Οι επιδιώξεις των Τσίπρα-Κοτζιά
Το ταξίδι των Τσίπρα-Κοτζιά στην Ουάσινγκτον, τον περασμένο Οκτώβρη, από πολλές πλευρές υποτιμήθηκε. Η κατάπτυστη δήλωση του Τσίπρα για τον ακροδεξιό, εθνικιστή, ρατσιστή Τραμπ («μοιραζόμαστε με τον πρόεδρο των ΗΠΑ κοινές αξίες και αρχές…») ήταν μια προειδοποίηση για την απροκάλυπτη ατλαντική στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Νωρίτερα, ο Αλ. Τσίπρας, ως λαγός της αμερικανικής πολιτικής, κατά την επίσκεψή του στο Τελ Αβίβ είχε χαρακτηρίσει την Ιερουσαλήμ «ιστορική πρωτεύουσα του Κράτους του Ισραήλ» και η κυβέρνησή του είχε όχι απλώς συνεχίσει την πολιτική του Σαμαρά για «στρατηγική συμμαχία» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αλλά στην πραγματικότητα την είχε κλιμακώσει, χτίζοντας ένα συνεκτικό στρατιωτικό-διπλωματικό και οικονομικό «άξονα» κυρίως με το σιωνιστικό μαντρόσκυλο του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, αλλά και με το δικτατορικό καθεστώς του Σίσι στην Αίγυπτο.
Ταυτόχρονα, ο Καμμένος είχε κάνει καθαρό στις ΗΠΑ ότι το ελληνικό κράτος είναι η «προθυμότερη» δύναμη στην περιοχή για τη στρατιωτική στήριξη των κινήσεων της δυτικής λυκοσυμμαχίας: ο στόλος του ΝΑΤΟ εξακολουθεί να πλέει στο Αιγαίο κυρίως λόγω της επιμονής και της πρόσκλησης της ελληνικής πλευράς –παρά την επίσημη δήλωση της Τουρκίας ότι η «αποστολή του εξετελέσθη» μετά τη ρατσιστική συμφωνία Ελλάδας-ΕΕ-Τουρκίας. Η Σούδα έχει αναβαθμιστεί και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει δηλώσει ότι ο ελληνικός γεωγραφικός χώρος θα είναι διαθέσιμος για νέες βάσεις των ΗΠΑ, εάν τελικά κλείσει η βάση στο Ιντσιρλίκ, που υπολειτουργεί λόγω της επιδείνωσης των σχέσεων της Δύσης με το καθεστώς Ερντογάν.
Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ ήρθαν στην επιφάνεια οι τριγμοί στο εσωτερικό της δυτικής συμμαχίας. Η επίθεση του Τραμπ στους Ευρωπαίους και ειδικότερα στη Γερμανία, δεν αφορούσε μόνο τα οικονομικά βάρη της συμμαχίας. Αφορούσε ακόμα την απαίτηση του Τραμπ να αναλάβει ο καθείς στρατιωτικές ευθύνες ανάλογες με τους πολιτικούς και οικονομικούς ρόλους που διεκδικεί διεθνώς, αλλά επίσης δήλωνε την πρόθεση των ΗΠΑ για μια «μετάβαση» από την οργάνωση της ισχύος μέσω των διεθνών οργανισμών (ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, ΠΟΕ κ.ά.) προς τις διαπραγματεύσεις και τις σχέσεις μεταξύ των «ανεξάρτητων κρατών». Αυτό ήταν το νόημα της δημόσιας προτροπής προς τον Μακρόν να αποχωρήσει η Γαλλία από την ΕΕ(!) και να στηριχθεί σε μια «διμερή» συμμαχία με τις ΗΠΑ. Αυτό ήταν, επίσης, το νόημα της δημόσιας οδηγίας του Τραμπ προς τη Μέι να προχωρήσει προς τη σκληρότερη εκδοχή του Brexit, αδιαφορώντας για τις διαπραγματεύσεις με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Το νέο δόγμα της Ουάσινγκτον, το «η Αμερική πρώτα», οδηγεί σε πραγματικές αλλαγές: Μέσα στην ιστορικών διαστάσεων κρίση του διεθνούς καπιταλισμού –κρίση που παρά τα σκαμπανεβάσματα των «ανακάμψεων», κανένα σοβαρό επιτελείο διεθνώς δεν πιστεύει ότι έχει οριστικά ξεπεραστεί– η κάθε δύναμη οφείλει να κινηθεί αυτόνομα με βάση τις δυνατότητες και τα συμφέροντά της, ενώ η μέριμνα για όλους επαφίεται, μάλλον, στο Θεό.
Η στροφή στον προστατευτισμό υπέρ των «εθνικών επιχειρήσεων», η στροφή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ «κυρίαρχων κρατών», η εγκατάλειψη των «γενικών αξιών» (ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατικές αρχές κ.ο.κ.) και η έμφαση στις πολιτισμικές ακόμα και τις φυλετικές διακρίσεις («η μετανάστευση είναι κακό») και η προετοιμασία μιας νέας μοιρασιάς του κόσμου (ουσιαστικά μιας νέας Γιάλτας) σε σαφείς και περιχαρακωμένες σφαίρες επιρροής μεταξύ των σύγχρονων Μεγάλων Δυνάμεων, γίνονται σταδιακά, αλλά όλο και πιο πιεστικά, τα γνωρίσματα της νέας αμερικανικής πολιτικής στην εποχή του Τραμπ.
Κατά τη διάρκεια της βίαιης ανάδειξης αυτής της συζήτησης, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και σε όσα την ακολούθησαν, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης υπήρξε ένα από τα προνομιακά «παραδείγματα» του… Τραμπ: Μια χώρα σε βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση έχει επιμείνει στο να εκπληρώνει με το παραπάνω τις υποχρεώσεις της προς το ΝΑΤΟ, διαθέτοντας ετησίως το 2,36% του ΑΕΠ της για εξοπλιστικές δαπάνες, κερδίζοντας αναλογικά ως προς το μέγεθος της οικονομίας της τη δεύτερη θέση, μετά μόνο από τις ΗΠΑ, στη λίστα των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ!
Βαλκάνια
Σε αυτό το υπέδαφος πρέπει να ερμηνευτούν οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα Βαλκάνια.
Κάποιοι «εθνικοί δημοσιογράφοι» κάνουν κριτική στον Κοτζιά για «υπερδραστήρια διπλωματία», που κινδυνεύει να πέσει μέσα στους λάκκους που η ίδια ανοίγει για τους άλλους.
Όμως η κυβέρνηση δεν κινείται μόνη. Έχοντας καλή ενημέρωση για τις προθέσεις και τις ισορροπίες μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων, μέσα από την «άριστη» σχέση με τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, συγκέντρωσε σημαντική διεθνή υποστήριξη στην πρωτοβουλία της για το «Μακεδονικό», όπως φάνηκε από τις δηλώσεις των Αμερικανών και των Ευρωπαίων.
Το νόημα της συμφωνίας των Πρεσπών είναι διπλό. Αφενός, επιταχύνει και τακτοποιεί την επέκταση του ΝΑΤΟ στα δυτικά Βαλκάνια. Αφετέρου, κατοχυρώνει τον ενισχυμένο ρόλο του ελληνικού κράτους και του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή, αναλαμβάνοντας με σαφήνεια το ρόλο του τοπάρχη. Η δήλωση του Τσίπρα στη Σύνοδο για τα Δυτικά Βαλκάνια, ότι οι εξελίξεις ανέδειξαν «τη δυνατότητα και την προοπτική να αναλάβουμε το ρόλο ηγέτιδος δύναμης στην περιοχή», έχει πραγματική βάση.
Αυτή η διαπίστωση υπονομεύει τις προοπτικές της δεξιάς εθνικιστικής αντιπολίτευσης. Είναι κοινό μυστικό ότι αν ο Μητσοτάκης γίνει πρωθυπουργός θα ακολουθήσει ακριβώς την ίδια πολιτική με τον… Τσίπρα! Ταυτόχρονα, η επίγνωση των στρατιωτικών, διπλωματικών, κρατικών γραφειοκρατιών για την αλήθεια της συμφωνίας των Πρεσπών πιέζει προς υποβάθμιση τις θεωρητικά ανεξέλεγκτες εθνικιστικές αντιδράσεις της ακροδεξιάς. Οι δικές της απόπειρες για «συλλαλητήρια» δεν είχαν μεγάλη ανταπόκριση και δυναμική, σημαντικό μέρος της εκκλησίας αυτή τη φορά έμεινε σιωπηλό, ενώ ο Τσίπρας μπόρεσε με σχετική ευκολία να περάσει από τις αγκαλιές με τον Σαββίδη στην καταγγελία των πρακτόρικων και «υπονομευτικών» δραστηριοτήτων στη Βόρεια Ελλάδα.
Το ζήτημα θα έχει συνέχεια μέσω της επερχόμενης συμφωνίας με την Αλβανία. Τα θωρούμενα ως «αγκάθια», τα ζητήματα των μειονοτήτων, είναι στην πραγματικότητα κυρίως ιδεολογικά. Η μεν ελληνική μειονότητα έχει από καιρό κατοχυρώσει ενισχυμένες «προστασίες» στην Αλβανία, η δε αλβανική μειονότητα, κυρίως στην Ήπειρο («Τσάμηδες»), έχει διωχθεί από τη χώρα πριν από 60 χρόνια. Γι’ αυτό ο Κοτζιάς υπαινίσσεται ότι με ευκολία θα ξεπεράσει τις «ανοησίες» και θα κηρύξει επισήμως τη λήξη του καθεστώτος «εμπόλεμου καταστάσεως» μεταξύ των δύο χωρών.
Το πιο πραγματικό ζήτημα αφορά τη ρύθμιση των ΑΟΖ, τη μοιρασιά των «οικοπέδων» στο Βόρειο Ιόνιο, όπου υπάρχει ενδιαφέρον των δυτικών εταιριών εξορύξεων. Η διαπραγμάτευση αναγνωρίζει ως άδικη και ετεροβαρή την προηγούμενη μοιρασιά, επί Κ. Καραμανλή, και «δίνει» ένα μεγαλύτερο ποσοστό στον αλβανικό έλεγχο. Οι δύο χώρες συμφωνούν στην «αρχή» της «μέσης γραμμής αποστάσεως» και φαίνεται να συμφωνούν ότι ως σημεία αφετηρίας για τον υπολογισμό της «μέσης γραμμής» θα παρθούν τα κατοικημένα νησάκια Οθωνοί και Μαθράκι, στα βόρεια και βορειοδυτικά της Κέρκυρας, και όχι ο «βράχος» Μπαρκέτα, όπου η ύπαρξη φάρου έδινε στο ελληνικό κράτος το «επιχείρημα» της εθνικής κυριαρχίας, με συνέπεια να αυξάνει κατά πολύ η ελληνική ΑΟΖ.
Αυτό είναι και το τελικό αγκάθι στη συμφωνία: Παρά την καταγεγραμμένη πρόθεση να κλείσει γρήγορα, η επιχειρηματολόγησή της έχει ενδιαφέρον, γιατί μπορεί να δημιουργήσει τετελεσμένο που στο Αιγαίο θα λειτουργεί αντίστροφα, δημιουργώντας μείζον ζήτημα στην απόπειρα ρύθμισης που, αργά ή γρήγορα, θα έρθει μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας.
Η εξομάλυνση των ελληνοαλβανικών σχέσεων έχει σημασία για τη νατοϊκή σταθερότητα στην περιοχή. Όχι κυρίως λόγω του πολιτικού προσανατολισμού του αλβανικού κράτους, όπου ήδη κυριαρχούν οι δυτικόφιλες δυνάμεις. Ούτε λόγω της δύναμης της οικονομίας ή του στρατού της γειτονικής χώρας. Κυρίως λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης, αλλά και της επιρροής του αλβανικού εθνικισμού στο Κόσσοβο και στη Βόρεια Μακεδονία. Γι’ αυτό και απ’ ό,τι φαίνεται μέχρι σήμερα, αυτή η συμφωνία τελικά θα κλείσει, με τους Τσίπρα-Κοτζιά να καταγράφουν μια επανάληψη του έργου που έπαιξαν στις Πρέσπες:
Να τακτοποιούν τις υποθέσεις της Δύσης, με προτεραιότητα τις κατευθύνσεις των ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν το ρόλο και τη δύναμη του ελληνικού κράτους και του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή.
Πρόκειται για ένα κλασσικό παράδειγμα που αποδεικνύει ότι μια κυρίαρχη τάξη, συμμετέχοντας σε υπερεθνικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, δεν εκχωρεί κατ’ ανάγκη «κυριαρχικά δικαιώματα» και μπορεί να αξιοποιεί αυτή τη συμμετοχή για να ενισχύσει την οικονομική, πολιτική και διπλωματική επιρροή της σε μια ευρύτερη περιοχή. Η έννοια του υπο-ιμπεριαλισμού μέσα στη γενικότερη ιμπεριαλιστική αλυσίδα είναι απαραίτητη προκειμένου να εξηγήσουμε το σύγχρονο κόσμο.
Και αυτή η διαπίστωση φωτίζει περισσότερο τα λάθη της άποψης μέσα στην Αριστερά, που επιχειρεί να αντιπαρατεθεί με την κυρίαρχη τάξη και τις εκάστοτε κυβερνήσεις της από τη σκοπιά της εθελοδουλείας, της μειωμένης εθνικής συνείδησης και πολύ περισσότερο της «προδοσίας». Ταυτόχρονα, υπογραμμίζει την ανάγκη άμεσης σύνδεσης του αντιιμπεριαλισμού με την αντικαπιταλιστική πολιτική. Κάθε απόπειρα να διασπαστούν αυτά τα δύο στοιχεία, που παραμένουν αναγκαία και αλληλένδετα σε μια σύγχρονη αριστερή στρατηγική, μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα πολιτικά λάθη.
Ανατολική Μεσόγειος
Όμως το «μεγάλο παιχνίδι» για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου «συνδυάζεται» με τις παραδοσιακές γεωπολιτικές αντιθέσεις στην περιοχή, δημιουργώντας τις συνθήκες για μια «τέλεια καταιγίδα» ανταγωνισμών κατά την οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο «θερμών» επεισοδίων, ακόμα και πολεμικών αναμετρήσεων.
Άλλωστε ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς το ομολογούν ανοιχτά: Βιάζονται να κλείσουν τα δευτερεύοντα «μέτωπα» στα Βαλκάνια, προκειμένου να μπορούν να αφιερώσουν όλο το «δυναμικό» στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, τον ουσιαστικό ανταγωνιστή του ελληνικού κράτους στην περιοχή.
Ο άξονας Ισραήλ-Αίγυπτος-Κύπρος-Ελλάδα συμπτύχθηκε πάνω σε γεωπολιτικές προβλέψεις, αλλά και πάνω σε ένα «πρόγραμμα» για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων: Σε άμεση συνεργασία με τις δυτικές (αμερικανικές και ευρωπαϊκές) εταιρίες-κολοσσούς των εξορύξεων, με την ευλογία των ΗΠΑ και της ΕΕ, με τη στρατιωτική προστασία των κρατών προέλευσης των εταιριών εξόρυξης, προωθείται μια «μοιρασιά» των κοιτασμάτων, που παρουσιάζεται από τους χάρτες που έχουν εκδώσει το Ισραήλ και η Κύπρος, που οδηγεί σε ληστεία σε βάρος άλλων χωρών της περιοχής (Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη-Γάζα) και στον αποκλεισμό της Τουρκίας.
Κομβικό σημείο αυτής της στρατηγικής είναι το σχέδιο για τον αγωγό East Med, που θα διασφαλίζει τη μεταφορά του φυσικού αερίου από τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη, περνώντας μέσα μόνο από τα «νερά» κυριαρχίας του «άξονα», κυρίως για λόγους πολιτικής σταθερότητας.
Είναι ένα πανάκριβο σχέδιο (το Ισραήλ εκτιμά ότι είναι απαραίτητα 6-7 δισ. ευρώ για την εκκίνηση των εργασιών…), με πολλούς τεχνικούς κινδύνους, καθώς πρόκειται για υποθαλάσσιο αγωγό χιλιάδων χιλιομέτρων, που σε τμήματά του θα περάσει από μεγάλα βάθη.
Παρ’ όλα αυτά, οι Τσίπρας, Αναστασιάδης και Νετανιάχου ανακοίνωσαν επισήμως την πρόθεσή τους να προχωρήσουν και μάλιστα με ταχύ ρυθμό, δηλώνοντας ότι ο East Med μπορεί να τεθεί σε λειτουργία ως το 2025. Η ΕΕ ανακοίνωσε την απόφασή της να συγχρηματοδοτήσει το έργο.
Ο East Med έχει την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ, γιατί σε αυτόν συγκλίνουν δύο βασικές παράμετροι της αμερικανικής στρατηγικής. Αφενός η υποβάθμιση των αγωγών που μεταφέρουν ρωσικό αέριο στην ΕΕ, αφετέρου ο αποκλεισμός της Τουρκίας που, επί Ερντογάν, θεωρείται πλέον από τις ΗΠΑ ανεξέλεγκτος παράγοντας. Στο σχέδιο συμμετέχουν μεγάλες αμερικανικές εταιρίες, ενώ το Πεντάγωνο δήλωσε ότι ένα από τα δέκα πιο σύγχρονα αμερικανικά αεροπλανοφόρα θα σταθμεύει πλέον μόνιμα στην περιοχή.
Όμως βασική προϋπόθεση για τη στρατηγική σταθερότητα του East Med είναι η ενότητα μεταξύ των ΑΟΖ του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας.
Αυτός ο παράγοντας πιέζει το ελληνικό κράτος να προχωρήσει προς την ανακήρυξη της ΑΟΖ, κάτι το οποίο μέχρι σήμερα απέφευγε, προτιμώντας τη μέθοδο της σταδιακής δημιουργίας τετελεσμένων και γνωρίζοντας ότι το λεγόμενο «Δίκαιο των θαλασσών» έχει πολύ περισσότερες επιπλοκές απ’ ό,τι παρουσιάζει η αρθρογραφία στον (ελληνικό) Τύπο: η γενική αρχή της «μέσης γραμμής αποστάσεως» στο Αιγαίο περιπλέκεται από την ύπαρξη πολλών ελληνικών νησιών στα ανατολικά της, το δικαίωμα «εκβολής» μιας ηπειρωτικής χώρας με ακτές χιλιάδων χιλιομέτρων δεν είναι εύκολο να εκμηδενιστεί, ενώ, κυρίως, η ενότητα μεταξύ ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου μπορεί να διασφαλιστεί μόνο αν στο Καστελόριζο αναγνωριστούν δικαιώματα κυριαρχίας μεγαλύτερα απ’ ό,τι στην Τουρκία συνολικά. Μια τέτοια «μοιρασιά» είναι εξαιρετικά απίθανο να εμπεδωθεί ειρηνικά, παρά την υποστήριξη του Ισραήλ, των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Προς αυτή την προοπτική προσανατολίζεται το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα. Η παραγγελία των πανάκριβων υπερ-φρεγατών τύπου FREMM, των γαλλικών πλοίων μεγάλης δύναμης πυρός και προδιαγραφών για «δράση» στους ωκεανούς, είναι σημείο κλιμάκωσης. Να το πούμε με τα λόγια των «εθνικών δημοσιογράφων»: Το ελληνικό ναυτικό περνά από τον σχεδιασμό αμυντικής δράσης στην «κλειστή» θάλασσα του Αιγαίου στο σχεδιασμό «στρατιωτικής παρουσίας» στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Το ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό θεωρείται γνωστό από τα προηγούμενα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα.
Η προς αυτή την κατεύθυνση επιτάχυνση των εξελίξεων πιέζει για «λύση» και στο Κυπριακό. Σύμφωνα με τη συνέντευξη του Ν. Αναστασιάδη στα «Νέα», μέσα στο ερχόμενο φθινόπωρο θα ξεκινήσει ο νέος γύρος αναζήτησης «συμβιβασμού». Στο Κραν Μοντανά η ελληνοκυπριακή και η ελλαδική πλευρά κατέγραψαν ότι συζητήσιμος «συμβιβασμός» είναι τα πολιτικά δικαιώματα της τουρκοκυπριακής μειονότητας (Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία), υπό την προϋπόθεση της υποχώρησης της Τουρκίας από τα «κεκτημένα» του 1974 (αποχώρηση στρατού κατοχής, κατάργηση των δικαιωμάτων των «εγγυητριών» δυνάμεων). Σε αυτή την πολιτική δηλώνουν ήδη αμέριστη υποστήριξη ο ΟΗΕ, οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Η «εξομάλυνση» της κατάστασης στην Κύπρο, με αποτύπωση της ενίσχυσης της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς, θεωρείται πλέον από τους Δυτικούς προϋπόθεση για να προχωρήσουν σχέδια φιλόδοξα, όπως ο αγωγός East Med.
Στην Κύπρο και στο Καστελόριζο θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό οι προοπτικές της ειρήνης στην περιοχή, με εναλλακτική εκδοχή την εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτική «αναμέτρησης», που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα περιοριστεί σε «επεισόδια».
Νεοφιλελεύθερος ατλαντισμός
Η κυβέρνηση Τσίπρα, δια του μνημονίου 3 και της συμφωνίας για το δήθεν μεταμνημονιακό καθεστώς επιτήρησης ως το 2060, αναζήτησε το συμβιβασμό με την ΕΕ και βυθίστηκε στον νεοφιλελευθερισμό. Η οικονομική και κοινωνική πολιτική της οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλη πολιτική ήττα, με μοναδικό ανοιχτό «διακύβευμα» τις διαστάσεις: θα είναι πολιτική ήττα ή πλήρης κατάρρευση;
Σε αυτές τις συνθήκες, με τους χειρισμούς της στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο, στους πρόσφυγες κ.ο.κ., η ατλαντική στροφή των Τσίπρα-Κοτζιά είναι κυριολεκτικά κατάπτυστη. Αναζητώντας «επιτυχίες», προσδένονται στην ουρά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με τρόπο πρωτοφανή στα μετα-δικτατορικά πολιτικά δεδομένα και μάλιστα σε μια περίοδο όπου η αμερικανική πολιτική, δια του Τραμπ, γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη και επιθετική, φλερτάροντας ανοιχτά στην Ευρώπη με τις ακροδεξιές εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις.
Αυτό το αλλοπρόσαλλο «μίγμα πολιτικής» έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Δένοντας τον αγώνα ενάντια στη λιτότητα, τα μνημόνια, τον νεοφιλελευθερισμό, με τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τους εξοπλισμούς και τον πόλεμο. Και αυτήν την αναγκαία σύνδεση μπορεί να την κάνει μόνο η ριζοσπαστική Αριστερά.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά που κυκλοφορεί (φ.413-25/7/18)