κράτος.

Η μεταρρύθμιση αφορά την προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει δραματικά τις εξουσίες και την ανεξαρτησία του Ανώτατου Δικαστηρίου –και ιδιαίτερα όσον αφορά τη δυνατότητά του να «ελέγχει» την εκτελεστική εξουσία. Τα διάφορα μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού συμφωνούν σε αυτή την πολιτειακή αλλαγή με διαφορετικά κίνητρα. Για τον Νετανιάχου και τον στενό του κύκλο, είναι εμφανής η ιδιοτέλεια –της πολιτικής επιβίωσης του δεξιού ηγέτη που αντιμετωπίζει πολλαπλές διώξεις και κατηγορίες για σκάνδαλα μεγα-διαφθοράς. Για τους ακροδεξιούς εθνικιστές, στόχος είναι η άρση κάθε δυνητικού νομικού φραγμού στα σχέδια ολοκλήρωσης του σιωνιστικού σχεδίου (επίσημη και με το νόμο προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, κατακόρυφη κλιμάκωση των εποικισμών και του ξεριζωμού Παλαιστινίων, απαγόρευση αραβικών-παλαιστινιακών κομμάτων κ.ο.κ.). Για τους φονταμενταλιστές, στόχος είναι να αρθούν τα πιθανά νομικά εμπόδια στην εμπέδωση της δικής τους, σκληρά συντηρητικής εκδοχής «εβραϊκότητας του κράτους».

Η απόπειρα να καταργηθεί το υπάρχον σύστημα «ελέγχων κι ισορροπιών» μεταξύ των κρατικών εξουσιών προκάλεσε από το Γενάρη τις μαζικές διαδηλώσεις των οπαδών της αντιπολίτευσης, που θύμιζαν –σε πλήθος, σε πάθος και σε σύνθεση– το κίνημα «οποιοσδήποτε εκτός από τον Μπίμπι», την έκφραση που έχει γίνει σημαία ενός τμήματος της ισραηλινής κοινωνίας που παρακολουθεί με φόβο και αποστροφή την ανάδυση μιας σχεδόν «Μεσσιανικής» τάσης μέσα σε άλλο τμήμα της ισραηλινής κοινωνίας υπό τη σημαία «μόνο ο Μπίμπι».

Η εξουσία και η ανεξαρτησία του Ανώτατου Δικαστηρίου λειτουργεί ως «σύμβολο» για τον όγκο του «αντι-Νετανιάχου» μπλοκ, αλλά και για τους ακροδεξιούς κυβερνητικούς εταίρους του Ισραηλινού πρωθυπουργού. Στη μυθολογία της πιο ακραίας σιωνιστικής ακροδεξιάς, το Δικαστήριο αποτελεί ένα εξάμβλωμα, έναν «κοσμικό» θεσμό που έρχεται σε αντίφαση με την «εβραϊκότητα» του κράτους, ενώ κάποιες (μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού…) αποφάσεις του κατά διεκδικήσεων εποίκων παραφουσκώνονται ως απόδειξη ότι στέκεται εμπόδιο στο θεϊκό-βιβλικό «δικαίωμα» του Λαού του Ισραήλ να εποικίσει όλη την παλαιστινιακή γη. Για τους φιλελεύθερους σιωνιστές των μεγάλων πόλεων, η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου Δικαστηρίου είναι η απόλυτη απόδειξη της «δημοκρατικότητας» του Κράτους του Ισραήλ, της λειτουργίας μιας «πολιτισμένης δυτικής χώρας» μέσα στη θάλασσα «ανατολίτικης  βαρβαρότητας και καθυστέρησης».

Το πάθος της πόλωσης αντανακλά τη βαθύτερη διαφορά πίσω από την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και αφορά την αντίφαση του τρόπου παρουσιάζει/βλέπει το Ισραήλ τον εαυτό του –ως ένα κράτος που μπορεί να δηλώνει «εβραϊκό και δημοκρατικό» ενώ ασκεί κυριαρχία σε εδάφη όπου ζουν εκατομμύρια Παλαιστίνιοι, καταπιέζοντάς τους.   

Οι μαθητές του Καχάν (πνευματικού πατέρα της πιο άγριας σιωνιστικής ακροδεξιάς) δεν κλείνουν τα μάτια σε αυτή την αντίφαση και δηλώνουν πρόθυμοι να αγκαλιάσουν την «εβραϊκότητα» παρατώντας κάθε  προσποίηση «δημοκρατίας». Όπως σημειώνουν τα τελευταία χρόνια οι πιο διαυγείς Ισραηλινοί αντισιωνιστές, αυτό το ρεύμα μαζικοποιείται διαρκώς γιατί είναι η έκφραση μιας φυσιολογικής, «ειλικρινούς» απόληξης του σιωνιστικού σχεδίου. Είναι αυτή η αλήθεια που έκανε τον δημοσιογράφο Γκιντεόν Λεβί να γράψει ένα άρθρο-οργισμένη απάντηση στο «σοκ» της σιωνιστικής Αριστεράς μετά τις τελευταίες εκλογές με τίτλο «Τι περιμένατε ότι θα συμβεί;». 

Απέναντί σε αυτό το ρεύμα, στέκεται ένα μπλοκ που επιμένει να αρνείται την πραγματικότητα, είτε από σκόπιμο-κυνικό υπολογισμό είτε γιατί πραγματικά πιστεύει το μύθο του. Που υπερασπίζεται με θέρμη την «Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» ως θεσμό που προστατεύει τα δικαιώματα του πολίτη απέναντι στην αυθαιρεσία, κλείνοντας τα μάτια στις αποφάσεις αυτής της Δικαιοσύνης όσον αφορά τα δικαιώματα των Παλαιστινίων –οι οποίες σε αντίθεση με τον ακροδεξιό μύθο, αποτελούν μια ασταμάτητη μηχανή διαρκούς εμπέδωσης και νομιμοποίησης του Απαρτχάιντ. Που φρίττει με τους ακροδεξιούς Μπεν-Γκβιρ και Σμότριτς που καλούν σε «εξαφάνιση» παλαιστινιακών χωριών, αλλά συσπειρώνεται γύρω από τον «κεντρώο» Μπένι Γκαντζ που καμαρώνει ότι ο ίδιος «γύρισε τη Γάζα στη Λίθινη Εποχή». Είναι όσοι και όσες κρατιούνται ακόμα γύρω από την αυταπάτη ενός κράτους που είναι «και εβραϊκό και δημοκρατικό», μιας κατοχής που είναι (εδώ και πάνω από 50 χρόνια…) «προσωρινή» και που πιστεύουν/καμώνονται ότι τα όσα συμβαίνουν «πέρα από τα σύνορα του 1967» δεν έχουν σχέση με τον χαρακτήρα του κράτους που οικοδομείται  στα κατακτημένα εδάφη του 1948.   

Το μπλοκ αυτό έχει αποδειχθεί αδύναμο να σταματήσει τη διαρκή ενίσχυση της ακροδεξιάς ακριβώς γιατί ενώ διστάζει να αγκαλιάσει την φυσική απόληξη του σιωνιστικού σχεδίου, δεν μπορεί να διανοηθεί καν την αμφισβήτηση αυτού του σχεδίου. Αποφεύγοντας την «επίλυση» της εκρηκτικής αντίφασης του παλαιστινιακού, έχει προκρίνει (ειδικά από το Όσλο και μετά) την αέναη «διαχείρισή» της. Όμως το μπλοκ αυτό διατηρεί μεγάλη δύναμη -και την έδειξε στους δρόμους και στο κράτος αυτές τις εβδομάδες- γιατί η «διαχείριση» κατέγραψε όλα τα προηγούμενα χρόνια οικονομικές και διπλωματικές επιτυχίες για το Ισραήλ. Η σημερινή αντιπολίτευση έχει μαζική δυναμική γιατί υπερασπίζεται ένα λειτουργικό –για τον κόσμο της– «στάτους κβο» δεκαετιών, το οποίο διαισθάνεται ότι απειλείται από τους «τυχοδιωκτισμούς» των «φανατικών».

Πράγματι, τις μέρες της κορύφωσης της κρίσης, εκδηλώθηκαν αυτοί οι μεγάλοι φόβοι. Η επέλαση των καχανιστών στο κράτος απειλούσε την «εθνική ενότητα» (βαθαίνοντας ανεπανόρθωτα το ρήγμα φονταμενταλιστών-κοσμικών) και τις «διεθνείς συμμαχίες» (που έχουν ως ιδεολογική νομιμοποίηση την «δημοκρατικότητα» του Ισραήλ). Αυτό ερμηνεύει την έκταση που πήρε η ανταρσία μέσα στο στρατό και ιδιαίτερα στα πιο ελίτ σώματα και στις κορυφές της στρατιωτικής ιεραρχίας, που εκπαιδεύει στρατιώτες περήφανους να υπηρετούν στον… «πιο ηθικό στρατό στον κόσμο». Όχι τυχαία, το μόνο κυβερνητικό στέλεχος που διαφοροποιήθηκε φωναχτά ήταν ο υπουργός Άμυνας, Γιόαβ Γκαλάντ, ζητώντας δημόσια το «πάγωμα» της μεταρρύθμισης. 

Αυτοί οι παράγοντες ερμηνεύουν και την έκταση της ανταρσίας μέσα στην άρχουσα τάξη και ιδιαίτερα στους «πρωταθλητές» της ισραηλινής οικονομίας στη νεοφιλελεύθερη εποχή της -την υψηλή τεχνολογία. Αυτός ο κλάδος έπαιξε κεντρικό ρόλο στις κινητοποιήσεις (αφεντικά και εργαζόμενοι), ενώ ετοίμαζε μια πιθανή «έξοδο» (με πύκνωση των φημών για μετεγκαταστάσεις εταιρειών σε Ελλάδα-Κύπρο-Αλβανία, για μαζικές αγορές σπιτιών στην Πορτογαλία κλπ). Η κρατική γραφειοκρατία του υπουργείου Οικονομικών προειδοποιούσε για δραματικές οικονομικές απώλειες αν υλοποιηθεί η δικαστική μεταρρύθμιση. Ο Economist, η «φωνή» του διεθνούς κεφαλαίου, αναρωτήθηκε πρωτοσέλιδα αν «ο Μπίμπι θα διαλύσει το Ισραήλ». Ο Νίμροντ Φλάσενμπεργκ σε άρθρο που παρουσιάζει εκτεταμένα αυτή την οικονομική πτυχή της βαθιάς κρίσης, εξηγεί ότι δεν πρόκειται για φιλελεύθερες ευαισθησίες: «Οι καπιταλιστές επενδυτές δεν χρειάζονται υποχρεωτικά τη δημοκρατία. Αλλά χρειάζονται σταθερότητα και προβλεψιμότητα -αγαθά που σήμερα στο Ισραήλ είναι σε πολύ μεγάλη έλλειψη… [καθώς] πυκνώνουν τα σημάδια ότι πρόκειται για μια κυβέρνηση φανατικών, αποφασισμένων να βάλουν φωτιά στην περιοχή».

Όλα αυτά έφτασαν σε σημείο βρασμού στις 27 Μάρτη. Ο Νετανιάχου, αποφασισμένος να περιφρουρήσει τη συμμαχία του με τους ακροδεξιούς (που δήλωναν «ανένδοτοι» κι ετοίμαζαν αντισυγκεντρώσεις), απέλυσε τον υπουργό Άμυνας. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι -στο στράτευμα, στην επιχειρηματική ελίτ, στην κοινωνική βάση της αντιπολίτευσης. H Χισταντρούτ (συνδικαλιστική συνομοσπονδία και ταυτόχρονα βραχίονας του κράτους) ένωσε τις δυνάμεις της με τις εργοδοτικές ενώσεις σε μια από κοινού παράλυση της οικονομίας, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες κατέβηκαν στους δρόμους. Το «σήμα» που εξέπεμπε ο στρατός έβαλε τον «εμφύλιο πόλεμο» (που ανέφερε όπως είδαμε ο Νετανιάχου) ως προοπτική στο δημόσιο διάλογο. Ακολούθησε η υποχώρηση-ελιγμός, με την αναστολή του διαλόγου στην Κνεσέτ. Η συμφωνία των ακροδεξιών κυβερνητικών εταίρων στην υποχώρηση περιλάμβανε κάποια ανταλλάγματα: Αναγγέλθηκαν σχέδια συγκρότησης ενός νέου σώματος «εθνοφρουράς», υπό τον απόλυτο έλεγχο του ακροδεξιού Μπεν Γκβιρ (οι κακιές γλώσσες το αποκαλούν «ιδιωτική πολιτοφυλακή»).

Η κρίση αποκλιμακώθηκε, αλλά δεν έχει λήξει. Αυτό ισχύει και βραχυπρόθεσμα (το δικαστικό θέμα θα ξανατεθεί τον Απρίλη) και μεσοπρόθεσμα (η παρούσα κυβέρνηση προτίθεται να παραβιάσει κι άλλες «κόκκινες γραμμές» του φιλελεύθερου σιωνισμού).

Είναι πιθανή μια κυβερνητική υποχώρηση ή και μια κυβερνητική αλλαγή (με συνασπισμό του Νετανιάχου με τους «κεντρώους»), όπου «η ένταση εκτονώνεται, οι πιλότοι δέχονται να ξαναρχίσουν να βομβαρδίζουν τη Γάζα, διαθέτοντας πάλι δημοκρατική εντολή και δικαστική έγκριση, ενώ οι εταιρίες υψηλής τεχνολογίας επιστρέφουν καθησυχασμένες στις δουλειές τους». Αλλά δεν αποκλείεται να υπάρξει επιμονή των Νετανιάχου κι ακροδεξιάς στη μεταρρύθμιση, μια σκλήρυνση του αντιπολιτευτικού κινήματος και νέα κλιμάκωση της σύγκρουσης με άγνωστη έκβαση…

Σε κάθε περίπτωση, μακροπρόθεσμα, το «ρήγμα» που εκδηλώθηκε μέσα στο κράτος και στην κοινωνία θα παραμείνει ενεργό. Ο Ματζίντ Καγιάλ, Παλαιστίνιος ακτιβιστής από την Χάιφα, έγραψε εύστοχα ότι «Οι δύο πλευρές συγκρούονται για τον έλεγχο του κράτους, που σημαίνει για τον έλεγχο των μέσων της καταπίεσής μας». Το βάθος και η ένταση αυτής της σύγκρουσης μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από τα αδιέξοδα που συναντά αυτή η καταπίεση στην προσπάθειά της να επιβληθεί οριστικά.

Ο φιλελεύθερος σιωνισμός, ανίκανος να δει «τον παλαιστινιακό Ελέφαντα στο δωμάτιο» (μια τύφλωση που επιβεβαιώθηκε συντριπτικά και στα σύμβολα, τις ηγεσίες, το λεξιλόγιο, τη σύνθεση αυτού του «δημοκρατικού» κινήματος που απέπνεε εθνικισμό και μιλιταρισμό) θα συνεχίσει να αντιστέκεται λυσσαλέα για την υπεράσπιση ενός «στάτους κβο» το οποίο όμως θα παραμένει υπονομευμένο όσο οι Παλαιστίνιοι δεν του κάνουν τη χάρη να εξαφανιστούν σιωπηλά από τον χάρτη και την ιστορία… Και αυτή η πραγματικότητα με τη σειρά της θα συνεχίσει να ενισχύει τις προοπτικές της σιωνιστικής ακροδεξιάς, που θα πιέζει για μια «τελική λύση», σε αυτό που ο Εβραίος μαρξιστής Μοσέ Μασόβερ έχει περιγράψει ως «διαλεκτική κλιμάκωσης της καταπίεσης και της αντίστασης».

Ετικέτες