Χρειάζεται θωράκιση όχι μόνο απέναντι στον ιό. Αλλά και απέναντι στο Μητσοτάκη.

Καλά τα χά­σταγκ του υπουρ­γεί­ου, καλός και ο Σπύ­ρος Πα­πα­δό­που­λος, καλός και ο μει­λί­χιος Τσιό­δρας, όμως νο­μί­ζω πως πρέ­πει να κά­νου­με κά­ποιο δια­χω­ρι­σμό.

Αυτή τη στιγ­μή τα δη­μό­σια νο­σο­κο­μεία είναι υπό κα­τάρ­ρευ­ση. Σή­με­ρα στο «Σω­τη­ρία» όπου βρί­σκε­ται η πλειο­ψη­φία των δια­σω­λη­νω­μέ­νων ασθε­νών με κο­ρω­νο­ϊό δεν υπήρ­χαν καν μά­σκες για το προ­σω­πι­κό. Ο αριθ­μός των ΜΕΘ είναι δε­δο­μέ­νο ότι δεν μπο­ρεί να αντα­πο­κρι­θεί στην απει­λή που υπάρ­χει αυτή τη στιγ­μή. Οι για­τροί, οι νο­ση­λευ­τές και το υπό­λοι­πο προ­σω­πι­κό δί­νουν μια μάχη πρω­το­φα­νή. Μια μάχη που τη δί­νουν κάτω από αυτές τις συν­θή­κες όχι μόνο γιατί ξαφ­νι­κά ξέ­σπα­σε παν­δη­μία, αλλά γιατί είχε υπο­τι­μη­θεί τόσο πολύ η δη­μό­σια υγεία και οι ερ­γα­ζό­με­νοί της πριν γί­νουν όλα αυτά, που πλέον είναι πολύ αργά για να γί­νουν θαύ­μα­τα. Τόσο αργά που η κυ­βέρ­νη­ση αρ­κεί­ται σε προ­σευ­χές, σε χει­ρο­κρο­τή­μα­τα στα μπαλ­κό­νια και σε φαστ τρακ προ­σλή­ψεις μπας και γλι­τώ­σου­με τα χει­ρό­τε­ρα.

Μπρο­στά σε αυτή την κα­τά­στα­ση πρέ­πει να γίνει ένας ση­μα­ντι­κός δια­χω­ρι­σμός. Ένας δια­χω­ρι­σμός ανά­με­σα στις συμ­βου­λές της επι­στη­μο­νι­κής κοι­νό­τη­τας και τις επι­διώ­ξεις της κυ­βέρ­νη­σης. Η πρώτη αγω­νί­ζε­ται για την κα­τα­πο­λέ­μη­ση του ιού, ενώ η δεύ­τε­ρη για το μι­κρό­τε­ρο πο­λι­τι­κό κό­στος. Γιατί κό­στος υπάρ­χει. Αυτό φαί­νε­ται στο ότι ένα ολό­κλη­ρο σύ­στη­μα και μια αφή­γη­ση που δο­μή­θη­κε επί δε­κα­ε­τί­ες πάνω στο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο δόγμα κα­τέρ­ρευ­σε σε δύο εβδο­μά­δες. Τα προ­λη­πτι­κά ή κα­τα­σταλ­τι­κά μέτρα της κυ­βέρ­νη­σης δεν ανα­δει­κνύ­ουν την οχύ­ρω­ση του κρά­τους μπρο­στά στον ιό αλλά το πόσο ξε­διά­ντρο­πα ανο­χύ­ρω­τος ήταν ο κρα­τι­κός μη­χα­νι­σμός μπρο­στά σε ένα τέ­τοιο εν­δε­χό­με­νο. Όταν ο Άδω­νις φτά­νει στο ση­μείο να πα­ρα­δέ­χε­ται ότι η αγορά δεν αυ­το­ρυθ­μί­ζε­ται και ο Μη­τσο­τά­κης μετά από πολλά σάλια ανα­γκά­ζε­ται να βάλει λου­κέ­το μέχρι και στις εκ­κλη­σί­ες, αντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς το πόσο στρι­μωγ­μέ­νοι είναι.

Από αυτή την άποψη νο­μί­ζω ότι είναι άλλο πράγ­μα η πρό­λη­ψη, η εναρ­μό­νι­ση με τις συμ­βου­λές της επι­στη­μο­νι­κής κοι­νό­τη­τας και η απα­ραί­τη­τη προ­σο­χή, και άλλο πράγ­μα η άκρι­τη υπο­τα­γή στα κε­λεύ­σμα­τα αυτών που μέχρι πριν ένα μήνα εν­δε­χο­μέ­νως μι­λού­σαν για τη δύ­να­μη της αγο­ράς, για τους επεν­δυ­τές που θα μας σώ­σουν και για τις ανα­γκαί­ες απο­λύ­σεις στο δη­μό­σιο. Είναι δύο δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα. Και όσοι του­λά­χι­στον έχου­με κά­ποια ανα­φο­ρά στην Αρι­στε­ρά σε όλες τις εκ­φάν­σεις της πρέ­πει να το ανα­γνω­ρί­ζου­με. Γιατί αν δεν το κά­νου­με τότε, εκτός από τον κίν­δυ­νο του κο­ρω­νοϊ­ού, ίσως βρε­θού­με μπρο­στά στον κίν­δυ­νο της αφο­μοί­ω­σης ενός νέου κα­θε­στώ­τος έκτα­κτης ανά­γκης ενός νέου φά­σμα­τος πε­ρι­στο­λής δι­καιω­μά­των στο όνομα του δη­μο­σί­ου συμ­φέ­ρο­ντος. Άλ­λω­στε όλες οι βά­ναυ­σα τα­ξι­κές πο­λι­τι­κές πάντα στο όνομα του κοι­νού καλού εφαρ­μό­στη­καν.

Η «εθνι­κή ομο­ψυ­χία» και η «ατο­μι­κή ευ­θύ­νη» που χρη­σι­μο­ποιού­νται κατά κόρον τις τε­λευ­ταί­ες ημέ­ρες απο­δει­κνύ­ουν ακρι­βώς αυτό. Το τι θα υπο­στεί η πλειο­ψη­φία της κοι­νω­νί­ας στα συ­ντρίμ­μια μιας πα­γκό­σμιας υγειο­νο­μι­κής λαί­λα­πας. Το ποιοι θα κλη­θούν είτε με τη ζωή τους είτε με το πορ­το­φό­λι τους να πλη­ρώ­σουν μια κρίση που δεν είχε επαρ­κή τρόπο αντι­με­τώ­πι­σης. Και που γι’ αυτό υπήρ­χαν ευ­θύ­νες. Αυτός είναι και ο λόγος που τη συ­ναί­νε­ση που ζη­τά­νε δεν πρέ­πει να τους τη δώ­σου­με. Η ανα­γκαία προ­φύ­λα­ξη από τον ιό δεν πρέ­πει να ταυ­τι­στεί με την άκρι­τη σύ­μπλευ­ση με την κυ­βέρ­νη­ση του Άδωνι και του Βο­ρί­δη. Με τους χε­σμέ­νους αστούς που τρέ­χουν να μα­ζέ­ψουν τα ασυμ­μά­ζευ­τα σε δέκα μέρες. Με τη δήθεν υπεύ­θυ­νη στάση ενός κρά­τους που σε συν­θή­κες πα­νι­κού και μη επαρ­κούς νο­σο­κο­μεια­κού μη­χα­νι­σμού, στέλ­νει μη­νύ­μα­τα στα κι­νη­τά για να λάβει τα εύ­ση­μα. Δεν υπάρ­χουν εύ­ση­μα.

Και κάτι τε­λευ­ταίο. Όσο η κυ­βέρ­νη­ση Μη­τσο­τά­κη πα­ρι­στά­νει την υπεύ­θυ­νη κά­ποιοι άν­θρω­ποι ξε­χα­σμέ­νοι από το κρά­τος έχουν αφε­θεί να πε­θά­νουν. Χι­λιά­δες πρό­σφυ­γες ζουν εγκλω­βι­σμέ­νοι και κάτω από τρα­γι­κές συν­θή­κες σί­τι­σης, στέ­γα­σης και κυ­ρί­ως ια­τρο­φαρ­μα­κευ­τι­κής πε­ρί­θαλ­ψης στα κέ­ντρα. Χι­λιά­δες φυ­λα­κι­σμέ­νοι βλέ­πουν τι γί­νε­ται έξω από το σύρμα και αγω­νιούν. Παι­διά ενός κα­τώ­τε­ρου θεού που δεν τα σώ­ζουν ούτε οι προ­σευ­χές όσων έτρε­χαν στις εκ­κλη­σί­ες, ούτε τα ευ­χο­λό­για όσων χα­ζεύ­ουν τις ει­δή­σεις. Χρειά­ζε­ται κά­ποιος να μι­λή­σει και γι’ αυ­τούς. Χρειά­ζε­ται μέσα στις συν­θή­κες της παν­δη­μί­ας να μην κοι­τά­ξου­με μόνο την πάρτη μας αλλά και το δι­πλα­νό μας. Αν κάτι μας έμαθε η Αρι­στε­ρά όλα αυτά τα χρό­νια είναι αυτό το γα­μη­μέ­νο πράγ­μα. Μη γί­νου­με ούτε κτήνη, ούτε ρο­μπότ. Να πα­ρα­μεί­νου­με άν­θρω­ποι.

Άν­θρω­ποι που ακόμα και τώρα πα­λεύ­ουν. Σε νέες συν­θή­κες και με νέους τρό­πους. Αλλά πα­λεύ­ουν.