Η επινοητικότητα, ο προκλητικός κυνισμός και η πλήρης απαξίωση του δικαιώματος στην εργασία είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, που αποτυπώνονται σε μια σειρά αντεργατικά μέτρα, ιδιαίτερα στα χρόνια της μνημονιακής λεηλασίας.
Ο Α. Λοβέρδος, θέλοντας να δικαιώσει αυτή την εκτίμηση, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Την ώρα που η δημόσια εκπαίδευση διαλύεται από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις (απολύσεις εκπαιδευτικών και διαθεσιμότητες, συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολικών μονάδων, δραματική υποχρηματοδότηση, αύξηση ωραρίου), ο υπουργός Παιδείας βρήκε τη «λύση» για τα περίπου 1.100 κενά που υπάρχουν στα σχολεία: «εθελοντές» εκπαιδευτικούς που θα δουλεύουν αμισθί, με αντάλλαγμα μια κάποια μοριοδότηση σε μελλοντικές προσλήψεις. Στους ωρομίσθιους που έτρεχαν ανά την Ελλάδα για ψίχουλα, ελπίζοντας να βρουν κάποτε μια μόνιμη θέση, τώρα θα μένει μόνο το τρέξιμο και φυσικά... η ελπίδα του διορισμού.
Μετά τους «ωφελούμενους» των 425 ευρώ μέσω των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ και τους χιλιάδες απλήρωτους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που δουλεύουν υπερωρίες για να «βάλουν πλάτη» στην κρίση των αφεντικών τους, η «δωρεάν εργασία» στα σχολεία (εκτός αν θεωρηθεί αμοιβή η υπόσχεση για μια θέση παραπάνω στον πίνακα κατάταξης) θα αποτελέσει ακόμα ένα χτύπημα για τις απορρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις, προωθώντας την εξευτελιστική εκμετάλλευση νέων ανθρώπων που ασφυκτιούν από την ανεργία. Όμως ο Λοβέρδος δεν είναι μόνος.
Οι τεράστιες ελλείψεις προσωπικού στους ΟΤΑ και μάλιστα σε υπηρεσίες αιχμής έχουν μετατρέψει την τοπική αυτοδιοίκηση σε πεδίο εφαρμογής ελαστικών εργασιακών σχέσεων: δίμηνα, κοινωφελής εργασία, ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ. κ.λπ. Ορισμένες δημοτικές αρχές είπαν να εξελίξουν τις παραπάνω πρακτικές, βαφτίζοντας δήθεν εθελοντισμό τη μαύρη και ανασφάλιστη εργασία, τη στιγμή που οι υπηρεσίες και οι κοινωνικές δομές των δήμων καταρρέουν από το βάρος των περικοπών και των κενών. Σχετική ανακοίνωση, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και καταγγέλλει κάθε προσπάθεια «μαύρης εργασίας» με το πρόσχημα του εθελοντισμού, έβγαλε και η ομοσπονδία των εργαζομένων στους ΟΤΑ.
Πέρα από την καθαρή εκμετάλλευση, η τζάμπα εργασία βοηθάει στην εμπέδωση κλίματος πειθάρχησης και μειωμένων προσδοκιών για το 1,5 εκατ. ανέργους και όχι μόνο. Η προσωρινή-απλήρωτη εργασία μετατρέπεται σε νέα «κανονικότητα». Η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό θέλουν να μας κάνουν να συνηθίσουμε την απληρωσιά, τη μαθητεία, τα 5μηνα, τους μισθούς πείνας, το «λεφτά μαύρα και στο χέρι, χωρίς ασφάλιση». Χωρίς αυτοπεποίθηση, να παρακαλάμε τους κυβερνώντες ή τα αφεντικά για «εθελοντικά μεροκάματα» στο όνομα της «εμπειρίας» και να τροφοδοτούμε τον κοινωνικό κανιβαλισμό μεταξύ μας. Χωρίς απαιτήσεις και δικαιώματα, χωρίς διεκδικήσεις και συλλογικότητα, ακόμα κι αν λίγο απέχουμε από δούλους.
Για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, η απλήρωτη δουλειά και ο εθελοντισμός που εξυπηρετεί τους «από πάνω» οφείλει να είναι ακόμα ένα κομμάτι του ταξικού πολέμου που μαίνεται. Τέτοιες πρακτικές μειώνουν κι άλλο την εργατική δύναμη. Για τα διαλυτικά φαινόμενα στην Παιδεία, στην Υγεία, στους δήμους, στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, δεν ευθύνονται φυσικά οι «βολεμένοι» υπάλληλοι, οι καθηγητές και οι νοσοκομειακοί. Οι κυβερνήσεις των προγραμμάτων άγριας λιτότητας, αφού απαγόρεψαν τις προσλήψεις στο Δημόσιο και άφησαν χωρίς επαρκείς πόρους κρίσιμες λειτουργίες του κοινωνικού κράτους, αφού ισοπέδωσαν τα εργατικά δικαιώματα όλων μας, επιχειρούν να καλύψουν τις ανάγκες για μόνιμο προσωπικό με «δωρεάν εργασία».
Οι ενωτικοί αγώνες των συνδικάτων (που επιτέλους οφείλουν να εντάξουν «εντός των τειχών» όσους και όσες δουλεύουν, ανεξάρτητα από τη σχέση εργασίας τους, ή είναι άνεργοι) δεν μπορούν παρά να έχουν ως πάγια αιτήματα την κατά προτεραιότητα δημιουργία θέσεων πλήρους και σταθερής εργασίας, με προοπτική 35 ώρες εργασίας εβδομαδιαία, τις μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο για την κάλυψη άμεσων αναγκών και τις αυξήσεις στους μισθούς. Τόσο ως απάντηση στην ακραία επιθετικότητα της εργοδοσίας και της συγκυβέρνησης, όσο και ως πλαίσιο δεσμεύσεων για μια μελλοντική κυβέρνηση της Αριστεράς.
*Φράση του Α. Λοβέρδου, απευθυνόμενου «στον ανώνυμο εκπαιδευτικό» για να δουλέψει χωρίς λεφτά προκειμένου να καλυφθούν τα κενά στα σχολεία.