Μετά την Πανεργατική Απεργία της 14-Δεκέμβρη

Η Πα­νερ­γα­τι­κή Απερ­γία της 14-Δε­κεμ­βρί­ου-2017, στα τρία σχε­δόν χρό­νια της μνη­μο­νια­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που έγινε με αφορ­μή τα μέτρα που συ­νό­δευ­σαν την τρίτη αξιο­λό­γη­ση, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με πρω­το­βου­λία των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, και είχε την υπο­στή­ρι­ξη και των τριών αρι­στε­ρών συν­δι­κα­λι­στι­κών πα­ρα­τά­ξε­ων (ΠΑΜΕ, Συ­σπει­ρώ­σε­ων – Πα­ρεμ­βά­σε­ων και ΜΕΤΑ). Εντού­τοις είχε την ίδια μοίρα που είχαν οι δύο προη­γού­με­νες πε­ρι­πτώ­σεις συν­δι­κα­λι­στι­κής αντι­με­τώ­πι­σης της ψή­φι­σης των νόμων του τρί­του μνη­μο­νί­ου (Μάϊος 2016) και αφο­ρού­σαν την εκ νέου μεί­ω­ση των συ­ντά­ξε­ων, την ει­σα­γω­γή του δη­μο­σιο­νο­μι­κού «κόφτη», τα φο­ρο­λο­γι­κά μέτρα σε βάρος των μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων, καθώς και των μνη­μο­νια­κών νόμων που ψη­φί­στη­καν τον Μάϊο του 2017, με αφορ­μή την δεύ­τε­ρη αξιο­λό­γη­ση (μεί­ω­ση του αφο­ρο­λο­γή­του ορίου, κα­τάρ­γη­ση της προ­σω­πι­κής δια­φο­ράς με­τα­ξύ πα­λιών και νέων συ­ντα­ξιού­χων κ.ά.) : Η ερ­γα­τι­κή συμ­με­το­χή που κα­τα­γρά­φη­κε τόσο στον δη­μό­σιο όσο και στον ιδιω­τι­κό ιδιαί­τε­ρα τομέα, στον κόσμο των ανέρ­γων και των συ­ντα­ξιού­χων, καθώς και των αυ­το­α­πα­σχο­λου­μέ­νων, υπήρ­ξε εξαι­ρε­τι­κά χα­μη­λού επι­πέ­δου. Μια ορι­σμέ­νη στοι­χειώ­δης συμ­με­το­χή των δυ­νά­με­ων του ΠΑΜΕ (πολύ κάτω προ­φα­νώς από τις ανά­γκες και τις δυ­να­τό­τη­τες της συ­γκυ­ρί­ας) δεν αλ­λά­ζει τα πράγ­μα­τα στην συ­νο­λι­κή ει­κό­να του κι­νή­μα­τος.

Ερ­γα­τι­κή αφλο­γι­στία και πα­ρά­γο­ντες τρο­φο­δό­τη­σής της

Βέ­βαια στην διάρ­κεια αυτής της τριε­τί­ας (Ια­νουά­ριος 2015 – Δε­κέμ­βριος 2017) πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν επι­μέ­ρους ερ­γα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις, σε ορι­σμέ­νες μά­λι­στα πε­ρι­πτώ­σεις με ευ­ρύ­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά συμ­με­το­χής και δυ­να­μι­κό­τη­τας ( π.χ. απερ­γία προ­σω­πι­κού κα­θα­ριό­τη­τας των δήμων που απα­σχο­λού­νταν με συμ­βά­σεις ορι­σμέ­νου χρό­νου, κι­νη­το­ποι­ή­σεις ια­τρι­κού και νο­ση­λευ­τι­κού προ­σω­πι­κού σε νο­σο­κο­μεια­κά ιδρύ­μα­τα, καθώς επί­σης και απο­λυ­μέ­νων ερ­γα­ζο­μέ­νων σε επι­χει­ρή­σεις που εκ­κα­θα­ρί­ζο­νταν όπως στις αλυ­σί­δες σού­περ μάρ­κετ κλπ.). Εντού­τοις αυτές αφο­ρού­σαν επι­μέ­ρους κλά­δους και κοι­νω­νι­κές ανά­γκες, που δεν μπο­ρού­σαν να έχουν εξ αντι­κει­μέ­νου χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κα­θο­λι­κό­τη­τας και γε­νι­κευ­μέ­νου χα­ρα­κτή­ρα. Έτσι το ζή­τη­μα πα­ρα­μέ­νει για τις Πα­νελ­λα­δι­κές Απερ­γί­ες αυτής της τριε­τί­ας, που με εξαί­ρε­ση εκεί­νην του Φε­βρουα­ρί­ου 2016 (μιας σχε­τι­κά αξιό­λο­γης συμ­με­το­χής), δη­λα­δή της αδυ­να­μί­ας τους να κι­νη­το­ποι­ή­σουν αγω­νι­στι­κά τις λαϊ­κές ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις.

          Είναι πα­σι­φα­νές ότι μ’ αυτά τα δε­δο­μέ­να δύ­σκο­λα τρο­πο­ποιού­νται οι τα­ξι­κοί συ­σχε­τι­σμοί των δυ­νά­με­ων, που είναι απα­ραί­τη­τοι για την δια­φο­ρο­ποί­η­ση των κα­τα­θλι­πτι­κών συ­σχε­τι­σμών που απο­τυ­πώ­νο­νται στο πο­λι­τι­κό και κοι­νο­βου­λευ­τι­κό επί­πε­δο (σα­ρω­τι­κή κυ­ριαρ­χία των αστι­κών μνη­μο­νια­κών δυ­νά­με­ων ΝΔ, ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και Κι­νή­μα­τος Αλ­λα­γής). Κι’ αυτά με δε­δο­μέ­νο ότι η προη­γού­με­νη αλ­λα­γή των πο­λι­τι­κών συ­σχε­τι­σμών που είχε κα­τα­γρα­φεί στην πε­ρί­ο­δο Ιου­νί­ου 2012 – Ια­νουα­ρί­ου 2015, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τον τότε σχη­μα­τι­σμό της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς σε πλειο­ψη­φι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δύ­να­μη, ήταν κυ­ρί­αρ­χα προ­ϊ­όν του έντο­νου, συ­νε­χούς και τα­ξι­κού πα­νελ­λα­δι­κού απερ­για­κού κι­νή­μα­τος της διε­τί­ας 2010 – 12, όπως προ­φα­νώς και του κι­νή­μα­τος της Πλα­τεί­ας Συ­ντάγ­μα­τος  του κα­λο­και­ριού 2011. Η με­τα­στρο­φή δη­λα­δή των πο­λι­τι­κών συ­σχε­τι­σμών δεν είναι απο­τέ­λε­σμα κυ­ρί­ως της επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας των δυ­νά­με­ων του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, όσο είναι πρω­ταρ­χι­κή συ­νέ­πεια της αντι­πο­λι­τευ­τι­κής (αντι­μνη­μο­νια­κής εν προ­κει­μέ­νω) κί­νη­σης των λαϊ­κών τά­ξε­ων.

          Γι’ αυτό ακρι­βώς και οι όποιοι εκλο­γι­κοί πο­λι­τι­κοί σχε­δια­σμοί των σχη­μα­τι­σμών της Αρι­στε­ράς εν όψει της προ­σε­χούς κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ανα­μέ­τρη­σης δεν μπο­ρούν να έχουν βα­σι­μό­τη­τα αν δεν εδρά­ζο­νται στην τα­ξι­κή δρα­στη­ριο­ποί­η­ση των μι­σθω­τών ερ­γα­ζο­μέ­νων, των ανέρ­γων, των μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των, των συ­ντα­ξιού­χων και της νε­ο­λαί­ας, της με­γά­λης δη­λα­δή κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας των «από κάτω». Ελ­λεί­ψει μιας τέ­τοιας απερ­για­κής κι­νη­τι­κό­τη­τας με αξιό­λο­γη συμ­με­το­χή, ο χώρος της κε­ντρι­κής πο­λι­τι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης, με την συ­νέρ­γεια κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού και μέσων μα­ζι­κής ενη­μέ­ρω­σης, κα­λύ­πτε­ται από άλλου εί­δους αντι­πα­ρα­θέ­σεις, όπως η δια­φαι­νό­με­νη δι­πο­λι­κή αντι­πα­λό­τη­τα με­τα­ξύ συ­ντη­ρη­τι­κής πα­ρά­τα­ξης  (ΝΔ) του ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού και της κε­ντρο­α­ρι­στε­ρής πα­ρά­τα­ξης (ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ + Κί­νη­μα Αλ­λα­γής) της «ήπιας» εκ­δο­χής της μνη­μο­νια­κής δια­χεί­ρι­σης. Εκεί­νο που θα κρί­νει το πού θα γύρει η πλά­στιγ­γα είναι η αντι­πα­λό­τη­τα λαϊ­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και αστι­κής νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης πο­λι­τι­κής σε σχέση με την «μάχη» με­τα­ξύ «προ­ό­δου και συ­ντή­ρη­σης» εντός του αστι­κού δι­πο­λι­σμού.

          Οι αι­τί­ες αυτής της αφλο­γι­στί­ας του ερ­γα­τι­κού λαϊ­κού κι­νή­μα­τος σ’ αυτή την τριε­τία έχουν να κά­νουν βέ­βαια με πολ­λα­πλούς πα­ρά­γο­ντες, που είναι ανα­γκαία η ανα­φο­ρά τους, όσο όμως και η δη­μιουρ­γι­κή τους υπέρ­βα­ση, γιατί δια­φο­ρε­τι­κά θα κιν­δυ­νεύ­ουν να ανα­πα­ρα­χθούν οι υφι­στά­με­νοι δυ­σμε­νείς κοι­νο­βου­λευ­τι­κοί συ­σχε­τι­σμοί σε βάρος της ερ­γα­τι­κής τάξης. Με­τα­ξύ των άλλων οφεί­λει να επι­ση­μά­νει κα­νείς εντε­λώς συ­νο­πτι­κά :

          α) Την απο­γο­ή­τευ­ση και το αί­σθη­μα πα­ραί­τη­σης που έχει επι­φέ­ρει η διά­ψευ­ση των ερ­γα­τι­κών προσ­δο­κιών από την επαγ­γε­λία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για την ακύ­ρω­ση των μνη­μο­νί­ων, την επα­να­φο­ρά των ερ­γα­τι­κών μι­σθών, την κα­τάρ­γη­ση της υπέρ-φο­ρο­λό­γη­σης κλπ., και απε­να­ντί­ας την συ­νέ­χι­ση μιας άτεγ­κτης μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής με πλη­θώ­ρα νέων μνη­μο­νια­κών εφαρ­μο­στι­κών νόμων.

          β) Την ολο­σχε­ρή απα­ξί­ω­ση και αφε­ρεγ­γυό­τη­τα των θε­σμι­κών συν­δι­κα­λι­στι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων, που η αντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τά τους έχει φτά­σει κυ­ριο­λε­κτι­κά στο ναδίρ και η αδρά­νειά τους ξε­περ­νά­ει κάθε προη­γού­με­νο, πράγ­μα που συμ­βάλ­λει στην συ­νε­χή απο­ψί­λω­ση του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, με την συ­ναι­νε­τι­κή και ερ­γο­δο­τι­κή τους στάση σ’ όλα τα μεί­ζο­να κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα της τε­λευ­ταί­ας πε­ριό­δου.

          γ) Την πο­λυ­διά­σπα­ση του τα­ξι­κού πόλου του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και το αναι­μι­κό επί­πε­δο των πα­ρεμ­βά­σε­ών του στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή με απο­τέ­λε­σμα να μην μπο­ρεί να ανα­δει­χθεί μια στοι­χειω­δώς συ­νε­κτι­κή και ενω­τι­κή με­τω­πι­κή συ­μπα­ρά­τα­ξη των δυ­νά­με­ων του ΠΑΜΕ, των Συ­σπει­ρώ­σε­ων – Πα­ρεμ­βά­σε­ων και του ΜΕΤΑ, που χωρίς να λύνει το πρό­βλη­μα, θα μπο­ρού­σε να δια­μορ­φώ­σει ευ­νοϊ­κό­τε­ρους όρους για την ερ­γα­τι­κή συν­δι­κα­λι­στι­κή ανά­τα­ξη.

          δ) Την συ­νέ­χι­ση της πα­ρα­λυ­τι­κής επί­δρα­σης του εφε­δρι­κού στρα­τού των ανέρ­γων στην ενερ­γό ερ­γα­τι­κή τάξη, κατά μεί­ζο­να λόγο στον ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο του ιδιω­τι­κού τομέα της οι­κο­νο­μί­ας. Πρό­κει­ται για μια πο­λυ­σή­μα­ντη νίκη των δυ­νά­με­ων του κε­φα­λαί­ου επί της ερ­γα­σί­ας, εφό­σον κα­τόρ­θω­σαν τα προη­γού­με­να χρό­νια να εκ­κα­θα­ρί­σουν τα ανε­παρ­κώς αξιο­ποιού­με­να και ζη­μιο­γό­να κε­φά­λαια, με­τα­θέ­το­ντας το βάρος της αντι­με­τώ­πι­σης της κρί­σης στην ζω­ντα­νή ερ­γα­σία.

          ε) Τον πο­λυ­τε­μα­χι­σμό των ση­με­ρι­νών ερ­γα­τι­κών «ταυ­το­τή­των» που υπο­νο­μεύ­ει τις μορ­φές ενω­τι­κής πα­ρέμ­βα­σης της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, εφό­σον χάσμα δια­χω­ρί­ζει την μό­νι­μη απα­σχό­λη­ση στον δη­μό­σιο τομέα με τους όρους απα­σχό­λη­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή, και με την από­στα­ση που εξί­σου χω­ρί­ζει αυ­τούς τους τε­λευ­ταί­ους με τον κόσμο των ανέρ­γων όσο και με τα τμή­μα­τα των ερ­γα­ζο­μέ­νων με τις μορ­φές της προ­σω­ρι­νής και με­ρι­κής απα­σχό­λη­σης.

          στ) Το γε­γο­νός ότι οι πο­λι­τι­κοί φο­ρείς της Αρι­στε­ράς διέ­πο­νται από έναν ορι­σμέ­νο υπο­κει­με­νι­σμό, ανα­πα­ρά­γο­νται δη­λα­δή μο­νο­διά­στα­τα στο πο­λι­τι­κό επί­πε­δο, χωρίς ευ­ρεί­ες ορ­γα­νι­κές δια­συν­δέ­σεις με τμή­μα­τα του κό­σμου της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, δί­νο­ντας προ­τε­ραιό­τη­τα στον ίδιο τους τον εαυτό («ατσά­λω­μα» του κόμ­μα­τος, δια­σφά­λι­ση κοι­νο­βου­λευ­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης πάση θυσία, «ανώ­τε­ρη μορφή» κομ­μου­νι­στι­κής ορ­γά­νω­σης), αντί της κυ­ρί­αρ­χης υπη­ρέ­τη­σης της καί­ριας υπό­θε­σης της ανα­συ­γκρό­τη­σης και διεύ­ρυν­σης του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος.

Αστι­κή δι­πο­λι­κή δια­μά­χη ή

εί­σο­δος των λαϊ­κών τά­ξε­ων στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο ;

          Όλα θα εξαρ­τη­θούν από το είδος της κε­ντρι­κής πο­λι­τι­κής αντι­πα­λό­τη­τας που θα επι­κρα­τή­σει στη διάρ­κεια του 2018. Εάν το λαϊκό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα δεν κα­τορ­θώ­σει να απο­τυ­πώ­σει μια δυ­να­μι­κή πα­ρου­σία, τότε η επι­κρά­τη­ση του αστι­κού δι­πό­λου με­τα­ξύ ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού της συ­ντη­ρη­τι­κής πα­ρά­τα­ξης (ΝΔ) απέ­να­ντι στην «ήπια» κε­ντρο­α­ρι­στε­ρή εκ­δο­χή της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής (ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ), θα είναι πε­ρισ­σό­τε­ρο από βέ­βαιη. Τα αντα­να­κλα­στι­κά των λαϊ­κών τά­ξε­ων απέ­να­ντι στο εν­δε­χό­με­νο επα­νό­δου του σα­ρω­τι­κού νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού της Δε­ξιάς θα οδη­γή­σουν ένα μέρος τους στο να συ­γκρα­τη­θούν στην εκλο­γι­κή επιρ­ροή της Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο μά­λι­στα που μετά τον Αύ­γου­στο 2018 εκ των πραγ­μά­των ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα προ­χω­ρή­σει σε μια εν­δε­χό­με­νη ψευ­δε­πί­γρα­φη «αρι­στε­ρή στρο­φή» προ­κει­μέ­νου να ενι­σχύ­σει τις κε­ντρο­μό­λες τά­σεις του λαϊ­κού του ακρο­α­τη­ρί­ου. Άλ­λω­στε η ΝΔ από κοι­νού με τον ΣΕΒ όχι μόνον δεν φρο­ντί­ζει να «κρύ­ψει» τις ανοι­χτά αντι­δρα­στι­κές επι­λο­γές των κυ­ρί­αρ­χων τά­ξε­ων, αλλά τις ανα­δει­κνύ­ει πα­νη­γυ­ρι­κά σε όλους τους τό­νους : Ου­σια­στι­κή απαλ­λα­γή των επι­χει­ρή­σε­ων από την φο­ρο­λό­γη­ση, πε­ριο­ρι­σμός και απο­λύ­σεις στις δη­μό­σιες κοι­νω­νι­κές υπη­ρε­σί­ες, ακόμη πα­ρα­πέ­ρα απο­ψί­λω­ση των συ­ντά­ξε­ων κλπ. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα πε­ριο­ρι­στούν δρα­στι­κά οι φυ­γό­κε­ντρες τά­σεις του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος, και έτσι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα μπο­ρεί να επι­χει­ρή­σει να κρα­τη­θεί σε ένα αξιό­λο­γο επί­πε­δο εκλο­γι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων, συ­μπιέ­ζο­ντας τα μέ­γι­στα τους σχη­μα­τι­σμούς της Αρι­στε­ράς, που δεν θα μπο­ρούν να ει­σχω­ρή­σουν στο πεδίο αυτής της κε­ντρι­κής δι­πο­λι­κής αστι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης.

          Στην αντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση, εφό­σον η πα­ρέμ­βα­ση των λαϊ­κών τά­ξε­ων κα­τορ­θώ­σει και προ­σλά­βει μια κι­νη­μα­τι­κή δυ­να­μι­κή, θα με­τα­το­πί­σει το κυ­ρί­αρ­χο πλαί­σιο αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων στην αντι­πα­λό­τη­τα ανά­με­σα στις ζω­τι­κές κοι­νω­νι­κές ανά­γκες (ερ­γα­ζο­μέ­νων, ανέρ­γων, συ­ντα­ξιού­χων, νε­ο­λαί­ας) και στην ασκού­με­νη πο­λι­τι­κή της σω­ρευ­τι­κής εφαρ­μο­γής των τριών μνη­μο­νί­ων. Βε­βαί­ως ακόμη και αν η χώρα εξέλ­θει από την «επι­τρο­πεία» και προ­σφύ­γει στις αγο­ρές για την κά­λυ­ψη των δα­νεια­κών της ανα­γκών, οι εκα­το­ντά­δες μνη­μο­νια­κοί νόμοι θα συ­νε­χί­σουν να υπάρ­χουν και να εφαρ­μό­ζο­νται στο ακέ­ραιο : Έξο­δος από τα μνη­μό­νια δεν ση­μαί­νει κα­τάρ­γη­ση των τριών υπαρ­κτών μνη­μο­νί­ων. Σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση η κι­νη­το­ποί­η­ση του λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα θα έχει απέ­να­ντί της και τους δύο πό­λους της αστι­κής πο­λι­τι­κής, εκ των οποί­ων ο ένας (Δε­ξιάς) θα συ­νε­χί­σει να είναι ισχυ­ρός, εφό­σον βα­σί­ζε­ται στις αστι­κές και μι­κρο­α­στι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις του που πα­ρα­μέ­νουν αναλ­λοί­ω­τες. Ο άλλος όμως πόλος (Κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά) θα υπο­στεί μια πολύ ισχυ­ρή απο­διάρ­θρω­ση, γιατί ούτε προς τα δεξιά θα μπο­ρεί να στρα­φεί ούτε προς τα αρι­στε­ρά. Η Αρι­στε­ρά, ανα­τρο­φο­δο­τού­με­νη από μια τέ­τοια εν­δε­χό­με­νη κι­νη­το­ποί­η­ση των λαϊ­κών δυ­νά­με­ων θα μπο­ρεί να προ­βάλ­λει ως η μο­να­δι­κή εναλ­λα­κτι­κή διέ­ξο­δος.

          Στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία είναι προ­φα­νές ότι η κί­νη­ση με την θέση «Η Αρι­στε­ρά στο επί­κε­ντρο» (κομ­μου­νι­στι­κή, ρι­ζο­σπα­στι­κή, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή) , και μά­λι­στα ανά­με­σα στις ισχυ­ρές συ­μπλη­γά­δες του λει­τουρ­γού­ντος αστι­κού δι­πο­λι­σμού, πα­ρό­λη την προ­φα­νή της ανα­γκαιό­τη­τα για τον αρι­στε­ρό κόσμο, δεν μπο­ρεί να έχει επαρ­κή απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα. Κι’ αυτό για τον προ­φα­νή λόγο της χρε­ο­κο­πί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ από τη σκο­πιά υπη­ρέ­τη­σης των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων και προσ­δο­κιών, ενώ βέ­βαια πα­ράλ­λη­λα ο σχη­μα­τι­σμός του μι­κρο­α­στι­κού τε­χνο­κρα­τι­σμού και εκ­συγ­χρο­νι­σμού, λει­τούρ­γη­σε ως το μακρύ χέρι της αστι­κής πο­λι­τι­κής, εδώ και μια τριε­τία. Δεν μπο­ρεί να ξε­κι­νά­ει η εκ­φο­ρά της πο­λι­τι­κής της Αρι­στε­ράς με την αρ­χι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία ότι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εγκα­τέ­λει­ψε το πεδίο της αρι­στε­ρής πο­λι­τι­κής και με­τα­νά­στευ­σε στον νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, γιατί μέσα στην οξεία δι­πο­λι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση (Δε­ξιάς και Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς) αυτό, όσο σωστό και αν είναι, πε­ριο­ρί­ζει τα μέ­γι­στα το πεδίο απεύ­θυν­σης του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος. Η αστι­κή και μνη­μο­νια­κή με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ συ­μπα­ρα­σύ­ρει και τους σχη­μα­τι­σμούς της Αρι­στε­ράς κατά τον πλέον κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό τρόπο.

          Γι’ αυτό η θέση «Το Λαϊκό Κί­νη­μα Χει­ρα­φέ­τη­σης στο προ­σκή­νιο», μπο­ρεί να δια­σφα­λί­σει μια ευ­ρύ­τα­τη απεύ­θυν­ση με τα­ξι­κούς κοι­νω­νι­κούς όρους αντι­πα­ρά­θε­σης των ζω­τι­κών ερ­γα­τι­κών ανα­γκών με τα συμ­φέ­ρο­ντα και τις πο­λι­τι­κές της ιερής συμ­μα­χί­ας ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης και ορ­γά­νων της ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ολο­κλή­ρω­σης. Αυτό απαι­τεί την ολό­πλευ­ρη στρο­φή της Αρι­στε­ράς στην ανά­καμ­ψη του ερ­γα­τι­κού λαϊ­κού κι­νή­μα­τος στους ενερ­γούς ερ­γα­ζό­με­νους, τους άνερ­γους, τη νε­ο­λαία, τους συ­ντα­ξιού­χους, τα αυ­το­α­πα­σχο­λού­με­να μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα. Η προ­βο­λή των βα­σι­κών κοι­νω­νι­κών στό­χων απέ­να­ντι στα πλήγ­μα­τα των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών (ελ­λη­νι­κών ερ­γο­δο­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων + ευ­ρω­παϊ­κών πο­λι­τι­κών αφαί­μα­ξης), όπως είναι η απο­κα­τά­στα­ση και αύ­ξη­ση των μι­σθών, η κα­τάρ­γη­ση της ερ­γα­σια­κής απορ­ρύθ­μι­σης και της προ­σω­ρι­νής και με­ρι­κής απα­σχό­λη­σης, η εξα­σφά­λι­ση ανα­βαθ­μι­σμέ­νου επι­δό­μα­τος ανερ­γί­ας για όλους τους ανέρ­γους, η προ­στα­σία της πρώ­της λαϊ­κής κα­τοι­κί­ας, η απο­κα­τά­στα­ση των συ­ντά­ξε­ων, η κα­τάρ­γη­ση του κα­θε­στώ­τος «έκτα­κτων» φο­ρο­λο­γι­κών επι­βα­ρύν­σε­ων κλπ., μπο­ρούν να θέ­σουν σε κί­νη­ση κα­τη­γο­ρί­ες και τμή­μα­τα του λαϊ­κού συ­να­σπι­σμού των «από κάτω», να απο­νο­μι­μο­ποι­ή­σουν με τρόπο απτό και υλικό την κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή, να κα­τα­στή­σουν κα­θα­ρά και ορατά τα αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της τα­ξι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης, να επα­να­φέ­ρουν με κι­νη­μα­τι­κούς όρους τη λαϊκή ετυ­μη­γο­ρία του «όχι» στο δη­μο­ψή­φι­σμα του Ιου­λί­ου 2015, δη­λα­δή την ανε­λέ­η­τη αντι­πα­λό­τη­τα ανά­με­σα στις ζω­τι­κές λαϊ­κές ανά­γκες και τις απαι­τή­σεις εξα­σφά­λι­σης της κερ­δο­φο­ρί­ας του κε­φα­λαί­ου. Το «όλα είναι εφι­κτά και δυ­να­τά» απέ­να­ντι στο «there is no alternative», όταν οι λαϊ­κές δυ­νά­μεις τί­θε­νται σε κί­νη­ση. Εδώ ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός βρέ­θη­κε στον προ­θά­λα­μο της κα­τάρ­ρευ­σής του με την κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σής και τον άλογο υπερ­δα­νει­σμό του και κα­τόρ­θω­σε να ανα­κάμ­ψει με τα μνη­μό­νια, σκορ­πώ­ντας τη δυ­στυ­χία στον λαϊκό κόσμο, προ­κα­λώ­ντας τε­ρά­στια κύ­μα­τα ανερ­γί­ας, εξο­ρί­ζο­ντας τη νε­ο­λαία στη με­τα­νά­στευ­ση και στην ετε­ρο­α­πα­σχό­λη­ση, εξα­θλιώ­νο­ντας τον ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο, κα­τα­κρε­ουρ­γώ­ντας τους συ­ντα­ξιού­χους κ.ά., και δεν είναι «δυ­να­τή και εφι­κτή» η ικα­νο­ποί­η­ση των ζω­τι­κών λαϊ­κών ανα­γκών σε βάρος των αστι­κών συμ­φε­ρό­ντων ;

          Μόνον μια τέ­τοια κί­νη­ση των ερ­γα­τι­κών δυ­νά­με­ων, με την «υπό­γεια δου­λειά» του «αρου­ραί­ου» της Αρι­στε­ράς, που να φέρει τον λαϊκό πα­ρά­γο­ντα στο προ­σκή­νιο, μπο­ρεί να οδη­γή­σει εξί­σου σε ρι­ζι­κούς επα­να­προσ­διο­ρι­σμούς των πο­λι­τι­κών των αρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών :

Μόνον μια τέ­τοια κί­νη­ση μπο­ρεί να συ­μπα­ρα­σύ­ρει την πο­λι­τι­κή του ΚΚΕ για την «λαϊκή και ερ­γα­τι­κή εξου­σία» του μέλ­λο­ντος να προ­σγειω­θεί «ανώ­μα­λα» με τα­κτι­κούς όρους και με­τα­βα­τι­κούς όρους στο ιστο­ρι­κό παρόν.

Μόνον μια τέ­τοια κί­νη­ση είναι σε θέση να συμ­βάλ­λει στον αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας τις λο­γι­κές της ανα­πτυ­ξιο­λο­γί­ας , της πα­ρα­γω­γι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης, της κα­θο­ρι­στι­κής στή­ρι­ξης των μι­κρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων, της εθνι­κό-πα­τριω­τι­κής συμ­μα­χί­ας.  

Μόνον μια τέ­τοια κί­νη­ση μπο­ρεί να υπο­χρε­ώ­σει το ΝΑΡ (ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ) να προσ­δώ­σει υλικό, συ­γκε­κρι­μέ­νο και απτό πε­ριε­χό­με­νο στην «κομ­μου­νι­στι­κή ελ­πί­δα» στην τρέ­χου­σα συ­γκυ­ρία, αντί της απο­γεί­ω­σης σε μια υπερ­βα­τι­κή προ­ο­πτι­κή, που συ­σπει­ρώ­νει στρώ­μα­τα της φοι­τη­τι­κής νε­ο­λαί­ας, αδυ­να­τώ­ντας να δια­μορ­φώ­σει γέ­φυ­ρες επι­κοι­νω­νί­ας με την ερ­γα­τι­κή τάξη.

Με την κα­θί­ζη­ση και υπο­χώ­ρη­ση της όποιας προη­γού­με­νης τα­ξι­κής δυ­να­μι­κής του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, καθώς και την ου­σια­στι­κή απου­σία πλα­τειών ορ­γα­νι­κών σχέ­σε­ων της Αρι­στε­ράς  με τον ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο, στις ερ­γα­τι­κές συ­νει­δή­σεις  η οπτι­κή της τα­ξι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης στην πα­ρα­γω­γή με την κα­πι­τα­λι­στι­κή εξου­σία και κυ­ριαρ­χία απο­μα­κρύ­νε­ται και «απω­θεί­ται», και έτσι τη θέση της προ­σλαμ­βά­νει η αστι­κή λο­γι­κή των πι­θα­νών κοι­νο­βου­λευ­τι­κών «επι­λο­γών» της ερ­γα­τι­κής τάξης σε μια επερ­χό­με­νη εκλο­γι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση. Αυτό ση­μα­το­δο­τεί τον «απο­χαι­ρε­τι­σμό στα όπλα» για τον μι­σθω­τό ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο και μιαν ορι­σμέ­νη «κοι­νο­βου­λευ­τι­κο­ποί­η­ση» των αντι­λή­ψε­ων και πρα­κτι­κών, γε­γο­νός που ωθεί τους ερ­γα­ζό­με­νους στο πεδίο των πο­λι­τι­κών αντα­γω­νι­σμών της αστι­κής πο­λι­τι­κής. Η με­τα­τρο­πή της ερ­γα­τι­κής τάξης σε «πε­ρί­γυ­ρο» του αστι­κού κοι­νο­βου­λί­ου, όπου με­τρά­ει τις δυ­νη­τι­κές επι­πτώ­σεις της ψήφου της στο ένα ή στο άλλο κόμμα, ου­σια­στι­κά αναι­ρεί την ίδια την τα­ξι­κή υπο­κει­με­νο­ποί­η­ση και υπό­στα­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της Αρι­στε­ράς. Γι’ αυτό και λο­γι­κές που εστιά­ζουν κυ­ρί­αρ­χα στην αντί­λη­ψη «αρκεί να έχου­με πα­ρου­σία στο κοι­νο­βού­λιο, και με τον πο­λι­τι­κό μας λόγο, θα αλ­λά­ξου­με ρι­ζι­κά τα πράγ­μα­τα» δεν έχουν ιδιαί­τε­ρη τα­ξι­κή βα­ρύ­τη­τα. Π.χ. η αδιά­λει­πτη πα­ρου­σία του ΚΚΕ στη βουλή δεν έχει επι­φέ­ρει μέχρι σή­με­ρα καμιά τρο­πο­ποί­η­ση του τα­ξι­κού συ­σχε­τι­σμού των κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων.

Συμ­βαί­νει μ’ άλλες λέ­ξεις μια κυ­ριο­λε­κτι­κή αντι­στρο­φή των ρόλων της ερ­γα­τι­κής τάξης και των αρι­στε­ρών πο­λι­τι­κών φο­ρέ­ων. Για ένα μαρ­ξι­στι­κό επα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί παρά να είναι πρω­τί­στως μορφή πο­λι­τι­κής έκ­φρα­σης αυτού του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, χωρίς την ύπαρ­ξη και κί­νη­ση του οποί­ου, οποια­δή­πο­τε μορφή του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος πε­ρι­πί­πτει στην πα­ρα­φθο­ρά του αστι­κού κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού. Κι’ ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν μπο­ρεί το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα να απο­τε­λεί τον «φτωχό συγ­γε­νή» μιας Αρι­στε­ράς που του απευ­θύ­νε­ται να την ενι­σχύ­σει, είτε με όρους αστι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης, είτε με όρους στή­ρι­ξης του κομ­μα­τι­κού της υπο­κει­με­νι­σμού, θέ­το­ντας σε τρι­τεύ­ου­σα μοίρα την αυ­τό­νο­μη συλ­λο­γι­κή κοι­νω­νι­κή ορ­γά­νω­ση των ίδιων των ερ­γα­ζο­μέ­νων, ιδιαί­τε­ρα στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή.

Γι’ αυτό και οι όποιες εκ­κλή­σεις των αρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών (κομ­μου­νι­στι­κών, ρι­ζο­σπα­στι­κών, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κών κ.ά.) δεν μπο­ρούν να έχουν καμία απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα εφό­σον δεν πραγ­μα­τώ­νε­ται η «σύ­ντη­ξη» Αρι­στε­ράς και ερ­γα­τι­κής τάξης στο ίδιο το κα­μί­νι της τα­ξι­κής πα­ρα­γω­γι­κής δια­πά­λης. Γι’ αυτό και οι εκ­κλή­σεις των αρι­στε­ρών συν­δι­κα­λι­στι­κών πα­ρα­τά­ξε­ων και κομ­μά­των, πα­ράλ­λη­λα με αυτές της ερ­γο­δο­τι­κής συν­δι­κα­λι­στι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, πέ­φτουν στο κενό, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας πα­νερ­γα­τι­κές απερ­γί­ες δίχως αξιό­λο­γη συμ­με­το­χή και άρα χωρίς απο­τέ­λε­σμα στον κοι­νω­νι­κό συ­σχε­τι­σμό των τα­ξι­κών δυ­νά­με­ων.

Ετικέτες