Tα αποτελέσματα των ευρωεκλογών επιβεβαίωσαν την παρατεταμένη κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που όλο και περισσότερο μοιάζει με κεντροδεξιά.

Όσο για τις εγχώριες δυνάμεις του «προοδευτικού» χώρου, το αποτέλεσμα της κάλπης πυροδότησε νέο γύρο εσωκομματικών αντιπαραθέσεων σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ενώ επιτάχυνε τις παρασκηνιακές και μη διεργασίες ανασύνθεσης της λεγόμενης κεντροαριστεράς. 

Με εξαίρεση την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία, που κέρδισαν την πρωτιά, στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας βρέθηκαν στη δεύτερη θέση ή και ακόμα πιο κάτω. Στη Γερμανία το SPD ήταν πίσω από την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία», που ήρθε δεύτερη. Στη Γαλλία, αν και οι Σοσιαλιστές βγήκαν τρίτοι, τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο έχει η Ανυπότακτη Γαλλία. Συνολικότερα, η ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, κατάφερε με δυσκολία να διατηρήσει τις δυνάμεις της, σε σχέση με το 2019. 

Οι Σοσιαλιστές, έχοντας εδώ και πολλά χρόνια απωλέσει κάθε ίχνος αντικαπιταλισμού, δεν διακρίνονται εύκολα από τα συντηρητικά κόμματα της εποχής και εξακολουθούν να μην αποτελούν σοβαρή αντιπολίτευση στη Δεξιά και την Άκρα Δεξιά. Την ίδια ώρα, οι Πράσινοι έχασαν 17 έδρες, απόρροια της προσαρμογής τους στην ατζέντα της «πράσινης ανάπτυξης», που δεν αποτελεί παρά μια αστική εναλλακτική, η οποία δεν αμφισβητεί το καπιταλιστικό παραγωγικό μοντέλο. 

Μετά τις νίκες του Τρίτου Δρόμου των τελών της δεκαετίας του ’90, με τον Τόνι Μπλερ των Νέων Εργατικών, τον Λιονέλ Ζοσπέν, τον Γκέρχαρ Σρέντερ και τον Φίσερ και την ιταλική Ελιά, η δεκαετία του ’00 εξαέρωσε κάθε ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση προς τη σοσιαλδημοκρατία, εφόσον η τελευταία ορκίστηκε πίστη στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις και το ΝΑΤΟ. 

Στην Ελλάδα, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ κατάφεραν να επιβεβαιώσουν την εικόνα μιας ανύπαρκτης κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, αποτέλεσμα της συναίνεσης που προσφέρουν στις κύριες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής. Οι εσωκομματικές αναταραχές που προκλήθηκαν από το αποτέλεσμα, έχουν στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους και όχι στη ΝΔ, η οποία έχασε ένα εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με βουλευτικές εκλογές του 2023. 

Μόλις έκλεισαν οι κάλπες, ξεκίνησε η συζήτηση για την ανάγκη ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων της κεντροαριστεράς, καθώς κανένα από αυτά δεν φαίνεται να μπορεί να παρουσιαστεί ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση απέναντι στη ΝΔ. Συζήτηση στην οποία παρεμβαίνουν διάφορα επιχειρηματικά και μιντιακά συμφέροντα, που σε καιρούς αβεβαιότητας επιθυμούν έναν ισχυρό «δημοκρατικό» πόλο, απαραίτητο για τη συστημική σταθερότητα.

ΣΥΡΙΖΑ

Πέρσι, ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από τη μεγάλη ήττα Τσίπρα στο κόμμα Κασσελάκη (που ως «αδιαμεσολάβητος» δήθεν θα νικούσε τον Μητοτάκη) και το ΠΑΣΟΚ θεώρησε πως σαν ώριμο φρούτο, η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έπεφτε κατευθείαν στην αγκαλιά του Ανδρουλάκη. Αυτό το καλοκαίρι θα είναι καυτό και για τους δύο. Το 14,9% του ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με την απώλεια 360.000 ψήφων και το 12,8% του ΠΑΣΟΚ, άνοιξαν το καπάκι για όλες τις δυσαρέσκειες που «σιγόβραζαν» στην Κουμουνδούρου και τη Χαριλάου Τρικούπη, με αμφότερες τις ηγεσίες να δέχονται ισχυρή αμφισβήτηση. 

Οι ισχυρισμοί Κασσελάκη περί «μαύρου χρήματος» στον ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο της προεδρίας του Αλ. Τσίπρα και η απόφαση για αναστολή έκδοσης του καθημερινού φύλλου της «Αυγής» προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, που κορυφώθηκαν με κείμενο 87 στελεχών (Γεροβασίλη, Φλαμπουράρης, Ραγκούσης, Θεοχαρόπουλος, Ζαχαριάδης κ.α.), στο οποίο ασκείται έντονη κριτική στην κομματική λειτουργία και τις προεδρικές κινήσεις. 

Οι «Κασσελίστας» απάντησαν με τη στοχοποίηση των εσωτερικών εχθρών και την παρουσίαση του σχεδίου της ηγεσίας: «ριζικές αλλαγές» στο επικείμενο Καταστατικό Συνέδριο (κόμμα «μονοπρόσωπη εταιρία» με τυπικά Όργανα), συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και την Πλεύση Ελευθερίας σε κοινοβουλευτικό επίπεδο -όχι συγκόλληση, οικονομική εξυγίανση, σκιώδης κυβέρνηση κλπ. 

Δεν γνωρίζουμε ακόμα τι ακριβώς θέλει να φτιάξει ο Κασσελάκης. Το σίγουρο είναι ότι έχει ανοίξει δύο μέτωπα. Το ένα μέτωπο είναι εσωκομματικό και το άλλο είναι απέναντι σε όλες τις άλλες δυνάμεις της κεντροαριστεράς και σε όσους επιδιώκουν κάποιας μορφή ενοποίησή της. Είναι προφανές ότι ο Στέφανος δεν πρόκειται να παραμερίσει ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ζήσει ακόμα μια διάσπαση και θα μείνει πρόεδρος σε ένα κόμμα κάτω του 10%, αν και εφόσον δεν ανατραπεί από τους εσωκομματικούς του αντιπάλους. Πάντως δύσκολα θα συνεχίσουν όλοι μαζί, παλιοί και νέοι, μετά το Καταστατικό Συνέδριο του φθινοπώρου ή και νωρίτερα. 

Οι θετικές μετρήσεις του Αλέξη Τσίπρα στις δημοσκοπήσεις, ο οποίος, μέσα από τη Διάσκεψη του Ινστιτούτου του (με τη συμμετοχή Ζάεφ, Πάϊατ, Νίμιτς, Ολάντ και άλλων ρεταλιών)  κάλεσε σε συγκρότηση ενός ενιαίου προοδευτικού σχήματος, συμπεριλαμβάνοντας και τους «αποστάτες» της Νέας Αριστεράς, οδήγησαν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ σε ανοιχτό πόλεμο και με το τοτέμ της παράταξης. Μάλιστα, ο Κασσελάκης υποστήριξε ότι αν προκύψουν διαδικασίες δημιουργίας νέου φορέα θα είναι υποψήφιος για την ηγεσία του, ακόμα και αν βρει τον Τσίπρα απέναντί του. Εκτός αν επιστρέψει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ο Τσίπρας και εκείνος θα είναι δίπλα του ως στρατιώτης! 

Ο Αλέξης Τσίπρας με τις παρεμβάσεις του το τελευταίο διάστημα και τους ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τον ΓΑΠ και άλλα ντόπια και διεθνή καθεστωτικά κέντρα, διεκδικεί ρόλο γεφυροποιού, ώστε να προχωρήσει η συμπόρευση των «προοδευτικών» δυνάμεων, σε μια πορεία υπέρβασης του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Μετά τις τόσες αγκαλιές με Σίσι και Νετανιάχου, κάποια δουλειά πρέπει να κάνει και αυτός…

Πέραν των δύο βασικών στρατοπέδων, ο Νίκος Παππάς, ως συνήθως, δεν έχει ακόμα καταλήξει προς τα που θα κινηθεί, ενώ ρόλο διεκδικεί και η Κίνηση των «3» (Τεμπονέρας, Κοτσακάς, Τσιόκας), που επιμένουν για νέο πολιτικό υποκείμενο της κεντροαριστεράς. Σε κάθε περίπτωση, βαδίζουμε προς ένα δεύτερο σερί καλοκαίρι, με το ριάλιτι ΣΥΡΙΖΑ, να απασχολεί την πολιτική επικαιρότητα. 

ΠΑΣΟΚ

Στο ΠΑΣΟΚ, οι διαδικασίες της επόμενης μέρας ξεκίνησαν με τη συνεδρίαση της ΚΠΕ, στις 30/6. Νίκος Ανδρουλάκης και Χάρης Δούκας (να ψηφίζεις δήμαρχο Αθήνας και να σου βγαίνει αρχηγός του ΠΑΣΟΚ…) είναι το βασικό δίπολο στην κούρσα για την προεδρία, με τον πρώτο γύρο των εκλογών να διεξάγεται στις 6 Οκτωβρίου και τον δεύτερο στις 13 Οκτωβρίου. Την υποψηφιότητα του δημάρχου Αθήνας στηρίζει ο Μανώλης Χριστοδουλάκης, παρότι το όνομά του περιλαμβανόταν στους ενδεχόμενους υποψήφιους και αρκετοί Παπανδρεϊκοί, αλλά και πρώην συνοδοιπόροι του Ανδρουλάκη, όπως ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος. Υποψηφιότητα έθεσαν ακόμα οι Παύλος Γερουλάνος, Μιλένα Αποστολάκη, Νάντια Γιαννακοπούλου και Μιχάλης Κατρίνης. Ο Ανδρουλάκης θα επιμείνει στην αυτόνομη πορεία του ΠΑΣΟΚ, παίρνοντας αποστάσεις από την κοινή εκλογική κάθοδο με τον ΣΥΡΙΖΑ, για την ώρα. Αντίθετα, ο Δούκας θα προσπαθήσει να εκλεγεί με όπλο τις ευρύτερες συνεργασίες, όπως στις δημοτικές εκλογές. Ο έλεγχος του κομματικού μηχανισμού από τον Ανδρουλάκη, αλλά και η υποστήριξη προς τον Δούκα από μερίδα των κυρίαρχων ΜΜΕ, προμηνύει μια αμφίρροπη αναμέτρηση. 

Νέα Αριστερά

Η αποτυχία της Νέας Αριστεράς να εκλέξει ευρωβουλευτή, άνοιξε και εκεί τη συζήτηση για την πορεία του σχηματισμού που προέκυψε από την προηγούμενη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Η αποδυναμωμένη ΝΕ.ΑΡ. είναι ανοιχτή στα σενάρια ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς. Διαθέτει εξάλλου μια 11μελή κοινοβουλευτική ομάδα που τυχόν «μετακίνησή» της μπορεί να καθορίσει ποιο κόμμα θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση στη βουλή. Ο Αλέξης Χαρίτσης επισήμανε ότι για τη Νέα Αριστερά ο διάλογος για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου απέναντι στη Δεξιά έχει προγραμματικές προϋποθέσεις, θέλοντας να αποκηρύξει το ρόλο «ουράς» στην όποια πολιτική ή εκλογική συμμαχία συγκροτηθεί και προτείνει την αντιγραφή του μοντέλου του «Νέου Λαϊκού Μετώπου» στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο βέβαια απαιτεί ρήξη με την καθεστωτική υπευθυνότητα. 

Αντίθετα, ο Ε. Τσακαλώτος, με άρθρο του στην ΕΦ.ΣΥΝ. προτάσσει ως επείγουσα ανάγκη την «ανασύνθεση της Αριστεράς και τη δημιουργία ενός αντιπαραθετικού κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ». Επιδίωξη στην οποία, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό οικονομικών,  δεν βοηθάει το «δεν συζητάμε με αυτούς που υπογράψανε μνημόνια», επιχειρώντας να βγάλει από το κάδρο το μνημονιακό παρελθόν των στελεχών της ΝΕ.ΑΡ. και να επαναπατρισθεί στη ριζοσπαστική Αριστερά. 

Αν κάτι επιβεβαιώνουν οι διεργασίες στα κόμματα του λεγόμενου «προοδευτικού» χώρου, οι αντιπαραθέσεις, τα παρασκηνιακά «μαχαιρώματα», οι απειλές διαγραφών και διασπάσεων και η απωθητική για την κοινωνία καμαρίλα, είναι το στρατηγικό αδιέξοδο της κεντροαριστεράς. Όλη αυτή η «από τα πάνω» απόπειρα ανασύνθεσης, χωρίς καμία κοινωνική αναφορά και συμμετοχή στο μαζικό κίνημα, με συζήτηση μόνο για τα πρόσωπα, χωρίς πολιτικές αιχμές που θα ενσωματώνουν τα αιτήματα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και θα συγκρούονται με το νεοφιλελεύθερο μονόδρομο, σίγουρα δεν μπορεί να δώσει προοπτική ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Είναι απίθανο μια καινούργια ηγεσία στο ΠΑΣΟΚ ή στον ΣΥΡΙΖΑ, να οδηγήσει στην επίλυση αυτού του υπαρξιακού προβλήματος, όταν η απάντηση στη Δεξιά είναι μια πιο «προοδευτική διακυβέρνηση» με παρόμοια πολιτική. 

Και πολύ περισσότερο ακόμα και αν παραμεριστούν οι ηγεσίες και προχωρήσουν τα σχέδια συνένωσης των δύο χώρων (είναι και εκείνο το εκλογικό μπόνους, που δεν υπάρχει για συνασπισμούς κομμάτων), τίποτα ελπιδοφόρο δεν μπορεί να φέρει για τον κόσμο που ζει από τη δουλειά του ή κινείται μεταξύ ανεργίας και επισφάλειας. Ακόμα και μια πιο γενναία επιδοματική πολιτική, σίγουρα δεν αποτελεί ενίσχυση της εργασίας. Γιατί ούτε το κεφάλαιο θα φορολογηθεί, ούτε το κοινωνικό κράτος θα αναταχθεί, ούτε οι επαναπροωθήσεις  και οι εξορύξεις στο Αιγαίο θα σταματήσουν, αν υποθέσουμε ότι η κεντροαριστερά βρεθεί στην κυβερνητική εξουσία. 

Αγωνία

Βέβαια, δεν πρέπει να υποτιμάμε την αγωνία της άρχουσας τάξης να δημιουργηθεί σύντομα ένας εναλλακτικός πόλος, ως εφεδρεία στην κυβέρνηση της ΝΔ, για την οποία η λαϊκή δυσαρέσκεια όλο και μεγαλώνει και αναζητά πολιτική έκφραση. Σε μια περίοδο έντασης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνίσιμων και διαρκούς οικονομικής στασιμότητας στην ευρωζώνη, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει σοβαρούς λόγους να ανησυχεί. Και είναι βέβαιο ότι ο «τραυματισμένος» Μητσοτάκης δεν μπορεί να οδηγήσει μόνος του το πλοίο στη «θαλασσοταραχή». Ειδικά όταν έχουν υπάρξει σοβαρές ρωγμές στην κοινωνική συμμαχία που τον στήριξε και διάφορα αστικά επιτελεία αναζητούν ήδη το διάδοχό του. 

Όσο η κυβέρνηση της ΝΔ φθείρεται και ο κόσμος αναζητά τη μέθοδο «για να πέσει η Δεξιά», τόσο πιο πολύ φαίνεται το κενό του άλλου αριστερού πόλου, που θα είναι χρήσιμο αντίβαρο στην υπεροχή του Μητσοτάκη και την ακροδεξιά απειλή. Όμως, στο πεδίο της στήριξης των αγώνων, της ενωτικής δράσης της Αριστεράς, των πολιτικών πρωτοβουλιών, έχουμε αρκετή δουλειά να κάνουμε. Γιατί περισσότερο από ποτέ, υπάρχει  ανάγκη ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και δημιουργίας ενός πραγματικού αντίπαλου δέους. Τόσο απέναντι στους νεοφιλελεύθερους κανίβαλους και τους ακροδεξιούς, όσο και απέναντι στον δήθεν «προοδευτισμό». 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες