Ο πολύ σημαντικός διάλογος που άνοιξε στο πλαίσιο της Λαϊκής Ενότητας για τα ζητήματα του προγράμματος και του σχεδίου μετάβασης στο εθνικό νόμισμα(1) έχει τώρα δύο προοπτικές: Η πρώτη, να συνεχίσει τις «υψηλές πτήσεις» σε ζητήματα στρατηγικού προσανατολισμού, και η δεύτερη, να υποταχτεί στην «πειθαρχία του συγκεκριμένου». Βεβαίως, μεθοδολογικά είναι πιο σωστό αυτά τα δύο να συνδυάζονται. Ύστερα όμως από μακρά περίοδο αποϊδεολογικοποίησης, στη διάρκεια της οποίας έχει ατονήσει όχι μόνο η θεωρητική και ιδεολογική «δουλειά» και ο διάλογος στους κόλπους της Αριστεράς, αλλά και ο δεσμός ανάμεσα στην πολιτική και τη θεωρία, στο συγκεκριμένο και το γενικό, είναι απολύτως απαραίτητο κάθε βήμα στρατηγικής θεώρησης και θεωρητικής γενίκευσης να ακολουθείται από μια γενναία «δόση» συγκεκριμενοποίησης.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ελέγξουμε το νόημα και τις πολιτικές συνέπειες των στρατηγικών ιδεών που έχουν κατατεθεί, υποβάλλοντάς τες στην «πειθαρχία του συγκεκριμένου».    

Αφετηριακά εργαλεία

Στο Προσχέδιο Πολιτικού Πλαισίου της ΛΑΕ γίνονται οι εξής αναφορές στο πρόγραμμά της:

α) «Συνολική υποστήριξη στη δουλειά μας θα δώσει η επεξεργασία ενός εναλλακτικού ριζοσπαστικού προγράμματος εξόδου από την κρίση που να εμπνέεται από την ανάγκη σύγκρουσης με τον ευρωμονόδρομο και τις ταξικές στρατηγικές των δυνάμεων του κεφαλαίου».

β) «Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να έχει ως αναγκαίες αφετηρίες την ακύρωση των μνημονίων, την παύση πληρωμών-διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, την έξοδο από την Ευρωζώνη και τη σύγκρουση-ανυπακοή απέναντι στην ΕΕ. Αναγκαίες αφετηρίες γιατί σήμερα στο όνομα του χρέους και της παραμονής πάση θυσία στο ευρώ επιβάλλεται η λιτότητα και τα μνημόνια, αλλά και γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να ανοίξει δρόμος για οποιαδήποτε εναλλακτική λύση».

γ) «Όμως, αυτοί οι στόχοι δεν εξαντλούν το προγραμματικό μας περιεχόμενο, αλλά αποτελούν την αφετηρία για να ξεδιπλωθεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα ταξικής αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, με βασικούς άξονες τις εθνικοποιήσεις, τον εργατικό έλεγχο, το δημοκρατικό σχεδιασμό, την παραγωγική ανασυγκρότηση, την αναβάθμιση της εργασίας και του συστήματος καθολικής κοινωνικής προστασίας, την πρωτοβουλία και συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων».

δ) «Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να το επεξεργαστούμε μέσα στον αναγκαίο διάλογο με τον κόσμο του αγώνα. Θα πρέπει να το αναπτύξουμε και ως προς τις τεχνικές και πρακτικές πλευρές της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα και ως προς τις ουσιαστικές πλευρές που συνδέουν την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας με τις ταξικές διεκδικήσεις και τα εργατικά συμφέροντα, σε τελική ανάλυση με τον μεταβατικό προς τον σοσιαλισμό χαρακτήρα του».

Από τις αναφορές αυτές προκύπτουν καταρχήν τα εξής αφετηριακά και πολύ σημαντικά:

Πρώτο, μιλάμε για πρόγραμμα, στο οποίο εντάσσεται το ζήτημα του νομίσματος, αποτελώντας υποσύνολο και παράγωγό του, αφού δηλώνεται σαφώς ότι είναι αυτό το (συνολικό) πρόγραμμα που πρέπει να «το αναπτύξουμε και ως προς τις τεχνικές και πρακτικές πλευρές της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα και ως προς τις ουσιαστικές πλευρές που συνδέουν την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας με τις ταξικές διεκδικήσεις και τα εργατικά συμφέροντα, σε τελική ανάλυση με τον μεταβατικό προς το σοσιαλισμό χαρακτήρα του». Είμαστε έτσι πολύ μακριά, αν όχι στον αντίποδα, μιας αντίληψης που θα έβλεπε το πρόγραμμά μας να εξισώνεται ή να ταυτίζεται με ένα «σχέδιο μετάβασης στο εθνικό νόμισμα».

Δεύτερο, γίνεται σαφώς λόγος ότι αυτό το (συνολικό) πρόγραμμα συνδέεται με «τις ταξικές διεκδικήσεις και τα εργατικά συμφέροντα», ότι είναι ένα «μεταβατικό πρόγραμμα ταξικής αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου», του οποίου ο χαρακτήρας είναι «μεταβατικός προς το σοσιαλισμό». Τουλάχιστον αφετηριακά, λοιπόν, είμαστε πιο κοντά «στην κατεύθυνση» ενός προγράμματος που εντάσσεται στη σοσιαλιστική μεταβατική στρατηγική και όχι στη στρατηγική των σταδίων.  

Τρίτο, δηλώνεται ότι το πρόγραμμα αυτό έχει σαν αναγκαίες αφετηρίες «την ακύρωση των μνημονίων, την παύση πληρωμών-διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, την έξοδο από την Ευρωζώνη και τη σύγκρουση-ανυπακοή απέναντι στην ΕΕ».

Με αυτές τις θέσεις, η σύγκλιση των οργανώσεων, συλλογικοτήτων και ρευμάτων, που συναπαρτίζουν τη Λαϊκή Ενότητα, σε επίπεδο προγραμματικών κατευθύνσεων έχει αγγίξει τα όρια του εφικτού. Τώρα, χρειάζεται μια γενναία «δόση» συγκεκριμενοποίησης, ώστε οι αφετηριακές προγραμματικές κατευθύνσεις να αρχίσουν να αποκτούν συγκεκριμένο περιεχόμενο και στη βάση αυτή να ελεγχθεί και το βάθος της προγραμματικής σύγκλισης.

Αυτή η δουλειά συγκεκριμενοποίησης πρέπει να γίνει σε πολλά πεδία και επίπεδα. Το άρθρο αυτό δεν φιλοδοξεί προφανώς να καλύψει μια τέτοια συνολική ανάγκη. Θα πραγματευτεί μόνο ένα προγραμματικό πεδίο που θεωρούμε ότι (πρέπει να) αποτελεί την «καρδιά» του προγράμματος της Ριζοσπαστικής-Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Τον ταξικό πυρήνα του προγράμματός μας, που αφορά σε αυτό που το Προσχέδιο ονομάζει «εργατικά συμφέροντα». Ύστερα, στη βάση αυτή, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε κάποια γενικότερα ερωτήματα που αναφύονται.

Το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ενάντια στα «εργατικά συμφέροντα»

Η επίθεση στον εργατικό μισθό, στα εργατικά δικαιώματα και στο κοινωνικό κράτος είναι στο κέντρο της νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι στόχοι του νεοφιλελεύθερου προγράμματος είναι οι εξής:

α) Μείωση ή και κατάργηση το κατώτερου μισθού.

β) Μείωση του επιδόματος ανεργίας με ταυτόχρονη δραστική μείωση του αριθμού των ανέργων που το δικαιούνται και της χρονικής διάρκειας που δικαιούνται.

γ) Διάλυση των εργασιακών σχέσεων.

δ) Μείωση των συντάξεων.

ε) Μείωση των κοινωνικών επιδομάτων, αλλά και γενικότερα των δαπανών για το κοινωνικό κράτος (υγεία, περίθαλψη, παιδεία).

ζ) Μείωση των εργοδοτικών εισφορών.(2)  

η) Αλλαγή του φορολογικού συστήματος, ώστε διαρκώς αυξανόμενο μερίδιο των φορολογικών βαρών να το επωμίζονται οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές τάξεις.

Στην Ελλάδα και στη διάρκεια της κρίσης και των μνημονίων ύστερα από το 2009, οι στόχοι αυτοί υπηρετήθηκαν από όλες τις κυβερνήσεις με ακραία επιθετικό τρόπο. Αυτό που θέλει να πει το σύνθημα για τις «κατακτήσεις ενός αιώνα» που καταργούνται, αφορά ακριβώς ό,τι έχει σχέση με τον εργατικό μισθό: άμεσο (το μηνιαίο αντιμίσθιο που ο εργαζόμενος λαμβάνει από τον εργοδότη ή η σύνταξη για το τμήμα της εργατικής τάξης που έχει συνταξιοδοτηθεί) και κοινωνικό (επιδόματα και παροχές του κοινωνικού κράτους).

Δεν πρόκειται για κάποια μέτρα ανάμεσα στα άλλα, αλλά για την καρδιά του νεοφιλελεύθερου προγράμματος: είναι μικρό τμήμα των μέτρων των μνημονιακών προγραμμάτων που έχουν ουδέτερο αποτέλεσμα (σωστότερα: που δεν έχει αρνητικό αποτέλεσμα) στο ζήτημα του εργατικού μισθού. Διότι, απλούστατα, αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι ότι ο παραγόμενος πλούτος σε αυτή τη χώρα μοιράζεται όλο και πιο άδικα, τόσο πρωτογενώς (μισθοί, συντάξεις) όσο και δευτερογενώς (φορολογία, κοινωνικό κράτος). Δεν υπάρχει άλλο «μυστικό» για να αποκαλύψουμε, διότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να μοιραστεί, πέρα από τον πλούτο που παράγεται κάθε χρόνο σε αυτή τη χώρα, που ως μαρξιστές γνωρίζουμε ότι παράγεται στο σύνολό του από τους εργαζόμενους.(3) 

Στο πλαίσιο των ιεραρχήσεων του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, η μείωση ή κατάργηση του κατώτερου μισθού, η δραματική μείωση των συντάξεων και οι πολιτικές για το επίδομα ανεργίας έχουν δομικό χαρακτήρα. Διότι δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτή καθαυτή τη μείωση, αλλά για τη συνολική επίδραση που έχει αυτό σε όλη την κλίμακα των μισθών, αλλά και στο γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους εργαζομένους και τους εργοδότες, δηλαδή στη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων. Πράγματι:

α) Όσο πιο χαμηλά είναι το επίδομα ανεργίας και όσο περισσότερο δίνεται σε μικρό τμήμα των ανέργων και για μικρό χρονικό διάστημα, τόσο περισσότερο αυτοί είναι αναγκασμένοι να δέχονται να δουλέψουν με όλο και πιο χαμηλούς μισθούς και σε όλο και πιο άθλιες συνθήκες (ελαστικά ωράρια, μαύρη ή ελαστική εργασία, απλήρωτες υπερωρίες, ανοχή της εργοδοτικής αυθαιρεσίας κ.λπ.).

β) Όσο πιο χαμηλά είναι ο κατώτατος μισθός (και ακόμη καλύτερα για τους καπιταλιστές, αν δεν υπάρχει), τόσο πιέζεται προς τα κάτω ολόκληρη η κλίμακα των μισθών πάνω από τον κατώτατο. Και ήδη οι στατιστικές αποκαλύπτουν ότι η μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών ζει με μισθούς στις ζώνες πολύ κοντά στον κατώτατο.

γ) Όσο πιο χαμηλά πέφτει η κατώτατη σύνταξη και όσο πιέζεται συνολικά προς τα κάτω όλη η κλίμακα των συντάξεων, τόσο περισσότεροι συνταξιούχοι θα είναι πρόθυμοι να συμβιβαστούν με ένα «συμπλήρωμα» εισοδήματος από κακοπληρωμένη και σε άθλιες συνθήκες εργασία. 

Με λίγα λόγια, όσο περισσότερο, με αυτό τον τρόπο, επεκτείνεται το στρώμα των ανέργων που ζει σε κατάσταση πλήρους εξαθλίωσης και το στρώμα των εργαζόμενων φτωχών που ζουν με μισθό περί τον κατώτατο ή με μαύρη ή ελαστική απασχόληση, ή των συνταξιούχων που δεν μπορούν να επιβιώσουν με μια άθλια σύνταξη, τόσο γενικεύεται η εργασιακή ζούγκλα –η κατάσταση που όλοι οι εργοδότες ονειρεύονται.

δ) Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση λειτουργεί και η κατάργηση ή υποβάθμιση των λοιπών παροχών του κοινωνικού κράτους.

Όπως θα έλεγαν και οι νεοφιλελεύθεροι, όλα αυτά γίνονται με «διαθρωτική» λογική, δηλαδή αποσκοπώντας όχι απλώς σε ποσοτικούς στόχους και αντίστοιχα οφέλη για τους καπιταλιστές, αλλά και σε έναν «διαρθρωτικό» στόχο που λειτουργεί μέσω της αγοράς εργασίας σαν μηχανισμός παγίωσης αυτών των ωφελημάτων για την καπιταλιστική τάξη: με τη δημιουργία ενός εφεδρικού στρατού εξαθλιωμένων που θα αδυνατίζει εξαιρετικά τον εργατικό συσχετισμό δυνάμεων και έτσι θα παγιώνει αυτές τις «κατακτήσεις» των καπιταλιστών σε βάρος της εργατικής τάξης.

Απ’ το γενικό στο ειδικό: Το δικό μας πρόγραμμα για τα «εργατικά συμφέροντα»

Το συμπέρασμα είναι πως όχι μόνο η κλίμακα των μισθών και των συντάξεων, αλλά το σύνολο των εργατικών δικαιωμάτων χτίζεται από κάτω προς τα πάνω. Αυτό το βασικό συμπέρασμα πρέπει να είναι η πυξίδα ώστε η Ριζοσπαστική-Αντικαπιταλιστική Αριστερά να καταστρώσει το πρόγραμμά της για τα «εργατικά συμφέροντα». Με την ίδια ακριβώς μέθοδο: χτίζοντας την κλίμακα των μισθών και των συντάξεων, αλλά και όλη την κλίμακα των εργατικών δικαιωμάτων, από κάτω προς τα πάνω:

1. Αύξηση του επιδόματος ανεργίας, απόδοσή τους σε όλους τους ανέργους και αύξηση του χρόνου απόδοσής του για όλες τις κατηγορίες ανέργων στα δύο χρόνια.

2. Άμεση και εφάπαξ αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ ή στο ισοδύναμό του σε εθνικό νόμισμα.

3. Αύξηση της κατώτατης σύνταξης, με άμεση αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης από τα σημερινά επίπεδα κατά 20% (με στόχο το ποσοστό αναπλήρωσης να ανέβει σε μία τριετία στο 85%).

4. Μαζικό πρόγραμμα πρόσληψης ανέργων από το Δημόσιο, στη βάση ενός Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων σε τομείς που αφορούν το κοινωνικό κράτος, το περιβάλλον, τις δημόσιες υποδομές κ.λπ. Με τον κατώτατο μισθό και με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη.

5. Αποκατάσταση εργασιακών σχέσεων:

α) Αποκατάσταση του συστήματος προστασίας της αδύναμης πλευράς (της εργατικής) και του πλαισίου διαιτησίας.

β) Κατάργηση της υπενοικίασης εργαζομένων, χτύπημα της «μαύρης» εργασίας, αντικίνητρα και έλεγχος για την ελαστική απασχόληση.

γ) Αποκατάσταση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, της μετενέργειας κ.λπ.

δ) Νομοθεσία που θα επιτρέπει να περνούν στους εργαζόμενους επιχειρήσεις των οποίων οι εργοδότες δεν θα δέχονται να λειτουργήσουν με το νέο πλαίσιο εργατικών δικαιωμάτων.

ε) Κατάργηση της παράνομης και καταχρηστικής απεργίας και της πολιτικής επιστράτευσης απεργών.

στ) Νομοθεσία για την αποκατάσταση του δημοκρατικού πλαισίου λειτουργίας των συνδικάτων, αλλά και για την κατάργηση του εργοδοτικού «άβατου» στους ίδιους τους χώρους εργασίας.  

6. Αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους. Εδώ πρέπει να επιδιωχθούν πολλαπλοί στόχοι σε πολλά επίπεδα:

α) Άμεση αποκατάσταση των επιδομάτων με τον πλέον ζωτικό χαρακτήρα για το επίπεδο ζωής των λαϊκών τάξεων. Εδώ σημαντικό ρόλο θα έχουν μορφές επιδότησης που θα δίνει η εθνικοποίηση υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο. 

β) Ριζική μεταρρύθμιση στην παιδεία με γενναία αύξηση της χρηματοδότησης, στήριξη του δημόσιου χαρακτήρα και συστηματικά αντικίνητρα για την ιδιωτική παιδεία.

γ) Ριζική μεταρρύθμιση στην υγεία, αποκατάσταση και ενίσχυση ενός δημόσιου συστήματος υγείας στο οποίο θα έχουν πρόσβαση όλοι όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα, σύστημα αντικινήτρων, ώστε να εκδιωχθούν τα ιδιωτικά συμφέροντα από την υγεία.

7. Νομοθεσία για τη στήριξη και ανάπτυξη του τομέα της συνεταιριστικής παραγωγής που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, ώστε να περιοριστεί η αγορά και να υπάρξει «χώρος» για να απορροφηθεί ένα τμήμα της ανεργίας σε ένα νέο, μη κερδοσκοπικό συνεταιριστικό τομέα.

Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα για τα «εργατικά συμφέροντα», κεντρική σημασία δεν έχουν τόσο οι ποσοτικοί στόχοι όσο:

Πρώτο, η λογική της καθολικότητας των μέτρων.

Δεύτερο, ο άμεσος, συνολικός, τολμηρός και ριζοσπαστικός χαρακτήρας τους.

Τρίτο, η λογική της άμεσης ακύρωσης των όρων που διαμορφώνουν έναν εξαθλιωμένο βιομηχανικό στρατό ανέργων, ένα στρώμα εργαζόμενων φτωχών και ένα στρώμα εξαθλιωμένων συνταξιούχων που είναι βορά στην εργοδοτική αυθαιρεσία. 

Ώστε κανένας άνεργος να μην αισθάνεται εκτεθειμένος στην απόλυτη εξαθλίωση, ώστε κανένας συνταξιούχος στη ζώνη των συντάξεων εξαθλίωσης να μην αισθάνεται την ανάγκη να υποστεί την εργοδοτική αυθαιρεσία για ένα γλίσχρο συμπλήρωμα εισοδήματος, ώστε κανένας εργαζόμενος φτωχός να μην μπει στον πειρασμό να αναζητεί «μισές» δουλειές για να συμπληρώσει το εισόδημά του που δεν επαρκεί, ώστε όλοι αυτοί να είναι πολύ λιγότερο ή καθόλου πρόθυμοι να δεχτούν τον εκβιασμό του εργοδότη για κακοπληρωμένη και ανασφάλιστη εργασία.

Ώστε, εντέλει, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα να ανακτήσουν την αυτοπεποίθηση, την υπερηφάνεια, τη θέληση για αγώνα και το νομοθετικό πλαίσιο που θα τους δίνει τα «όπλα» για να αγωνιστούν αποτελεσματικά. Τα υπόλοιπα θα τα κάνουν η εργατική τάξη και οι εργαζόμενες λαϊκές τάξεις με το δικό τους αγώνα.

Απ’ το ειδικό, ξανά στο γενικό: Καίρια ερωτήματα και απαντήσεις

Για να ενταχτεί σε ένα στιβαρό στρατηγικό προσανατολισμό αυτός ο πυρήνας του ταξικού μας προγράμματος, αλλά και για να υποστηριχτεί πολιτικά με επάρκεια, πρέπει να απαντηθούν τα παρακάτω καίρια ερωτήματα-ζητήματα:

1. Το ζήτημα των πόρων: «Πού θα βρούμε τα λεφτά;»

Η πραγματική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, το οποίο έχει αναδειχτεί στο πιο πιεστικό απ’ όλα τα ερωτήματα που θέτουν στη Ριζοσπαστική-Αντικαπιταλιστική Αριστερά οι εκπρόσωποι του συστήματος, είναι μία: με μια ριζική αναδιανομή του παραγόμενου, αλλά και του συσσωρευμένου (με τη μορφή κινητής και ακίνητης περιουσίας) πλούτου υπέρ της εργασίας και σε βάρος της καπιταλιστικής τάξης. Και η πιο ευφάνταστη οικονομο-τεχνική μέθοδος δεν μπορεί να «κλέψει» αξία που δεν υπάρχει! Όλα εδώ παράγονται και όλα εδώ «πληρώνονται», από τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενες τάξεις. Συμπληρωματικά, η παύση πληρωμών στο χρέος και η διαγραφή του είναι ένας τρόπος να πάψει να διαφεύγει ένα μέρος της αξίας που παράγεται εδώ, για τους τοκογλύφους δανειστές. Είναι ένα ταξικό μέτρο ανάκτησης αξίας για την καλυτέρευση της ζωής των λαϊκών τάξεων, μια έμμεση αναδιανομή υπέρ τους, με «θύματα» αυτή τη φορά όχι τη ντόπια καπιταλιστική τάξη, αλλά τους ξένους τοκογλύφους.

Αυτές είναι οι βασικές πηγές για την ανάκτηση αξίας που θα βελτιώσει τη ζωή της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων. Η τρίτη πηγή, που συνήθως συζητείται, σχετιζόμενη με τις ευεργετικές επιπτώσεις της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, είναι η αύξηση (θεαματική, ισχυρίζονται κάποιοι) των εξαγωγών.(4)

Όμως, το να «κλέψεις» αξία που έχει παραχθεί σε άλλες χώρες μέσα από ένα πιο θετικό για τη χώρα σου ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, είναι ένας στόχος που –τουλάχιστον για ένα διάστημα– μπορεί να έχει μόνο αμυντικό χαρακτήρα (εξισορρόπηση του ισοζυγίου, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη εξωτερικής χρηματοδότησης) και σίγουρα όχι θεαματικά αποτελέσματα. Ιδιαίτερα σε μια φάση που διαφαίνεται στον ορίζοντα μια νέα υποτροπή της παγκόσμιας κρίσης, που ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου και η διεθνής ζήτηση μειώνονται, το να στηρίξουμε το πρόγραμμά μας σε αυτό τον παράγοντα θα ήταν μεγάλο λάθος, όταν μάλιστα δεν υπάρχει κάποιος ήδη εδραιωμένος και στιβαρός εξαγωγικός τομέας. Επιπλέον, προϋποθέτει τη δημιουργία μιας άλλης διαρθρωτικής βάσης των εξαγωγών, με πρώτο στόχο τη σταθερή εξισορρόπηση του ισοζυγίου, η οποία όμως βάση απαιτεί την οικοδόμηση διαρθρωτικών προϋποθέσεων που δεν είναι εφικτή παρά μόνο σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. 

2. Πρώτα η ανάπτυξη ή πρώτα οι εργατικές ανάγκες;

Το ερώτημα αυτό τίθεται από το ίδιο το πρόγραμμά μας για τις «εργατικές ανάγκες». Η χρηματοδότησή του, στο σκέλος που αφορά τις δημόσιες δαπάνες και το ισοζύγιο εσόδων-δαπανών του προϋπολογισμού, θα απαιτήσει ένα ύψος δαπανών που δεν θα μπορεί να καλυφθεί άμεσα από τη δευτερογενή αναδιανομή (φορολογία των κερδών και του συσσωρευμένου πλούτου), άρα θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από κόψιμο χρήματος από την εθνικοποιημένη κεντρική τράπεζα της χώρας.

Επειδή όμως δεν μπορούμε να κόβουμε ανεξέλεγκτα χρήμα, τίθεται αμέσως το ερώτημα: Η δυνατότητα ρευστότητας που δίνει η ανάκτηση της κεντρικής τράπεζας και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα αξιοποιηθεί (με την όποια φειδώ επιβάλλει μια συγκεκριμένη οικονομο-τεχνική μελέτη) για την άμεση και γενική ανύψωση του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης (χρηματοδότηση προγράμματος δημόσιων επενδύσεων, χρηματοδότηση της αποκατάστασης και ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους) με βάση το στρατηγικό προσανατολισμό «πρώτα οι εργατικές ανάγκες και ύστερα (και στη βάση του νέου πλαισίου που δημιουργείται) η ανάπτυξη»; Ή, με βάση το στρατηγικό προσανατολισμό, «πρώτα η ανάπτυξη (ρευστότητα σε εθνικό νόμισμα για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης) και ύστερα, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης, η κάλυψη των εργατικών αναγκών»; Είναι ένα στρατηγικής σημασίας ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί πολύ καθαρά και χωρίς περιστροφές!

Στο άρθρο αυτό η απάντηση εντάσσεται στον πρώτο στρατηγικό προσανατολισμό: Πρώτα οι εργατικές-λαϊκές ανάγκες και ύστερα (και δι’ αυτών) η ανάπτυξη. Δίνουμε αυτή την απάντηση για οικονομικούς λόγους: επειδή, ιδιαίτερα σε μια οικονομία που στηρίζεται στην εσωτερική ζήτηση και σε μια συγκυρία μείωσης της διεθνούς ζήτησης, μια γενναία αύξηση του εισοδήματος της εργατικής τάξης και των λαϊκών τάξεων, που στο σύνολό της σχεδόν θα καταναλωθεί και άρα θα αυξήσει την κατανάλωση και τη ζήτηση, είναι ο θεμελιώδης όρος για την ανάπτυξη. Αν μέναμε όμως μόνο σε αυτό, θα ήμασταν απλώς συνεπείς κεϊνσιανοί.

Υπάρχει λοιπόν ένας βαθύτερος λόγος: ότι η μόνη ανάπτυξη που ενδιαφέρει τη Ριζοσπαστική-Αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι αυτή που βασίζεται σε ένα απόλυτης προτεραιότητας των «εργατικών συμφερόντων», η οποία ανάπτυξη είναι αδιανόητη χωρίς μέτρα, αλλά και μια μαζική κοινωνική δυναμική μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων.

Για όποιον πάντως τυχόν τοποθετείται υπέρ της δεύτερης απάντησης, οι συνέπειες πρέπει να είναι μάλλον προφανείς: τα «εργατικά συμφέροντα» θα παραμείνουν εξαρτημένη μεταβλητή της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αν με το εθνικό νόμισμα κατευθυνθεί η ρευστότητα στην επιδότηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αν αυξηθούν οι εξαγωγές και «απογειωθεί» ο τουρισμός, τότε θα απορροφηθεί ένα μέρος της ανεργίας και θα καλυτερεύσει η ζωή των λαϊκών τάξεων. Ένα «σχέδιο Κίρχνερ» προσαρμοσμένο στην Ελλάδα. Δεν μας ενοχλεί μόνο που ένα τέτοιο σχέδιο είναι κεϊνσιανό, αλλά και που στην περίπτωση της Ελλάδας και στη νέα φάση που η καπιταλιστική κρίση αγκάλιασε και τις λεγόμενες αναπτυσσόμενες οικονομίες (BRICKS) είναι και μη ρεαλιστικό.

Σε κάθε περίπτωση, η ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στους δύο αυτούς στρατηγικούς προσανατολισμούς δεν επιτρέπει να μη δίνονται ξεκάθαρες απαντήσεις.(5) Με ένα γενικό τρόπο, που όμως έχει πληθώρα άμεσων και συγκεκριμένων συνεπαγωγών, πρέπει να απαντήσουμε στο ζήτημα ποιο είναι το κοινωνικό-πολιτικό μας σχέδιο: Επιδότηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης ή σχέδιο «κουρέματος» της αγοράς, του κέρδους και της ιδιοκτησίας, ανάπτυξης στο πλαίσιο του ξεδιπλώματος μιας διαδικασίας μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων;

3. Το «πρώτο δύσκολο διάστημα», οι δυσκολίες και η λιτότητα

Μιλώντας για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος και ιδιαίτερα για την αναπόφευκτη ρήξη με την Ευρωζώνη και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, γίνεται σχεδόν πάντα λόγος για ένα «πρώτο δύσκολο διάστημα». Από κάποιες πλευρές,(6) οι δυσκολίες αυτού του διαστήματος λέγεται ότι θα αφορούν όλες τις κοινωνικές τάξεις και έτσι συγχέονται με τη λιτότητα. Ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η ύφεση και διαφορετικό η λιτότητα.

Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν το εξής: Λιτότητα δεν είναι η «οικονομική στενότητα» γενικώς (η οποία λογικά συνδέεται με τη μείωση του ΑΕΠ), αλλά η αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων. Το δικό μας πρόγραμμα πρέπει να εγγυάται ότι, ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί με το ΑΕΠ (που όντως μπορεί και να μειωθεί, λιγότερο ή περισσότερο πρόσκαιρα), η λιτότητα θα καταργηθεί από την «επόμενη μέρα»!

Η υπόσχεση αυτή ισοδυναμεί με μια υπόσχεση ότι ο παραγόμενος πλούτος (είτε αυξάνεται είτε μένει στάσιμος είτε μειώνεται) θα μοιράζεται όλο και πιο δίκαια υπέρ των εργαζόμενων τάξεων.

Η υπόσχεση αυτή θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: δεσμευόμαστε ότι όλοι οι διαθέσιμοι πόροι θα αξιοποιούνται για την καλυτέρευση της ζωής των εργαζόμενων τάξεων. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και σε συνθήκες ύφεσης σε «ένα πρώτο δύσκολο διάστημα», οι λαϊκές τάξεις μπορούν να δουν απτά την καλυτέρευση της ζωής τους με την άμεση εφαρμογή του προγράμματος για τις «εργατικές ανάγκες». Μόνο που αυτό, το απολύτως εφικτό, δεν θα τους χαριστεί με κάποιο «συμβόλαιο παραχώρησης», αλλά θα κερδηθεί στο πλαίσιο ενός συμβολαίου αγώνα.

Οι δυσκολίες, που ορθότερα θα τις ονομάζαμε θυσίες, θα προκύψουν όχι από τη διατήρηση του κανόνα της λιτότητας (δηλαδή της άδικης κατανομής του παραγόμενου πλούτου) στο όνομα των δυσκολιών που θα φέρει μια πιθανή ύφεση, αλλά από τις θυσίες του αγώνα για να εμπεδωθούν και να επεκταθούν οι κατακτήσεις της «επόμενης μέρας». Η διαφορά είναι προφανής και είναι πολύ σημαντικό να εξηγείται και να αναδεικνύεται.

4. Από πού θα αντλήσουμε τη δύναμη για να τα κάνουμε όλα αυτά; Για ένα συμβόλαιο αγώνα (και όχι μιας νέας ανάθεσης) με τις εργαζόμενες τάξεις

Ήδη όσα έχουν συμφωνηθεί στο πρόγραμμα της ΛΑΕ (παύση πληρωμών, διαγραφή χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών, ρήξη με Ευρωζώνη, εθνικοποιήσεις) είναι υπερ-αρκετά για να οδηγήσουν σε μια μετωπική σύγκρουση όχι απλώς με την Ευρωζώνη, αλλά και με την ελληνική αστική τάξη και το σύστημα εξουσίας της. Από πού θα αντλήσουμε δύναμη για μια τέτοια σύγκρουση;

Για τη Ριζοσπαστική-Αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν υπάρχει άλλη απάντηση: Από την κινητοποίηση και την πάλη ασφαλώς της Αριστεράς, των οργανώσεων, κομμάτων και συλλογικοτήτων. Αυτό όμως δεν φτάνει. Αν η Αριστερά δεν αντλεί δύναμη από την κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων, δεν έχει καμία ελπίδα να νικήσει σε μια τέτοια σύγκρουση. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να κερδηθεί όχι απλώς η εκλογική στήριξη ή η παθητική συναίνεση (αυτό, όπως απέδειξε περίτρανα η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αρκεί), αλλά η ενεργητική στήριξη με τη μαζική τους κινητοποίηση, της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων.

Όμως, οι λαϊκές τάξεις δεν θα κινητοποιηθούν με υποσχέσεις για μελλοντικά οφέλη από την ανάπτυξη που θα φέρει η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, η αύξηση των εξαγωγών και η «απογείωση» του τουρισμού. Θα κινητοποιηθούν μόνο για να υπερασπιστούν κάποιες απτές και άμεσες κατακτήσεις.

Αυτό ακριβώς πρέπει και μπορούμε να εξασφαλίσουμε με ένα άμεσης εφαρμογής, καθολικής κλίμακας και τολμηρό πρόγραμμα για τις «εργατικές ανάγκες», όπως αυτό που παρουσιάσαμε σε αδρά σημεία. Ένα πρόγραμμα «εμπροσθοβαρές», που δεν θα εξαρτάται από τις «αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας», αλλά θα προσπαθεί να δημιουργήσει τους όρους και το πλαίσιο γι’ αυτές. Ένα πρόγραμμα που θα εγγυάται ότι η ζωή των εργαζόμενων τάξεων θα καλυτερεύσει αμέσως από την «επόμενη μέρα». Ένα συμβόλαιο αγώνα που θα στηρίζεται στην πάλη για την επιβολή, την κατοχύρωση και την υπεράσπιση αυτών των κατακτήσεων.

Αντίθετα, μια υπόσχεση ότι η ζωή των εργαζόμενων τάξεων θα καλυτερεύσει ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης που θα εξασφαλίσει κάποια θολή «παραγωγική ανασυγκρότηση» και θα ευνοήσει η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, θα κατανοηθεί από τις εργαζόμενες τάξεις σαν κάλεσμα σε μια περιπέτεια με πολλά ρίσκα και χωρίς άμεσα-χειροπιαστά οφέλη. Χρειαζόμαστε ένα «εμπροσθοβαρές» συμβόλαιο αγώνα με τις εργαζόμενες τάξεις και όχι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις που στηρίζονται σε οικονομικοτεχνικούς γρίφους και στην ουσία παραπέμπουν σε ένα νέο συμβόλαιο ανάθεσης του τύπου «κάντε υπομονή, ιδιαίτερα το πρώτο δύσκολο διάστημα, και ύστερα όλα θα πάνε καλά».     

5. Με ποια εξουσία θα τα κάνουμε όλα αυτά;

Αρκεί όμως το νομοθετικό έργο μιας κυβέρνησης και η μαζική κινητοποίηση των εργαζόμενων τάξεων για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος; Χρειαζόμαστε κι εδώ μια καθαρή απάντηση: Το «κούρεμα» των κερδών και της συσσωρευμένης περιουσίας της αστικής τάξης, το «κούρεμα» των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και η αμφισβήτηση του διευθυντικού δικαιώματος των εργοδοτών μέσα στις επιχειρήσεις, δεν πρόκειται να επιτευχθεί και να σταθεροποιηθεί παρά μόνο με τη νίκη στον αγώνα τον κορυφαίο όλων. Στον αγώνα για την πολιτική εξουσία. Χωρίς κατάκτηση «πολύ περισσότερης» εξουσίας από αυτό που είναι η κυβερνητική εξουσία, χωρίς εντέλει κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα.

Σημειώσεις

1. Βλέπε άρθρα των: Σωτήρη Μάρταλη, Δημήτρη Μπελαντή και Ηλία Ιωακείμογλου.

2. Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών παρουσιάζεται από τους νεοφιλελεύθερους σαν «μείωση των φορολογικών βαρών στις επιχειρήσεις». Πρόκειται για διαστροφή του περιεχομένου των εννοιών, αφού οι εργοδοτικές (όπως και οι εργατικές) εισφορές είναι τμήμα του εργατικού μισθού που παρακρατείται για τη σύνταξη κι όχι για κάποιου είδους φορολογία στην επιχείρηση.

3. Επειδή η (ανα)κατανομή του παραγόμενου πλούτου δεν είναι μόνο άμεση-πρωτογενής (καταβαλλόμενος μισθός, επίδομα ανεργίας, σύνταξη), αλλά και έμμεση-δευτερογενής (κοινωνικό κράτος, φορολογία), επειδή ακόμη οι εκάστοτε νομοθετικές ρυθμίσεις των κυβερνήσεων έχουν και αναδρομικό χαρακτήρα, επειδή πράξεις της φορολογικής διοίκησης μπορούν επίσης να έχουν αναδρομικό χαρακτήρα, γι’ αυτό δεν κατανέμεται ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο μόνο ο πλούτος που παράγεται ετησίως, αλλά και ο συσσωρευμένος πλούτος παρελθόντων ετών (για την ακρίβεια τμήμα αυτού).

4. Η αύξηση των εξαγωγών, στο βαθμό που δεν στηρίζεται στην ανταγωνιστικότητα τιμής (που με τη σειρά της στηρίζεται σε ένα συνδυασμό φτηνής εργατικής δύναμης και προϊόντων κακής ποιότητας), θέτει το ζήτημα της «ανταγωνιστικότητας» με εντελώς διαφορετικά, ταξικά κριτήρια, αντίθετα από τη σηματοδότηση που έχει ο όρος στην αστική ορολογία. Θέτει επίσης ζητήματα όπως η αύξηση των δαπανών για την έρευνα και την καινοτομία σε μια οικονομία σε μετάβαση.

5. Οι οποίες σχετίζονται με την πολιτική μας και σε άλλα σημαντικά πεδία του προγράμματος και της πολιτικής μας. Όπως, για παράδειγμα, τι εννοούμε λέγοντας μια «γενναία σεισάχθεια» ή τι εννοούμε λέγοντας «στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» ή τι εννοούμε μιλώντας γενικότερα για «παραγωγική ανασυγκρότηση». 

6. Βλέπε κείμενο Δημήτρη Μπελαντή. 

*Δημοσιεύτηκε στη Σοσιαλιστική Διεθνιστική Επιθεώρηση "Κόκκινο"-τεύχος 2. 

Ετικέτες