Το θεατρικό έργο «Παράσιτα» της Αγγλίδας συγγραφέως Βίβιαν Φράντσμαν, που παίζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (Κεντρική Σκηνή) έως 18/4, είναι γροθιά στο στομάχι για την εφησυχασμένη συνείδηση πολλών από εμάς.

Η Πινκ και η Ρόλι είναι αδελ­φές, 25 και 21 ετών αντί­στοι­χα. Η Πινκ ζει σ’ ένα εγκα­τα­λειμ­μέ­νο οί­κη­μα γε­μά­το σκου­πί­δια όπου φι­λο­ξε­νεί τη Ρόλι. Το έργο εκ­δι­πλώ­νει τις ζωές τους: παι­δι­κή ηλι­κία γε­μά­τη φτώ­χεια, έλ­λει­ψη γο­νεϊ­κής φρο­ντί­δας και θαλ­πω­ρής, ορ­φα­νο­τρο­φεία, τραυ­μα­τι­σμέ­νη εφη­βεία λόγω κα­κο­ποι­ή­σε­ων, ελά­χι­στες ανα­φο­ρές σε σχο­λι­κή εκ­παί­δευ­ση με έναν αυ­στη­ρό διευ­θυ­ντή και μια «σκύλα» συμ­μα­θή­τρια, κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα που κυ­ριαρ­χεί­ται από εξάρ­τη­ση από τα ναρ­κω­τι­κά, άσκη­ση πορ­νεί­ας, εγκυ­μο­σύ­νη ύστε­ρα από βια­σμό και τε­λι­κά χωρίς μη­τρό­τη­τα. Δη­λα­δή μια ζωή «ορ­φα­νο­τρο­φεία και φυ­λα­κή, φυ­λα­κή και ξε­φτί­λα, ξε­φτί­λα και πάλι φυ­λα­κή», όπως λέει συ­μπυ­κνω­μέ­να η με­γα­λύ­τε­ρη. Η Πινκ, η ψυ­χι­κά πιο τραυ­μα­τι­σμέ­νη από τις δύο, έχει πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρο, έχει κα­τα­φύ­γει στην πορ­νεία για να ζήσει, όπως και η αδελ­φή της, και έχει ανα­πτύ­ξει μια πολύ αμυ­ντι­κή και απορ­ρι­πτι­κή στάση απέ­να­ντι στους άν­δρες. «Κα­νέ­νας άντρας δεν είναι κουλ», λέει σε κά­ποιο ση­μείο του έργου. Στην ουσία οι δύο αδελ­φές φαί­νε­ται να ζουν σε αό­ρα­τα κελιά κοι­νω­νι­κής απο­μό­νω­σης.

Η Φράν­τσμαν πα­ρου­σιά­ζει ένα σκλη­ρό και οδυ­νη­ρό πορ­τρέ­το δύο γυ­ναι­κών βα­σα­νι­σμέ­νων και πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νων, δύο αν­θρώ­πων που βρί­σκο­νται σε προ­σω­πι­κό αδιέ­ξο­δο, το οποίο ασφα­λώς δεν είναι απο­συν­δε­δε­μέ­νο από το γε­νι­κό­τε­ρο κοι­νω­νι­κό αδιέ­ξο­δο που δη­μιουρ­γεί τέ­τοια «πα­ρά­σι­τα». Η Φράν­τσμαν έγρα­ψε το έργο κατά πα­ραγ­γε­λία της αγ­γλι­κής γυ­ναι­κεί­ας θε­α­τρι­κής εται­ρεί­ας Clean Break, η οποία με τη δράση της απευ­θύ­νε­ται σε γυ­ναί­κες που βρί­σκο­νται ή κιν­δυ­νεύ­ουν να βρε­θούν στη φυ­λα­κή. Στη διάρ­κεια της συγ­γρα­φής του έργου η συγ­γρα­φέ­ας συ­νερ­γά­στη­κε στενά με γυ­ναί­κες σε φυ­λα­κές καθώς και δομές ψυ­χι­κής υγεί­ας και άλλες κοι­νω­νι­κές δομές. Το έργο ανέ­βη­κε στο Royal Exchange Theatre το Μάρ­τιο του 2014 και στη συ­νέ­χεια πα­ρου­σιά­στη­κε με με­γά­λη επι­τυ­χία στο Royal Court του Λον­δί­νου.

Ο Βαγ­γέ­λης Θε­ο­δω­ρό­που­λος, σκη­νο­θέ­της της πα­ρά­στα­σης, ακο­λού­θη­σε πιστά τις λε­πτο­με­ρείς πε­ρι­γρα­φές του σκη­νι­κού της συγ­γρα­φέ­ως και ανέ­δει­ξε με δρα­μα­τουρ­γι­κή επάρ­κεια και οδυ­νη­ρή ακρί­βεια την ουσία και τα μη­νύ­μα­τα του έργου. Στη σκη­νο­θε­σία είχε άξιο αρωγό τη σκη­νο­γρά­φο Μα­γδα­λη­νή Αυ­γε­ρι­νού. Ο χώρος της Πινκ απο­τε­λεί­ται από παλιά στρώ­μα­τα, σκου­πί­δια, σκι­σμέ­να χαρ­τιά, μια μι­σο­χα­λα­σμέ­νη τη­λε­ό­ρα­ση, βρό­μι­κους τοί­χους, ένα παλιό πά­πλω­μα για τον ύπνο κ.λπ. Πα­ράλ­λη­λα, έχει λε­πτο­δου­λέ­ψει τις ερ­μη­νεί­ες των δύο πρω­τα­γω­νι­στριών που ση­κώ­νουν το βάρος όλου του έργου: της ψυ­χι­κά πα­ραι­τη­μέ­νης και απελ­πι­σμέ­νης για αγάπη και συ­ντρο­φι­κό­τη­τα Πινκ, που ερ­μη­νεύ­ει με συ­νέ­πεια και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή εξω­στρέ­φεια η εξαι­ρε­τι­κή Κόρα Καρ­βού­νη, και της μι­κρό­τε­ρης Ρόλι που προ­σπα­θεί να ξε­φύ­γει από τον κοι­νω­νι­κό πάτο στον οποίο έχει ρίξει τον εαυτό της, την οποία ερ­μη­νεύ­ει με δύ­να­μη η επί­σης πολύ καλή Ιω­άν­να Κολ­λιο­πού­λου. Επι­πλέ­ον, η ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή του Σταύ­ρου Γα­σπα­ρά­του δίνει ρυθμό στην πα­ρά­στα­ση, άλ­λο­τε υπο­γραμ­μί­ζο­ντας ή ανα­δει­κνύ­ο­ντας την έντα­ση των στιγ­μών και άλ­λο­τε δη­μιουρ­γώ­ντας ατμό­σφαι­ρα ανά­λο­γη των πρά­ξε­ων και των συ­ναι­σθη­μά­των των χα­ρα­κτή­ρων του έργου. Οι υπό­λοι­ποι συ­ντε­λε­στές υπη­ρε­τούν με αφο­σί­ω­ση το κεί­με­νο και τη σκη­νο­θε­σία.

Συ­νο­ψί­ζο­ντας, πρό­κει­ται για πα­ρά­στα­ση δύ­σκο­λη μεν για θε­α­τρι­κή έξοδο, αλλά πλού­σια σε μη­νύ­μα­τα και συ­ναι­σθή­μα­τα και με έντο­νο το κοι­νω­νι­κό και το αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο. Πα­ρά­στα­ση που ανοί­γει διά­πλα­τα ένα πα­ρά­θυ­ρο γνω­ρι­μί­ας και κα­τα­νό­η­σης προς ευά­λω­τες κοι­νω­νι­κές ομά­δες που κατά κα­νό­να είναι κοι­νω­νι­κά «αό­ρα­τες». Πα­ρα­φρά­ζο­ντας μια ανα­φο­ρά της θε­α­τρο­λό­γου Μα­ρί­ας Πα­πα­λέ­ξη που σχο­λιά­ζει το έργο στο πρό­γραμ­μα της πα­ρά­στα­σης, θα έλεγα ότι η αγκα­λιά (μπο­ρεί και πρέ­πει να) είναι δυ­να­τό­τε­ρη απ’ όλα τα κελιά!

Ετικέτες