Ένα σχόλιο με αφορμή την κινηματογραφική ταινία “120 χτύποι το λεπτό” του Ρομπέν Καμπιγιό
Ας ξεκινήσουμε με το λιτό και σαφές: Οι “120 χτύποι” είναι μια σπουδαία ταινία. Γαλλία, προεδρία του -υποτιθέμενα- σοσιαλιστή Μιτεράν, αρχές δεκαετίας ’90. Χιλιάδες οροθετικοί χάνουν σιωπηλά τη μάχη με τoν θάνατο. Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν στήσει πάρτι με υπερκέρδη, στις πλάτες φορέων και ασθενών. Αποκρύπτουν στοιχεία από τις δοκιμές των φαρμάκων, καθυστερούν στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των δοκιμών αυτών, χρεώνουν πανάκριβα. Εκκωφαντική η γενικότερη κοινωνική σιωπή και η κρατική αδιαφορία γύρω από τον σχετικά άγνωστο ιό HIV/AIDS. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα οι οροθετικοί/ές δίνουν τον δικό τους προσωπικό αγώνα κόντρα στον χρόνο και στον θάνατο. Το θέμα -και μόνο- σχεδόν εκβιάζει το γλίστρημα σε μια κοινότοπη μελοδραματική αφήγηση. Ο σκηνοθέτης, όμως, σοφά μεταθέτει τη δράση και την οπτική του από το άτομο στη συλλογικότητα. Και είναι εκείνο το μαγικό ραβδάκι, που έρχεται να τα αλλάξει όλα.
Ο Σηκουάνας με τα νερά του βαμμένα κόκκινα
Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι τα μέλη του παρισινού τμήματος της ACT UP, μιας ακτιβιστικής ομάδας που ξεκίνησε από τη Ν. Υόρκη τη δεκαετία του ’80 με σκοπό την ενημέρωση γύρω από το AIDS, και κατάφερε να απλώσει τη δράση της σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε η σιωπή ή επαναλαμβάνονταν στερεότυπα απόψεις όπως “Το AIDS είναι η εκδήλωση της οργής του Θεού απέναντι στους ομοφυλόφιλους”, η ACT UP έρχεται να φωνάξει: “ΣΙΩΠΗ=ΘΑΝΑΤΟΣ”. Τοποθετεί το σύνθημα σε μαύρο πλαίσιο και αντεστραμμένο ροζ τρίγωνο και ταρακουνά τα μυαλά και τις συνειδήσεις όλων. Σημαντικός αριθμός ανθρώπων πολιτικοποιούνται μέσα από τις δράσεις αυτές. Δρούνε αστραπιαία, πολύ στοχευμένα ενάντια σε φαρμακευτικές εταιρείες, μπαίνουν αιφνιδιαστικά σε σχολεία για να ενημερώσουν μαθήτριες και μαθητές, μοιράζουν σύριγγες σε πόρνες και χρήστες ουσιών, προσπαθούν να πολιτικοποιήσουν το Pride. Επιστρατεύουν όλη τη μαχητικότητα, την εφευρετικότητα και τον ενθουσιασμό που έλειπε εκείνη την εποχή από το κίνημα. Συμβολικές ενέργειες και δρώμενα, στα οποία συμμετέχουν εκατοντάδες, ώστε να ξεπεραστεί η ομοφοβία και οι προκαταλήψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας. Στο έδαφος της ήττας της αριστεράς στη Γαλλία, στο μούδιασμα και την πολιτική ακινησία, έχουμε την εμφάνιση ενός νέου ρεύματος ακτιβιστ(ρι)ών.
Το καινοτόμο στοιχείο της ταινίας είναι ότι για πρώτη φορά, οι φορείς και οι ασθενείς δεν παρουσιάζονται επί της οθόνης ως θύματα. Ασφαλώς υποφέρουν. Ζουν καθημερινά μέσα στην ανασφάλεια για το πόσο ακόμα θα ξεφεύγουν από τον θάνατο. Η καθημερινότητά τους είναι οι παρενέργειες από τα φάρμακα, που πρωτοδοκιμάζονται πάνω στα σώματά τους. Οι ελπίδες τους ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα με τα αποτελέσματα των ερευνών και των φαρμακευτικών δοκιμών. Δεν γνωρίζουν αν την επόμενη μέρα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσουν τα αντιρετροϊκά φάρμακα, που για αυτούς και για αυτές είναι συνώνυμο της επιβίωσής τους. Το αν η μέρα τους είναι καλή ή κακή είναι άμεση συνάρτηση των δεικτών στο αίμα τους. Όταν αιμορραγεί η μύτη ενός πιτσιρίκου, σφίγγεται το στομάχι σου, γιατί σχεδόν ξέρεις το επόμενο πλάνο. Ξέρεις ποιανού το όνομα θα αναγγελθεί ως πρώτο στη συνεδρίαση (οι συνεδριάσεις άνοιγαν πάντα με την ανακοίνωση των ανθρώπων που χάθηκαν). Ξέρεις ποιανού το πρόσωπο θα βρίσκεται στις πικέτες και ποιανού το όνομα θα ακούγεται στα συνθήματα από τις ντουντούκες στις σπαρακτικές νυχτερινές πορείες στο Παρίσι.
Όλο αυτό με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι/ες καθημερινά, θα μπορούσε να τους μουδιάσει και να τους αδρανοποιήσει. Κι όμως. Αυτούς και αυτές τους/τις κινητοποιεί. Και τους εφοδιάζει με έναν σπουδαίο σκοπό: να κινητοποιήσουν κι άλλους στην υπόθεση αυτή. Κι έτσι προχωράνε την ιστορία του κινήματος και τον κόσμο ολόκληρο ένα βηματάκι παρακάτω.
Είναι εκπληκτικές οι σκηνές των συνελεύσεων της ομάδας. Και είναι εκπληκτικές, γιατί κουβαλούν σπαράγματα αλήθειας μέσα τους. Όσες και όσοι έχουμε περάσει από συνελεύσεις, από αμφιθέατρα, πολιτικές οργανώσεις και συλλογικότητες, είναι αδύνατον να μην ταυτιστούμε σε κάποιες στιγμές: όταν πρέπει να παρθεί απόφαση μετά από ώρες συνέλευσης και τα νεύρα όλων είναι τεντωμένα, όταν η ένταση χτυπάει κόκκινο, όταν η διαφωνία σε αναγκάζει να βγεις έξω από την αίθουσα, όταν πασχίζεις να επιχειρηματολογήσεις, όταν νιώθεις να διχάζεσαι, όταν δοκιμάζεις στην πράξη τα θεωρητικά σου κριτήρια, όταν αναγκάζεσαι να διαφωνήσεις πολιτικά με αγαπημένους ανθρώπους. Ο ίδιος ο Καμπιγιό υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της ACT UP. Ξέρει, λοιπόν, καλά το θέμα του. Ξέρει τι σημαίνει προσήλωση στον στρατηγικό στόχο και σύγκρουση για τις τακτικές επιλογές. Ξέρει για τι πράγμα μιλάει.
Τα όρια της ακτιβιστικής δράσης
Η δράση της ομάδας τοποθετείται χρονικά στη μεταμοντέρνα εποχή της αναζήτησης ενός εναλλακτικού επαναστατικού υποκειμένου. Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος και η συνολικότερη απογοήτευση από τη μαρξιστική θεώρηση του κόσμου οδήγησε στη σταδιακή διαμόρφωση της θεωρίας των ξεχωριστών –καταπιεζόμενων- ταυτοτήτων. Ανάδειξη της καταπιεζόμενης ταυτότητας ως το μοναδικό κριτήριο γύρω από το οποίο συγκροτείται το κίνημα. Παράβλεψη της ταξικής διάστασης της αδικίας και της καταπίεσης. Αναπόφευκτη συνέπεια της αυστηρής προσήλωσης στη θεωρία των ταυτοτήτων, που κυριάρχησε πολιτικά τη δεκαετία του ’90: ο κατακερματισμός της πολιτικής δράσης σε πολλές μικρές θεματικές –όλες σημαντικές, βέβαια, αλλά χωρίς να οδηγούν σε σύνδεση των επιμέρους κινημάτων. Το παλιό σύνθημα, που μιλούσε για την αναγκαιότητα συνολικής ανατροπής του συστήματος, ξεχάστηκε.
Η ταινία δεν καταπιάνεται ασφαλώς με τα αδιέξοδα αυτά. Και σωστά. Αυτό που αφήνει να διαφανεί, ωστόσο, είναι οι δύο επιλογές τακτικής που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται από την αρχή κιόλας των δράσεων. Υπήρχαν όσοι/ες επέμεναν στον πιο μαχητικό ακτιβισμό και αυτοί/ές που θεωρούσαν ότι, προκειμένου να αυξήσουν τη συνειδητοποίηση του κόσμου, χρειάζεται μια πιο ήπια και μετριοπαθής τακτική. Θα μπορούσαν σε κάποιες περιπτώσεις “να χρησιμοποιήσουν τα ΜΜΕ” ή ακόμα και να “συνεργαστούν” κατά κάποιον τρόπο με τον εχθρό, με τις εταιρείες δηλαδή που είχαν στοχοποιήσει.
Αρχίζουν δειλά να διαφαίνονται τα όρια της ακτιβιστικής δράσης. Ο σκηνοθέτης, όμως, προτιμά να αφήσει την πραγμάτευση της πολιτικής ιστορίας εκεί και να εστιάσει στην προσωπική ιστορία του Σον, ενός από τα ιδρυτικά, ηγετικά και πιο δυναμικά μέλη της ομάδας. Παρακολουθούμε όλα τα στάδια της κατάρρευσης: από την απογοήτευση, την απομάκρυνση από την ομάδα, τη ραγδαία επιδείνωση, τη συγκινητική αφοσίωση του συντρόφου του, επίσης μέλους της ACT UP, και μαντεύουμε ήδη το προδιαγεγραμμένο τέλος. Παρακολουθούμε την προσωπική πάλη ενός γοητευτικού, εμπνευσμένου ανθρώπου, παθιασμένου με την κοινωνική και πολιτική αλλαγή, αφοσιωμένου στους πιο χτυπημένους αυτού του κόσμου, στις πόρνες, τους φυλακισμένους, τους μετανάστες. Ενός ανθρώπου απόλυτα δοσμένου στην πάλη του με τις φαρμακευτικές, τις οποίες εκδικείται υποδειγματικά ακόμα και μετά το δικό του προσωπικό τέλος.
Οι “120 χτύποι” είναι πολιτική ταινία, λοιπόν; Ναι. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και βαθιά προσωπική. Την πολιτική δράση την κάνουν άνθρωποι κι όχι ρομπότ. Άνθρωποι που εξαγριώνονται μπροστά στην αδικία και τα υπερκέρδη κάποιων, άνθρωποι που χάνουν κάποια στιγμή την ελπίδα τους, που εγκαταλείπουν τη μάχη και καταρρέουν, που τα παρατάνε, που όλη η ζωή τους είναι ένας αποχαιρετισμός δικών τους ανθρώπων. Και την ίδια στιγμή, μετά από κάθε ακτιβισμό, μετά από κάθε σύγκρουση με τους σιδερόφρακτους μπάτσους, χορεύουν με πάθος στα lgbt πάρτι, ερωτεύονται, αφήνονται στους ρυθμούς της χάουζ μουσικής, στα 124 μπητ. Είναι μια βαθιά ανθρώπινη ταινία που μιλάει με ωμό ρεαλισμό, σπάνια γενναιότητα και ευαισθησία για ανθρώπους στις πιο δύσκολες στιγμές τους.
Και μια μικρή λεπτομέρεια λίγο πριν το τέλος
Στην πρώτη ερωτική σκηνή των δύο πρωταγωνιστών υπάρχει τόση τρυφερότητα και ειλικρίνεια που δύσκολα προσέχεις κάτι άλλο. Υπάρχει, όμως, ένα σημείο – καθόλου κομβικό για την ταινία. Και παρόλα αυτά είναι το σημείο, όπου πάει και σκαλώνει η ματιά. Ένα αφισάκι, κολλημένο δίπλα στο κρεβάτι σε ένα φτηνό μικρό δωματιάκι, που εικονίζει μια γυναίκα με υψωμένη γροθιά από την Plaza de Mayo. Ένα αφισάκι για τις μητέρες της πλατείας Μαΐου, για τους χιλιάδες αγνοούμενους της στρατιωτικής δικτατορίας της Αργεντινής, στο δωμάτιο ενός οροθετικού με μπαμπά Γάλλο και μαμά Χιλιανή, μαχητικού ακτιβιστή στην εκστρατεία για την ενημέρωση σχετικά με τον HIV/AIDS. Είναι εκείνη η μικρή λεπτομέρεια που υπάρχει στο κινηματογραφικό κάδρο και μας κάνει να αγαπήσουμε λίγο περισσότερο τον πρωταγωνιστή και τη μάχη που δίνει.
[…] and as hard as they would try, they'd hurt to make you cry
but you never cried to them, just to your soul […]
τραγουδάνε οι Bronski Beat και όταν μετά το τέλος της προβολής, ο κόσμος έχει μαγκωθεί στην πολυθρόνα του αδύναμος να κουνηθεί και μέσα στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας ακούς πνιγμένους λυγμούς, ξέρεις ότι είναι μια ιστορία που υπερβαίνει το προσωπικό δράμα ενός οροθετικού και αγγίζει κάτι πολύ βαθύ και ουσιαστικό στον καθένα και την καθεμία από εμάς. Οροθετικών και μη.