Θέλω να μείνω σε αυτό γιατί, συχνότατα, η σχετική συζήτηση (δεν) γίνεται, με την επίκληση της υποχρέωσης «να μην είμαστε σκαντζόχοιροι», «να μην κρατάμε αριστερόμετρο». Με την έκφραση, δηλαδή, μιας δυσανεξίας των «ανοιχτών» απέναντι στους «στενούς».

Στην «Αυγή» της περασμένης Κυριακής, με ένα του άρθρο που συζητήθηκε πολύ [1], ο Δημήτρης Σεβαστάκης έκφρασε την ανησυχία, το φόβο και τη στενοχώρια του για κάποια φαινόμενα που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ στη διαδρομή του προς ανάληψη της διακυβέρνησης.

Ένα εξ αυτών, ίσως από τα κυριότερα, είναι και το γεγονός πως μεγάλο τμήμα όσων θα τον επιλέξουν στις εκλογές δεν θα το κάνουν για τους λόγους, που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιθυμούσε. Σίγουρα δεν θα πρόκειται για στρατευμένους στη μεγάλη υπόθεση της σοσιαλιστικής χειραφέτησης. Ούτε καν για πολίτες πεπεισμένους πως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά τα βασικά και τα μεγάλα –από την αναδιανομή μέχρι την αλληλέγγυα οικονομία και τα παρόμοια- αξίζει αγώνα και θυσίες για την υλοποίησή του στο μέτρο που οικοδομεί μια «καλή κοινωνία», έστω και χωρίς επαναστατικές προδιαγραφές.

Πάει να πει, δηλαδή, πως η εκλογική προτίμηση κάθε άλλο παρά σημαίνει προσχώρηση στις αξίες και της προτεραιότητες της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Όπως το έθεσε σε προηγούμενο κείμενό του ο ίδιος, ο ΕΝΦΙΑ είναι η αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ: «Έρχεται τρέχοντας ο μικροαστός με το εκκαθαριστικό του φόρου και το ψηφοδέλτιο στο χέρι».

Έγραψε, λοιπόν, ο Δημήτρης Σεβαστάκης την Κυριακή στην Αυγή: «Ο ανεξέλικτος μικροαστός, χωρίς εγερτικό σθένος, χωρίς καμιά πολιτική ποιότητα, παραγγέλνει από τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ αυτό που του λείπει. Ασφάλεια και φράγκα. Ανασυγκροτεί μια συντηρητική νοοτροπία, μια υπερδεξιά πλαστικότητα. Όχι την καιροσκοπική που ξέρουμε, ούτε αυτή που διακρίναμε πίσω από τις επιστρώσεις του νεόπλουτου τυχοδιωκτισμού. Αλλά μια πιο μίζερη και καταθλιπτική πολιτική «ευλυγισία», εξίσου δουλική και στασιμοποιητική με τις παραδοσιακές.

Έτσι βέβαια γράφεται η ιστορία. Αυτά τα άθλια υπήρξαν τα υλικά της. Ο Μαρξ θεμελίωσε την ανάγκη ως μοχλό της (το πήρε κι ο ΣΥΡΙΖΑ και το πιπιλίζει). Ποια όμως ανάγκη; Γιατί δεν υπάρχουν ανάγκες εκτός ιστορίας, αλλά η κάθε περίοδος συγκροτεί τις δικές της ιεραρχήσεις. Ολόκληρο το δικό μας οικοδόμημα βασίζεται σε ψευδοανάγκες, σε πολιτισμικές επιστρώσεις, όπου ο μικροαστός νομίζει, θεωρεί, παρανοεί. Ως γνωστόν ανάγκη γι” αυτόν υπήρξε η κοινωνική εγγραφή μέσα απ” την καταναλωτική επέκταση, τη μεγέθυνση».

Νομίζω πως ο Σεβαστάκης θέτει πραγματικά και σημαντικά θέματα. Που αγγίζουν το καίριο ζήτημα της ηγεμονίας, αυτής της τόσο αμφίβολης κατάκτησης ακόμη και στις καλύτερες των περιπτώσεων για την Αριστερά –πόσο μάλλον στη σημερινή περίοδο απελπισμένης άμυνας των κοινωνιών σε ολόκληρο των κόσμο.

Η γνώμη μου, βέβαια, είναι πως οι προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ θα καθοριστούν εν τέλει από το πόσο η πολιτεία του, πρωταρχικά και κυρίαρχα, θα προσανατολιστεί προς την υπηρεσία των πραγματικά πληβειακών στρωμάτων της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Και οι προϋποθέσεις προκειμένου να κυριαρχήσει ένας τέτοιος προσανατολισμός δεν είναι ανύπαρκτες –κάθε άλλο θα έλεγα, όπως έχει δείξει η επί σειρά ετών πορεία της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αρκεί, μ’ όλες τις αναπόφευκτες (;) κουτσουκέλες, να μην γίνει σκόντο προς την πλευρά των «αναγκών» του ανθρωπότυπου που περιγράφει στο άρθρο του ο Σεβαστάκης [2]. Με άλλα λόγια, η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ γρήγορα και με σαφήνεια να δηλωθεί από τι θα ακολουθηθεί σε ό,τι αφορά την απαραίτητη επιβάρυνση των ευκατάστατων, αν είναι να κάνουμε τη δουλειά που πρέπει προς όφελος όσων έχουν πραγματικά μεγάλη ανάγκη –και είναι εκατομμύρια αυτοί.

Θέλω να πω, δεν πιστεύω πως αναγκαστικά «αυτό το απίθανο κοινωνικό υλικό προδεσμεύει την Αριστερά στο πρώτο διάβημά της προς την εξουσία». Τα πράγματα, έτσι κι αλλιώς, είναι εξαιρετικά δύσκολα. Η κατά το δυνατόν ορθή, ωστόσο, αντίληψη της κατάστασης μαζί και η πολιτική βούληση για τομές στα παραγωγικά, καταναλωτικά και πολιτιστικά πρότυπα είναι όπλα που διαθέτουμε. Διότι, αν δεν τα διαθέτουμε, όλα τα υπόλοιπα είναι άσκοπα. Αν δεν μας είναι καθαρό πως δεν υπάρχει επιστροφή στο “μεσοστρωματικό ανθρωπότυπο του glamorous 2004” όχι γιατί δεν γίνεται, αλλά γιατί είναι απεχθής, τότε, απλώς, δεν βγαίνει νόημα.

Η συζήτηση αυτή, όμως, μας δίνει την ευκαιρία να εστιάσουμε σε κάτι συναφές, πιο περιορισμένο, αλλά και πιο άμεσο.

Στο περίφημο «άνοιγμα του κόμματος». Που αντιστοιχεί σε μια πραγματικά επιτακτική ανάγκη για έναν πολιτικό οργανισμό μεγαλύτερο ποσοτικά και πιο διεισδυτικό κοινωνικά. Που δεν αφορά, άρα, την προσέλκυση παραγόντων, αλλά τη διεύρυνση της έμπρακτης υποστήριξης, της συμμετοχής των απλών ανθρώπων, χωρίς τους οποίους τα πράγματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα από ό,τι ήδη είναι.

Θέλω να μείνω σε αυτό γιατί, συχνότατα, η σχετική συζήτηση (δεν) γίνεται, με την επίκληση της υποχρέωσης «να μην είμαστε σκαντζόχοιροι», «να μην κρατάμε αριστερόμετρο». Με την έκφραση, δηλαδή, μιας δυσανεξίας των «ανοιχτών» απέναντι στους «στενούς».

Κι αυτό δεν βοηθάει καθόλου τη δουλειά που έχουμε να κάνουμε.

Ας ξεκαθαρίσω, λοιπόν, πως ο προβληματισμός σε ό,τι αφορά τους «ελευσόμενους» πολιτικούς παράγοντες, που προσεγγίζουν το ΣΥΡΙΖΑ όσο πλησιάζει η ώρα της πιθανής ανάληψης από μέρους του της διακυβέρνησης, δεν έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός πως πλείστοι και πλείστες εξ αυτών υπηρέτησαν –επί δεκαετίες σε κάποιες περιπτώσεις- άγριες αντικοινωνικές πολιτικές. Ούτε το ερώτημα γιατί ένας πρώην βουλευτής ή βουλεύτρια του ΠΑΣΟΚ π.χ. πρέπει να αναπαραχθεί σε αντίστοιχο ρόλο στο ΣΥΡΙΖΑ και όχι σε κάτι σημαντικότερο για τον αγώνα του κόμματος.

Υπάρχει κάτι που έχει μεγαλύτερη σημασία. Και είναι η αντίληψη για το τι συνιστά πολιτική, κυβέρνηση, εξουσία. Η διαπαιδαγώγηση και οι διαμορφωτικές πρακτικές των στάσεων έναντι αυτών των ζητημάτων ανθρώπων που «ανδρώθηκαν» από πολύ «υπεύθυνες θέσεις» στους μηχανισμούς του δικομματισμού είναι ό,τι δεν θα θέλαμε να δούμε, επί ποινή εξευτελισμού, να αναπαράγονται στη ριζοσπαστική Αριστερά.

Δεν είναι καθόλου ήσσονος σημασίας όλα αυτά. Και κανενός είδους υπολογισμοί δεν μπορούν να τα παραμερίσουν. Γιατί το να είσαι ριζοσπαστική Αριστερά είναι «κάτι το ωραίον», έχει όμως και περιορισμούς. Αξιακούς, κατ’ αρχήν. Κυρίως, όμως, στρατηγικούς.

Που σημαίνει: ο κομμουνισμός ή είναι από τώρα ή δεν είναι ποτέ.

Σημειώσεις

[1] «Το χαρούμενο και λυπηρό στρίμωγμα της Αριστεράς», Αυγή, 28 Σεπτεμβρίου 2014

[2] «Ο τύπος που περιγράφω μπορεί να έχει και συνέχεια. Π.χ. έγινε μέλος της νομαρχιακής, αφού κατέβασε τους παλιούς συναδέλφους του στην οργάνωση και τον ψήφισαν. Έκανε δικό του μπλογκ και ανεβάζει ανέκδοτα για τον Σαμαρά. Σιγά – σιγά θα μοιράζει δουλειές ΕΣΠΑ», όπ. π.

Ετικέτες