Μετά την Πανεργατική Απεργία της 14-Δεκέμβρη
Η Πανεργατική Απεργία της 14-Δεκεμβρίου-2017, στα τρία σχεδόν χρόνια της μνημονιακής διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε με αφορμή τα μέτρα που συνόδευσαν την τρίτη αξιολόγηση, πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, και είχε την υποστήριξη και των τριών αριστερών συνδικαλιστικών παρατάξεων (ΠΑΜΕ, Συσπειρώσεων – Παρεμβάσεων και ΜΕΤΑ). Εντούτοις είχε την ίδια μοίρα που είχαν οι δύο προηγούμενες περιπτώσεις συνδικαλιστικής αντιμετώπισης της ψήφισης των νόμων του τρίτου μνημονίου (Μάϊος 2016) και αφορούσαν την εκ νέου μείωση των συντάξεων, την εισαγωγή του δημοσιονομικού «κόφτη», τα φορολογικά μέτρα σε βάρος των μικροαστικών τάξεων, καθώς και των μνημονιακών νόμων που ψηφίστηκαν τον Μάϊο του 2017, με αφορμή την δεύτερη αξιολόγηση (μείωση του αφορολογήτου ορίου, κατάργηση της προσωπικής διαφοράς μεταξύ παλιών και νέων συνταξιούχων κ.ά.) : Η εργατική συμμετοχή που καταγράφηκε τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό ιδιαίτερα τομέα, στον κόσμο των ανέργων και των συνταξιούχων, καθώς και των αυτοαπασχολουμένων, υπήρξε εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου. Μια ορισμένη στοιχειώδης συμμετοχή των δυνάμεων του ΠΑΜΕ (πολύ κάτω προφανώς από τις ανάγκες και τις δυνατότητες της συγκυρίας) δεν αλλάζει τα πράγματα στην συνολική εικόνα του κινήματος.
Εργατική αφλογιστία και παράγοντες τροφοδότησής της
Βέβαια στην διάρκεια αυτής της τριετίας (Ιανουάριος 2015 – Δεκέμβριος 2017) πραγματοποιήθηκαν επιμέρους εργατικές κινητοποιήσεις, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με ευρύτερα χαρακτηριστικά συμμετοχής και δυναμικότητας ( π.χ. απεργία προσωπικού καθαριότητας των δήμων που απασχολούνταν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κινητοποιήσεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού σε νοσοκομειακά ιδρύματα, καθώς επίσης και απολυμένων εργαζομένων σε επιχειρήσεις που εκκαθαρίζονταν όπως στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ κλπ.). Εντούτοις αυτές αφορούσαν επιμέρους κλάδους και κοινωνικές ανάγκες, που δεν μπορούσαν να έχουν εξ αντικειμένου χαρακτηριστικά καθολικότητας και γενικευμένου χαρακτήρα. Έτσι το ζήτημα παραμένει για τις Πανελλαδικές Απεργίες αυτής της τριετίας, που με εξαίρεση εκείνην του Φεβρουαρίου 2016 (μιας σχετικά αξιόλογης συμμετοχής), δηλαδή της αδυναμίας τους να κινητοποιήσουν αγωνιστικά τις λαϊκές εργαζόμενες τάξεις.
Είναι πασιφανές ότι μ’ αυτά τα δεδομένα δύσκολα τροποποιούνται οι ταξικοί συσχετισμοί των δυνάμεων, που είναι απαραίτητοι για την διαφοροποίηση των καταθλιπτικών συσχετισμών που αποτυπώνονται στο πολιτικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο (σαρωτική κυριαρχία των αστικών μνημονιακών δυνάμεων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και Κινήματος Αλλαγής). Κι’ αυτά με δεδομένο ότι η προηγούμενη αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών που είχε καταγραφεί στην περίοδο Ιουνίου 2012 – Ιανουαρίου 2015, αναδεικνύοντας τον τότε σχηματισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε πλειοψηφική κοινοβουλευτική δύναμη, ήταν κυρίαρχα προϊόν του έντονου, συνεχούς και ταξικού πανελλαδικού απεργιακού κινήματος της διετίας 2010 – 12, όπως προφανώς και του κινήματος της Πλατείας Συντάγματος του καλοκαιριού 2011. Η μεταστροφή δηλαδή των πολιτικών συσχετισμών δεν είναι αποτέλεσμα κυρίως της επιχειρηματολογίας των δυνάμεων του αριστερού κινήματος, όσο είναι πρωταρχική συνέπεια της αντιπολιτευτικής (αντιμνημονιακής εν προκειμένω) κίνησης των λαϊκών τάξεων.
Γι’ αυτό ακριβώς και οι όποιοι εκλογικοί πολιτικοί σχεδιασμοί των σχηματισμών της Αριστεράς εν όψει της προσεχούς κοινοβουλευτικής αναμέτρησης δεν μπορούν να έχουν βασιμότητα αν δεν εδράζονται στην ταξική δραστηριοποίηση των μισθωτών εργαζομένων, των ανέργων, των μικροαστικών στρωμάτων, των συνταξιούχων και της νεολαίας, της μεγάλης δηλαδή κοινωνικής πλειοψηφίας των «από κάτω». Ελλείψει μιας τέτοιας απεργιακής κινητικότητας με αξιόλογη συμμετοχή, ο χώρος της κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης, με την συνέργεια κοινοβουλευτισμού και μέσων μαζικής ενημέρωσης, καλύπτεται από άλλου είδους αντιπαραθέσεις, όπως η διαφαινόμενη διπολική αντιπαλότητα μεταξύ συντηρητικής παράταξης (ΝΔ) του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της κεντροαριστερής παράταξης (ΣΥΡΙΖΑ + Κίνημα Αλλαγής) της «ήπιας» εκδοχής της μνημονιακής διαχείρισης. Εκείνο που θα κρίνει το πού θα γύρει η πλάστιγγα είναι η αντιπαλότητα λαϊκού εργατικού κινήματος και αστικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε σχέση με την «μάχη» μεταξύ «προόδου και συντήρησης» εντός του αστικού διπολισμού.
Οι αιτίες αυτής της αφλογιστίας του εργατικού λαϊκού κινήματος σ’ αυτή την τριετία έχουν να κάνουν βέβαια με πολλαπλούς παράγοντες, που είναι αναγκαία η αναφορά τους, όσο όμως και η δημιουργική τους υπέρβαση, γιατί διαφορετικά θα κινδυνεύουν να αναπαραχθούν οι υφιστάμενοι δυσμενείς κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί σε βάρος της εργατικής τάξης. Μεταξύ των άλλων οφείλει να επισημάνει κανείς εντελώς συνοπτικά :
α) Την απογοήτευση και το αίσθημα παραίτησης που έχει επιφέρει η διάψευση των εργατικών προσδοκιών από την επαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για την ακύρωση των μνημονίων, την επαναφορά των εργατικών μισθών, την κατάργηση της υπέρ-φορολόγησης κλπ., και απεναντίας την συνέχιση μιας άτεγκτης μνημονιακής πολιτικής με πληθώρα νέων μνημονιακών εφαρμοστικών νόμων.
β) Την ολοσχερή απαξίωση και αφερεγγυότητα των θεσμικών συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων, που η αντιπροσωπευτικότητά τους έχει φτάσει κυριολεκτικά στο ναδίρ και η αδράνειά τους ξεπερνάει κάθε προηγούμενο, πράγμα που συμβάλλει στην συνεχή αποψίλωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, με την συναινετική και εργοδοτική τους στάση σ’ όλα τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα της τελευταίας περιόδου.
γ) Την πολυδιάσπαση του ταξικού πόλου του εργατικού κινήματος και το αναιμικό επίπεδο των παρεμβάσεών του στην καπιταλιστική παραγωγή με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναδειχθεί μια στοιχειωδώς συνεκτική και ενωτική μετωπική συμπαράταξη των δυνάμεων του ΠΑΜΕ, των Συσπειρώσεων – Παρεμβάσεων και του ΜΕΤΑ, που χωρίς να λύνει το πρόβλημα, θα μπορούσε να διαμορφώσει ευνοϊκότερους όρους για την εργατική συνδικαλιστική ανάταξη.
δ) Την συνέχιση της παραλυτικής επίδρασης του εφεδρικού στρατού των ανέργων στην ενεργό εργατική τάξη, κατά μείζονα λόγο στον εργαζόμενο κόσμο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Πρόκειται για μια πολυσήμαντη νίκη των δυνάμεων του κεφαλαίου επί της εργασίας, εφόσον κατόρθωσαν τα προηγούμενα χρόνια να εκκαθαρίσουν τα ανεπαρκώς αξιοποιούμενα και ζημιογόνα κεφάλαια, μεταθέτοντας το βάρος της αντιμετώπισης της κρίσης στην ζωντανή εργασία.
ε) Τον πολυτεμαχισμό των σημερινών εργατικών «ταυτοτήτων» που υπονομεύει τις μορφές ενωτικής παρέμβασης της μισθωτής εργασίας, εφόσον χάσμα διαχωρίζει την μόνιμη απασχόληση στον δημόσιο τομέα με τους όρους απασχόλησης των εργαζομένων στην καπιταλιστική παραγωγή, και με την απόσταση που εξίσου χωρίζει αυτούς τους τελευταίους με τον κόσμο των ανέργων όσο και με τα τμήματα των εργαζομένων με τις μορφές της προσωρινής και μερικής απασχόλησης.
στ) Το γεγονός ότι οι πολιτικοί φορείς της Αριστεράς διέπονται από έναν ορισμένο υποκειμενισμό, αναπαράγονται δηλαδή μονοδιάστατα στο πολιτικό επίπεδο, χωρίς ευρείες οργανικές διασυνδέσεις με τμήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, δίνοντας προτεραιότητα στον ίδιο τους τον εαυτό («ατσάλωμα» του κόμματος, διασφάλιση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης πάση θυσία, «ανώτερη μορφή» κομμουνιστικής οργάνωσης), αντί της κυρίαρχης υπηρέτησης της καίριας υπόθεσης της ανασυγκρότησης και διεύρυνσης του εργατικού κινήματος.
Αστική διπολική διαμάχη ή
είσοδος των λαϊκών τάξεων στο πολιτικό προσκήνιο ;
Όλα θα εξαρτηθούν από το είδος της κεντρικής πολιτικής αντιπαλότητας που θα επικρατήσει στη διάρκεια του 2018. Εάν το λαϊκό εργατικό κίνημα δεν κατορθώσει να αποτυπώσει μια δυναμική παρουσία, τότε η επικράτηση του αστικού διπόλου μεταξύ ακραίου νεοφιλελευθερισμού της συντηρητικής παράταξης (ΝΔ) απέναντι στην «ήπια» κεντροαριστερή εκδοχή της μνημονιακής πολιτικής (ΣΥΡΙΖΑ), θα είναι περισσότερο από βέβαιη. Τα αντανακλαστικά των λαϊκών τάξεων απέναντι στο ενδεχόμενο επανόδου του σαρωτικού νεοφιλελευθερισμού της Δεξιάς θα οδηγήσουν ένα μέρος τους στο να συγκρατηθούν στην εκλογική επιρροή της Κεντροαριστεράς, πολύ περισσότερο μάλιστα που μετά τον Αύγουστο 2018 εκ των πραγμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει σε μια ενδεχόμενη ψευδεπίγραφη «αριστερή στροφή» προκειμένου να ενισχύσει τις κεντρομόλες τάσεις του λαϊκού του ακροατηρίου. Άλλωστε η ΝΔ από κοινού με τον ΣΕΒ όχι μόνον δεν φροντίζει να «κρύψει» τις ανοιχτά αντιδραστικές επιλογές των κυρίαρχων τάξεων, αλλά τις αναδεικνύει πανηγυρικά σε όλους τους τόνους : Ουσιαστική απαλλαγή των επιχειρήσεων από την φορολόγηση, περιορισμός και απολύσεις στις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες, ακόμη παραπέρα αποψίλωση των συντάξεων κλπ. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα περιοριστούν δραστικά οι φυγόκεντρες τάσεις του εκλογικού σώματος, και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να επιχειρήσει να κρατηθεί σε ένα αξιόλογο επίπεδο εκλογικών εκπροσωπήσεων, συμπιέζοντας τα μέγιστα τους σχηματισμούς της Αριστεράς, που δεν θα μπορούν να εισχωρήσουν στο πεδίο αυτής της κεντρικής διπολικής αστικής αντιπαράθεσης.
Στην αντίθετη περίπτωση, εφόσον η παρέμβαση των λαϊκών τάξεων κατορθώσει και προσλάβει μια κινηματική δυναμική, θα μετατοπίσει το κυρίαρχο πλαίσιο αντιπαραθέσεων στην αντιπαλότητα ανάμεσα στις ζωτικές κοινωνικές ανάγκες (εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων, νεολαίας) και στην ασκούμενη πολιτική της σωρευτικής εφαρμογής των τριών μνημονίων. Βεβαίως ακόμη και αν η χώρα εξέλθει από την «επιτροπεία» και προσφύγει στις αγορές για την κάλυψη των δανειακών της αναγκών, οι εκατοντάδες μνημονιακοί νόμοι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να εφαρμόζονται στο ακέραιο : Έξοδος από τα μνημόνια δεν σημαίνει κατάργηση των τριών υπαρκτών μνημονίων. Σ’ αυτή την περίπτωση η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα θα έχει απέναντί της και τους δύο πόλους της αστικής πολιτικής, εκ των οποίων ο ένας (Δεξιάς) θα συνεχίσει να είναι ισχυρός, εφόσον βασίζεται στις αστικές και μικροαστικές εκπροσωπήσεις του που παραμένουν αναλλοίωτες. Ο άλλος όμως πόλος (Κεντροαριστερά) θα υποστεί μια πολύ ισχυρή αποδιάρθρωση, γιατί ούτε προς τα δεξιά θα μπορεί να στραφεί ούτε προς τα αριστερά. Η Αριστερά, ανατροφοδοτούμενη από μια τέτοια ενδεχόμενη κινητοποίηση των λαϊκών δυνάμεων θα μπορεί να προβάλλει ως η μοναδική εναλλακτική διέξοδος.
Στη σημερινή συγκυρία είναι προφανές ότι η κίνηση με την θέση «Η Αριστερά στο επίκεντρο» (κομμουνιστική, ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική) , και μάλιστα ανάμεσα στις ισχυρές συμπληγάδες του λειτουργούντος αστικού διπολισμού, παρόλη την προφανή της αναγκαιότητα για τον αριστερό κόσμο, δεν μπορεί να έχει επαρκή αποτελεσματικότητα. Κι’ αυτό για τον προφανή λόγο της χρεοκοπίας του ΣΥΡΙΖΑ από τη σκοπιά υπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων και προσδοκιών, ενώ βέβαια παράλληλα ο σχηματισμός του μικροαστικού τεχνοκρατισμού και εκσυγχρονισμού, λειτούργησε ως το μακρύ χέρι της αστικής πολιτικής, εδώ και μια τριετία. Δεν μπορεί να ξεκινάει η εκφορά της πολιτικής της Αριστεράς με την αρχική επιχειρηματολογία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε το πεδίο της αριστερής πολιτικής και μετανάστευσε στον νεοφιλελευθερισμό, γιατί μέσα στην οξεία διπολική αντιπαράθεση (Δεξιάς και Κεντροαριστεράς) αυτό, όσο σωστό και αν είναι, περιορίζει τα μέγιστα το πεδίο απεύθυνσης του αριστερού κινήματος. Η αστική και μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ συμπαρασύρει και τους σχηματισμούς της Αριστεράς κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο.
Γι’ αυτό η θέση «Το Λαϊκό Κίνημα Χειραφέτησης στο προσκήνιο», μπορεί να διασφαλίσει μια ευρύτατη απεύθυνση με ταξικούς κοινωνικούς όρους αντιπαράθεσης των ζωτικών εργατικών αναγκών με τα συμφέροντα και τις πολιτικές της ιερής συμμαχίας ελληνικής αστικής τάξης και οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Αυτό απαιτεί την ολόπλευρη στροφή της Αριστεράς στην ανάκαμψη του εργατικού λαϊκού κινήματος στους ενεργούς εργαζόμενους, τους άνεργους, τη νεολαία, τους συνταξιούχους, τα αυτοαπασχολούμενα μικροαστικά στρώματα. Η προβολή των βασικών κοινωνικών στόχων απέναντι στα πλήγματα των μνημονιακών πολιτικών (ελληνικών εργοδοτικών οργανώσεων + ευρωπαϊκών πολιτικών αφαίμαξης), όπως είναι η αποκατάσταση και αύξηση των μισθών, η κατάργηση της εργασιακής απορρύθμισης και της προσωρινής και μερικής απασχόλησης, η εξασφάλιση αναβαθμισμένου επιδόματος ανεργίας για όλους τους ανέργους, η προστασία της πρώτης λαϊκής κατοικίας, η αποκατάσταση των συντάξεων, η κατάργηση του καθεστώτος «έκτακτων» φορολογικών επιβαρύνσεων κλπ., μπορούν να θέσουν σε κίνηση κατηγορίες και τμήματα του λαϊκού συνασπισμού των «από κάτω», να απονομιμοποιήσουν με τρόπο απτό και υλικό την κυβερνητική πολιτική, να καταστήσουν καθαρά και ορατά τα αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά της ταξικής αντιπαράθεσης, να επαναφέρουν με κινηματικούς όρους τη λαϊκή ετυμηγορία του «όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, δηλαδή την ανελέητη αντιπαλότητα ανάμεσα στις ζωτικές λαϊκές ανάγκες και τις απαιτήσεις εξασφάλισης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Το «όλα είναι εφικτά και δυνατά» απέναντι στο «there is no alternative», όταν οι λαϊκές δυνάμεις τίθενται σε κίνηση. Εδώ ο ελληνικός καπιταλισμός βρέθηκε στον προθάλαμο της κατάρρευσής του με την κρίση υπερσυσσώρευσής και τον άλογο υπερδανεισμό του και κατόρθωσε να ανακάμψει με τα μνημόνια, σκορπώντας τη δυστυχία στον λαϊκό κόσμο, προκαλώντας τεράστια κύματα ανεργίας, εξορίζοντας τη νεολαία στη μετανάστευση και στην ετεροαπασχόληση, εξαθλιώνοντας τον εργαζόμενο κόσμο, κατακρεουργώντας τους συνταξιούχους κ.ά., και δεν είναι «δυνατή και εφικτή» η ικανοποίηση των ζωτικών λαϊκών αναγκών σε βάρος των αστικών συμφερόντων ;
Μόνον μια τέτοια κίνηση των εργατικών δυνάμεων, με την «υπόγεια δουλειά» του «αρουραίου» της Αριστεράς, που να φέρει τον λαϊκό παράγοντα στο προσκήνιο, μπορεί να οδηγήσει εξίσου σε ριζικούς επαναπροσδιορισμούς των πολιτικών των αριστερών σχηματισμών :
Μόνον μια τέτοια κίνηση μπορεί να συμπαρασύρει την πολιτική του ΚΚΕ για την «λαϊκή και εργατική εξουσία» του μέλλοντος να προσγειωθεί «ανώμαλα» με τακτικούς όρους και μεταβατικούς όρους στο ιστορικό παρόν.
Μόνον μια τέτοια κίνηση είναι σε θέση να συμβάλλει στον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της Λαϊκής Ενότητας, παραμερίζοντας τις λογικές της αναπτυξιολογίας , της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της καθοριστικής στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, της εθνικό-πατριωτικής συμμαχίας.
Μόνον μια τέτοια κίνηση μπορεί να υποχρεώσει το ΝΑΡ (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) να προσδώσει υλικό, συγκεκριμένο και απτό περιεχόμενο στην «κομμουνιστική ελπίδα» στην τρέχουσα συγκυρία, αντί της απογείωσης σε μια υπερβατική προοπτική, που συσπειρώνει στρώματα της φοιτητικής νεολαίας, αδυνατώντας να διαμορφώσει γέφυρες επικοινωνίας με την εργατική τάξη.
Με την καθίζηση και υποχώρηση της όποιας προηγούμενης ταξικής δυναμικής του εργατικού κινήματος, καθώς και την ουσιαστική απουσία πλατειών οργανικών σχέσεων της Αριστεράς με τον εργαζόμενο κόσμο, στις εργατικές συνειδήσεις η οπτική της ταξικής αντιπαράθεσης στην παραγωγή με την καπιταλιστική εξουσία και κυριαρχία απομακρύνεται και «απωθείται», και έτσι τη θέση της προσλαμβάνει η αστική λογική των πιθανών κοινοβουλευτικών «επιλογών» της εργατικής τάξης σε μια επερχόμενη εκλογική αντιπαράθεση. Αυτό σηματοδοτεί τον «αποχαιρετισμό στα όπλα» για τον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο και μιαν ορισμένη «κοινοβουλευτικοποίηση» των αντιλήψεων και πρακτικών, γεγονός που ωθεί τους εργαζόμενους στο πεδίο των πολιτικών ανταγωνισμών της αστικής πολιτικής. Η μετατροπή της εργατικής τάξης σε «περίγυρο» του αστικού κοινοβουλίου, όπου μετράει τις δυνητικές επιπτώσεις της ψήφου της στο ένα ή στο άλλο κόμμα, ουσιαστικά αναιρεί την ίδια την ταξική υποκειμενοποίηση και υπόσταση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Γι’ αυτό και λογικές που εστιάζουν κυρίαρχα στην αντίληψη «αρκεί να έχουμε παρουσία στο κοινοβούλιο, και με τον πολιτικό μας λόγο, θα αλλάξουμε ριζικά τα πράγματα» δεν έχουν ιδιαίτερη ταξική βαρύτητα. Π.χ. η αδιάλειπτη παρουσία του ΚΚΕ στη βουλή δεν έχει επιφέρει μέχρι σήμερα καμιά τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων.
Συμβαίνει μ’ άλλες λέξεις μια κυριολεκτική αντιστροφή των ρόλων της εργατικής τάξης και των αριστερών πολιτικών φορέων. Για ένα μαρξιστικό επαναστατικό κίνημα η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι πρωτίστως μορφή πολιτικής έκφρασης αυτού του εργατικού κινήματος, χωρίς την ύπαρξη και κίνηση του οποίου, οποιαδήποτε μορφή του αριστερού κινήματος περιπίπτει στην παραφθορά του αστικού κοινοβουλευτισμού. Κι’ ακόμη περισσότερο δεν μπορεί το εργατικό κίνημα να αποτελεί τον «φτωχό συγγενή» μιας Αριστεράς που του απευθύνεται να την ενισχύσει, είτε με όρους αστικής κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, είτε με όρους στήριξης του κομματικού της υποκειμενισμού, θέτοντας σε τριτεύουσα μοίρα την αυτόνομη συλλογική κοινωνική οργάνωση των ίδιων των εργαζομένων, ιδιαίτερα στην καπιταλιστική παραγωγή.
Γι’ αυτό και οι όποιες εκκλήσεις των αριστερών σχηματισμών (κομμουνιστικών, ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών κ.ά.) δεν μπορούν να έχουν καμία αποτελεσματικότητα εφόσον δεν πραγματώνεται η «σύντηξη» Αριστεράς και εργατικής τάξης στο ίδιο το καμίνι της ταξικής παραγωγικής διαπάλης. Γι’ αυτό και οι εκκλήσεις των αριστερών συνδικαλιστικών παρατάξεων και κομμάτων, παράλληλα με αυτές της εργοδοτικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, πέφτουν στο κενό, πραγματοποιώντας πανεργατικές απεργίες δίχως αξιόλογη συμμετοχή και άρα χωρίς αποτέλεσμα στον κοινωνικό συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων.