Στις αρχές του περασµένου Δεκέµβρη, ένα άρθρο στους Financial Times, που επικαλούταν συζητήσεις µε Αµερικανούς και Ισραηλινούς αξιωµατούχους έγραφε για την πορεία του πολέµου στη Γάζα: «Η ισραηλινή στρατηγική είναι ευέλικτη, µε τους χρόνους της να καθορίζονται από διάφορα “χρονόµετρα”, που περιλαµβάνουν την επιχειρησιακή πρόοδο στο έδαφος και τη διεθνή πίεση…».

«Επιτυχίες» και δυσκολίες

Ο Ισραηλινός Στρατός, κατέστρεψε µε άνευ προηγουµένου βοµβαρδισµούς τη βόρεια Γάζα, δολοφόνησε χιλιάδες αµάχους, εκτόπισε την πλειοψηφία του πληθυσµού της προς τα νότια, πολιόρκησε την Πόλη της Γάζας και κάπως έτσι σταθεροποίησε την παρουσία του (αλλά όχι τον έλεγχό του) στο βόρειο τµήµα της λωρίδας. Πλέον έχει στραφεί προς τα κεντρικά και τα νότια, µε βοµβαρδισµούς στις µέχρι πρότινος τάχα «ασφαλείς» περιοχές στις οποίες εξωθούσε τους Παλαιστίνιους αµάχους, µε την επέκταση των χερσαίων του επιχειρήσεων και την πολιορκία της πόλης Χαν Γιουνίς. Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εξωθούνται σε ένα µικροσκοπικό κοµµάτι γης, στις νοτιοδυτικές ακτές της λωρίδας της Γάζας (Ράφα). Πιο «σιωπηλά», οι στρατιωτικές επιδροµές αλλά και ο εποικισµός της Δυτικής Όχθης έχουν χτυπήσει «κόκκινο»…

Μετά από 3 µήνες (εγκληµάτων) πολέµου, οι µάχες µε τις παλαιστινιακές πολιτοφυλακές συνεχίζονται από το βορρά ως το νότο της λωρίδας της Γάζας. Φιλικοί προς το Ισραήλ -αλλά σοβαροί- αναλυτές δεν παίρνουν τοις µετρητοίς τους ισχυρισµούς του Τελ Αβίβ (8 χιλιάδες νεκροί Παλαιστίνιοι µαχητές) και κάνουν λόγο για περίπου 2,5 χιλιάδες. Η ένοπλη δύναµη της Χαµάς υπολογίζεται σε 25-40 χιλιάδες, αφήνοντας στην άκρη το δυναµικό των άλλων οργανώσεων της Παλαιστινιακής Αντίστασης αλλά και την δυνατότητα κάθε Παλαιστίνιου να συµµετέχει στην αντίσταση στις κατοχικές δυνάµεις. Οι πραγµατικές απώλειες των IDF είναι άγνωστες, ωστόσο ξεχωρίζει µια είδηση: Η προσωρινή (;) απόσυρση της Ταξιαρχίας Γκολάνι από τη Γάζα. Γράφεται ότι το «καµάρι» του Σιωνιστικού Στρατού από το 1948 µέχρι σήµερα, υπέστη απώλειες που ξεπερνούν το άθροισµα των απωλειών του στους πολέµους του 1967 και του 1973 µαζί.

Την ίδια ώρα, το διεθνές κίνηµα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη έχει πάρει πρωτοφανή µαζικότητα, ενώ η «διεθνής συναίνεση» (όπως αποτυπώνεται και στις ψηφοφορίες στα όργανα του ΟΗΕ) έχει µετατοπιστεί προς την ανάγκη κατάπαυσης του πυρός, αφήνοντας την αµερικανική κυβέρνηση µόνη (ρητά) προσηλωµένη στη γραµµή άνευ όρων στήριξης στο Κράτος του Ισραήλ, ενώ πυκνώνουν οι αναφορές για ενίσχυση και της «αµερικανικής δυσφορίας» -η οποία είναι ιδιοτελής, αφορά «τακτικές», αλλά είναι πραγµατική.

Νέα φάση;

Σε αυτό το φόντο ήρθε η πρωτοχρονιάτικη ισραηλινή ανακοίνωση για απόσυρση ταξιαρχιών (κυρίως εφέδρων) από την βόρεια Γάζα και η κατοπινή ανακοίνωση ότι οι επιχειρήσεις σε αυτό το τµήµα της λωρίδας ολοκληρώθηκαν και αποκλιµακώνονται. Τις επόµενες εβδοµάδες, η καταστροφική µανία των IDF θα χτυπά πλέον αλύπητα τη νότια Γάζα, αυξάνοντας την ήδη ανυπολόγιστη καταστροφή και τον αριθµό των νεκρών. Αλλά οι ανακοινώσεις που αφορούν τη βόρεια Γάζα, µας δίνουν προδροµικά µια εικόνα των µεσοπρόθεσµων προθέσεων του σιωνιστικού κράτους: Η λεγόµενη «τρίτη φάση» του πολέµου (πρώτη οι βοµβαρδισµοί από αέρος, δεύτερη η χερσαία εισβολή), θα αφορά τη σάρωση της Γάζας για τον εντοπισµό και την εξόντωση κάθε θύλακα αντίστασης και θα παρουσιαστεί ως «αποκλιµάκωση» λόγω του περιορισµού των σαρωτικών βοµβαρδισµών.  

Αυτή η προσαρµογή προορίζεται να εξοικονοµήσει πόρους (η σηµερινή «ολοκληρωτική» µορφή του πολέµου κοστίζει 250 εκατοµµύρια την ηµέρα στο Ισραήλ) αλλά και χρόνο στη σιωνιστική ηγεσία, µιας και η χαµηλότερη ένταση µπορεί να περιορίσει την «κακή δηµοσιότητα» και έτσι να εξασφαλίσει παράταση της διεθνούς στήριξης από τους συµµάχους του και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Αλλά δεν υπάρχει το παραµικρό περιθώριο «χαλάρωσης» απέναντι σε αυτή την εξέλιξη. Αυτή η λεγόµενη «µεταβατική-σταθεροποιητική φάση» θα σηµαίνει µια µακρά παράταση της κατοχής και του πολέµου. 

«Θα κρατήσει τουλάχιστον 6 µήνες και θα περιλαµβάνει εντατικές εκκαθαριστικές αποστολές εναντίον των τροµοκρατών. Κανείς δεν µιλά για περιστέρια της ειρήνης να πετούν πάνω από την Shujayea» δηλώνει ένας Ισραηλινός αξιωµατούχος. «Θα είναι πολύ µακρύς πόλεµος… Δεν είµαστε ούτε στα µισά του δρόµου της επίτευξης των στόχων µας» δηλώνει άλλος. Το τέλος αυτής της «φάσης» προσδιορίζεται προς τα τέλη του 2024, ενώ άλλοι δηλώνουν ότι δεν θα υπάρξει καν σαφής λήξη: «Δεν θα σφυρίξει ο διαιτητής και τέλος».

Στρατηγική

Αν αυτός είναι ο στρατιωτικός προσανατολισµός της σιωνιστικής ηγεσίας, το ζήτηµα του πολιτικού-στρατηγικού στόχου παραµένει ανοιχτό και πηγή διαφωνιών. Σε συνέντευξή του ο Νετανιάχου περιέγραψε πώς φαντάζεται ο ίδιος τις προϋποθέσεις για τον τερµατισµό του πολέµου. Αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι µια στρατιωτική συντριβή µόνο της Χαµάς δεν πρόκειται να εξαφανίσει το πρόβληµα «Παλαιστινιακή Αντίσταση», έκανε λόγο για συνολικότερη «αποστρατιωτικοποίηση» της λωρίδας της Γάζας και για «αποριζοσπαστικοποίηση» της κοινωνίας της.

Η συγκεκριµενοποίηση αυτού του στόχου είναι πεδίο διαφωνιών µέσα στην σιωνιστική ηγεσία.

Οι ακροδεξιοί κυβερνητικοί εταίροι του Νετανιάχου, Σµότριτς και Μπεν Γκβιρ, πυκνώνουν τις δηµόσιες ρητές αναφορές τους σε εθνοκάθαρση και αναγκαστικό εκτοπισµό, που κρύβεται πίσω από τον ευφηµισµό της «ενθάρρυνσης της µετανάστευσης». Ο έξαλλος ακροδεξιός σιωνισµός προτείνει την προσάρτηση της λωρίδας της Γάζας και τον εποικισµό της. Από τη σκοπιά του σιωνισµού, είναι όντως η πλέον (ή και η µόνη) «ρεαλιστική λύση» στο «πρόβληµα Γάζα». Αλλά είναι µια λύση που δεν συµµερίζεται κανένα άλλο κράτος, είτε µεταξύ των συµµάχων του Ισραήλ στη Δύση, που θα «λουστούν» το πολιτικό κόστος ενός βίαιου εκτοπισµού εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, είτε µεταξύ των κρατών στην περιοχή, που θα κληθούν να διαχειριστούν την «ωρολογιακή βόµβα» ενός µαζικού, οργισµένου, προσφυγικού παλαιστινιακού πληθυσµού.

Την εναλλακτική του «σοβαρού σιωνισµού» περιέγραψε ο υπουργός Άµυνας Γιοάβ Γκαλάντ, προτείνοντας µια λύση που αποκλείει κάθε ισραηλινή «πολιτική παρουσία» στη Γάζα (δλδ. ούτε προσάρτηση, ούτε εποικισµός), αναφέρεται σε µια κάποια «παλαιστινιακή οντότητα» που θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης και η οποία ασφαλώς «δεν θα είναι εχθρική προς το Ισραήλ ούτε θα δρα εναντίον του», ενώ συµπληρώνει ότι το Ισραήλ θα διατηρεί απεριόριστη στρατιωτική ελευθερία κινήσεων µέσα στη Γάζα. 

Το ζήτηµα είναι η «παλαιστινιακή οντότητα» που θα αναλάβει την υπεργολαβία της κατοχής (γιατί περί αυτού πρόκειται). Η Ουάσινγκτον θα ήθελε να δει την Παλαιστινιακή Αρχή να παίρνει την ευθύνη της Γάζας, όµως ο Νετανιάχου δηλώνει ότι «δεν θα επιτρέψω την αντικατάσταση του Χαµασ-ταν από το Φαταχ-σταν». Η Παλαιστινιακή Αρχή αντιµετωπίζει µια διπλή απαξίωση: Ο δεξιός σιωνισµός έχει εγκαταλείψει τα προσχήµατα και δεν αποδέχεται ούτε καν αυτή τη ξεδοντιασµένη καρικατούρα «κράτους». Την ίδια ώρα, η παλαιστινιακή κοινωνία έχει γυρίσει συντριπτικά την πλάτη της στην ηγεσία του Αµπάς. Στις δηµοσκοπικές έρευνες των τελευταίων 3 µηνών, είναι το µόνο σηµείο… συµφωνίας ανάµεσα στους Ισραηλινούς Εβραίους και τους Παλαιστίνιους: Κανείς δεν θέλει να αναλάβει η Παλαιστινιακή Αρχή τη διακυβέρνηση της Γάζας. Όµως άλλη «παλαιστινιακή οντότητα» -που να καλύπτει τις προϋποθέσεις του Γκαλάντ- δεν υπάρχει.

Το στοίχηµα του Νετανιάχου

Οι δηµόσιες παρεµβάσεις των δύο πόλων (Σµότριτς/Μπεν Γκιβρ και Γκαλάντ), πάνω σε ένα ζήτηµα που δεν έχει καταλήξει η κυβέρνηση είναι ένα δείγµα της έντασης. Ένα άλλο δείγµα ήταν το «ξύλο» που έπεσε στην κυβερνητική σύσκεψη για την «επόµενη µέρα στη Γάζα», που κορυφώθηκε µε την απόφαση της στρατιωτικής ηγεσίας να ανοίξει έρευνα για τις ευθύνες της 7ης Οκτώβρη. Όπως σηµειώνει ο αναλυτής Αχµέντ Χελάλ στο Αλ Τζαζίρα: «Η στρατιωτική ελίτ αισθάνεται όλο και πιο άβολα τα τελευταία 10 χρόνια. Δεν είναι σε καµιά περίπτωση πασιφιστές -δεν είναι περιστέρια. Αλλά καταλαβαίνουν τι είναι στρατηγικά σηµαντικό για το Ισραήλ και αντιστέκονται στις ακραία µιλιταριστικές φιλοδοξίες της πολιτικής κυβέρνησης». Σε αυτό το φόντο το κύριο άρθρο του Economist δε µάσησε τα λόγια του: «Ο Μπέντζαµιν Νετανιάχου τα κάνει θάλασσα στον πόλεµο. Ώρα να απολυθεί».

Πράγµατι, το µέλλον προµηνύεται δύσκολο για τον «Μπίµπι». Η Ουάσινγκτον χάνει την υποµονή της µαζί του, το Λικούντ υποχωρεί δηµοσκοπικά, ο «κεντρώος» Μπένι Γκαντζ, συµµετέχοντας στο Πολεµικό Συµβούλιο χτίζει το ηγετικό-εθνοενωτικό του προφίλ, ενώ µόλις το 15% δηλώνει ότι θα ήθελε να παραµείνει ο Νετανιάχου πρωθυπουργός µετά το τέλος του πολέµου. Έχουµε ξαναγράψει ότι αυτά αποτελούν έναν επιπλέον λόγο να συνεχίσει ή και να κλιµακώσει τον πόλεµο. Στις έρευνες των τελευταίων µηνών, οι Ισραηλινοί Εβραίοι δηλώνουν πλειοψηφικά ότι ο στρατός στη Γάζα «δεν χρησιµοποιεί αρκετή βία» (58%), έπειτα ότι χρησιµοποιεί «όση βία πρέπει» (37%) και ένα 2% βρίσκει την καταστροφική µανία των IDF «υπερβολική». Η ελπίδα του Νετανιάχου στο εσωτερικό είναι να προσφέρει αρκετό παλαιστινιακό αίµα και «νίκες» σε αυτή την αφιονισµένη κοινή γνώµη. Η ελπίδα του διεθνώς είναι ότι µια σχετική µείωση της έντασης του πολέµου θα εξασφαλίσει (και οικονοµικά και πολιτικά-διπλωµατικά) τη χρονική παράτασή του. Αν ο Νετανιάχου καταφέρει να παραµείνει στη θέση του ως το Νοέµβρη (ένα µεγάλο «αν»), έχει να προσδοκά µια νίκη του Ντόναλντ Τραµπ, που απέδειξε στην θητεία του ότι είναι ικανός να γράψει τις «διεθνείς συναινέσεις» εκεί που δεν πιάνει µελάνι, σπάζοντας «ταµπού της εξωτερικής πολιτικής» και τσαλαπατώντας «φύλα συκής»…

Χωρίς τον ξενοδόχο…

Αυτοί οι σχεδιασµοί -είτε εθνοκάθαρσης είτε φτιασιδωµένης κατοχής- όµως, που θα κρίνουν τη µορφή και το περιεχόµενο µιας δυνητικής «τέταρτης φάσης» της σιωνιστικής εκστρατείας, προτρέχουν. Γιατί προϋποθέτουν την επιτυχία της «τρίτης φάσης» τους επόµενους µήνες. Τα σιωνιστικά σχέδια θα κριθούν από τη δυνατότητα των IDF να ελέγξουν αποτελεσµατικά τη λωρίδα της Γάζας. Δηλαδή να συντρίψουν τις οργανώσεις της Παλαιστινιακής Αντίστασης και να πειθαρχήσουν τον πληθυσµό της. Το πρώτο αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο. Ενώ το δεύτερο δείχνει ανέφικτο. Είναι ενδεικτικό ότι στους 3 µήνες πολέµου, η δηµοφιλία της Χαµάς εκτοξεύτηκε σε ιστορικά υψηλά. Στο Τελ Αβίβ γίνονται σκέψεις για επ’ αόριστον παραµονής των εκτοπισµένων στις σκηνές που έχουν απλωθεί σε όλο το µήκος και το πλάτος του κυβερνείου της Ράφα. Γιατί αν επιστρέψουν οι εκατοντάδες χιλιάδες θυµωµένοι νέοι από αυτές τις σκηνές, θα αποτελέσουν έναν επιπλέον τεράστιο πονοκέφαλο στην προσπάθεια των IDF να «ειρηνεύσουν» τη Γάζα. Ο παλαιστινιακός λαός και οι οργανώσεις της Αντίστασής του θα κάνουν το καθήκον τους. Το κίνηµα αλληλεγγύης δεν πρέπει να τους αφήσει µόνους, να «ξεχαστούν» από τα ΜΜΕ. Το διεθνές κίνηµα έχει ήδη παίξει σηµαντικό ρόλο, ως «αστάθµητος παράγοντας» που άλλαξε την εξίσωση τις εβδοµάδες µετά την 7η Οκτώβρη και έχει ακόµα σηµαντικό ρόλο να παίξει: Όπως αναφέραµε στην αρχή αυτού του άρθρου, τα επιτελεία του αντιπάλου συνυπολογίζουν πάντα τη «διεθνή πίεση» ως ένα από τα κρίσιµα «χρονόµετρα» για την συνέχεια ή τη διακοπή της Ισραηλινής επιθετικότητας…

Το µέτωπο του Λιβάνου

Η δολοφονία του κορυφαίου στελέχους της Χαµάς, Σάλεχ Αλ Αρούρι, και δύο διοικητών του στρατιωτικού σκέλους της οργάνωσης στη Βηρυτό είχε πολλές αιτίες. Η πιο κοινότοπη αλλά πραγµατική, είναι ότι το κράτος-τροµοκράτης συνηθίζει να συµπεριφέρεται έτσι. Οι δολοφονίες αντιπάλων του σε διάφορα µέρη του πλανήτη είναι µια πρακτική στην οποία «διαπρέπει» η Μοσάντ ιστορικά -και µετά την 7η Οκτώβρη, είναι ρητά διατυπωµένος ο στόχος του Ισραήλ να εξολοθρεύσει κορυφαία ηγετικά στελέχη της Χαµάς.

Ένας δεύτερος λόγος αφορά την απελπισµένη ανάγκη του Νετανιάχου να παρουσιάσει µια «φωτογραφία νίκης» στην ισραηλινή κοινή γνώµη. Η δολοφονία του Αρούρι ήταν µια τέτοια, αλλά δεν αρκεί για να αντιστρέψει τον κατήφορο στη δηµοτικότητα του «Μπίµπι». Άλλωστε η κρίση εµπιστοσύνης στον Νετανιάχου συνοδεύεται από την άνοδο του Μπένι Γκαντζ (που συµµετέχει στο Πολεµικό Συµβούλιο) και την ενίσχυση της πολιτικής εµπιστοσύνης στο στρατό και τις κρατικές υπηρεσίες, δυνάµεις που µπορούν να «πιστωθούν» εξίσου ή και περισσότερο το έγκληµα στη Βηρυτό.

Όµως τα πραγµατικά ερωτήµατα αφορούν τη σχέση του συγκεκριµένου δολοφονικού χτυπήµατος µε τις προοπτικές του πολέµου. Όσον αφορά την ίδια τη Γάζα, η δολοφονία αυτή τορπιλίζει τις όποιες έµµεσες συνοµιλίες κι αποτελεί ένα µήνυµα της σιωνιστικής ηγεσίας ότι δεν διαπραγµατεύεται, δεν προτίθεται να ανακόψει την επιθετικότητά της στη Γάζα. Ταυτόχρονα, το χτύπηµα σε προάστιο της Βηρυτού, ενάντια σε στελέχη «καλεσµένα» από και υπό την προστασία της Χεζµπολά, αποτελεί µια πρόκληση απέναντι στην λιβανέζικη οργάνωση.

Αν και ο Νασράλα -όπως φάνηκε και στην οµιλία του µετά την δολοφονία- συνεχίζει να διατηρεί την εύθραστη ισορροπία ανάµεσα στην «υποχρέωση» απαντήσεων στον ισραηλινό στρατό και την αποφυγή ενός γενικευµένου πολέµου, ο κίνδυνος ανάφλεξης έχει προκαλέσει κοσµοσυρροή δυτικών διπλωµατών στη Βηρυτό.

Οι πλέον «θερµόαιµοι» στην ηγεσία του Ισραήλ είναι πρόθυµοι να ρισκάρουν µια επέκταση του πολέµου, αν δεν την επιδιώκουν κιόλας. Το «κέντρο» δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα στο συγκεκριµένο ζήτηµα, µε τον Μπένι Γκαντζ να δηλώνει ότι «τελειώνει ο χρόνος για διπλωµατική λύση. Εάν ο κόσµος και η κυβέρνηση του Λιβάνου δεν δράσουν για να σταµατήσουν τα πυρά προς τις βόρειες κοινότητες και να απωθήσουν τη Χεζµπολά µακριά από τα σύνορα, τότε θα το κάνει ο ισραηλινός στρατός». Οι IDF δηλώνουν ότι βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο ετοιµότητας στα σύνορα µε τον Λίβανο.

Η απόφαση δεν είναι εύκολη. Η ισραηλινή κοινή γνώµη, «µπετόν αρµέ» στην υποστήριξη του πολέµου στη Γάζα, παρουσιάζεται κοµµένη στα δύο όσον αφορά την προοπτική ενός δεύτερου µετώπου. Στην Ουάσινγκτον αντίστοιχα, ο στόχος «καταστροφής της Χαµάς» απολαµβάνει ευρεία συναίνεση, αλλά µια επίθεση στο Λίβανο αντιµετωπίζεται µε µεγαλύτερο σκεπτικισµό. Προς το παρόν, ακόµα και ο Νετανιάχου, κάνει λόγο για προτεραιότητα στη «διπλωµατική λύση».

Η ισραηλινή κυβέρνηση προσπαθεί να «στριµώξει» τη Χεζµπολά, απαιτώντας να αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάµεις βόρεια του ποταµού Λιτάνι, στα 10 χιλιόµετρα από τα σύνορα. Μια πιθανή συµµόρφωση της λιβανέζικης οργάνωσης θα κοστίσει στο µαχητικό προφίλ της, ενώ εφόσον επιµείνει στην άρνησή της, το Ισραήλ θα της φορτώσει την ευθύνη για µια καταστροφική επίθεση κατά του Λιβάνου και ιδιαίτερα των περιοχών που ελέγχει η οργάνωση.

Η ισραηλινή κυβέρνηση είναι εξίσου πιεσµένη. Ο χαµηλής έντασης πόλεµος στα σύνορα έχει υποχρεώσει την εκκένωση του βόρειου Ισραήλ -κάτι που φέρει ως «βάρος» η σιωνιστική ηγεσία και που επικαλείται ως «παράσηµο» ο Νασράλα («πάντα οι σιωνιστές µας υποχρέωναν σε εκκενώσεις, τώρα υποχρεώνονται αυτοί»).

Μέχρι πρότινος, είχε διαµορφωθεί µια συνθήκη όπου «φοβάται ο Γιάννης το θεριό…». Το Ισραήλ «ανέχεται» την υπάρχουσα κατάσταση, ενώ εξαπολύει διαδοχικές προειδοποιήσεις γενικευµένου πολέµου αν δεν σταµατήσουν οι επιθέσεις και µε ενέργειες όπως η δολοφονία Αρούρι δοκιµάζει τα όρια ανοχής της Χεζµπολά. Η ηγεσία Νασράλα αποφεύγει την κλιµάκωση και προειδοποιεί ότι είναι έτοιµη για γενικευµένο πόλεµο, µόνο εφόσον το Κράτος του Ισραήλ κάνει την πρώτη κίνηση επίθεσης στο Λίβανο.

Οι όλο και πιο πυκνές αναφορές των ισραηλινών ότι «ο χρόνος τελειώνει» ίσως συνδυάζονται µε την προοπτική σταδιακής αποκλιµάκωσης των επιχειρήσεων στη Γάζα. Αν η ηγεσία του σιωνιστικού στρατού αισθανθεί ότι «απελευθερώνονται» δυνάµεις από αυτό το µέτωπο γιατί ολοκληρώθηκε η καταστροφή της Γάζας ή αποδυναµώθηκε σηµαντικά η επιχειρησιακή δυνατότητα της Χαµάς, µπορεί πιο εύκολα να εξαπολύσει την καταστροφική του δύναµη ενάντια στο Λίβανο. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ο «πραγµατισµός» του Νασράλα, που επέβαλε µια περιορισµένη συµµετοχή της Χεζµπολά στον πόλεµο µετά την 7η Οκτώβρη, στο όνοµα της αποφυγής µιας καταστροφικής ισραηλινής επίθεσης στο Λίβανο, ίσως αποδειχθεί µάταιος.

Όπως και στη Γάζα, µια σιωνιστική επίθεση θα έχει να αντιµετωπίσει αντίσταση στο έδαφος: Η Χεζµπολά διαθέτει οπλοστάσιο ισχυρότερο της Χαµάς. Αλλά καθώς οι IDF έχουν δείξει ότι εξισορροπούν τις χερσαίες αδυναµίες τους µε τον από αέρος ισοπεδωτικό βοµβαρδισµό κατά πάντων, µια σιωνιστική επίθεση θα πρέπει να αντιµετωπίσει και µια κλιµάκωση των κινητοποιήσεων του διεθνούς κινήµατος. Η «διεθνής πίεση», που βρίσκεται στα χείλη όλων των εµπλεκόµενων ως παράγοντας, µπορεί και πρέπει να γίνει αφόρητη για να µην αφεθεί αυτό το κράτος-τροµοκράτης να επαναλάβει τα εγκλήµατα πολέµου που διαπράττει στη Γάζα και στον Λίβανο…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες