«Αν αγωνιστείς, μπορεί να χάσεις. Αν δεν αγωνιστείς, έχεις ήδη χάσει». Με αυτό το απόφθεγμα του Μπρέχτ ξεκινά η ταινία, με τίτλο «Σε πόλεμο» (2018).
Και πράγματι, δείχνει τον πόλεμο ανάμεσα στους εργαζόμενους της πολυεθνικής εταιρείας Περέν, σε μια επαρχία της Γαλλίας, και στην Διοίκηση της εταιρείας. Η εν λόγω εταιρεία, γερμανικών συμφερόντων, αποφασίζει να κλείσει το εργοστάσιο παραγωγής ανταλλακτικών αυτοκινήτων, πετώντας στην ανεργία 1.100 εργαζόμενους, αθετώντας τις υποσχέσεις που τους είχε δώσει ότι αν μειωθούν οι μισθοί τους θα διατηρήσει το εργοστάσιο ανοιχτό. Το πρόσχημα για το κλείσιμο του εργοστασίου είναι το γνωστό: «το δυσμενές διεθνώς ανταγωνιστικό περιβάλλον».
Οι εργαζόμενοι, έχοντας ως ηγέτη τον Λοράν Αμεντεό, αρνούνται να δεχτούν την απόφαση της διοίκησης, επισημαίνουν ότι η εταιρεία είναι κερδοφόρα, πως τα στελέχη λαμβάνουν υψηλότατους μισθούς, ενώ καυτηριάζουν και το μέγεθος των μερισμάτων που αποδίδεται στους μετόχους.
Έτσι, ξεκινούν ένα μακροχρόνιο αγώνα, που διήρκεσε τρεις μήνες, προκειμένου να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους. Δείχνει πως σταδιακά κλιμακώνεται ο αγώνας και πως εφαρμόζουν όλες τις διαθέσιμες μεθόδους δράσης: διαπραγματεύονται με την εργοδοσία και το κράτος, εξασκούν πιέσεις μέσω της νομοθετικής οδού, κάνουν διαδηλώσεις, ενημερώνουν τους εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής, καταλαμβάνουν το εργοστάσιο για να εξασκήσουν πιέσεις μπλοκάρωντας την παραγωγή, ζητούν συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, επεξεργάζονται θέσεις και προτάσεις, δημοσιοποιούν το πρόβλημά τους στα media, ενημερώνουν τους εργαζόμενους και σε άλλα εργοστάσια του Ομίλου καλώντας τους σε συμπαράσταση, και γενικά προωθούν τα αιτήματά τους με κάθε τρόπο. Την ίδια στιγμή η ταινία δείχνει την αναλγησία της εργοδοσίας, η οποία αντιμετωπίζει τους μισθωτούς σαν «οικονομικές μεταβλητές» χωρίς να υπολογίζει τις ανθρώπινες ανάγκες, καθώς επίσης τις αγωνίες των εργαζομένων, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν λόγω της απεργίας, τις μεταπτώσεις τους, τη στήριξή τους από τους πιο επίμονους, τις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ τους, τις διαφωνίες στα ζητήματα τακτικής, την υπαναχώρηση μιας μερίδας, η οποία επιστρέφει στη δουλειά, διασπώντας το εσωτερικό μέτωπο, τη συντονισμένη επίθεση κεφαλαίου-δικαιοσύνης-μέσων μαζικής ενημέρωσης-δυνάμεων καταστολής, κλπ.
Μπορεί λοιπόν να μην είναι πόλεμος με τον παραδοσιακό τρόπο, όμως ο τίτλος της ταινίας αντανακλά αυτό το οποίο συμβαίνει και αντιμετωπίζουμε όλοι/-ες καθημερινά, δηλαδή τον κοινωνικό πόλεμο. Όπως λέει ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο ηθοποιός Βενσάν Λεντόν, «Ο ήρωάς μου είναι σε εμπόλεμη κατάσταση. Είναι σε περίοδο πολέμου, ρίχνεται στη μάχη. Στη Γαλλία έτσι γίνεται, όταν ο κόσμος ξεκινά μια απεργία, παραμένει σ’ αυτή την κατάσταση ώσπου να κερδίσει αυτό που θέλει. Δεν κοιμούνται, δεν ξοδεύουν ενέργεια σε άλλες πτυχές της ζωής, είναι απόλυτα συγκεντρωμένοι σ’ αυτό που συμβαίνει».
Σοκαριστικό επίσης είναι το φινάλε.
Σε κάθε περίπτωση, είναι μια ταινία, την οποία αξίζει να δούμε, όχι μόνο επειδή είναι από τις λίγες που αγγίζουν τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα, αλλά και επειδή καταπιάνεται με τη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας, αναδεικνύοντας κυρίως τα δικαιώματα και τις ανάγκες των σύγχρονων μισθωτών.