Ο προϋπολογισμός για το 2023 που κατατέθηκε στη Βουλή δεν αντέχει για σοβαρή αντιπαράθεση, καθώς είναι σαφές ότι δεν τον πιστεύει ούτε ο Σταϊκούρας.

Είναι ένα πρόχειρο χαρτί, που κατατέθηκε για «να βγει η υποχρέωση», βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίφαση με τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις των διεθνών «θεσμών» και των Οίκων που συνιστούν προετοιμασία για καταιγίδα, ενώ αφήνει όλες τις κρίσιμες οικονομικές αποφάσεις να παρθούν στην πορεία των εργασιών και με το πέρασμα των μηνών. 

Όμως είναι κυριολεκτικά εξοργιστική η προσπάθεια του Μητσοτάκη να παρουσιάσει αυτόν τον προϋπολογισμό ως φιλολαϊκή «στροφή», που τάχα εξαντλεί όλα τα περιθώρια για να προστατέψει το πραγματικά διαθέσιμο εισόδημα των εργατικών και λαϊκών νοικοκυριών. Αυτός ο ισχυρισμός, με προφανή στόχευση τις κάλπες μέσα στο 2023, στέκεται πάνω σε μια πυραμίδα ψεμάτων.

Φόροι και πληθωρισμός

Ο Μητσοτάκης ανεμίζει τη νεοφιλελεύθερη «σημαία» των απόψεών του, περί ενίσχυσης του εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων μέσω της μείωσης των φόρων. Η μείωση της φορολόγησης είναι ουσιαστική για τα κέρδη του κεφαλαίου και τα ανώτερα μεσοστρώματα, αλλά απολύτως ψευδής για τους εργαζόμενους και τους λαϊκούς ανθρώπους. Παρά τη μείωση της φορολόγησης των κερδών και του μεγάλου πλούτου, ο προϋπολογισμός του ’23 θα αποφέρει αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους, ακολουθώντας τον προϋπολογισμό του ’22 που απέφερε αύξηση-ρεκόρ των φορολογικών εσόδων. Το μυστικό είναι απλό: η εκτίναξη των εσόδων από τον ΦΠΑ και άλλους «ειδικούς» φόρους πάνω στην κατανάλωση, που επιβάλλονται πλέον «αναλογικά» πάνω στις υψηλότερες τιμές που έφερε η πληθωριστική έκρηξη. 

Ο Μητσοτάκης έχει το θράσος να μιλά για πολιτική αυξήσεων στους μισθούς και στις συντάξεις. Η αύξηση που υποσχέθηκε είναι ψίχουλα μπροστά στις απώλειες που προκαλεί στο μισθό ο πληθωρισμός (απώλειες που υπολογίζονται στο 25%) και αφορά μόνο τον κατώτατο νόμιμο μισθό. Κατά συνέπεια, ο μισθός όλης της παλιότερης εργαστικής τάξης, που αμείβεται έστω και ελάχιστα πάνω από τον κατώτατο μισθό, θα μείνει απολύτως απροστάτευτος –«παγωμένος» στα επίπεδα προ του πρώτου μνημονίου, σε συνθήκες που πλέον ο πληθωρισμός τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς στην εργατική (υποχρεωτική) κατανάλωση. Σχετικά με τους μισθούς στον δημόσιο τομέα, ο προϋπολογισμός του ’23 προβλέπει μείωση (!) της σχετικής δαπάνης κατά 1,5% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2022!    

Ο Μητσοτάκης έχει το θράσος να μιλά για πολιτική αυξήσεων στις συντάξεις. Εκμεταλλεύεται το χαοτικό σύστημα (προσωπικές διαφορές κ.ά.) που εγκατέστησε στο ασφαλιστικό σύστημα ο νόμος Κατρούγκαλου (για να μονιμοποιήσει τις μνημονιακές περικοπές ως «νέο τρόπο υπολογισμού» των συντάξεων) και υπόσχεται αυξήσεις που ελάχιστοι συνταξιούχοι θα δουν (;) στις τσέπες τους. Η συνολική δαπάνη του προϋπολογισμού του 2023 για τις συντάξεις είναι μειωμένη (!) κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες ΑΕΠ σε σχέση με το 2022! 

Ο προϋπολογισμός του 2023 προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ, από τα 210 στα 224 δισ. ευρώ. Όμως, κατά τις εκτιμήσεις της ΕΕ, μέσα στο 2023 το συνολικό μερίδιο των μισθών και των συντάξεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα μειωθεί από το 48,5% στο 47,4%! Η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ θα κατευθυνθεί ολόκληρη (και κάτι παραπάνω) στην ενίσχυση των κερδών και του «κόσμου της επιχειρηματικότητας». 

Πέρα από τις δημαγωγίες και τη συσκότιση της πραγματικότητας από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, η αλήθεια είναι ότι ο προϋπολογισμός του ’23 είναι ένα «σχέδιο» σκληρότερης λιτότητας και ενίσχυσης του κεφαλαίου. 

Τράπεζες

Εκεί που η δημαγωγία ξεπερνά κάθε όριο είναι η προσπάθεια των Μητσοτάκη-Σταϊκούρα να εμφανιστούν με πολιτική που, τάχα, αποσκοπεί να ελέγξει τις τράπεζες. 

Η αρπακτικότητα των τραπεζών έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Το επιτόκιο Ταμιευτηρίου έχει βυθιστεί στο 0,04%, που σημαίνει ότι με πληθωρισμό 9,7% η λαϊκή αποταμίευση «εξαερώθηκε» κατά 9,66% μέσα μόνο στο 2022. Αυτή η κλοπή δεν είναι η μόνη: οι τράπεζες έχουν επιβάλει 12 διαφορετικές «προμήθειες» που, εκμεταλλευόμενες την υποχρεωτικότητα των συναλλαγών μέσω τραπέζης, προσθέτουν κόστη στις απλές πράξεις των αποταμιευτών που δεν έχουν δυνατότητες για «προνομιακή» τραπεζική εξυπηρέτηση. 

Την ίδια στιγμή, κατά τις ίδιες τις τράπεζες, το μέσο επιτόκιο στα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκε στο 4,4%, ενώ κατά τους ακτιβιστές των κινημάτων αλληλεγγύης το κόστος «εξυπηρέτησης» των στεγαστικών δανείων θα αυξηθεί συνολικά, ακόμα και κατά 30%. Αυτό συμβαίνει όταν οι τράπεζες, στηριγμένες στις «εγγυήσεις» του Δημοσίου, εκτοξεύουν την κερδοφορία τους προσεγγίζοντας ξανά τις «χρυσές εποχές» και διοχετεύουν τα «κόκκινα» δάνεια παλιότερης γενιάς προς τα ακόμα πιο αρπακτικά Funds, με τις ευλογίες της κυβέρνησης. Οι τραπεζίτες δικαιολογούν αυτή την υπερβάλλουσα αρπακτικότητα με την επίκληση του «υψηλού λειτουργικού κόστους» των τραπεζικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Είναι ένα ακόμα ψέμα: αφού προηγουμένως βοηθήθηκαν για να μειώσουν τους μισθούς, να απολύσουν μαζικά τραπεζοϋπαλλήλους, να κλείσουν πολλά υποκαταστήματα κλπ, «κατόρθωσαν» ακόμα και μετά από αυτή τη λαίλαπα να μειώσουν το «λειτουργικό κόστος» κατά 20% στα χρόνια Μητσοτάκη. 

Μπροστά σε αυτή την αγριότητα, ο Σταϊκούρας φέρεται να ζήτησε κάποια «κίνηση» καλής θέλησης. Μην φανταστείτε κάτι ριζοσπαστικό: Να «υποστηριχθεί» κατά 50% η αύξηση του κόστους δόσεων στεγαστικών δανείων, μόνο για τα «ευάλωτα νοικοκυριά», με μάξιμουμ αποδέκτες 30.000 δανειολήπτες, και για χρονική περίοδο 6 ως 9 μηνών. Το αίτημα για κάποια αύξηση στο επιτόκιο ταμιευτηρίου θεωρείται αναπόφευκτο, έχει ήδη τεθεί από την ΕΚΤ και αν δεν υλοποιηθεί θα τροφοδοτήσει σταδιακά φυγή καταθέσεων προς χώρες όπου τα επιτόκια έχουν ήδη αυξηθεί. 

Η αντίδραση των τραπεζιτών ήταν λες και αντιμετώπισαν μια επίθεση «σοσιαλμανίας». Δήλωσαν ότι δεν θα δεχθούν μέτρα περιορισμού της επιχειρηματικότητας και της κερδοφορίας, ενώ απαίτησαν τη «διαιτησία» του SSM (εποπτικού οργάνου της ΕΚΤ) σε κάθε μελλοντική συζήτηση. 

Όμως ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης. Ο Μητσοτάκης έσπευσε να δηλώσει από το Λονδίνο και να επαναλάβει στην Αθήνα ότι η κυβέρνηση δεν σκέπτεται «ακραία μέτρα» και σίγουρα όχι έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών. 

Αιτήματα

Μπροστά σε αυτή τη δίδυμη απάτη, του προϋπολογισμού και των τραπεζών, θα πρέπει να αντιπαρατάξουμε καθαρή φωνή:

-Η διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς και στις συντάξεις, κατ’ ελάχιστο, στο ύψος του πληθωρισμού είναι ώριμο, δίκαιο και αναγκαίο αίτημα, που πρέπει να παλευτεί ως απόλυτη προτεραιότητα. 

-Η προστασία των λαϊκών καταθέσεων και των λαϊκών ανθρώπων που έχουν εγκλωβιστεί στην παγίδα των δανείων, απέναντι στην αρπακτικότητα των τραπεζών και των Funds, πρέπει να αναβαθμιστεί ως βασικό αίτημα των εργατικών/λαϊκών κινητοποιήσεων. 

-Η επανακρατικοποίηση των τραπεζών, υπό δημόσιο-δημοκρατικό-εργατικό έλεγχο, είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για να αντιμετωπίσουμε την επερχόμενη κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, η δραστική φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζιτών είναι ένα σωστό και αναγκαίο μέτρο. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

**Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού από την «Εφ.Συν.»

Ετικέτες