Tοποθέτηση στην ΚΕ ΣΥΡΙΖΑ - 8 Δεκέμβρη 2013
Τρεις εισαγωγικές παρατηρήσεις:
Πρώτη. Στην εισηγητική ομιλία του προέδρου καθώς και στο κείμενο πολιτικής απόφασης περιλαμβάνεται (ακόμη) μια καινούργια ιδέα: η διοργάνωση δημόσιων φόρουμ «διαβούλευσης με την κοινωνία» των προγραμματικών θέσεων με την συμμετοχή φορέων και προσώπων εκτός κόμματος. Η ιδέα αυτή κρύβει έναν ενδεχόμενο κίνδυνο. Τον κίνδυνο να «νομιμοποιηθούν» ντε φάκτο μέσα από την συμμετοχή σ’ αυτή την δημόσια διαδικασία πρόσωπα που εκπροσωπούν πολιτικές απόψεις και χώρους, ως επιλογή συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο πρέπει να αποφευχθεί. Το κόμμα, δια των συλλογικών του οργάνων, έχει την αποκλειστική ευθύνη και υποχρέωση να αποφασίσει τις προγραμματικές θέσεις (ασφαλώς διαβουλευόμενο με ποικίλους τρόπους με την κοινωνία) και πολύ περισσότερο τις πολιτικές συμμαχίες.
Δεύτερη. Έχει ήδη προηγηθεί μια πλούσια συζήτηση κατά την οποία ορισμένοι/ες σύντροφοι/σες επέλεξαν να καταπιαστούν με ζητήματα που αφορούν στην στρατηγική, στην ιδεολογία, στην θεωρία προκειμένου να αναδείξουν τις αξίες του διεθνισμού και να επαναφέρουν στοιχεία μιας συζήτησης - αντιπαράθεσης γύρω από τα σχετικά ζητήματα με τρόπο, αναγκαστικά λόγω χρόνου, σχηματικό ακόμη και συνθηματολογικό. Ωστόσο πέρα από την ουσία αυτών των θεμάτων και τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας συζήτησης πρέπει να ξαναθέσουμε το ερώτημα: τι σχέση έχει αυτή η προσέγγιση που γίνεται αποκλειστικά επάνω στο έδαφος των κειμένων με την εικόνα της κοινωνίας για την πολιτική και την στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ; Τι σχέση έχουν εν τέλει τα ίδια τα κείμενα με τον δημόσιο λόγο κεντρικών στελεχών της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και με τις πολιτικές επιλογές; Η διαφορά αυτή μεταξύ των κομματικών κειμένων και αποφάσεων και του δημόσιου λόγου κεντρικών στελεχών από τα ΜΜΕ δεν παρουσιάζεται δυστυχώς σπανίως και δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Το έχουμε αναδείξει εδώ και καιρό και είναι κακό να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε ιδιαίτερα μάλιστα στο επίπεδο των μελών του ηγετικού οργάνου.
Τρίτη. Έχει ήδη αναδειχτεί στην σημερινή συζήτηση από άλλους/ες συντρόφους/σες το πρόβλημα της κομματικής λειτουργίας, οικοδόμησης και παρέμβασης. Το ζήτημα αυτό είναι απολύτως κεντρικό καθώς αφορά στην ζωντανή, οργανωμένη σχέση του κόμματος με την κοινωνία και καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμο στην συγκεκριμένη περίπτωση όπου ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί με όρους απολύτως ρεαλιστικούς την «κυβέρνηση της αριστεράς». Και μόνο η διαπίστωση ότι η απόφαση της φθινοπωρινής ΚΕ για συγκρότηση Λαϊκών Επιτροπών Αντίστασης και Ανατροπής εγκαταλείφτηκε στην πράξη πριν καλά καλά επιχειρηθεί, αρκεί για να φανεί το μέγεθος και η σημασία του προβλήματος. Ο κίνδυνος της «ρευστοποίησης» της καθοδηγητικής διαδικασίας, συζήτησης και οργάνωσης της παρέμβασης των μελών, στο επίπεδο των ψηφοφόρων – τηλεθεατών είναι υπαρκτός.
Τα προβλήματα αυτά που δημιουργεί η υποκατάσταση της κομματικής λειτουργίας από τις κεντρικές δημόσιες παρεμβάσεις συνιστούν ταυτόχρονα προβλήματα δημοκρατίας και, μεταξύ άλλων, δημιουργούν πιέσεις στις διαφορετικές απόψεις εντός του κόμματος για αυτοπεριορισμό. Ένα ιδιότυπο «σιωπητήριο».
Από κει και πέρα. Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό είδαμε τον Σαμαρά να επιτίθεται σφοδρά στον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο τονίζοντας την υπεροχή του στον κυβερνητικό «διαχειριστικό ρεαλισμό» αλλά τονίζοντας και την ιδεολογική διαχωριστική. Ο Σαμαράς βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Πιέζεται ασφαλώς από τον ΣΥΡΙΖΑ και την εκτίμηση ότι θα χάσει τις εκλογές όταν αυτές γίνουν. Όμως ταυτόχρονα πιέζεται γιατί σήμερα δεν αποτελεί πλέον την αδιαφιλονίκητη επιλογή που εξασφαλίζει την σταθερότητα και την έξοδο από την κρίση για το ντόπιο αστικό σύστημα. Σε συνθήκες βαθέματος της κρίσης και των ευρωπαϊκών αδιεξόδων όπου τα υπαρξιακά ερωτηματικά για την ΟΝΕ και την ΕΕ πολλαπλασιάζονται. Σε συνθήκες όπου η ελληνική εκδοχή της κρίσης παροξύνεται και πλέον, πέρα από την σφοδρή υποτίμηση της εργασίας και της ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας, πλήττονται και τμήματα του ντόπιου κεφαλαίου. Σε συνθήκες όπου η «ελληνική περίπτωση» ξεφεύγει από το γενικό ευρωπαϊκό πλαίσιο της κρίσης και των κυρίαρχων επιλογών διαχείρισής της και μετατρέπεται από «μνημονιακό υπόδειγμα» σε ενδεχόμενο «έρμα», οι ντόπιες αστικές δυνάμεις αναζητούν κυβερνητικές λύσεις διευρυμένης συναίνεσης. Ασφαλώς ο Σαμαράς εκπροσωπεί κατά προτεραιότητα τα ντόπια αστικά συμφέροντα ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να εκπροσωπήσει και όλες τις εκδοχές του «αστικού σχεδίου».
Ο Σαμαράς επέλεξε, την ώρα της υψηλότερης ακροαματικότητας της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, να επιτεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και στην αριστερά συνολικότερα, στο ιδεολογικό πεδίο. Ακούσαμε τον πρωθυπουργό (σε ακόμη μια θλιβερή και ταυτόχρονα προκλητική παρέμβασή του) να κάνει ιδεολογική προπαγάνδα από το βήμα της Βουλής για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του καπιταλισμού και της αγοράς απέναντι στην σοσιαλιστική στρατηγική. Μια δική του εκδοχή του θατσερικού ΤΙΝΑ (δεν υπάρχει εναλλακτική). Από την δική του σκοπιά η επιλογή αυτή έχει νόημα. Αντιλαμβάνεται σαφώς τον κεντρικό ρόλο των ιδεών και τον κίνδυνο που ελλοχεύει γι’ αυτόν και το σύστημα που εκπροσωπεί, αν οι ανατρεπτικές σοσιαλιστικές ιδέες της αριστεράς ηγεμονεύσουν στην κοινωνία.
Μάλιστα συμπύκνωσε την προπαγάνδα του στο νομισματικό δίλημμα. Έθεσε απροκάλυπτα το ευρώ ως ιδεολογικό όριο αναδεικνύοντας την βαθύτερη ουσία της αντιπαράθεσης και προσπαθώντας, με αναφορά στις δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στο Τέξας, να εκμεταλλευτεί τις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αλήθεια είναι πως στις σημερινές συνθήκες της κρίσης το ευρώ αποτελεί όριο. Όριο μονοσήμαντο καθώς εμφανίζεται ως «τα δεσμά της φυλακής» που ονομάζεται ΟΝΕ για τον κόσμο της εργασίας και τους ευρωπαϊκούς λαούς. Ωστόσο η σύγκρουση μ’ αυτό το όριο δεν οδηγεί μόνο σ’ ένα δρόμο, της ανατροπής της λιτότητας, της απελευθέρωσης και της σοσιαλιστικής προοπτικής. Στις μέρες μας αυξάνονται οι «ευρωσκεπτικιστικές» φωνές από αστικά κέντρα καθώς και από την αναδυόμενη ακροδεξιά στην Ευρώπη.
Το ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο της σύγκρουσης με την ΟΝΕ είναι το καθοριστικό ζήτημα.
Η αριστερή σύγκρουση με την ΟΝΕ και το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν είναι ευρωσκεπτικιστική. Αντίθετα ανοίγει δρόμους για τον κόσμο της εργασίας και τους ευρωπαϊκούς λαούς με σοσιαλιστική προοπτική. Ανοίγει τον δρόμο για την «Ευρώπη των λαών» και του σοσιαλισμού. Το κέντρο στην αριστερή, σοσιαλιστική απάντηση στην κρίση δεν βρίσκεται πρωτίστως στο νόμισμα αλλά στο εργατικό, λαϊκό του πρόγραμμα. Η ενδεχόμενη έξοδος από το ευρώ θα προκύψει ως συνέπεια του προγράμματος και της ανυποχώρητης στάσης της κυβέρνησης της αριστεράς στην Ελλάδα που θα αναλάβει την ευθύνη της ανατροπής και θα εκκινήσει μια ανατρεπτική διαδικασία σε όλη την Ευρώπη.
Ωστόσο σε μια τέτοια εξέλιξη για να στηριχθεί η ανατρεπτική δυνατότητα, πρέπει ο λαός, ο κόσμος της εργασίας να είναι ο πρωταγωνιστής. Όχι απλά και μόνο ψηφοφόρος. Χρειάζεται να γνωρίζει το σχέδιο και τα ενδεχόμενα και να εμφορείται από την αποφασιστικότητα της αριστεράς και των ιδεών της.
Αυτή η υπόθεση δεν είναι ζήτημα απλά και μόνο της ιδεολογικής προπαγάνδας η οποία είναι επιβεβλημένη. Στην κλίμακα της μαζικής πολιτικής οι ιδέες ζουν και αναπτύσσονται κατά προτεραιότητα μέσα στους μεγάλους πολιτικούς στόχους. Σήμερα συμπυκνώνονται στην φυσιογνωμία της κυβέρνησης της αριστεράς.
Το ζήτημα αυτό, η φυσιογνωμία και το περιεχόμενο της κυβέρνησης της αριστεράς, αποτελούν σήμερα τον ακρογωνιαίο λίθο της ανατρεπτικής προοπτικής. Η κυβέρνηση της αριστεράς δεν μπορεί να είναι κυβέρνηση διάφορων και διαφορετικών αριστεροδέξιων συμμαχιών και κυβερνητικών εκδοχών «εθνικής σωτηρίας και ενότητας» με την συμμετοχή της αριστεράς. Κάτι τέτοιο θα σημάνει το άδοξο τέλος της ιστορικής ευκαιρίας και ενδεχόμενη καταστροφή για την ίδια την αριστερά και μαζί για την ελπίδα του λαού.
Η κυβέρνηση της αριστεράς είναι ιδεολογικοπολιτικό πρόταγμα και στόχος στράτευσης του λαού σε ανατρεπτικό αγώνα και απελευθερωτική σοσιαλιστική προοπτική. Δεν μπορούμε, δεν πρέπει να αφήσουμε να διολισθήσει στην παγίδα των ανεξέλεγκτων «διευρύνσεων», ελέω εκλογικών υπολογισμών και αλγεβρικών αθροισμάτων.