Κείμενο συμβολής από την Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα (https://antipol.wordpress.com)

Ενόψει της συνέλευσης της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης στις 27/11, δημοσιεύουμε την παρέμβασή μας στην σχετική συζήτηση, όπως διατυπώθηκε στην σχετική επιστολή μας προς το συντονιστικό της:

Προς το  προσωρινό συντονιστικό της Πρωτοβουλίας

Αθήνα 19/9/2021

Αγαπητές συντρόφισσες και σύντροφοι

Σας αποστέλλουμε το παρόν κείμενο ως συμβολή στη συζήτηση από την πλευρά  της Αντικαπιταλιστικής Πολιτικής Ομάδας (ΑΠΟ). Πιστεύουμε ότι, παρά τις μεγάλες δυσκολίες του κινήματος και της Αριστεράς να αντιμετωπίσει την κεντρο- ακρο- δεξιά, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη η Πρωτοβουλία μπορεί, υπό όρους και προϋποθέσεις, να παίξει ένα σημαντικό ρόλο. Διεκδικώντας να καλύψει το μεγάλο πολιτικό κενό που εμφανίζεται στην πολιτική εκπροσώπηση και στην πολιτική οργάνωση των «από κάτω» και των αναγκαίων και ζητούμενων αντιστάσεών τους.

Το πολιτικό κενό, με όρους συγκυρίας, έγκειται στην αριστερή διεκδίκηση της άμεσης πτώσης της κυβέρνησης της ΝΔ καθώς, μάλιστα, η αντιπολίτευση δεν θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα – πρώτα και κύρια ο ΣΥΡΙΖΑ (από επιλογή κυρίως αλλά και αδυναμία) όσο όμως και το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Απ’ αυτή την σκοπιά το ζήτημα της κεντρικής πολιτικής επιλογής στην συγκυρία αλλά και της φυσιογνωμίας της Πρωτοβουλίας συνολικότερα, τίθεται με όρους προτεραιότητας της «μαζικής πολιτικής» (συμπεριλαμβανομένης και της εκλογικής τακτικής). Ωστόσο είναι αδύνατο αυτή η προτεραιότητα να δώσει σοβαρά αποτελέσματα εάν δεν στηρίζεται σε μια ταυτόχρονη και επείγουσα, διαδικασία συγκρότησης της (κοινής - ενιαίας) παρέμβασης των δυνάμεων της Πρωτοβουλίας στην κοινωνία, στο κίνημα, στην ταξική πάλη. 

Από την επιλογή να τεθεί στο επίκεντρο το σύνθημα «να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη» προκύπτουν τόσο τα καθήκοντα προς το κίνημα και τα μαζικά κοινωνικά ακροατήρια όσο και οι τακτικές προς την υπόλοιπη Αριστερά.

Αυτή η επιλογή δεν είναι ασφαλώς μια κατεύθυνση με στόχο την διεκδίκηση της κυβέρνησης! Είναι επιλογή ενίσχυσης της πίεσης να εκφραστεί αυτό το τμήμα της κοινωνίας που μπορεί να συσπειρωθεί γύρω από αυτό το σύνθημα, απ’ τ’ αριστερά. Επομένως αποτελεί στόχευση συγκεκριμένου προνομιακού κοινωνικού ακροατηρίου, τόσο κοινωνικά/ ταξικά όσο και πολιτικοϊδεολογικά.

Η απάντηση στο βασικό ερώτημα «σε ποιους/ες απευθύνεσαι»  υποδεικνύει όλη την μεθοδολογία και δίνει την απαραίτητη προτεραιότητα στην πολιτική. Η απεύθυνση είναι «απ΄τα κάτω» και «απ΄τ΄αριστερά» και ταυτόχρονα εναντίον  των «από πάνω» και «απ΄τα δεξιά». Η διακύμανση του εύρους και οι προτεραιότητες εντός αυτού αποτελούν το αντικείμενο της πολιτικής συζήτησης και της τακτικής. Ωστόσο πάντα ορίζεται όχι μόνο από τον προσδιορισμό «υπέρ» αλλά και από τον προσδιορισμό «εναντίον» ο οποίος μόνιμα οφείλει να περιλαμβάνει την εγχώρια αστική τάξη συνολικά όπως και κάθε κοπής δεξιούς, εθνικιστές, ρατσιστές, φασίστες, πολιτικούς της εκπροσώπους.

Υπάρχουν ορισμένα κομβικά ζητήματα σ’ αυτή την συζήτηση:

1.Το πλαίσιο της προγραμματικής συγκρότησης πρέπει να καθορίζεται από την προτεραιότητα της «αναδιανομής» έναντι της «ανάπτυξης» (ένα σχέδιο για την αναδιανομή).

Η επιλογή αυτή μας απομακρύνει από οπτικές που στο όνομα της μαζικής πολιτικής και ενός ορισμένου «ρεαλισμού» επιδιώκουν να συγκροτήσουν «κοστολογημένες» προτάσεις. Στον ΣΥΡΙΖΑ τις είδαμε ως κυβερνητική, μνημονιακή πολιτική. Σ’ αυτό όμως το «γήπεδο», της  «ρεάλ πολιτίκ», έχουμε δει επίσης διατυπώσεις νομισματικών και γεωπολιτικών επιλογών και συνθημάτων ως «εναλλακτικές», με μεγάλα προβλήματα (πολιτικά, θεωρητικά) και μικρές επιδόσεις. Απ’ την άλλη υπάρχει πάντα η επιλογή της γενικής προπαγάνδας που αποφεύγει τις «κακοτοπιές» των προγραμματικών προκλήσεων και μαζί βέβαια αποφεύγει και τα … μαζικά ακροατήρια.

Οι προσεγγίσεις αυτές αποτελούν κρίσιμο στοιχείο της φυσιογνωμίας και επηρεάζουν καθοριστικά το συνολικό πολιτικοϊδεολογικό «προφίλ» του υποκειμένου.

Σήμερα αυτή η συζήτηση είναι πλουτισμένη από πλήθος εγχώριων και διεθνών παραδειγμάτων και πάντως δεν μπορούμε να την παρακάμψουμε. Είναι δεδομένο και αναπόφευκτο ότι, εάν και όταν αποκτήσουμε την δέουσα δημοσιότητα, θα χρειαστεί να ξεκαθαρίσουμε εάν είμαστε, επί της ουσίας του πολιτικού σχεδίου, μια ορισμένη συνέχεια της ΛΑΕ «Λαφαζάνη» πρώτα ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δευτερευόντως. 

Η συγκρότηση του προγράμματος πρέπει να κατανοείται ως διαδικασία που συνδέεται και συμβαδίζει υποχρεωτικά με την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος και των αιτημάτων του όσο και με την ανάπτυξη του πολιτικού υποκειμένου και κυρίως της σχέσης του με το κίνημα και την κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ανάγκη επεξεργασίας των προβλημάτων παρέμβασης στο κίνημα παρά, αυτή την ώρα, επιτροπών επιστημονικής τεκμηρίωσης που ούτως ή άλλως είναι αδύνατο να παράξουν έργο χωρίς την τροφοδότηση της ίδιας της παρέμβασης. Το πρόβλημα που έχουμε να λύσουμε δεν είναι πρώτα και κύρια πρόβλημα επιστημονικής ανάλυσης/ τεκμηρίωσης αλλά πρόβλημα πολιτικής (αριστερής, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής).  Υπό αυτή την οπτική προκύπτει η φυσιογνωμία και το περιεχόμενο των «ομάδων εργασίας» σε σύνδεση με την διαδικασία που θα οργανώνει και θα «ενοποιεί» τις παρεμβάσεις στα διάφορα πεδία του κινήματος: εργατικό/ οικονομικό, έμφυλο/ αντισεξιστικό, περιβαλλοντικό/ για την κλιματική αλλαγή, αντιρατσιστικό/ αντιφασιστικό, νεολαιίστικο κ.α.

2. Το πλαίσιο της «μαζικής πολιτικής» θέτει απαιτήσεις ώστε οι πολιτικές επιλογές να γίνονται όσο το δυνατόν πιο διακριτές και σαφείς στην πιο «μεγάλη εικόνα» η οποία, πλην περιπτώσεων εξαιρετικής όξυνσης της πάλης, είναι η εκλογική. Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει (ούτε και είναι δυνατόν) να έρχονται αυτές οι επιλογές, σε αντίθεση και πολύ περισσότερο να υποσκάπτουν, την διαδικασία της συγκρότησης του ίδιου του πολιτικού υποκειμένου και της οικοδόμησης των σχέσεών του με το κοινωνικό/ ταξικό ακροατήριο.

«Κόμμα του ηγέτη», όπου η «αναγνωρισιμότητα» του «ενός» ή έστω των πολύ λίγων συνιστά δικαίωμα και δυνατότητα χάραξης πολιτικής δια της δημόσιας εκφώνησης ή/και «κόμμα – επιτελείο επικοινωνιακής τακτικής», όπου οι πολιτικές θέσεις και οι ιδέες δίνουν την προτεραιότητα στην επικοινωνιακή διαχείριση, στην «εξυπνάδα» και στην «ατάκα» για χρήση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αν και της (μεταμοντέρνας) «μόδας», δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και τους σκοπούς της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μείζον παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ, έλασσον το ΜΕΡΑ25.

Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, η πρόκληση των τακτικών σε αυτό το επίπεδο της «μεγάλης εικόνας» ανοίγει αναπόφευκτα το ζήτημα της αριστερής, εναλλακτικής απάντησης (και μαζί επίσης το ζήτημα της εκλογικής τακτικής). Δεν πρέπει να κατανοηθεί η επιλογή της «μαζικής πολιτικής» και η αναγκαία συνέπεια της εκλογικής τακτικής σαν στροφή προς τα δεξιά (ως είθισται στον «χώρο»). Η αντίληψη ότι «μαζική πολιτική» σημαίνει στροφή προς έναν ορισμένο «ρεαλισμό» ο οποίος αφορά στην αποδοχή των «κανόνων της αγοράς» καθώς και στην αποδοχή του λεγόμενου γεωπολιτικού πλαισίου των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αποτελεί, πολλάκις αποδεδειγμένα, τον πιο αυτοκαταστροφικό κατήφορο της Αριστεράς (από την εποχή των «λαϊκομετωπικών» τακτικών του ΚΚΕ προς τους αστούς, τους ιμπεριαλιστές και την Δεξιά έως την κωμικοτραγική επανάληψη τους από τον ΣΥΡΙΖΑ).

Αντίθετα η επιλογή της «μαζικής πολιτικής» πρέπει να διεκδικηθεί ως δυνατότητα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μια δυνατότητα που σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά πανευρωπαϊκά και διεθνώς και αφορά στο κενό πολιτικής εκπροσώπησης των «από κάτω» εν μέσω διαρκώς αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων – απόρροια της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής καθώς και ταυτόχρονα στην κατάρρευση της παραδοσιακής, «ρεφορμιστικής» ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, εδώ και χρόνια «σοσιαλφιλελεύθερης» (στην Ελλάδα σήμερα, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΚΙΝΑΛ). 

Στις συγκεκριμένες, τρέχουσες συνθήκες σημαίνει την διεκδίκηση της άμεσης πτώσης της κυβέρνησης, επικεντρώνοντας στον «τρόπο», «απ΄τα κάτω» και «απ’ τ’ αριστερά», παρά στην εικασία για την σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης. Όσο κι αν, ακόμη και σ’ αυτό το «εκλογικό» επίπεδο υπάρχει πλούσιο πεδίο για τακτικές με στόχο να ενισχύσουν τόσο την αριστερή πολιτική ριζοσπαστικοποίηση όσο και το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο. Τακτικές που θα στοχεύουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, διεκδικώντας στο ακροατήριό του, καθώς και προς τα ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25 και ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιέζοντας σε συγκλίσεις και μέτωπα έναντι του «κόστους» της απομόνωσης, του σεχταρισμού και της διάσπασης της δύναμης. 

Σε κάθε περίπτωση η «κυβερνητική απάντηση» ορίζει ουσιαστικά το πιο μαζικό επίπεδο πολιτικής σε μη «επαναστατικές συνθήκες». Είναι, ως εκ τούτου, απολύτως κεντρικό και αναγκαίο να υπάρξει σχετική επεξεργασία που να επιτρέπει την τοποθέτηση και την τακτική. 

3. Όλες οι πολιτικές επιλογές ενός τέτοιου σχεδίου (πρέπει να) έχουν συνέπειες εξίσου στην μαζική πολιτική εκφώνηση όσο και στο πεδίο της συγκρότησης/ οικοδόμησης του φορέα και της παρέμβασης. Αναφερθήκαμε πιο πάνω στην σχέση αυτή στην προγραμματική δουλειά.   

Η συζήτηση για την οικοδόμηση της παρέμβασης και του φορέα διαμορφώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλουμε να εξετάσουμε την δημοκρατική λειτουργία όπως επίσης και την αποτελεσματικότητα. Η συζήτηση για την «δημοκρατία», τους/τις «ανένταχτους/ες» και τις αντιφάσεις με τις οργανώσεις -συνιστώσες του εγχειρήματος τείνει να ανοίξει με όρους εντελώς αφηρημένους και ενίοτε στρεβλούς. Αυτό συμβαίνει γιατί τόσο η «δημοκρατία» όσο και η «αποτελεσματικότητα» είναι έννοιες που μπορούν να προσεγγιστούν με χρήσιμο τρόπο μόνο όταν είναι σαφώς περιγεγραμμένες και συγκεκριμένες.

Απ’ αυτή την σκοπιά οι «ανένταχτοι/ες», ως μαζικός πολιτικός και οργανωτικός παράγοντας, είναι ακόμη ζητούμενο για την Πρωτοβουλία. Η «απόκρυψη» αυτής της διαπίστωσης όπως και κάθε «μεταμφίεση» αυτής της πραγματικότητας δεν είναι καθόλου χρήσιμη αλλά αντίθετα λειτουργεί, πέρα από τις προθέσεις, υπονομευτικά. Η συσπείρωση κόσμου πέρα από τις οργανωμένες δυνάμεις των συνιστωσών και την επιρροή τους είναι στόχος. Η διεκδίκησή του θα επιχειρηθεί μέσω της πολιτικής εκφώνησης και της οργανωμένης συζήτησης/ παρέμβασης, δηλαδή τον τρόπο λειτουργίας του υποκειμένου.  

Επομένως, τούτη την ώρα, είναι οι συνιστώσες - οργανώσεις που, χωρίς δισταγμό και αμφιθυμία, πρέπει να αναλάβουν ανοιχτά όλη την ευθύνη. Ανοίγοντας την πολιτική συζήτηση άμεσα, πέρα από, τις κάθε φορά, επιλογές προσώπων – εκφωνητών. Επιχειρώντας την διατύπωση σχεδίου, έστω σε εξέλιξη και «υπό κατασκευή», το οποίο μπορεί να αποτελέσει πλαίσιο για τις αναγκαίες επιλογές και μια ορισμένη επικοινωνιακή τακτική.

Όλη αυτή η συζήτηση/ διαδικασία προγραμματικής επεξεργασίας και διάφορων πολιτικών επιλογών στην συγκυρία δεν μπορεί να εξασφαλιστεί (ώστε να είναι «γειωμένη» και να μην «απογειώνεται») παρά με την κλιμάκωση την κοινής δράσης των ίδιων των δυνάμεων των συνιστωσών – οργανώσεων της Πρωτοβουλίας στους χώρους παρέμβασης. Κοινή δράση η οποία θα κριθεί στο βαθμό που θα εξελίσσεται οργανωτικά δίνοντας ουσιαστικά μέσα από αυτή την διαδικασία τον «σκελετό» του υποκειμένου. Συγκεκριμένα αυτό σημαίνει τον σχεδιασμό και την συστηματική ανάληψη κοινών δράσεων και «ενοποιητικών» πρωτοβουλιών των δυνάμεων των συνιστωσών και ευρύτερα των αγωνιστών/τριων της Πρωτοβουλίας στους χώρους, στο εργατικό/ συνδικαλιστικό, στα δημοτικά σχήματα, στο γυναικείο, στη νεολαία κ.λ.π.

Μάλιστα, αντικειμενικά αυτή η διαδικασία αποτελεί και την πραγματική «υλική βάση» της Πρωτοβουλίας. Καμία συνιστώσα δεν διαθέτει ηγεμονία «ex officio», ούτε οργανωτικά ούτε εκλογικά (και πολύ περισσότερο κανένα πρόσωπο) και ως εκ τούτου είναι κυριολεκτικά η «κοινή βούληση» το μέτρο της επιβίωσης και ακόμη των φιλοδοξιών και της προοπτικής του εγχειρήματος.

Μια καμπάνια ενημέρωσης – διεκδίκησης προς τα έξω και η διοργάνωση μαζικών συνελευσιακών διαδικασιών θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι τα επόμενα βήματα. Ωστόσο είναι αναγκαίο να προηγηθεί η καταρχάς πολιτική συζήτηση με συνέπειες συγκεκριμένα βήματα πάνω στα θέματα της πολιτικής φυσιογνωμίας, της «μαζικής πολιτικής» και της «κοινής δράσης – οικοδόμησης». Ώστε να προκύψει ένα αρχικό σκαρίφημα πολιτικού και οργανωτικού σχεδίου για την συγκυρία αλλά και για την περίοδο.

Αυτή η συζήτηση όμως, δεν πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά στους/στις εκπροσώπους των οργανώσεων και στο προσωρινό συντονιστικό. Η Πρωτοβουλία έχει ήδη συσπειρώσει έναν ορισμένο αριθμό (περίπου 200) «ιδρυτικών μελών», στελεχών της Αριστεράς και του κινήματος, τους/τις οποίους/ες οφείλει να καταστήσει συμμέτοχους και κοινωνούς των προβληματισμών, τόσο από την άποψη της ουσίας των ζητημάτων όσο και από την άποψη της νομιμοποίησης. Το προσωρινό συντονιστικό οφείλει να οργανώσει την διαδικασία και την θεματολογία, για τις κατευθύνσεις, τους στόχους, τις αντιθέσεις, τις συμφωνίες και τις διαφωνίες που συγκροτούν αυτή την συζήτηση.

Η Πρωτοβουλία ξεκίνησε ως «παιδί της ανάγκης» για τους «συμβαλλόμενους» (οργανώσεις και άτομα χωριστά). Πρέπει, νομίζουμε, η «ανάγκη» να μετασχηματιστεί σε συζήτηση/ αναζήτηση μιας συνολικότερης αντίληψης για την ανασυγκρότηση/ επανίδρυση της Ριζοσπαστικής Αντινεοφιλελεύθερης και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Για την Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα (ΑΠΟ)

Συντροφικά

Βαλσαμής Σταύρος, δημοτικός σύμβουλος Κορυδαλλού (Ανυπόταχτος Κορυδαλλός)

Ποταμίτης Νίκος, πρόεδρος Ένωσης Ιατρών Ζακύνθου

Σαπουνάς Γιώργος, μέλος ΔΣ Συλλόγου Εκπαιδευτικών ΠΕ Μαρουσιού (Διέξοδος)

Ετικέτες