«Όλη η τέχνη στο λαό!» (σύνθημα του Μαγιακόφσκι)

«Η επανάσταση θα είναι το πανηγύρι όλων των καταπιεσμένων» έλεγε ο Λένιν. Η ρώσικη επανάσταση του 1917 αποδείχτηκε επίσης η γιορτή και ο θρίαμβος της ζωγραφικής και γενικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εκατοντάδες και χιλιάδες καλλιτέχνες διέσχισαν όλη τη ρωσική επικράτεια με τα τρένα της ΑΓΚΙΤ ΠΡΟΠ (αγκιτάτσια – προπαγάνδα) γεμάτα βιβλία και φυλλάδια, με τα βαγόνια ζωγραφισμένα εξωτερικά με πρωτότυπες καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις και μοντέρνους στίχους. Τα τρένα της Αγκιτ-Προπ έστηναν παντού κινηματογραφικές προβολές και διαλέξεις σε ανθρώπους που συνήθως δεν είχαν δει στη ζωή τους κινηματογράφο ούτε άλλη παράσταση πέρα από τη θρησκευτική λειτουργία. Ούτε βέβαια είχαν μπει ποτέ σε γκαλερί. «Από σήμερα, μαζί με την κατάλυση του τσαρικού καθεστώτος, καταργείται η ύπαρξη της τέχνης στις αποθήκες και τα ντοκ του ανθρώπινου πνεύματος […] Οι πίνακες να απλωθούν από σπίτι σε σπίτι, πάνω από τους δρόμους και τις πλατείες, σαν ουράνια τόξα από πολύτιμους λίθους, για να χαροποιούν και να εξευγενίζουν το βλέμμα του διαβάτη. Όλη η τέχνη στο λαό!» (ψήφισμα αρ. 1 «για τον εκδημοκρατισμό των τεχνών», από την πένα του Μαγιακόφσκι).

Παρά την πείνα και τις τεράστιες δυσκολίες – στη Ρωσία μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος και η εισβολή στρατών από 14 χώρες ενάντια στο επαναστατικό καθεστώς – το ενδιαφέρον για γνώσεις και για τέχνη ήταν τεράστιο. Εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άνθρωποι προσπάθησαν να ανακαλύψουν τις τέχνες σε εργαστήρια και κύκλους έρευνας. Μόνο το κίνημα καλλιτεχνών της ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ (Προλεταριακή Κουλτούρα) είχε μισό εκατομμύριο μέλη και εργαστήρια σε όλη την επικράτεια της χώρας. Και υπήρχαν πολλά καλλιτεχνικά κινήματα που εμφανίζονταν και απλώνονταν. Οι ζωγράφοι πειραματίζονταν με νέες μορφές για να εκφράσουν το καινούργιο περιεχόμενο: Ξεπήδησαν νέα ρεύματα: ο σουπρεματισμός, ο ρωσικός φουτουρισμός, ο κουνστρουκτιβισμός, που παρότι δεν ήταν όλα το ίδιο γόνιμα, άφησαν το αποτύπωμα της έκρηξης του πνεύματος. Ένα πνεύμα, που πριν ήταν καθηλωμένο με αλυσίδες.

«Ποιός προτιμάει να ζει ρημάζοντας μέσα στον χρόνο (Σαίξπηρ)

Την έκρηξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ακολούθησε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, η καταβαράθρωσή και η εξαφάνισή της από τον υποτιθέμενο «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» που επιβλήθηκε δια ροπάλου. Τα μόνα καλλιτεχνικά έργα που επιτρέπονταν ήταν αυτά που εξυμνούσαν, με τον πιο απλοϊκό και στείρο τρόπο, τους ηγέτες του κράτους. Από τις Δίκες της Μόσχας και μετά, εκατομμύρια άνθρωποι έπαιρναν το δρόμο για τα γκούλαγκ ή το εκτελεστικό απόσπασμα και μαζί τους το σύνολο σχεδόν των μπολσεβίκων που είχαν ηγηθεί της επανάστασης.

Η επανάσταση δεν είναι πια στην εξουσία παρά μόνο κατ’ όνομα. Η τέχνη δεν μπορούσε να έχει διαφορετική μοίρα.

Όλα τα έργα της ρώσικης πρωτοπορίας, των χρόνων λίγο πριν και αμέσως μετά την επανάσταση, ήταν πια απαγορευμένα. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν έβγαλε ποτέ ούτε έναν σοβαρό καλλιτέχνη ούτε μία αξιόλογη ζωγράφο, αλλά τουλάχιστον εξασφάλιζε στους θεράποντές της τον επιούσιο. Αντίθετα, οι καλλιτέχνες της πρωτοπορίας έπρεπε απλώς να επιβιώσουν, εργαζόμενοι σε άσχετα επαγγέλματα και να μην εμφανίσουν ποτέ και πουθενά τα έργα τους. Τα έργα αυτά σταμάτησαν να παράγονται, έστω και στη μοναξιά. Οι καλλιτέχνες, και μαζί και η τέχνη τους, απλώς μαράζωσαν και χάθηκαν.

Πώς διασώθηκε η κληρονομιά  της  ρώσικης πρωτοπορίας; Η συλλογή Κωστάκη:

Ο Γιώργος Κωστάκης ήταν Έλληνας που γεννήθηκε στη Ρωσία. Βιοποριζόταν ως οδηγός αυτοκινήτου στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας και δεν είχε κανενός είδους καλλιτεχνική παιδεία ή ενασχόληση με τη ζωγραφική. Λόγω της δουλειάς του συχνά συνόδευε διπλωμάτες σε σπίτια ανθρώπων που είχαν σχέση με τις τέχνες. Μια μέρα, στα 33 του χρόνια, βρέθηκε τυχαία μπροστά σε έναν πίνακα που του άλλαξε τη ζωή για πάντα. Ήταν το έτος 1946 στο σπίτι του ποιητή Κρουτσόνιχ και ο πίνακας ήταν έργο της Όλγα Ροζάνοβα, της κόρης του διευθυντή της τσαρικής αστυνομίας που έγινε πρωτοπόρα ζωγράφος, ποιήτρια και μπολσεβίκα. Η Ροζάνοβα είχε ήδη πεθάνει, το 1918, παρόλα αυτά τούτο το δυνατό πνεύμα με το εμπνευσμένο πινέλο ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτό από τους άξεστους γραφειοκράτες και τους κρατικούς «κριτικούς» της τέχνης.

Ο πίνακας ήταν απρόσιτος για το κοινό, όπως και κάθε έργο της ρωσικής πρωτοπορίας που είχε επιζήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να εκτεθούν τέτοια έργα ποτέ σε πινακοθήκη, χωρίς να αποκτήσει πολλά προβλήματα με τις αρχές όποιος θα το τολμούσε.

Ο Κωστάκης δεν είχε ιδέα από μοντέρνα τέχνη, αλλά ήταν αδύνατο να πάψει να μαγνητίζεται από τον πίνακα. Από τότε η ζωή του πήρε να αλλάζει οριστικά. Σιγά-σιγά άρχισε να συγκεντρώνει έργα των ζωγράφων της πρωτοπορίας, που ήξερε πως θα τα βρει για λίγα χρήματα σε σπίτια απογόνων των καλλιτεχνών, σε αποθήκες και σοφίτες. Η ενασχόλησή του αυτή κράτησε πάνω από 30 χρόνια. Τα έργα τα συγκέντρωνε στο διαμέρισμά του. Έφτασε να κατέχει έτσι 1275 πίνακες!

Το 1977 ο Κωστάκης μετακόμισε μόνιμα στην Ελλάδα, μαζί με τα έργα, όπου και πέθανε το 1990.

  «Είναι μεγάλο κουμάσι η ιστορία/πονηρότερη από κάθε νομοτέλεια» (Ν. Καρούζος)

Η τέχνη που ήταν προορισμένη να χαθεί στη λήθη, διασώθηκε ως σήμερα χάρη στη μεμονωμένη μυρμηγκίσια δουλειά ενός ταπεινού σοφέρ, που συγκέντρωσε το απάνθισμά της. Αντίθετα, τα έργα που εξυμνούσαν τους σφετεριστές της επανάστασης είναι πλέον παραδομένα στη χλεύη και χρησίμευαν μόνο ως υλικό για τη σάτιρα. «Είμαστε ο κούφιοι άνθρωποι, οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι» έγραφε κάποτε ο Τ.Σ. Έλιοτ. Λεζάντα που θα μπορούσε μια χαρά να μπει κάτω από κάθε πίνακα και γλυπτό του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Η συλλογή Κωστάκη αντίθετα, φαίνεται σαν τμήμα τοιχογραφίας μιας εκπληκτικής εποποιίας. Αν η προλεταριακή επανάσταση είναι η έφοδος στον ουρανό όπως σημείωνε ο Μαρξ, τότε οι πίνακες της συλλογής Κωστάκη είναι σκηνές και σπαράγματα από τη σημαντικότερη τέτοια έφοδο που γνώρισε ποτέ η ιστορία, τη Ρώσικη Επανάσταση. Και μας μεταφέρουν ένα δείγμα από το μεγαλείο, την αψηφισιά, την απλότητα και την έμπνευσή της. Αξίζει να την ανακαλύψουμε.

Ετικέτες