Πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 7 Σεπτέμβρη στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης η εκδήλωση του ΜΕΤΑ για τα συνδικάτα και τα εργατικά δικαιώματα στη «μεταμνημονιακή» εποχή.
Κεντρικός ομιλητής ο Αποστόλης Καψάλης, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ). Παρουσιάζουμε ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία της ομιλίας.
Εισαγωγικά ο ομιλητής επεσήμανε: «Το μνημόνιο είναι ένα καθεστώς στο οποίο μια χώρα μπαίνει και βγαίνει όχι με ένα και δύο νόμους. Ούτε με ένα και δύο σκισίματα νόμων μπορούμε να βγούμε από αυτά. Είναι ένα ολόκληρο σύστημα οικονομικό και κοινωνικό».
Στη συνέχεια δόθηκαν κάποιες αντικειμενικές προϋποθέσεις που πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα συνδικάτα. «Όπως θα δείτε και στην έκθεση που διανέμουμε δωρεάν έξω, του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, με βάση τη μεθοδολογία που ακολουθεί όχι η ΓΣΕΕ, όχι τα συνδικάτα αλλά το γραφείο στατιστικών ερευνών των ΗΠΑ, η πραγματική ανεργία στην Ελλάδα είναι +7 μονάδες», από το 19,1% που δίνεται από την κυβέρνηση.
Δεύτερη αντικειμενική προϋπόθεση η κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα: «Όσον αφορά λοιπόν το είδος -σ.σ. της σχέσης εργασίας- σταθερά τα τελευταία χρόνια για να μιλήσουμε για την περίοδο μετά το 2015, η μεγάλη πλειοψηφία των νέων συμβάσεων, κάθε μήνα, κινείτο μεταξύ του 55% και 60% προς όφελος της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας». Το ίδιο και στο Δημόσιο όπου «το ποσοστό τα τελευταία 2-3 χρόνια της προσωρινής απασχόλησης, του καθεστώτος, δηλαδή των ΙΔΑΧ (Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου) και των ΙΔΟΧ (Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου) στο δημόσιο τομέα, έχει εκτιναχθεί από το 4%-5% που ήταν το 2013 στο 20% για το 2017».
Διαφωτιστικά είναι τα στοιχεία από την καταγραφή στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για τις συμβάσεις εργασίας που υπογράφηκαν από το Γενάρη του 2010 ως τον Δεκέμβρη του 2017. Τα τελευταία χρόνια υπογράφονται πολύ λίγες, 10-12 το χρόνο, με εντυπωσιακό στοιχείο το ότι ειδικά οι επιχειρησιακές βοηθάνε περισσότερο στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. «Έχουμε πάρα πολλές συμβάσεις εργασίας που συμφωνούν ότι η εκ περιτροπής εργασία δεν θα είναι 9 μήνες εντός ενός ημερολογιακού έτους όπως προβλέπει ο νόμος αλλά για 12 μήνες και διάρκεια ως 4 χρόνια»! Επί της ουσίας πάντως έχουν κυριαρχήσει οι ατομικές συμβάσεις, λόγω της πίεσης των εργαζόμενων από τα μνημόνια, την ανεργία και τη χαμηλή συμμετοχή τους στα σωματεία (κυρίως στον ιδιωτικό τομέα). Οι εργοδότες δεν έχουν ανάγκη ούτε τα επιχειρησιακά σωματεία, που γνώρισαν έξαρση από το 2010 ως το 2013-14.
Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό
Από τα στοιχεία φάνηκε ξεκάθαρα ότι η κυβέρνηση κοροϊδεύει τους εργαζόμενους. Ακόμη κι αν τροποποιήσει το μνημονιακό νόμο 4172/2013, που προβλέπει ότι η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει σε διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους μόνο από το Φλεβάρη ως τον Ιούνη κάθε χρονιάς και δώσει αυξήσεις 20 ευρώ όπως διαλαλούν τα «παπαγαλάκια» της, αυτές δεν θα είναι αυξήσεις. Γιατί τα 20 ευρώ θα τα παίρνει αμέσως πίσω με τη μείωση του αφορολόγητου. Επίσης, δεν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου των εργοδοτών ώστε να γίνει άμεσα σε όλους τους χώρους η αύξηση.
Όσον αφορά τον υποκατώτατο μισθό, η εξαγγελία της κατάργησής του είναι ακόμη μεγαλύτερη κοροϊδία από την κυβέρνηση: «Έπειτα από προσφυγή που έκανε η ΓΣΕΕ στο συμβούλιο της Ευρώπης, ο υποκατώτατος μισθός έχει κριθεί παράνομος. Παραβιάζει τη διεθνή και την κοινοτική νομοθεσία και το Σύνταγμα γιατί επιβάλλει μια δυσμενή, ρατσιστική διάκριση σε βάρος των νέων που είναι ως 25 ετών». Οπότε η κατάργησή του είναι «μια αυτονόητη συμμόρφωση, μία διαδικασία που θα έπρεπε να είχε ήδη υλοποιηθεί και μάλιστα το προηγούμενο διάστημα».
Η επεκτασιμότητα των ΣΣΕ
Η επεκτασιμότητα των ΣΣΕ δεν ήταν επίσης στις προθέσεις της κυβέρνησης αλλά οι δανειστές το είχαν στα μέτρα που θα έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί έως τον περασμένο Ιούνη. Τελικά, εφαρμόζεται εδώ και 20 μέρες και ισχύει ό,τι και παλιότερα, με μια πολύ καθοριστική διαφορά. Αυτό που ίσχυε και παλιότερα ήταν ότι ο υπουργός είχε τη δυνατότητα, όχι την υποχρέωση, να κηρύσσει υποχρεωτική για ένα κλάδο μία ΣΣΕ που έχουν υπογράψει εργοδότες, που απασχολούν συνολικά το 51% των εργαζομένων του κλάδου, με εξαίρεση τις τράπεζες, που το αντίστοιχο ποσοστό είναι 70%. Όμως σύμφωνα με το νόμο συγκεκριμενοποιείται το 51% των εργαζομένων που πρέπει να έχουν υπογράψει τη σύμβαση, για να ισχύει η επέκτασή της:
«Με βάση το μητρώο που καλούνται, όχι υποχρεούνται, να δώσουν οι εργοδότες στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και με βάση τα ΑΦΜ των εργοδοτών σε πραγματικό χρόνο να βγει ο ακριβής αριθμός των εργαζομένων που δουλεύουν στους εργοδότες, οι οποίοι έχουν υπογράψει τη σύμβαση». Δηλαδή, οι εργοδότες δικαιούνται να μη δώσουν το μητρώο τους, καθώς δεν τους υποχρεώνει ο νόμος. Αν μάλιστα είναι αποφασισμένοι να σαμποτάρουν την επέκταση της σύμβασης σε όλο τον κλάδο, «μπορούν να επικαλεστούν το νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και να μη δώσουν αριθμό μητρώου».
Η επαναφορά του νόμου δίνει τη δυνατότητα στα σωματεία να αγωνιστούν όσο μπορούν «για να μην μπορέσει να βρει πατήματα η εργοδοτική πλευρά και να ακυρώσει τη συμφωνία». Γιατί τα μνημόνια έχουν δώσει όλο το οπλοστάσιο στους εργοδότες. Ομαδικές απολύσεις, διευκόλυνση των ατομικών απολύσεων με τη μείωση της προειδοποίησης και της αποζημίωσης, λουκέτα με πρόσχημα ότι δεν θα αντέξουν το εργασιακό κόστος, εντατικοποίηση, υπερωρίες απλήρωτες και αδήλωτη εργασία όπου το πρόστιμο έχει μειωθεί από τις 10.550 στις 3.500 ευρώ. Ένα πρόστιμο που ήταν ούτως η άλλως από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη «όταν η Γαλλία έχει 40.000 και 50.000 για αδήλωτη εργασία και η Μεγάλη Βρετανία ακόμη περισσότερο».
Στην Ελλάδα, ο εργοδότης μπορεί να απολαμβάνει ακόμα και μείωση του προστίμου, ανάλογα με το χρόνο που τον προσλαμβάνει. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να προτιμήσει, αντί να εφαρμόσει την επεκτασιμότητα της σύμβασης, να έχει αδήλωτους εργαζόμενους και, όταν και αν ελεγχθεί από το, λειψό σε προσωπικό, Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας, να πληρώσει το μειωμένο πρόστιμο, προσλαμβάνοντάς τους. Άλλωστε «οι κλαδικές ΣΣΕ που είναι σε ισχύ και κάποιες λήγουν σε 1-2 μήνες είναι λιγότερες από 25» και «μερικές είναι τοπικές και άρα δεν καλύπτουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων». Ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι με βάση τις μνημονιακές επιταγές δεν επανέρχεται η διαδικασία του ΟΜΕΔ που θα μπορούσε να βοηθήσει στο να κερδηθούν κάποιες συμβάσεις από την πλευρά των εργαζομένων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εργοδότες δεν φέρουν αντίθεση στην επεκτασιμότητα, αλλά αρνούνται τη διαιτησία.
Από το 60% των εργαζομένων στην Ελλάδα που ήταν καλυμμένο από ΣΣΕ το 2011 «αυτή τη στιγμή το ποσοστό είναι κάτω από 10% και το αμέσως επόμενο είναι το 36% στη Ρουμανία».
Σκληρές μάχες
Έτσι, το υποτιθέμενο «μεταμνημονιακό» τοπίο στα εργασιακά θα καθορίζεται από το καθεστώς που έχουν δημιουργήσει οι μνημονιακοί νόμοι, καθεστώς που έχει αντιφάσεις. Π.χ. μπορεί να δίνει την επεκτασιμότητα, αλλά να επιτρέπει το λοκ-άουτ, ή να έχουν την προτεραιότητα οι εργαζόμενοι σε περίπτωση πτώχευσης, αλλά ταυτόχρονα διευκολύνεται η απόλυση συνδικαλιστών και αυξάνονται τα ένσημα για να έχεις ασφάλιση από 50 σε 75 κ.ά. Αυτό σημαίνει ότι τα σωματεία και οι εργαζόμενοι χρειάζεται να συζητήσουν από τώρα και να οργανώσουν βήμα βήμα τους αγώνες τους, γιατί με κυβερνήσεις σαν τη σημερινή, που έχουν επιβάλει το μνημονιακό καθεστώς, δεν πρόκειται να γυρίσουμε ούτε καν στην προ μνημονίων «κανονικότητα».
Μόνο οι εργαζόμενοι, με τα συλλογικά τους όργανα και τους ενωτικούς κι αποφασιστικούς αγώνες τους, έχουν δυνατότητα και πιθανότητα να επαναφέρουν τις κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους και αυτή είναι η συζήτηση που επείγει στα σωματεία και την Αριστερά!
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά