Όπως και συνολικά για την κοινωνία, οι ναζί φαντάζονται και σχεδιάζουν «στρατόπεδα συγκέντρωσης» για τους «αποκλίνοντες» από την παρακμιακή τους «τέχνη», αλλά και δεσμοφύλακες για τις ιδέες, τις συνειδήσεις, την κουλτούρα, την τέχνη. Είναι γι’ αυτό που η πάλη ενάντιά τους πρέπει να γίνει -εκτός απ’ όλα τα’ άλλα- και με το όπλο της τέχνης της δημιουργίας και της χειραφέτησης.

Σαν άρ­χι­σε να πέ­φτει η νύχτα της 10ης Μαΐου του 1933, ξε­κί­νη­σε μια τε­λε­τή στην πλα­τεία της Όπε­ρας του Βε­ρο­λί­νου. Οι συ­γκε­ντρω­μέ­νοι φοι­τη­τές ήταν επί­ση­μα ντυ­μέ­νοι με το κου­στού­μι του σω­μα­τεί­ου τους. Ιε­ρείς κρα­τού­σαν αναμ­μέ­νους πυρ­σούς, που η εξα­γνι­στι­κή φωτιά τους σκόρ­πι­ζε στο σκο­τά­δι τη μα­γεία θρη­σκευ­τι­κής τε­λε­τουρ­γί­ας. Το πλή­θος στε­κό­ταν πα­ρά­με­ρα συμ­με­τέ­χο­ντας με ιαχές. Είχε έρθει η ώρα του εξι­λα­στή­ριου ολο­καυ­τώ­μα­τος. Τα προς θυσία μιαρά βι­βλία είχαν με­τα­φερ­θεί με κα­μιό­νια κι είχαν ρα­ντι­σθεί με βεν­ζί­νη για να λα­μπα­διά­σουν ευ­κο­λό­τε­ρα. Εί­κο­σι χι­λιά­δες τόμοι κά­η­καν, κι ο Γκέ­μπελς κλεί­νο­ντας την τε­λε­τή ανα­φέρ­θη­κε μ' εν­θου­σια­σμό στην ανα­γέν­νη­ση της Γερ­μα­νί­ας. Από την πυρά όπου θα κα­τα­καί­γο­νταν τα εβραιο­μπολ­σε­βι­κι­κά μιά­σμα­τα θ' ανα­δυό­ταν ο φοί­νι­κας του νέου, κα­θα­ρού γερ­μα­νι­κού πνεύ­μα­τος... Ακόμη κι η επι­λο­γή του Μάη ως μήνα εκ­κί­νη­σης της κα­θαρ­τή­ριας δια­δι­κα­σί­ας δεν ήταν τυ­χαία: η ανα­γέν­νη­ση επι­τε­λεί­ται την άνοι­ξη!
Τον Οκτώ­βρη του 1817, Γερ­μα­νοί φοι­τη­τές συ­γκε­ντρώ­θη­καν στον πύργο του Βάρ­τμπουργκ με αφορ­μή τον εορ­τα­σμό των 300 χρό­νων της Με­ταρ­ρύθ­μι­σης κι επα­να­λαμ­βά­νο­ντας συμ­βο­λι­κά την κί­νη­ση του Λού­θη­ρου, έκα­ψαν όχι βι­βλία αλλά σω­ρούς χαρ­τιών όπου είχαν γρά­ψει τί­τλους βι­βλί­ων και τα ονό­μα­τα των συγ­γρα­φέ­ων τους. Ωστό­σο, το Μάη του '33, καί­γο­ντας οι Ναζί αλη­θι­νά βι­βλία, άνοι­ξαν το δρόμο προς τη φυ­σι­κή εξό­ντω­ση του αντι­πά­λου. Η διορ­γά­νω­ση τού­του του ολο­καυ­τώ­μα­τος συ­μπί­πτει λί­γο-πο­λύ με το άνοιγ­μα του πρώ­του στρα­τό­πε­δου συ­γκέ­ντρω­σης στη Γερ­μα­νία.

«Πό­λε­μος ενά­ντια στο μη­δε­νι­σμό»…

Ο Χί­τλερ είχε δια­κη­ρύ­ξει πως η Γερ­μα­νία δε θ' αφη­νό­ταν να σα­πί­σει μέσα στον «αναρ­χο­κομ­μου­νι­σμό», καθώς η κυ­βέρ­νη­ση είχε κη­ρύ­ξει αμεί­λι­κτο πό­λε­μο στον «πνευ­μα­τι­κό, πο­λι­τι­κό και πο­λι­τι­στι­κό μη­δε­νι­σμό». Εν­δια­φέ­ρον ωστό­σο πα­ρου­σιά­ζουν τα γού­στα του, που δεν εκ­φρά­ζουν παρά τα αι­σθή­μα­τα της μι­κρο­α­στι­κής τάξης, η οποία, στις αρχές του 20ού αιώνα είχε επι­δο­θεί σε μια φαι­δρή αντι­γρα­φή των αυ­το­κρα­το­ρι­κών αξιών της επο­χής του Γου­λιέλ­μου Β'. Ο Αδόλ­φος θα­μπω­νό­ταν από κα­τα­σκευά­σμα­τα πεζού κλα­σι­κι­σμού κι όσον αφορά τη λο­γο­τε­χνία, προ­τι­μού­σε κυ­ρί­ως κα­ου­μπόι­κες  ιστο­ρί­ες, αστυ­νο­μι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και πορ­νο­γρα­φι­κές εκ­δό­σεις. Η φτηνή τέχνη κυ­ριαρ­χού­σε πα­ντού: μπρούν­τζι­να ή πορ­σε­λά­νι­να αγαλ­μα­τί­δια που ανα­πα­ρι­στού­σαν  στρα­τιώ­τες, το Φρει­δε­ρί­κο Β', τον Μπί­σμαρκ, κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­να πορ­τρέ­τα και κα­κό­τε­χνα ποι­ή­μα­τα περί της «ορθής συ­μπε­ρι­φο­ράς», ανα­πα­ρα­στά­σεις σκη­νών από τη ζωή της αγα­θής γερ­μα­νι­κής οι­κο­γέ­νειας. Όλα τούτα απέ­πνε­αν θρη­σκευ­τι­κή και ηρω­ι­κή συ­γκί­νη­ση, απο­θε­ώ­νο­ντας τη γερ­μα­νι­κή φύση και τρο­φο­δο­τώ­ντας το μύθο μιας αρ­ρε­νω­πής κοι­νω­νί­ας που θα υπη­ρε­τού­σε με ζήλο την «αρ­χέ­γο­νη αρ­μο­νία». Η να­ζι­στι­κή  «τέχνη» ήταν μια μη­χα­νή που διέ­στρε­φε τις αλη­θι­νές ψυ­χι­κές ανα­τά­σεις προς έναν τε­χνη­τά ιδε­α­τό κόσμο, ενώ από τη άλλη μεριά επι­δί­ω­κε να «ξε­κου­ρά­σει» το κοινό, κάτι που απο­δει­κνύ­ε­ται κι από το πε­ριε­χό­με­νο των εφη­με­ρί­δων ευ­ρεί­ας κυ­κλο­φο­ρί­ας της επο­χής: εκτός από τη Frankfurter Zeitung που προ­σπά­θη­σε να κρα­τή­σει σ' ένα επί­πε­δο τα καλ­λι­τε­χνι­κά της χρο­νι­κά, οι υπό­λοι­πες προ­τι­μού­σαν ερω­τι­κά κου­τσο­μπο­λιά και σκαν­δα­λώ­δη θέ­μα­τα.

Εντε­ταλ­μέ­νη «ψυ­χα­γω­γία»

Η να­ζι­στι­κή ορ­γά­νω­ση «Η δύ­να­μη διά της χαράς» ορ­γά­νω­νε βάσει σχε­δί­ου την ψυ­χα­γω­γία των Γερ­μα­νών, συ­νερ­γα­ζό­με­νη στενά με το Επι­με­λη­τή­ριο της Κουλ­τού­ρας. Η καλ­λι­τε­χνι­κή και πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά του έθνους έπρε­πε να είναι προ­σι­τή στο λαό... Για το λόγο αυτό, ορ­γα­νώ­νο­νταν ομα­δι­κές επι­σκέ­ψεις σε μου­σεία, πε­ριο­δεύ­ου­σες εκ­θέ­σεις ζω­γρα­φι­κής, δια­λέ­ξεις  γνω­στών συγ­γρα­φέ­ων κ.λπ. Η συμ­με­το­χή στη «Δύ­να­μη διά της χαράς» ήταν υπο­χρε­ω­τι­κή και σ' αυτήν υπα­γό­ταν και το Γρα­φείο Εξω­ραϊ­σμού της Ερ­γα­σί­ας, του οποί­ου οι επι­θε­ω­ρη­τές επέ­βλε­παν τις εκ­δη­λώ­σεις. Στο υπουρ­γείο για τη Λαϊκή Πλη­ρο­φό­ρη­ση και Προ­πα­γάν­δα, ο Γκέ­μπελς είχε στα χέρια του όλα τα μέσα επη­ρε­α­σμού της νο­ο­τρο­πί­ας του κοι­νού. Εκεί­νος διά­λε­γε αυτό που έπρε­πε να ξέ­ρουν οι Γερ­μα­νοί, να δια­βά­ζουν και να σκέ­φτο­νται.
Οι ναζί αντι­τά­χθη­καν ξε­κά­θα­ρα στη μο­ντέρ­να τέχνη, θε­ω­ρώ­ντας τη σαφή εχθρό των εθνι­κι­στι­κών τους αρχών. Το τε­λευ­ταίο που θα μπο­ρού­σε να τους εν­δια­φέ­ρει ήταν η αι­σθη­τι­κή σαν έρευ­να πάνω στην καλ­λι­τε­χνι­κή φόρμα. Άλ­λω­στε, κατά τους ναζί πάντα το «ωραίο» έχει για μο­να­δι­κό κρι­τή­ριο «τη λαϊκή ψυχή και πα­ρά­δο­ση» και «η μόνη τέχνη που είναι άξια γι' ανα­γνώ­ρι­ση είναι εκεί­νη που η έμπνευ­σή της πη­γά­ζει από το λαό και συ­νε­πώς γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή απ' αυτόν».

Διώ­ξεις για τη μο­ντέρ­να τέχνη

Την άνοι­ξη του 1937, ο Γκέ­μπελς απο­φά­σι­σε επί­ση­μα τη δίωξη των μο­ντέρ­νων ζω­γρά­φων, εγκαι­νιά­ζο­ντας προ­σω­πι­κά την έκ­θε­ση της επο­νο­μα­ζό­με­νης «εκ­φυ­λι­σμέ­νης τέ­χνης», η οποία υπήρ­ξε κο­ρυ­φαία στιγ­μή στην εξέ­λι­ξη της Γερ­μα­νί­ας. Ήταν μια νίκη ενά­ντια στη «δια­νοη­τι­κή δια­φθο­ρά, την εκ­πόρ­νευ­ση της τέ­χνης, τις εκ­κε­ντρι­κό­τη­τες τρε­λών και πα­ρακ­μια­κών». Στην έκ­θε­ση τούτη ο γερ­μα­νι­κός λαός πε­ρι­διά­βαι­νε ένα «μου­σείο φρί­κης» του οποί­ου τα διά­φο­ρα τμή­μα­τα έφε­ραν υπο­βλη­τι­κές ονο­μα­σί­ες όπως «εκ­δη­λώ­σεις της εβραϊ­κής, φυ­λε­τι­κής ψυχής», «η ει­σβο­λή του μπολ­σε­βι­κι­σμού στην τέχνη», «η γε­λοιο­ποί­η­ση της Γερ­μα­νί­δας γυ­ναί­κας», «ο χλευα­σμός των ηρώων», «οι Γερ­μα­νοί χω­ρι­κοί όπως τους βλέ­πουν οι εβραί­οι», «η τρέλα που ανυ­ψώ­θη­κε στο επί­πε­δο της με­θό­δου», «η φύση όπως τη βλέ­πουν τ' αρ­ρω­στη­μέ­να μυαλά». Συμ­με­τέ­χο­ντες καλ­λι­τέ­χνες οι Φραντς Μαρκ, Γκε­όρ­γκε Γκρος, Έρνστ Μπάρ­λαχ, Βα­σί­λι Κα­ντίν­σκι... Οι δια­λυ­μέ­νες φόρ­μες των μο­ντέρ­νων καλ­λι­τε­χνών απο­τε­λού­σαν από μόνες τους σαφή από­δει­ξη της νο­ση­ρό­τη­τας της «εγω­ι­στι­κής» τού­της υπο­τέ­χνης, που σα βαριά ψυ­χι­κή αρ­ρώ­στια απει­λού­σε τη ρω­μα­λέα γερ­μα­νι­κή ψυχή, την εμπό­δι­ζε στη ανα­ζή­τη­ση του «αιώ­νια ωραί­ου». Εδώ οι ναζί τι­μούν την ελ­λη­νι­κή τέχνη, της οποί­ας η απλό­τη­τα κι οι κα­θά­ριες γραμ­μές εκ­φρά­ζουν την ποιό­τη­τα του «βό­ρειου αν­θρώ­που». Η αρ­μο­νία του «άριου κορ­μιού» αντα­να­κλά ως προς τον άντρα την αρ­σε­νι­κή, πο­λε­μι­κή αρετή κι ως προς τη γυ­ναί­κα την ύψι­στη αξία της μη­τρό­τη­τας.

Ο καλ­λι­τέ­χνης, κατά τον Χί­τλερ, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από τη θε­ό­σταλ­τη ικα­νό­τη­τά του να εκ­φρά­ζει «την ψυχή ενός λαού». Ο Γερ­μα­νός καλ­λι­τέ­χνης είναι εκεί­νος που θα εξά­ρει το κάλ­λος και την υγεία, τους βα­θύ­τε­ρους δε­σμούς του λαού με τη ψυχή και το αίμα του έθνους. Πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας οτι­δή­πο­τε προ­σω­πι­κό, θα βάλει τη δου­λειά του στην υπη­ρε­σία της κοι­νό­τη­τας, η οποία θα είναι κι ο μο­να­δι­κός κρι­τής του έργου του. Ο Γκέ­μπελς επέ­με­νε πως η ελευ­θε­ρία της τέ­χνης δεν είναι παρά η ελευ­θε­ρία υπα­κο­ής στις πο­λι­τι­κές αρχές. Έτσι η τέχνη δεν είναι παρά όρ­γα­νο προ­πα­γάν­δας στα χέρια της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας.
Ποιες είναι οι αρχές στις οποί­ες η καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία οφεί­λει ξε­κά­θα­ρα ν' ανα­φέ­ρε­ται; Μα ο πα­τριω­τι­σμός, ο ηρω­ι­σμός, η υπα­κοή, η αγάπη προς τις μάζες, την ερ­γα­σία, τον αρ­χη­γό και τον πό­λε­μο. Η υπο­τα­γή του καλ­λι­τέ­χνη δεν επι­βάλ­λε­ται από τις απο­φά­σεις των ναζί αλλά από την ιστο­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα και το πε­πρω­μέ­νο της λαϊ­κής θέ­λη­σης.

Τέχνη της μι­κρο­α­στι­κής πα­ρακ­μής και του θα­νά­του

Βα­σι­κός όρος για την επι­κρά­τη­ση των θε­με­λια­κών αξιών των ναζί ήταν η βία, την οποία εξαί­ρουν όλοι οι να­ζι­στι­κοί κα­νό­νες. Το 1929 ο Χί­τλερ δια­κη­ρύσ­σει πως «εκεί­νος που δεν έχει τη δύ­να­μη να βυ­θί­σει το όπλο του μέσα στην καρ­διά του εχθρού του, δεν είναι άξιος να οδη­γή­σει ένα λαό στη σκλη­ρή μάχη του πε­πρω­μέ­νου του». Το «ανώ­τε­ρο ον», «ο Άριος», μόνο διά της βίας μπο­ρεί να επι­βε­βαιώ­σει την ανω­τε­ρό­τη­τά του, να ξα­να­βρεί την ταυ­τό­τη­τά του. Στον ιερό τούτο αγώνα οφεί­λουν να σβη­στούν όλα τα σπέρ­μα­τα της πο­λι­τι­σμι­κής πα­ρακ­μής. Ο πο­λι­τι­σμός που ευαγ­γε­λί­στη­καν οι ναζί μπο­ρού­σε άρα μόνο με το θά­να­το να δια­πραγ­μα­τευ­θεί. Η φρι­κώ­δης να­ζι­στι­κή κουλ­τού­ρα του θα­νά­του είναι η άλλη όψη της θα­να­τε­ρής μι­κρο­α­στι­κής ηθι­κής που την έθρε­ψε. Οι ναζί υπήρ­ξαν όντως τε­χνί­τες της δια­στρέ­βλω­σης κάθε αλή­θειας κι αν­θρώ­πι­νης ανά­γκης, προ­βάλ­λο­ντας στη θέση τους ψευδή ιδε­ώ­δη. Απο­τε­λούν τους εξέ­χο­ντες εκ­προ­σώ­πους της καλ­λι­τε­χνι­κής πα­ρακ­μής, με μόνη τους κα­τα­φυ­γή την ηδονή της κα­τα­στρο­φής, καθώς μέσα στην από­λυ­τη αλ­λο­τρί­ω­σή τους είναι ξένοι προς κάθε έν­νοια δη­μιουρ­γί­ας.
Το ζή­τη­μα όμως δεν είναι μόνο ή κυ­ρί­ως η να­ζι­στι­κή κουλ­τού­ρα: όπως και συ­νο­λι­κά για την κοι­νω­νία, οι ναζί φα­ντά­ζο­νται και σχε­διά­ζουν «στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης» για τους «απο­κλί­νο­ντες» από την πα­ρακ­μια­κή τους «τέχνη», αλλά και δε­σμο­φύ­λα­κες για τις ιδέες, τις συ­νει­δή­σεις, την κουλ­τού­ρα, την τέχνη. Είναι γι’ αυτό που η πάλη ενά­ντια στους ναζί πρέ­πει να γίνει -εκτός απ’ όλα τα’ άλλα- και με το όπλο της τέ­χνης της δη­μιουρ­γί­ας και της χει­ρα­φέ­τη­σης.

πηγή: Lionel Richard, «Να­ζι­σμός και κουλ­τού­ρα»

Ετικέτες