Φέτος συμπληρώνονται 47 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Από εκείνο το ξημέρωμα της 17ης Νοέμβρη όπου οι φοιτητές μαζί με τους εργάτες έθεσαν τη βάση για την κατάρρευση του χουντικού καθεστώτος λίγους μήνες αργότερα.

Όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν οι κάθε λογής «ειδήμονες» ότι το Πολυτεχνείο και ό,τι αυτό γέννησε την περίοδο της μεταπολίτευσης «είναι ξεπερασμένο», απλώς διαψεύδονται από τις μικρές και τις μεγάλες μάχες του σήμερα. 

Ποια ήταν η χούντα των συνταγματαρχών;

Η χούντα των συνταγματαρχών δεν ήταν τίποτα άλλο από μια συμμαχία της ελληνικής αστικής τάξης με το ακροδεξιό παρακράτος που δρούσε τα μετεμφυλιακά χρόνια για να διασφαλίσει την κυριαρχία της τελευταίας. Αναφερόμαστε σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, όπου η καπιταλιστική βαρβαρότητα αμφισβητούνταν παγκοσμίως και εργατικοί αγώνες ξεσπούσαν σε ολόκληρη την υφήλιο.

Το τέλος του εμφυλίου πολέμου βρήκε την Αριστερά πολεμικά ηττημένη, οργανωτικά και πολιτικά διαλυμένη. Ωστόσο πολύ γρήγορα άρχισε να αποκτά ξανά μαζική απεύθυνση στην εργατική τάξη, πράγμα που καταδεικνύουν τόσο τα υψηλά ποσοστά της ΕΔΑ στις εκλογές του 58’, όσο και η προετοιμασία των νικητών ενόψει του νέου γύρου ταξικής αντιπαράθεσης που ανοιγόταν. Σε όλη αυτή την περίοδο, σε συνέχεια της διακήρυξης της ανακωχής, της υπογραφής της συμφωνίας της Βάρκιζας και της παράδοσης των όπλων από την πλευρά του ΚΚΕ, το βαθύ κράτος της δεξιάς συνέχισε να κυνηγάει αριστερούς, κομμουνιστές κι αντιφρονούντες, με εξορίες, φύλακες, βασανισμούς και δολοφονίες. Τα επόμενα χρόνια, όμως, η Αριστερά παρά τις δυσκολίες οργάνωσε και πρωτοστάτησε σε σημαντικούς κοινωνικούς αγώνες, όπως των φοιτητών για το «114» και το 15% για την παιδεία μέχρι τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις και τα Ιουλιανά του 65’.

Σε αυτό το πλαίσιο μαζικών λαϊκών αγώνων από τη μια και της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης από την άλλη οδηγηθήκαμε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Το πραξικόπημα στηριζόταν κατά βάση στο ελληνικό κεφάλαιο το οποίο και πολλαπλασίασε τα κέρδη του μέσα στην επταετία εις βάρος των εργαζομένων και της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά ταυτόχρονα και στον αμερικανικό παράγοντα που ήθελε να επικυρώσει τη στρατιωτική του κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό βέβαια δε θα συνέβαινε χωρίς την αυταρχική διακυβέρνηση της δικτατορίας η οποία διέλυσε τα συνδικάτα και τα σωματεία, απαγόρευσε τις απεργίες και τις κινητοποιήσεις, φυλάκισε και βασάνισε κάθε συνδικαλιστή και αντιφρονούντα, φίμωσε τον τύπο και ποινικοποίησε την ελευθερία του λόγου, δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες συνθήκες για να μπορέσει το κεφάλαιο να κάμψει τις οποίες αντιστάσεις και να κερδοφορήσει ανενόχλητο.

Ο δρόμος προς την ανατροπή 

Μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, πολιτικών διώξεων και ανελευθερίας, τα πρώτα έξι χρόνια της δικτατορίας κύλησαν με τον κόσμο να ζει στη φτώχεια και το φόβο, και τους μεγαλοβιομήχανους, τους τραπεζίτες και τους εφοπλιστές να αυξάνουν συνεχώς τα κέρδη τους πάνω στις πλάτες του λαού. Η χούντα δεν κατάφερε επί της ουσίας ποτέ να αποκτήσει κοινωνική συναίνεση αφού ο μόνος τρόπος να επιβάλλει τις πολιτικές της ήταν η βία και η καταστολή. Αυτό σε συνδυασμό με διάφορες επιλογές της που αμφισβητούσαν τον κεντροευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και δυσκόλευαν την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ, ερχόντουσαν σε ασυμφωνία με τις επιλογές μερίδας της άρχουσας τάξης, δημιουργώντας έτσι κρίση στις μεταξύ τους σχέσεις, πράγμα που οδήγησε σε συζητήσεις μαζί με τους ιμπεριαλιστές συμμάχους για μια ομαλή μετάβαση από το καθεστώς της χούντας προς ένα κοινοβουλευτικό δρόμο, δηλαδή μια φιλελευθεροποίηση της χούντας που θα διαφύλασσε τόσο την κυριαρχία της ντόπιας αστικής τάξης, όσο και την ακεραιότητα και την προστασία των πραξικοπηματιών. Δυστυχώς γι’ αυτούς όμως το εργατικό κίνημα και ο λαϊκός παράγοντας ανέτρεψαν τα σχέδια τους.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, έπαιξε ακριβώς αυτό τον κομβικό ρόλο. Κατάφερε να ανατρέψει ουσιαστικά τη χούντα και να χαλάσει το αφήγημα της ομαλής φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος και της επιστροφής στην «κανονικότητα», ανατρέποντας του συσχετισμούς μεταξύ των δυνάμεών κεφαλαίου και εργασίας. Με αυτό τον τρόπο ανάγκασε την αστική τάξη σε παραχωρήσεις δίχως προηγούμενο προς το εργατικό κίνημα και τοποθέτησε τα θεμέλια για τους αγώνες των μεταπολιτευτικών χρόνων και τις εργατικές κατακτήσεις που ακολούθησαν.

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 70’, είχαν αρχίσει να ξεπηδούν μικρές εστίες αντίστασης σε διάφορους χώρους εργασίας, χωρίς ωστόσο να μπορούν ακόμη να λάβουν μαζικές διαστάσεις. Είχαν, όμως, ενθαρρύνει τον κόσμο σπάζοντας το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας που επικρατούσε σε ολόκληρη την κοινωνία. Ταυτόχρονα, η διεθνής συγκυρία, ο Μάης του ‘68 στη Γαλλία, η άνοιξη της Πράγας στη Τσεχία, το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ για το Βιετνάμ, το καυτό φθινόπωρο στην Ιταλια το ‘69, δημιουργούσαν διεθνώς ένα ρεύμα αμφισβήτησης των κυρίαρχων, ιδιαίτερα στους νέους, πράγμα που έφτασε και στην ελληνική νεολαία, η οποία εμπνευσμένη από το κύμα αυτό, ριζοσπαστικοποιούνταν και έμπαινε σιγά σιγά στην πάλη για την ανατροπή της χούντας.

Αυτοί οι αγώνες και οι εξεγέρσεις στο δυτικό κόσμο, πέρα από την καπιταλιστική βαρβαρότητα άρχισαν να αμφισβητούν και την πολιτική γραμμή των κομμουνιστικών κομμάτων παγκοσμίως, τα οποία άρχισαν να υποχωρούν μπροστά στην εμφάνιση νέων πολιτικών υποκειμένων της επαναστατικής Αριστεράς που εμφανιζόντουσαν ανά τον κόσμο και επηρέασαν εκατομμύρια νέων παντού.

Ο ρόλος της Αριστεράς και των εργατών στην εξέγερση 

Η αντιπαράθεση αυτή γρήγορα αντανακλάται και στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Από τη μία βρίσκονταν οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς (Τροτσκιστές, Μαοϊκοί, Γκεβαριστές) και από την άλλη η ρεφορμιστική αριστερά του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού. Επίκεντρο αυτής της αντιπαράθεσης στάθηκε το ίδιο το Πολυτεχνείο. Η πολιτική γραμμή των δυνάμεών του ΚΚΕ ήδη πριν από την εξέγερση του Νοέμβρη έκλεινε το μάτι στα διάφορα σενάρια ομαλής μετάβασης από το στρατιωτικό καθεστώς στον αστικό κοινοβουλευτισμό και έβλεπε συμμαχίες με τα αστικά κόμματα της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου στο πλαίσιο μια μελλοντικής πιθανής κυβέρνησης εθνικής ενότητας.

Τα σενάρια, όμως, αυτά ήρθαν να διαψεύσουν οι ίδιοι οι φοιτητές με τους αγώνες τους. Την ίδια στιγμή που οι φοιτητές και οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς βάζανε συνολικότερα αιτήματα τόσο απέναντι στη χούντα όσο και απέναντι στο ίδιο το σύστημα που γεννάει χούντες, το ΚΚΕ εγκλωβισμένο στα πολιτικά του αδιέξοδα αμφιταλαντευόταν για τη συμμετοχή του στην εξέγερση που λάμβανε χώρα και προσπαθούσε να την περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο σε καθαρά φοιτητικά ζητήματα χωρίς κεντροπολιτικό ενδιαφέρον.

Ωστόσο η επιμονή των φοιτητών να διευρύνουν τον αγώνα τους στην κοινωνία και τους εργαζόμενους ήταν κάτι που μαζικοποίησε την κατάληψη και της έδωσε διαστάσεις εξέγερσης. Αυτό που παραλείπεται πολλές φορές από τις συζητήσεις και μέσα στην ίδια την Αριστερά είναι ο ρόλος των εργατικών αγώνων στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αυτό που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην συσπείρωση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στον αγώνα απέναντι στη χούντα ήταν η δημιουργία από ανένταχτους αγωνιστές και συνδικαλιστές της επαναστατικής Αριστεράς, της εργατικής συνέλευσης μέσα στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Έτσι με αυτό τον τρόπο πολύ γρήγορα δίπλα στα αιτήματα των φοιτητών για ανατροπή της χούντας και για «ψωμί-παιδεία-ελευθερία» προστέθηκαν αυτά των εργαζομένων για λαϊκή εξουσία και εργατικές επιτροπές. Το κοκτέιλ αυτό ήταν αρκετό για να γίνει κατανοητό σε ολόκληρη την κοινωνία πως ο αγώνας απέναντι στη χούντα είναι και αγώνας απέναντι στο κεφάλαιο και τον καπιταλισμό.

Η πρόταση της εργατικής συνέλευσης το βράδυ της 16ης Νοέμβρη ήταν η κλιμάκωση του αγώνα και η είσοδος σε αυτόν των εργατικών μαζών μέσω του καλέσματος σε γενική απεργία την επόμενη 17η Νοέμβρη. Αυτός είναι κι ένας από  τους λόγους που η χούντα πανικόβλητη μπροστά στην γενίκευση της εξέγερσης αποφάσισε να την καταστείλει και να την καταπνίξει στο αίμα με την εισβολή των τανκς το ίδιο ακριβώς βράδυ.

Το Πολυτεχνείο στους αγώνες του σήμερα

Σήμερα η εξέγερση του Πολυτεχνείου παραμένει ακόμη επίκαιρη. Ο φετινός εορτασμός της, θα πραγματοποιηθεί μέσα σε συνθήκες βαθιάς υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, τις οποίες το κεφάλαιο και η κυβέρνηση εκμεταλλεύονται για να προωθήσουν την αντεργατική τους ατζέντα και να περάσουν νέα ταξικά μέτρα που θα οξύνουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και θα εντείνουν την καταστολή των εργατικών και κοινωνικών αντιστάσεων με μια σειρά από επιθέσεις στις συνδικαλιστικές, πολιτικές και δημοκρατικές μας ελευθερίες όπως η απεργία, η διαδήλωση και ο εργατικός και φοιτητικός συνδικαλισμός. Η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού από την πλευρά της κυβέρνησης αλλά και γενικότερα του καπιταλιστικού συστήματος ανέδειξε το ταξικό της χαρακτήρα, αφού όπως και σε κάθε κρίση, το κόστος το επωμίζονται οι από κάτω, όσο οι από πάνω την κάνουν ευκαιρία για να πλουτίσουν.

Την ίδια στιγμή που το δημόσιο σύστημα υγείας βουλιάζει και οι κοινωνικές ανάγκες αδυνατούν να ικανοποιηθούν, η κυβέρνηση προχωράει σε εξοπλιστικές δαπάνες μαμούθ ύψους 10 δισεκατομμυρίων. Τη στιγμή που επιχειρήσεις βάζουν λουκέτα, οι εργαζόμενοι μένουν άνεργοι και τα νοικοκυριά βυθίζονται στη φτώχεια, η κυβέρνηση μοιράζει λεφτά σε καναλάρχες και ΜΜΕ για να αποκρύψουν την δική της ανευθυνότητα. Κάνει δωράκια στους μεγαλοβιομήχανους και τους εφοπλιστές, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζει το πεδίο μάχης για την ταξική αντιπαράθεση του επόμενου διαστήματος.

Ο φετινός Νοέμβρης πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για την ανατροπή των πολιτικών που εξαθλιώνουν τις ζωές μας. Η μάχη απέναντι στην πανδημία του κορωνοϊού είναι μάχη απέναντι στην κυβέρνηση αλλά και στο σύστημα που γεννάει τις κρίσεις και αδυνατεί να δώσει λύσεις. Η εμπειρία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τα πολιτικά συμπεράσματα που αντλούμε από αυτή πρέπει να αποτελεί οδηγό για την τακτική μας προσέγγιση. Μόνο με τη μαζικοποίηση των επιμέρους αγώνων, την ενοποίηση τους και τη σύνδεση τους ευρύτερα με την κοινωνία, καθώς και με την ενότητα της Αριστεράς στη δράση θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε τις πολιτικές της λιτότητας και να προβάλουμε τους συλλογικούς μας αγώνες και διεκδικήσεις.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες