Οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του πρώτου εξαμήνου του 2015 όσο και στα επόμενα χρόνια, μετά τον συμβιβασμό, έγκεινται στο ότι δεν ανέλαβε την προσπάθεια να ενεργοποιήσει-κινητοποιήσει την κοινωνία, να οργανώσει τα επιμέρους κινήματα, να διαμορφώσει συσχετισμούς στην κοινωνία των πολιτών (συνδικάτα, αυτοδιοίκηση, νεολαία, κ.λπ.) και να δώσει στα μέλη του περιθώρια συμμετοχής στη διεύθυνση του κόμματος.
Αντίθετα, περιορίστηκε μόνο στη διαχείριση του κράτους. Δεν μπήκε καν στη διαδικασία ή έστω στον πειρασμό να λειτουργήσει ανταγωνιστικά προς το σύστημα και να επιφέρει δυσλειτουργίες στο αστικό κράτος, ως ο μόνος τρόπος να μην αφομοιωθεί από αυτό, δίνοντας και ένα μήνυμα στην κοινωνία ως προς τις προθέσεις του. Η συνέπεια ήταν να μη φτάσει ποτέ σε ριζοσπαστικές τομές.
Θα αντιτείνει κάποιος/-α ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Βεβαίως! Όμως, πάντα έτσι ήταν, σύνθετα. Από εκεί και μετά είναι ζήτημα επιλογών. Χωρίς να μπορούμε να προδιαγράψουμε το αποτέλεσμα, όσον αφορά τις διαθέσεις της κοινωνίας για συμμετοχή ή ανάθεση, εντούτοις το μόνο σίγουρο είναι ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν προσπάθησε να κάνει τίποτα από τα παραπάνω ή έστω να εφαρμόσει κάποια εναλλακτικά σχέδια.(1) Σαφώς δεν μπορεί να παραγνωριστεί ο εσωτερικός συσχετισμός δύναμης, η ήττα του εργατικού κινήματος από το 2012, η λογική της ανάθεσης, ο διεθνής συσχετισμός, οι οικονομικές πιέσεις, κ.λπ. Όλα αυτά έπαιξαν τον ρόλο τους. Όμως, από την άλλη, η συνεχής δικαιολόγηση των εμποδίων, καλοπροαίρετα ή μη, έχει ως συνέπεια να σχετικοποιείται η συμβιβαστική στάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Εδώ, βέβαια, τίθεται το θέμα των συμβιβασμών. Είναι, τελικά, αναγκαίοι; Θεωρώ πως είναι, με την προϋπόθεση να ξέρουμε ότι αυτοί αξιοποιούνται προκειμένου να ανεβαίνει συνεχώς το πολιτικό επίπεδο των δυνάμεων της εργασίας και γενικά των κινηματικών δυνάμεων, να ενισχύεται και να σταθεροποιείται η θέση τους, να ανοίγονται συνεχώς ρωγμές στους αντιπάλους, να λέμε την αλήθεια, και να μην χάνεται ο τελικός στόχος, που είναι ο σοσιαλισμός.
Στη βάση αυτή μπορούμε να δούμε αν, τελικά, η Αριστερά χρειάζεται να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία. Πάλι, εδώ, τίθενται μια σειρά ερωτήματα: «Μήπως, τελικά, η Αριστερά δεν πρέπει να αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας; Μήπως θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να αποχωρήσει από την κυβερνητική εξουσία; Και αν γινόταν κάτι τέτοιο δεν θα δικαίωνε την άποψη ότι η Αριστερά δεν κάνει για την εξουσία; Και σάμπως μια τέτοια αποχώρηση δεν θα ήταν εξίσου ιστορική ήττα, εφόσον θα σήμαινε ότι δεν ξέρει να υπηρετεί τον κόσμο;».(2)
Απεναντίας, θεωρώ ότι η Αριστερά χρειάζεται να αναλαμβάνει την κυβερνητική εξουσία, όμως με μία προϋπόθεση: Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να οριστεί ως απλός διαχειριστής των αστικών υποθέσεων. Αντίθετα, θα πρέπει πολύ γρήγορα να βρει για κέντρο βάρους της τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και αν δεν υπάρχουν τέτοιες να επιχειρήσει μέσω ενεργοποίησης του λαϊκού παράγοντα να φτιαχτούν, προωθώντας τις λαϊκές συνελεύσεις, τα συμβούλια εργαζομένων που θα ασκούν εργατικό έλεγχο στην παραγωγή κ.λπ., καθώς νέες μορφές κοινωνικής οικονομίας στο πλαίσιο ενός σχεδιασμένου δημοκρατικού προγραμματισμού. Στην αντίθετη περίπτωση, μια κυβέρνηση στης Αριστεράς είτε θα βουλιάξει είτε θα γίνει όμηρος των αστικών θεσμών, όπως λέει ο F. Sabado.(3)Το σημείο αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας. Διότι ένα κόμμα της Αριστεράς (Κομμουνιστικό Κόμμα, το έλεγε ο Αλτουρέρ) «δεν μπορεί ποτέ να μπει στην κυβέρνηση ενός αστικού κράτους [...] για να ‘’διαχειριστεί’’ τις υποθέσεις του αστικού κράτους. Μπαίνει στην κυβέρνηση, μόνο για να δυναμώσει τον ταξικό αγώνα και να προετοιμάσει την ανατροπή του αστικού κράτους [...] Διότι το να είναι ‘’κόμμα διακυβέρνησης’’ σημαίνει να είναι ένα κρατικό κόμμα».(4)
Αν αποδεχτούμε αυτές τις προσεγγίσεις, τότε, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακολούθησε τη μεθοδολογία που προτείνουν ο Sabado και ο Αλτουσέρ, αλλά παλινωδούσε ήδη από το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του μεταξύ συνεχών διαπραγματεύσεων(που ξεκίνησαν από τη λεγόμενη «συμφωνία-γέφυρα» του Φεβρουαρίου 2015)και συνεχών υποχωρήσεων, θα έπρεπε, τουλάχιστον μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου, προκειμένου να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και την αξιοπιστία του, αντί να αποδεχθεί τον εκβιασμό της Τρόικας, να παραιτηθεί, αφήνοντας στους γνήσιους εκπροσώπους του αστισμού (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και άλλους) την ευθύνη του 3ου Μνημονίου. Έτσι, θα είχε τουλάχιστον διασώσει την τιμή της Αριστεράς από την αναξιοπιστία στην οποία έκτοτε περιέπεσε και θα προετοιμαζόταν να αναλάβει εκ νέου κυβερνητικά καθήκοντα, με πρόγραμμα και πολιτική προετοιμασία που θα κινητοποιούσε τον λαϊκό παράγοντα ώστε να στηρίξει μια αριστερή κυβέρνηση που εναντιώνεται στους κρατούντες.
Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, θεωρώ ότι όσοι και όσες από τον ΣΥΡΙΖΑ κατείχαν υπεύθυνες κυβερνητικές θέσεις, ιδιαίτερα από την υπογραφή του 3ου Μνημονίου έως την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας το 2019, είναι αναγκαίο να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: Είναι δουλειά της Αριστεράς να υλοποιεί το πρόγραμμα του αντιπάλου; Αν αναστοχαστούμε πάνω σε αυτό, τότε υπάρχει η δυνατότητα να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα, ικανά να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση της Αριστεράς.
Υποσημειώσεις
(*) Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας Η Εποχή, 13-5-2025. Η ανάρτηση έγινε με αφορμή την τριήμερη συζήτηση της ίδιας εφημερίδας, 14-16 Μαϊου 2025, στην ΕΣΗΕΑ, με θέμα: «Αποτιμώντας την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ».
(1) Για περισσότερα βλ. Δ. Κατσορίδας, «Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: η έλλειψη ιστορικής γνώσης», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 5-2-2025.
(2) Βλ. Δ. Παπανικολόπουλος, Στο εσωτερικό του κινήματος. Όψεις της ενδοκινηματικής ζωής στην Ελλάδα, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2020, σελ. 172.
(3) Για περισσότερα δες F. Sabado, Για την επαναστατική στρατηγική σήμερα, εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006, σελ. 42.
(4) Λ. Αλτουσέρ, «Σημείωση σχετικά με τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους (ΙΜΚ)», περιοδικό Θέσεις, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1987, τεύχος 21, σελ. 44.