Με αφορμή το άρθρο του Σ. Γατελούζου στο Rp για τη δήλωση του Βαλλιανάτου ότι είναι οροθετικός, ο Δημήτρης Βασιλειάδης επιχειρεί να εμβαθύνει στην έννοια του στίγματος, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η δημόσια δήλωση των οροθετικών ότι είναι φορείς του HIV δεν συμβάλλει καθόλου στην εξάλειψη του στίγματος. Στη συνέχεια, παρατίθεται χωρίς σχόλια ολόκληρο το σχετικό άρθρο του Δημ. Βασιλειάδη για το R Project.

Πολύ πρόσφατα ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το δημαρχιακό θώκο της Αθήνας και δήλωσε (ξανά) ότι είναι οροθετικός (= θετικός στον ιό HIV). Το ενδιαφέρον είναι ότι οι ποικίλες αντιδράσεις, άλλες επιδοκιμαστικές και άλλες αποδοκιμαστικές, δεν βρίσκονταν σε αντιστοιχία με το αν οι χώροι από τους οποίους προήλθαν είναι ιδεολογικά συγγενικοί με το (νεο)φιλελευθερισμό του Βαλλιανάτου. Προς μεγάλη μου έκπληξη, λοιπόν, είδα τοποθετήσεις αριστερών, τους/τις οποίους/ες υπολήπτομαι, να εξαίρουν τη δήλωση Βαλλιανάτου ως πλήγμα κατά του στίγματος επί των οροθετικών ατόμων. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να εκθέσω τι είναι το στίγμα, θα αναφερθώ στο παράδειγμα της αναπηρίας για να μιλήσω για το πώς το στίγμα αλλάζει περιεχόμενο αλλά δεν εξαφανίζεται, και θα εκθέσω τι σημαίνει τοποθέτηση της άμυνας της κοινωνίας προς μια (υποτιθέμενη) απειλή μέσα στο σώμα κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων.

Κατ’αρχάς, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι κάνουμε κατάχρηση στον όρο “στίγμα”. Επιστημονικά, δεν εννοεί αυτό που κατά κόρον πιστεύεται, δηλαδή την προκατάληψη απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες και άτομα (πράγμα που σχετίζεται με την άγνοια) και τη συμπεριφορά με τρόπο που υπαγορεύεται από την προκατάληψη (πράγμα που σχετίζεται με τα στερεότυπα). Κατά τον Goffman, το στίγμα αφορά την απαξίωση των ατόμων λόγω κάποιου χαρακτηριστικού τους και τη συμπεριφορά των ίδιων των απαξιωμένων ατόμων στις κοινωνικές επαφές. Στίγμα, λοιπόν, είναι όλο το φάσμα που εκτείνεται από τη μη αποδοχή μέχρι τις διεργασίες στις οποίες εμπλέκονται οι στιγματισμένες/οι προκειμένου να διαχειριστούν αυτή τη μη αποδοχή. Επομένως, οι στιγματισμένες/οι είναι ενεργοί παράγοντες στη διαδικασία (ανα)παραγωγής στίγματος. Ένα απλό παράδειγμα: το να συμπεριφέρεσαι ως επιβήτορας και να μιλάς για κατακτήσεις στο γυναικείο φύλο ενώ είσαι προδήλως θηλυπρεπής, δημιουργεί κοινωνικές συναντήσεις (έτσι τις λέει ο Goffman) κατά τις οποίες εσύ χειρίζεσαι σκόπιμα μια συγκεκριμένη εικόνα του εαυτού σου/της εαυτής σου. Όλη αυτή η διαδικασία είναι το στίγμα. Προκύπτει, λοιπόν, ότι δεν είναι το ειδικό περιεχόμενο του στίγματος αλλά αυτή καθαυτή η στιγματοποίηση που καταλήγει επιβαρυντική για τα άτομα που το φέρουν. Ας συνεχίσω το παράδειγμά μου: λένε όσες ακούν τον παραπάνω κύριο (ας τον πούμε “Δημήτρη”): “Καλό παιδί ο Δημήτρης, αλλά είναι κουραστικό που μας το παίζει άντρακλας. Λες και δεν καταλαβαίνουμε…”. Άλλες θα πουν: “Ας το παραδεχθεί ότι είναι γκέι να τελειώνουμε να βγαίνουμε και παρέα για γκόμενους…”.  Κάποιοι άλλοι: “Νομίζει ότι μασάμε τραχανά, η πουστάρα; Τι μας το παίζει γαμίκουλας…;”. Και άλλοι: “Εμένα δε με νοιάζει καθόλου τι μαλακίες λέει. Μου είναι αντιπαθής έτσι κι αλλιώς…”. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η πιθανότητα αποδοχής του Δημήτρη υπάρχει, τουλάχιστον από κάποια μερίδα ανθρώπων. Όμως, ο ίδιος ο Δημήτρης αποτρέπει την αποδοχή αυτή εμμένοντας στις συμπεριφορές που συγκαλύπτουν το στίγμα που νιώθει ότι φέρει. Για πολλές/ούς δεν τρέχει τίποτα που ο Δημήτρης είναι πούστης. Για εκείνον, όμως, είναι βαρύ φορτίο στις καθημερινές του επαφές. Όσο, λοιπόν, υποστηρίζει μια υποκριτική ταυτότητα, δεν συμβαίνει αποδοχή, λέει ο Goffman. Δηλαδή, όσο και να λένε κάποιες/οι ότι γουστάρουν τον Δημήτρη, στην πραγματικότητα πρόκειται για αποδοχή-φάντασμα, εφόσον και η κανονικότητα που δημιουργεί για τον εαυτό του ο Δημήτρης είναι κανονικότητα-φάντασμα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Δημήτρης παίζει ενεργό ρόλο στην (ανα)παραγωγή του στίγματος που τον αφορά. Διότι, το να κάνει γαργάρα ο Δημήτρης το γνώρισμά του βάσει του οποίου στιγματίζεται είναι κομμάτι της διαδικασίας στιγματοποίησης. Αλλά, το να κάνει γαργάρα κάτι που δεν του έχει αποδοθεί στιγματιστικά (δεν ξέρουμε αν ο δείνα ή η τάδε είναι οροθετικές/οί) αφήνει το άτομο ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ εκτός στίγματος.

Ίσως, όμως, θα πει κάποια: “Αφού ο Βαλλιανάτος είπε ότι είναι οροθετικός, μπορεί να εξασφαλίσει ότι όσες/οι τον αποδεχθούν τελικά, θα τον αποδεχθούν συνολικά και πραγματικά”. Εύλογο σχόλιο. Έλα, όμως, που ο Goffman μελετά φαινόμενα σε επίπεδο μικρο-κοινωνιολογίας και που - δυστυχώς για τους/τις (νεο)φιλελεύθερους/ες - υπάρχουν κοινωνικές διεργασίες και στο μακροεπίπεδο που νοηματοδοτούν την κοινωνική καθημερινότητα… Ας δούμε, λίγο, το παράδειγμα της αναπηρίας σχετικά.

Ανθρωπολογικές μελέτες μας διαφωτίζουν ότι μια σωματικότητα που θα θεωρούνταν αναπηρία στη Δύση, δεν αντιμετωπίζεται ως διαφορετική (δηλαδή, μη φυσιολογική) σε ολόκληρο τον ανθρώπινο χωροχρόνο. Από την άλλη πλευρά, όμως, σε Σπάρτη και Ρώμη, τα ανάπηρα άτομα θανατώνονταν, ενώ ο μεσαιωνικός Χριστιανισμός δαιμονοποίησε τις σωματικές βλάβες ως απόδειξη της ύπαρξης του Σατανά. Και, σιγά-σιγά, μπήκαμε στη λεγόμενη νεωτερικότητα, τότε που η προσέγγιση της αναπηρίας έγινε μέσα από το πρίσμα των φώτων της επιστήμης(!). Τα ανάπηρα άτομα αντιμετωπίζονται, έκτοτε, ως άρρωστα, μη υγιή, αποκλίνοντα από τη σωματική κανονικότητα και χρήζοντα αρωγής και υποστήριξης. Κοντολογίς, υποβάλλονται σε μια άθλια χειραγώγηση. Ούτε ο 20ος αιώνας τα βοηθά ουσιαστικά. Τουναντίον: το μόνο που γίνεται είναι ότι πληθαίνουν οι υποκριτικές δηλώσεις και πράξεις συμπαράστασης στα ΑμεΑ, μόνο και μόνο για να ενισχυθεί το ιατρικό μοντέλο της  πολιτικής τους διαχείρισης και να παραμένουν διαρκώς εξαρτημένα από την πρόνοια της επιστήμης και της κοινωνίας. Σήμερα, δεν υπάρχουν ΑμεΑ που να θεωρούνται υπεύθυνα για την αναπηρία τους, ούτε δαιμονοποιούνται. Τι θα πει, όμως, αυτό; Ότι δεν φέρουν στίγμα; Ότι δεν εκλαμβάνονται ως δυστυχή, κακόμοιρα, και άξια οίκτου; Όταν ένα ΑμεΑ τολμάει να ζήσει φυσιολογικά, τότε αποκαλείται “ήρωας/ίδα της ζωής”. Η φυσιολογικότητα, βλέπετε, δεν κατοικεί μέσα σε αυτά τα σώματα και μόνο με υπέρβαση μπορεί να κατακτηθεί! Τα άτομα με εμφανή σωματική διαφορετικότητα ανέρχονται περίπου στο 10% του πληθυσμού. Ποιος, όμως, θα υποστηρίξει ότι υπάρχει 1 άτομο με αναπηρία για κάθε 10 που βλέπει καθημερινά στους δρόμους; Ποια θα τολμήσει να πει ότι τα ΑμεΑ έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στην κοινωνικό χωροχρόνο εφόσον (υποτίθεται ότι) οι νόμοι φροντίζουν γι’αυτό και επειδή είναι, πλέον, καθολικά αποδεκτό ότι δεν ενοχοποιούνται για τη σωματική τους κατάσταση; Απάντηση με όρους στίγματος -αφού αυτό είναι το διακύβευμά μας: τα ΑμεΑ δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος του στίγματος στις κοινωνικές συναντήσεις και γι’αυτό τις αποφεύγουν. Είναι, λοιπόν, τώρα κατανοητό ότι ως προς την οροθετικότητα μιλάμε αυτή τη στιγμή για συγκεκριμένο περιεχόμενο του στίγματος (τα άτομα που το φέρουν είναι τρελές αδελφές, πολυγαμικές, και καλά να πάθουν) αλλά δεν μπορούμε ΣΕ ΚΑΜΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ να υποστηρίξουμε ότι αν αλλάξει αυτό το περιεχόμενο θα έχουμε αποτινάξει και την ίδια τη διαδικασία στιγματοποίησης; Παρακάτω γίνομαι πιο αναλυτικός ως προς αυτό.

Ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος είναι ένα άτομο με αναμφισβήτητες επικοινωνιακές αρετές. Υποστηρικτής, καθώς φαίνεται, του δόγματος “κάθε δημοσιότητα είναι καλή” δεν διστάζει να τραβάει πάνω του τα φώτα ακόμα και με προκλητικές δηλώσεις. Όμως, ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος είναι αυτός που είναι και διαθέτει το κοινωνικό κεφάλαιο που διαθέτει - μεγάλο θέμα το κοινωνικό κεφάλαιο, οπότε ας πούμε, απλώς, τις γνωριμίες του και την επιρροή του. Για πείτε μου εσείς: πόσο εύκολο θα ήταν να δήλωνε οροθετικό ένα άτομο που ζει στην Κομοτηνή; Ένας άντρας που βρίσκεται σε συμβατικό γάμο και έχει ομοερωτικές επαφές πώς θα διαχειριστεί το στίγμα του οροθετικού; Επιτέλους, ποια θα βγει να πει αυτό που είναι ήδη πανθομολογούμενο (ο Goffman το έθεσε το 1963) ότι η αποδοχή είναι μια διαδικασία με πολιτικό πρόσημο και όχι ουδέτερη και μηχανιστική; Το υποκείμενο μπορεί να αποφασίσει ότι δεν θα συγκαλύψει τα γνωρίσματά του/της βάσει των οποίων στιγματίζεται, αυτό όμως δεν του/της εξασφαλίζει αποδοχή, καθώς αυτή η τελευταία έχει μια και μόνο κατεύθυνση, από την πλευρά των στιγματιζόντων προς αυτήν των στιγματιζομένων. Αυτό σημαίνει πως δεν κερδίζω τίποτα με το να βγω και να δηλώσω ότι είμαι οροθετικός. Πόσο να βοηθά, λοιπόν, τον παντρεμένο Κομοτηνιώτη που είναι οροθετικός ότι ο Βαλλιανάτος μπορεί να χειριστεί την ενδεχόμενη μη αποδοχή του; Αλλά, ας πάω τον προβληματισμό μου και λίγο παρακάτω, για να συνομιλήσω με κάποιους/ες που διείδαν τη δυνατότητα πληροφόρησης για ζητήματα HIV στο να βγαίνει κάποιος/α και να δηλώνει ανοιχτά ότι είναι οροθετική/ός.

Υποστηρίχθηκε ότι το να παραδέχονται αναγνωρίσιμα άτομα την οροθετικότητά τους θα μπορούσε να οδηγήσει στο να τεθούν στο δημόσιο διάλογο στοιχεία που θα βοηθήσουν την καλύτερη πληροφόρηση του κόσμου ως προς τον HIV ιό. Ειπώθηκε ότι ο Βαλλιανάτος μπορεί να γίνει το φωτεινό παράδειγμα ότι οροθετικά άτομα υπό φαρμακευτική αγωγή είναι υγιή και ακίνδυνα ως προς τη μετάδοση του ιού, ακριβώς επειδή τα φάρμακα εκμηδενίζουν το φορτίο του ιού στον ορό αίματος του θεραπευόμενου ατόμου. Με απλά λόγια, η αγωγή στους/στις οροθετικούς/ές αποτελεί πρακτική πρόληψης για τον υπόλοιπο κόσμο. Σε αυτό, η τοποθέτηση είναι μια και σαφής: θες πρόληψη με παρέμβαση στο σώμα κάποιων; Ε, τότε να παρέμβεις στο σώμα όσων θες να προστατεύσεις. Αλλιώς, τα οροθετικά σώματα θυσιάζονται στο βωμό της υγείας των πολλών. Αυτό, δηλαδή, που έγινε με την περίφημη τροπολογία Λοβέρδου. Και τότε υποτίθεται ότι η δημόσια υγεία περιφρουρούταν. Εξάλλου, η πρόληψη ΌΛΩΝ σχετίζεται με προληπτικά μέτρα προς όφελος αυτών των ιδίων, όχι με το ποια/ος είναι ο/η σύντροφος/ισσά τους. Αν εγώ προσέχω για μένα, δεν με ενδιαφέρει το οροθετικό στάτους των συντρόφων μου, ούτε αν παίρνουν φάρμακα. Και όταν μιλάμε για εξουσιαστικές μεθόδους πάνω στα σώματα (“βιοπολιτική” έλεγε ο Φουκώ) ή για το πώς οι οργανωμένες κοινωνίες ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ανθρώπους στο όνομα της υγείας (λέει ο Αγκάμπεν) δεν είναι επειδή είμαστε ακραιφνώς αντικαπιταλιστές, όπως θα έλεγε ένας (νεο)φιλελεύθερος Βαλλιανάτος. Είναι επειδή είμαστε επιστημονικά ακριβολόγοι. Επομένως, θες παρεμβάσεις ΜΕΣΑ σε σώματα για να προστατεύσεις τις πολλές/τους πολλούς; Ε, τότε να τις κάνεις τις παρεμβάσεις αυτές μέσα στα δικά τους σώματα.

Η πεποίθησή μου είναι ότι δεν διεκδικούμε επειδή είμαστε χ κοινωνική κατηγορία, αλλά ως χ κοινωνική κατηγορία. Δεν διεκδικώ για την οροθετικότητα επειδή είμαι οροθετικός, αλλά ως οροθετικός. Άρα, το αν είμαι ή όχι δεν παίζει, τελικά, κανένα ρόλο. Και δεν πρέπει να παίζει. Η αντίληψη περί κοινότητας (π.χ. γκέι κοινότητας) έχει μόνο εμπορική χρησιμότητα πλέον. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο οι κοινωνικές επιστήμες έχουν εγκαταλείψει μια τέτοια προσέγγιση προ πολλού, αλλά και ο ίδιος ο αντίστοιχος ακτιβισμός (γκέι κινήματα, φεμινισμός κλπ.) έχει αφήσει πίσω αυτήν την αρχική του ανάγκη να προκαλέσει συσπείρωση και να καλέσει σε συλλογική δράση ως σφιχτή γροθιά. Οι ομοϊδεάτες/ισσες του Βαλλιανάτου, αν είναι να πιστεύουν σε κοινότητες και στην ωφέλεια για την κοινότητα και λοιπά κουραφέξαλα, ας υποκλιθούν στον μαρξισμό, που είναι η πιο ολοκληρωμένη θεωρητική προσέγγιση της κοινωνίας με βάση κοινότητες (τις τάξεις) ή ας εντρυφήσουν στα επιστημονικά ερείσματα των ίδιων των διεκδικήσεών τους. Τότε, ίσως, καταλάβουν ότι η παρρησία έχει νόημα μόνο αν αυτό που εκφέρεται γενναία έχει ουσία. Διότι, τη στιγμή που ο φιλελευθερισμός μιλά για υποκείμενα, ο Βαλλιανάτος βαυκαλίζεται με την υποστήριξη της γκέι κοινότητας (ήτοι, μιας αόριστης, γενικής, απρόσωπης και, άρα, επινοημένης συλλογικότητας) δηλαδή κοροϊδεύει τον κόσμο και ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει. Ας εγγράψει, λοιπόν, τη δήλωσή του στον κατάλογο όλων των ψηφοθηρικών στρατηγικών που έχουν επικοινωνιακά εγκρίνει ο ίδιος και το επιτελείο του και ας αφήσει τα σώματα των οροθετικών ανθρώπων στην ιδιωτικότητά τους, μακριά από τον άτυπο -αλλά ανελέητο- κοινωνικό έλεγχο.

Ετικέτες