1. Το γενικό κλίμα
Καταρχάς να πούμε ότι τα μνημόνια είναι πλέον ένα καθεστώς, δηλαδή ένα ολόκληρο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα, το οποίο διέπεται από μια σειρά νόμους και κανόνες. Άρα, στο ζήτημα που τίθεται της επαναφοράς των θεσμικών κυρίως δικαιωμάτων, η εργατική τάξη ξεκινά από μηδενική βάση μέσα σε ένα εξαιρετικά αντίξοο περιβάλλον.
Κατά συνέπεια, το κυρίαρχο αφήγημα ότι «η χώρα βγήκε από τα μνημόνια» και πως από εδώ και μπρος θα έχουμε ανάπτυξη, δέχεται ισχυρό πλήγμα από την ίδια την πραγματικότητα. Διότι, λαμβάνοντας υπόψη τα αντικειμενικά στοιχεία, παρατηρούμε ότι παρά τους αναιμικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και τη μείωση της ανεργίας, εντούτοις με πραγματικούς όρους εξακολουθεί η ανεργία να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα από αυτά που δίνουν οι επίσημοι φορείς. Η προοπτική αυτή επιβεβαιώνεται και από προηγούμενες εκτιμήσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ότι ακόμη και εάν υπάρχει μια θετική μεταβολή του ΑΕΠ, θα πρόκειται για μια μακρά περίοδο «άνεργης ανάπτυξης» και με την προϋπόθεση ότι δεν θα αναιρεθούν από ένα ενδεχόμενο νέο κύκλο υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, αν αξιοποιηθούν και άλλοι εναλλακτικοί δείκτες μέτρησης της ανεργίας (π.χ. η μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία, οι αποθαρρημένοι άνεργοι κλπ.), τότε το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται υψηλότερο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες από το 19% που δίνεται από την κυβέρνηση.
Στους παραπάνω δείκτες μέτρησης της ανεργίας δεν προσμετρούνται και όσοι/-ες Έλληνες/-ίδες έχουν μεταναστεύσει τα χρόνια των μνημονίων, οι οποίοι υπολογίζονται σε 500.000 άτομα περίπου. Πράγματι θα είχε ενδιαφέρον η ενσωμάτωση των ατόμων που μεταναστεύουν στον δείκτη ανεργίας, διότι έτσι θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας δείκτης για την ικανότητα της οικονομίας να προσφέρει εργασία στον πληθυσμό.
Μια δεύτερη αντικειμενική κατάσταση είναι η κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα. Όσον αφορά το είδος της σχέσης εργασίας, σταθερά τα τελευταία χρόνια, ακόμη και την περίοδο μετά το 2015, η πλειοψηφία των νέων συμβάσεων, κάθε μήνα, κινείται μεταξύ του 55% και 60% προς όφελος της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας. Το ίδιο ισχύει και στο Δημόσιο όπου το ποσοστό της προσωρινής απασχόλησης, του καθεστώτος δηλαδή των ΙΔΑΧ (Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου) και των ΙΔΟΧ (Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου) στο δημόσιο τομέα, έχει εκτιναχθεί από το 4%-5% που ήταν το 2013 στο 20% για το 2017. Γενικά, η μερική απασχόληση, από 232.000 άτομα περίπου το 2008 έχει ανέλθει στις 350.000, εκ των οποίων η πλειονότητα θέλει να εργάζεται με πλήρη και σταθερή εργασία.
Βεβαίως, η άνοδος του ποσοστού της ανεργίας έχει συμβάλλει τα μέγιστα στη μείωση των μισθών. Επιπλέον, αν και πέφτει το ποσοστό ανεργίας, εντούτοις οι μισθοί δεν αυξάνονται, όπως θα ήταν φυσιολογικό. Αυτό οφείλεται, όπως ήδη είπαμε, στο γεγονός ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι επισφαλείς (μερικής απασχόλησης, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αδήλωτης εργασίας).
Συνεπικουρούμενα όλα αυτά από τους ιδεολογικούς και οργανωτικούς παράγοντες, όπως είναι ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης για τα συνδικάτα στο εσωτερικό των επιχειρήσεων και στην κοινωνία, συνθέτουν την τραγική εικόνα που έχει περιέλθει ο κόσμος της εργασίας.
Ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης φαίνεται ιδιαίτερα στο επίπεδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπου επήλθε ολική ανατροπή στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, το 2017 υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις (ΣΣΕ), ενώ αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ήταν 244, αντιπροσωπεύοντας το 92% του συνόλου των ΣΣΕ. Τα στοιχεία που δείχνουν την ολική ανατροπή που επήλθε στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας την περίοδο μετά το 2012, είναι αποκαλυπτικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ κατά το έτος 2010 έχουμε τη σύναψη 65 κλαδικών συμβάσεων και 227 επιχειρησιακών, δυο χρόνο αργότερα, το 2012, όταν ολοκληρώνονται οι νομοθετικές παρεμβάσεις του δευτέρου μνημονίου, συνάπτονται μόνο 23 κλαδικές συμβάσεις, ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας εκτινάσσεται στις 976. Για όλη την περίοδο, μεταξύ 2011-17, έχουν υπογραφεί αθροιστικά 2.273 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας έναντι μόνο 162 κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών (δες Ετήσια Έκθεση 2018, του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, σελ. 118-121. Επίσης, για μια πιο αναλυτική παρουσίαση της εξέλιξης των σσε, δες Α. Καψάλης, «Η μετεξέλιξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε μνημονιακό μέσο απορρύθμισης της εργασίας», ηλεκτρονικό περιοδικό Marginalia, τεύχος 3, Μάιος 2018).
Ουσιαστικά, είναι η περίοδος κατά την οποία θεσμοθετείται, μεταξύ άλλων, η υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, απαξιώνεται η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), απορυθμίζονται οι εργασιακές σχέσεις, καθιερώνεται η ευελιξία στην εργασία, διευρύνεται η αδήλωτη εργασία και η εργασία πολλών ταχυτήτων και αμοιβών, συμπιέζεται προς τα κάτω ο κατώτατος μισθός, εδραιώνεται η απόλυτη κυριαρχία του διευθυντικού δικαιώματος, και έτσι επιβεβαιώνεται πως σταθερή επιδίωξη της εργοδοτικής πλευράς ήταν να μεταφέρει την διαδικασία διαπραγμάτευσης στο επίπεδο της επιχείρησης όπου η εργατική πλευρά είναι πιο αδύναμη συνδικαλιστικά και επομένως διαπραγματευτικά.
Επί της ουσίας έχουν κυριαρχήσει οι ατομικές συμβάσεις, λόγω της πίεσης των εργαζόμενων από τα μνημόνια, την ανεργία και τη χαμηλή συμμετοχή τους στα σωματεία, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα. Οι εργοδότες δεν έχουν ανάγκη ούτε τα επιχειρησιακά σωματεία ούτε τις ενώσεις προσώπων, οι οποίες γνώρισαν έξαρση από το 2010 ως το 2013-14.
2. Μετα-μνημονιακή εποχή;
Όσον αφορά τον υποκατώτατο μισθό, έπειτα από προσφυγή που έκανε η ΓΣΕΕ στο συμβούλιο της Ευρώπης, ο υποκατώτατος μισθός έχει κριθεί παράνομος, με την έννοια ότι παραβιάζει τη διεθνή και την κοινοτική νομοθεσία και το Σύνταγμα γιατί επιβάλλει μια δυσμενή, ρατσιστική διάκριση σε βάρος των νέων που είναι ως 25 ετών. Οπότε, η κατάργησή του είναι μία διαδικασία που θα έπρεπε να είχε ήδη υλοποιηθεί και μάλιστα από το προηγούμενο διάστημα.
Τώρα, σχετικά με την επαναφορά και την επεκτασιμότητα των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), ναι μεν είναι ένα θετικό μέτρο, όπως επίσης και ο νόμος για τις υπεργολαβίες ή την αδήλωτη εργασία, όμως ταυτόχρονα ενέχει και μια βασική αντίφαση. Αυτό που ίσχυε και παλιότερα ήταν ότι ο/η υπουργός είχε τη δυνατότητα να κηρύξει υποχρεωτική για ένα κλάδο μία ΣΣΕ που έχουν υπογράψει οι εργοδότες, που απασχολούν συνολικά το 51% των εργαζομένων του κλάδου, με εξαίρεση τις τράπεζες, που το αντίστοιχο ποσοστό είναι 70%. Όμως, αυτό που γίνεται τώρα είναι ότι συγκεκριμενοποιείται επί το αρνητικότερο το 51% των εργαζομένων που πρέπει να έχουν υπογράψει τη σύμβαση, για να ισχύει η επέκτασή της.
Συγκεκριμένα, οι εργοδότες καλούνται, χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικό, να δώσουν στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και με βάση το ΑΦΜ, το Μητρώο Μελών τους, ώστε έτσι να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός των εργαζομένων που δουλεύουν στον ανάλογο κλάδο που έχουν υπογράψει κλαδική σύμβαση. Έτσι, οι εργοδότες, μόνο αν θέλουν δίνουν το μητρώο τους, καθώς δεν τους υποχρεώνει ο νόμος. Ξέχωρα, που δεν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου των εργοδοτών, ώστε να γίνει άμεσα σε όλους τους χώρους η αύξηση των μισθών, αν και όπου υπάρξουν κλαδικές ΣΣΕ. Αν μάλιστα, οι εργοδότες, είναι αποφασισμένοι να σαμποτάρουν την επέκταση της σύμβασης σε ένα κλάδο, τότε μπορούν να επικαλεστούν το νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και να μη δώσουν αριθμό μητρώου ή ακόμη και να αποχωρήσουν από την εργοδοτική οργάνωση που ανήκουν και άρα να μην συμπληρώνεται το 51% των εργαζομένων που απαιτείται για να υπογραφεί μια κλαδική ΣΣΕ.
Μια άλλη αντίφαση είναι ότι ενώ η επαναφορά του νόμου δίνει τη δυνατότητα στα σωματεία να αγωνιστούν για να μην μπορέσει να βρει πατήματα η εργοδοτική πλευρά και να ακυρώσει τη συμφωνία, εντούτοις τα μνημόνια, ακόμη και το 3ο Μνημόνιο που έχει υπογράψει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχουν δώσει όλο το οπλοστάσιο στους εργοδότες για να μπλοκάρουν τα πάντα.
Μη ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση μετά τη δεύτερη αξιολόγηση, το 2017, απελευθέρωσε πλήρως την κυριακάτικη εργασία, διευκόλυνε περαιτέρω τις ομαδικές απολύσεις, εφόσον καταργείται η διοικητική έγκριση (βέτο) του Υπουργού Εργασίας, νομιμοποίησε την έμμεση ανταπεργία από μεριάς του εργοδότη μέσω του μισθολογικού lock-out (δηλαδή, η δυνατότητα μη καταβολής μισθού σε αυτούς που δεν απεργούν), και νομοθέτησε αντι-απεργιακά μέτρα, όπως ότι για να έχει απαρτία μια συνέλευση, η οποία θα αποφασίζει για απεργία, θα απαιτείται η παρουσία του 50%+1 των μελών, σε αντίθεση με αυτό που ίσχυε, που λαμβάνονταν αποφάσεις στη βάση της απαρτίας (για περισσότερα δες Δ. Κατσορίδας, «Τα εργατικά δικαιώματα στην κλίνη του Προκρούστη», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-7-2017).
Τέλος, να καυτηριάσουμε το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν επαναφέρει την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), αλλά προτιμά ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται από την ίδια, όπως ορίζει ο νόμος Βρούτση (Ν.4172 του 2013). Επίσης, δεν λέει τίποτα για την επαναφορά του επιδόματος γάμου, ούτε για το πάγωμα των τριετιών, ενώ με βάση τις μνημονιακές επιταγές δεν επανέρχεται η διαδικασία του ΟΜΕΔ που θα μπορούσε να βοηθήσει στο να κερδηθούν κάποιες συμβάσεις από την πλευρά των εργαζομένων.
3. Στο διά ταύτα
Το υποτιθέμενο «μεταμνημονιακό» τοπίο στα εργασιακά θα εξακολουθεί να καθορίζεται από το καθεστώς που έχουν δημιουργήσει οι μνημονιακοί νόμοι.
Αυτό σημαίνει ότι τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι χρειάζεται καταρχήν να εκμεταλλευτούν τις ρωγμές που δημιουργούνται από τις αντιφάσεις που φέρνει η επαναφορά των κλαδικών ΣΣΕ, σαν μια ελαφρώς καλύτερη αφετηρία, και να συζητήσουν τρόπους ανασυγκρότησης των συνδικάτων, οργανώνοντας τους αγώνες τους. Διότι, η επαναφορά των δύο συλλογικών αρχών και η έναρξη της διαδικασίας αύξησης του κατώτατου μισθού, παρά τα προβλήματα και τις αντιφάσεις που ενέχουν, εντούτοις έχουν μεγάλη σημασία για ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, υπό την έννοια ότι μετά από πολλά χρόνια παρέχεται -υπό προϋποθέσεις- η δυνατότητα της βελτίωσης των όρων και των συνθηκών απασχόλησης ενός σημαντικού αριθμού εργαζομένων (δες Α. Καψάλης, «Εργατικά δικαιώματα: νέα (?) κατάσταση, νέα και παλαιά καθήκοντα», Η Αυγή-ενθέματα, 25-9-2018).
Αντίθετα, η λογική του «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα» και η απαξίωση της νέας συνθήκης στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή της επαναφοράς των δύο συλλογικών αρχών, δεν προσφέρει καμία υπηρεσία στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Υπό αυτή την έννοια, η αξιοποίηση έστω και των ελάχιστων ευνοϊκών ρυθμίσεων, δίνει τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να επαυξήσουν, αρχής γενομένης από τις απεργιακές κινητοποιήσεις που προκηρύσσονται, διεκδικώντας ακόμη περισσότερα, ώστε να επαναφέρουν τις κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους.
Κατά συνέπεια, επείγει να ανοίξει άμεσα και παντού η συζήτηση για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, μελετώντας ταυτόχρονα σε ποιους κατ’ αρχήν κλάδους υπάρχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα για παρέμβαση. Κι αυτό, επειδή μια οικονομική άνθηση, ακόμη και εάν αρχικά προέρχεται μόνο από ορισμένους κλάδους, βοηθά στην ανάπτυξη των οικονομικών διεκδικήσεων και άρα στην αναγέννηση των απεργιακών αγώνων και ενδεχομένως σε πολιτική αντεπίθεση, αν και αυτή μπορεί να μην γίνει αμέσως ορατή εξαιτίας της αποδυνάμωσης του πολιτικού ενδιαφέροντος των εργαζομένων από τις προηγούμενες ήττες. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να παρακολουθούνται τα στατιστικά στοιχεία, η οικονομική εξέλιξη, οι κινήσεις των αγορών, οι ισολογισμοί των επιχειρήσεων, οι εκθέσεις διαφόρων οργανισμών, η ανάπτυξη ανά κλάδους κλπ., επειδή έχει σημασία για τη διατύπωση των οικονομικών διεκδικήσεων και άρα για την ανάπτυξη των ανάλογων δράσεων.
Το ζητούμενο, συνεπώς, κάθε φορά είναι η εκτίμηση της συγκυρίας, η επεξεργασία των ανάλογων διεκδικήσεων, η καλή προετοιμασία των δράσεων και κυρίως η ικανότητα να υπάρχουν επιτυχίες.
(*) Μια προγενέστερη μορφή του εν λόγω κειμένου είχε δημοσιευτεί στην Εφημερίδα των Συντακτών, 14-11-2018.