Ψηφίστηκε στη Βουλή, στις 7-9-2017, το νομοσχέδιο, το οποίο ρυθμίζει τα προβλήματα της απλήρωτης και αδήλωτης εργασίας, το οποίο θέτει μια σειρά κυρώσεων στους εργοδότες που εκμεταλλεύονται εργαζόμενους, που τους έχουν αδήλωτους.

Όμως, παρ’ ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι σε θετική κατεύθυνση, επειδή ανακουφίζουν κάπως τους εργαζόμενους από την εργοδοτική αυθαιρεσία, εντούτοις δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν περίπου τέσσερις μήνες ψηφίστηκε ο νέος αντεργατικός νόμος (Ν. 4472/17), ενώ επίκειται ο περιορισμός του δικαιώματος απεργίας στα πρωτοβάθμια σωματεία.

Όταν, λοιπόν, η κυβέρνηση, μετά τη 2η Αξιολόγηση, διακηρύττει σε όλους τους τόνους ότι μέσα από τις διαπραγματεύσεις κατάφερε να διατηρήσει τα εργατικά κεκτημένα και πως από το δεύτερο εξάμηνο του 2018 θα επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις (μόνο οι επιχειρησιακές και οι κλαδικές), ή όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος, με αφορμή το νομοσχέδιο για την αδήλωτη εργασία, δηλώνει ότι «…η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας περνά σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτοβουλίες της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας» (συνέντευξη στην εφ. Εποχή, 3-9-2017), το μόνο που κάνουν είναι να προκαλούν τον κοινό νου.

Διότι, παρακολουθώντας κάποιος με προσοχή τι έχει συμφωνηθεί στη 2η Αξιολόγηση θα διαπιστώσει μια διαφορετική και δυσοίωνη εικόνα για το παρόν και το μέλλον των εργατικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Σε γενικές γραμμές οι αλλαγές που έχουν επέλθει είναι οι εξής:

1) Απελευθερώνεται πλήρως η κυριακάτικη εργασία για έξη μήνες κάθε έτος σε γεωγραφικές περιοχές, όπου, ειδικά την τουριστική περίοδο (Μάης-Οκτώβρης), απασχολείται η πλειονότητα των εμποροϋπαλλήλων της χώρας (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη). Η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας εντάσσεται στην προσπάθεια καθιέρωσης ενός μοντέλου εργασίας, στο οποίο οι εργοδότες θα έχουν εργαζόμενους που θα δουλεύουν όποτε τους χρειάζονται, για όσο χρόνο τους χρειάζονται, και οποιαδήποτε ημέρα και ώρα της εβδομάδας. Οι εμποροϋπάλληλοι, έρμαια ενός συστήματος εκφοβισμού, θα αναγκαστούν να θυσιάσουν τη μοναδική ημέρα ανάπαυσης και μαζί την κοινωνική και οικογενειακή ζωή τους, προκειμένου να μη ρισκάρουν την απόλυσή τους. Διαλύεται, έτσι, με αυτό τον τρόπο η προσωπική ζωή των ανθρώπων. Επιπλέον, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας εντάσσεται στο πλαίσιο της βίαιης αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, προκειμένου το κεφάλαιο να διατηρήσει υψηλή την κερδοφορία του. Τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, προκειμένου να πιάσουν μεγάλους τζίρους, θα υποχρεώνουν τους εργαζόμενους σε ένα ατελείωτο-συνεχές 12ωρο εργασίας, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις δε θα ανταμειφθεί. Ο Καταναλωτής από την άλλη μεριά μπορεί να ακυρώσει στην πράξη την αναχρονιστική «μεταρρύθμιση» του ανοίγματος των καταστημάτων τις Κυριακές, με το να μην πηγαίνει να ψωνίζει. 

2) Διευκολύνονται οι ομαδικές απολύσεις, εφόσον καταργείται η διοικητική έγκριση (βέτο) του Υπουργού Εργασίας, ενώ παράλληλα καταργείται και η αντίστοιχη αρμοδιότητα των Περιφερειαρχών. Επίσης, λόγω κατάργησης του βέτο του Υπουργού, έχουν απαλειφθεί από τη νέα ρύθμιση τα τρία κριτήρια που συνεκτιμούσε ο Υπουργός, προκειμένου να παρατείνει τις διαβουλεύσεις ή να μην εγκρίνει (μερικά ή ολικά) τις ομαδικές απολύσεις: α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης, γ) το συμφέρον της Εθνικής Οικονομίας. Αντίθετα, το ζήτημα παραπέμπεται σε ειδικό τμήμα του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ), το λεγόμενο «Τμήμα Ελέγχου Ομαδικών Απολύσεων», στο οποίο η εργατική πλευρά είναι μειοψηφία, εφόσον στην τριμερή σύνθεσή του εκπροσωπούνται ισομερώς κράτος, εργαζόμενοι και εργοδότες. Το ΑΣΕ, μέσω αυτού του Τμήματος, ως μόνη αρμοδιότητα έχει να ελέγχει αποκλειστικά την τυπική διαδικασία, δηλαδή αν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, καθώς και η υποχρέωση κοινοποίησης των σχετικών εγγράφων. Όσον αφορά την εκπόνηση εναλλακτικού κοινωνικού πλάνου προστασίας των απολυμένων είναι προαιρετική και αφηρημένη. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ο εργοδότης δεν τηρήσει έστω κι αυτές τις προαιρετικές υποχρεώσεις, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται κανονικά.

3) Επεκτείνονται οι λόγοι νόμιμης απόλυσης προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών και προστίθενται οι εξής περιπτώσεις: α) τέλεσης κλοπής ή υπεξαίρεσης σε βάρος του εργοδότη ή του εκπροσώπου του, και β) αδικαιολόγητης αποχής από την εργασία για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ημερών. Συνδικαλιστές έχουν πικρή εμπειρία για το πώς στοιχειοθετούνταν ψευδείς κατηγορίες από την εργοδοσία σε βάρος τους, ώστε μετά να έχει το πρόσχημα να τους απολύσει.

4) Ο νόμος 1264/82 έδωσε τη δυνατότητα, ώστε τα συνδικαλιστικά στελέχη να μπορούν να λαμβάνουν κάποιες άδειες, προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντα τους πιο αποτελεσματικά, λόγω του μεγάλου χρόνου που απαιτεί η συνδικαλιστική δραστηριότητα, και αυτό από μόνο του δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Όμως, με το άρθρο 19 του καινούριου Σχεδίου Νόμου, μειώνεται ο αριθμός των ημερών αμειβόμενης συνδικαλιστικής άδειας για κάποιες περιπτώσεις συνδικαλιστών σε μη αντιπροσωπευτικές οργανώσεις, κυρίως του ιδιωτικού τομέα, εμποδίζοντας έτσι τη δράση σε χώρους που επικρατεί εργασιακό γκούλακ και στους οποίους η συνδικαλιστική δράση και κάλυψη είναι αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπισθεί η εργοδοτική αυθαιρεσία.

5) Νομιμοποιείται ρητά η έμμεση ανταπεργία από μεριάς του εργοδότη και μάλιστα η πλέον σκληρή εκδοχή της, το μισθολογικό lock-out, δηλαδή η δυνατότητα μη καταβολής μισθού σε αυτούς που δεν απεργούν, ωθώντας τους έτσι σε φαινόμενα «κοινωνικού αυτοματισμού» με βίαιες αντιπαραθέσεις με τους απεργούς για να σπάσει η απεργία. Το επόμενο βήμα είναι η δημιουργία εργοδοτικών στρατών, όπου το ένα κομμάτι των εργαζομένων θα στρέφεται απέναντι στο άλλο, σε μια λογική ανθρωποφαγίας.  

6) Επεκτείνεται, έπειτα και από την τροπολογία της 9-6-2017, επ’ αόριστον η αναστολή της ισχύος της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εφόσον η αναβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από την επίτευξη των οικονομικών στόχων του Μνημονίου.

Τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι εξακολουθεί να ισχύει το κείμενο του 3ου Μνημονίου, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 2015, στο οποίο η ελληνική πλευρά δεσμεύτηκε ρητά να απόσχει από οποιαδήποτε βελτιωτική παρέμβαση στην αγορά εργασίας, από την οποία θα μπορούσε να προέλθει η επαναφορά της εργατικής νομοθεσίας στα προ-μνημονίου επίπεδα. (δες Α. Καψάλης: «Τα εργατικά δικαιώματα μετά το 4o Μνημόνιο…», περιοδικό Ουτοπία).

Και δεν φτάνουν όλα αυτά, αλλά επέρχονται και άλλες αλλαγές. Στην Επιστολή Τσίπρα-Τσακαλώτου προς το Συμβούλιο του ΔΝΤ, όπου ζητά την ένταξη της Ελλάδας στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα του Ταμείου, μεταξύ άλλων δεσμεύονται ότι θα σεβαστούν τις δεσμεύσεις για τον περιορισμό των συμβασιούχων και για περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, ενώ μέχρι τον Σεπτέμβρη θα νομοθετήσουν αντι-απεργιακά μέτρα, όπως ότι για να έχει απαρτία μια συνέλευση, η οποία θα αποφασίζει για απεργία, θα απαιτείται η παρουσία του 50%+1 των μελών, σε αντίθεση με αυτό που ισχύει μέχρι τώρα, που λαμβάνονται αποφάσεις στη βάση της απαρτίας, με βάση τα καταστατικά των σωματείων. Έτσι, αν για παράδειγμα ένα πρωτοβάθμιο σωματείο έχει πανελλαδική διάρθρωση δεν θα μπορεί εύκολα να πάρει απόφαση για απεργία, εφόσον θα είναι πρακτικά δύσκολο να παρευρεθούν όλα τα μέλη του. Ο σκοπός αυτού του μέτρου είναι επί της ουσίας να καταργήσει όλες τις καταστατικές λειτουργίες των συνδικάτων και να ακυρώσει οποιαδήποτε μορφή αντίστασης.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πολυπόθητη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού θα γίνεται μόνο στη βάση της συνεχούς υποβάθμισης του κόσμου της εργασίας, ανακυκλώνοντας την στασιμότητα και την ύφεση.

Τα καθήκοντα που αναλαμβάνουν πλέον τα συνδικάτα είναι ιστορικής σημασίας. Η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, καθώς επίσης η αναβάθμιση του περιεχομένου της συνδικαλιστικής παρέμβασης και διεκδίκησης, τίθενται με επιτακτικό τρόπο και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να ανιχνευτούν και νέες μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας.

Υπό αυτή την έννοια, είναι επιτέλους αναγκαίο τα συνδικάτα να ανοίξουν τη συζήτηση, μεταρρυθμίζοντας την ατζέντα και τις θεσμικές τους πρακτικές, με τους δικούς τους όρους, ώστε να μην επιβάλλει το κράτος, κάθε φορά, το δικό του πλαίσιο συζήτησης.

* Ο Δ. Κατσορίδας είναι Επιστημονικός Συνεργάτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Μια προγενέστερη μορφή του εν λόγω άρθρου, δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 24-7-2017.

Ετικέτες