Εδώ και πάνω από ένα μήνα η Βενεζουέλα βρίσκεται βυθισμένη σε μια άγρια κρίση.
Η κυβέρνηση του PSUV βρίσκεται σε σύγκρουση με τη δεξιά αντιπολίτευση, σε ένα τοπίο με μαζικές διαδηλώσεις και αντιδιαδηλώσεις οπαδών και εχθρών της κυβέρνησης, με συγκρούσεις μεταξύ τους, αλλά και με την αστυνομία, με λεηλασίες, με πάνω από 30 νεκρούς (είτε υποστηρικτές του PSUV, είτε αντικυβερνητικοί διαδηλωτές, είτε και απλοί περαστικοί). Είναι η μεταφορά στους δρόμους της διαμάχης που ξέσπασε στα πλαίσια μιας ιδιότυπης «δυαδικής εξουσίας στο κράτος», με το PSUV να έχει την κυβέρνηση και την πλειοψηφία στο δικαστικό σώμα, ενώ το MUD (ο συνασπισμός της δεξιάς αντιπολίτευσης) έχει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Οικονομία
Είναι μια πολιτική κρίση που ξεδιπλώνεται στο υπέδαφος μιας πολύ πιο άγριας οικονομικής κρίσης. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου αποκάλυψε τις αντιφάσεις του οικονομικού μοντέλου της Βενεζουέλας. Όσο οι τιμές ήταν ψηλές, οι «τσαβικές» κυβερνήσεις ήταν σε θέση να αξιοποιούν τα κρατικά έσοδα για να χρηματοδοτούν κοινωνικά προγράμματα, να εισάγουν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία διένειμαν σε χαμηλές τιμές (με επιδοματικές πολιτικές). Έτσι μπορούσαν να βελτιώνουν την κατάσταση των εργαζομένων και των φτωχών, χωρίς να υποχρεώνονται να αντιμετωπίσουν ριζικά την παρατεταμένη «επενδυτική απεργία», τον «συνειδητό οικονομικό πόλεμο» ή και την «αυθόρμητη εξέγερση του κεφαλαίου ενάντια σε κρατικούς περιορισμούς» που έπαιρνε διάφορες μορφές (αποθήκευση αγαθών, διοχέτευσή τους στη μαύρη αγορά, σπεκουλάρισμα πάνω στο νόμισμα, με παράκαμψη του ελέγχου πάνω στο ξένο συνάλλαγμα κλπ).
Με την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και των κρατικών εσόδων, με την έλευση της οικονομικής κρίσης στη Λατινική Αμερική, αυτό δεν ήταν πλέον εφικτό. Η κυβέρνηση αδυνατεί να συνεχίσει να εισάγει αγαθά, με αποτέλεσμα η «ανταρσία» του κεφαλαίου να προκαλεί πλέον καταστροφικά αποτελέσματα (ελλείψεις τροφίμων, φαρμάκων, βασικών αγαθών ή κατακόρυφη αύξηση του κόστους τους στη μαύρη αγορά). Η προσπάθεια της κυβέρνησης Μαδούρο να ανταποκριθεί στην κρίση, χωρίς όμως να «επιτεθεί» στο κεφάλαιο, επιτείνει τα αδιέξοδα: Ενώ συνεχίζονται οι αποπληρωμές του εξωτερικού χρέους, επιχειρείται να συντηρηθούν οι δημόσιες δαπάνες, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο έλλειμμα, διαρκές τύπωμα χρήματος για να αντιμετωπιστεί, που οδηγεί σε μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος και τεράστιο υπερπληθωρισμό, ενώ οι ελλείψεις παραμένουν σοβαρές.
Η Δεξιά
Σε αυτό το φόντο, επιχειρεί την αντεπίθεσή της η Δεξιά, εκμεταλλευόμενη την τραγική οικονομική κατάσταση που «ροκανίζει» την υποστήριξη στην κυβέρνηση Μαδούρο και έχει προκαλέσει κόπωση ή κυνισμό σε τμήμα των «τσαβίστας». Όταν εξαπέλυε το κύμα κινητοποιήσεων στους δρόμους, η Δεξιά έβαζε ως στόχο να διευρύνει την επιρροή της, πέρα από την παραδοσιακή της βάση στα μεσοστρώματα και στις εύπορες συνοικίες. Ο απολογισμός είναι αντιφατικός. Δεν κατάφερε να βρει μαζική υποστήριξη σε εργατογειτονιές και η βασική της δύναμη παραμένει η παραδοσιακή της βάση. Αλλά παρουσίασε στις συγκρούσεις στους δρόμους ένα «πεζικό» πολύ πιο διευρυμένο και αρκετά πιο «πληβειακό» από τα φοιτητικά στρώματα (των πιο καλών πανεπιστημίων) που αποτελούσαν το «πεζικό» της τα προηγούμενα χρόνια. Κρούσματα συγκρούσεων με την αστυνομία και λεηλασιών σε φτωχογειτονιές δεν μπορούν να υπολογιστούν ως τμήμα του πολιτικού σχεδίου της αντιπολίτευσης, αλλά είναι ένα ακόμα δείγμα δυσαρέσκειας φτωχότερων στρωμάτων την οποία επιδιώκει να αξιοποιήσει η Δεξιά.
Η αδυναμία να δημιουργήσει ακόμα μαζικότερο ρεύμα στους δρόμους, αντιμετωπίστηκε με την επιστράτευση των παραδοσιακών τακτικών της βενεζουελάνικης Δεξιάς: Αξιοποίηση των ΜΜΕ για προπαγάνδα, ενεργοποίηση δικτύων που είναι σε επικοινωνία με τις ΗΠΑ, εκκλήσεις στο στρατό «να κάνει το καθήκον του», αξιοποίηση του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγγέλλουν κράτη όπως η... Κολομβία και το... Μεξικό) στην κατεύθυνση ξένης επέμβασης.
Πώς θα συνεχίσουν μένει να φανεί. Στις γραμμές του MUD και γύρω από το στόχο ανατροπής του Μαδούρο συγκεντρώνεται ένα φάσμα που ξεκινά από «μετριοπαθείς» που στοχεύουν σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα τους χωράει, περνά από εκείνους που θέλουν να επιβάλουν εκλογές για να διώξουν το PSUV από την κυβέρνηση και φτάνει σ’ εκείνους που δηλώνουν πιο ανοιχτά πως δεν πρέπει το αίτημα για εκλογές να «αποπροσανατολίσει» την αντιπολίτευση από τον πραγματικό στόχο ριζικού ξηλώματος του τσαβικού «καθεστώτος», εκείνους που συμμετείχαν ενεργά στο πραξικόπημα του 2002 κ.ο.κ. Αυτό που τους ενώνει είναι η θέληση να επιβάλουν νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ στη Βενεζουέλα και να πάρουν τη ρεβάνς από την «πλέμπα» που τόλμησε να αμφισβητήσει την κυριαρχία τους τα προηγούμενα χρόνια.
Το PSUV
Ο απολογισμός της κυβερνητικής πλευράς σ’ αυτή τη σύγκρουση είναι εξίσου αντιφατικός με αυτόν των προσπαθειών της Δεξιάς. Καταρχήν επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός μαζικού σκληρού πυρήνα εργατών και φτωχών, έτοιμων να κινητοποιηθούν τουλάχιστον όταν η κυβέρνηση δέχεται επίθεση από τη Δεξιά ή τον ιμπεριαλισμό. Ήταν οι εκατοντάδες χιλιάδες που διαδήλωσαν στις 19 Απρίλη (επέτειος της αποτροπής του πραξικοπήματος του 2002) και πλημμύρισαν από πολύ νωρίς και για ώρες το κέντρο του Καράκας κατά την Εργατική Πρωτομαγιά. Αυτό αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εφόδιο για τον Μαδούρο. Όμως παραμένει κεντρική η αίσθηση ότι το λαϊκό κίνημα δεν έχει την ορμή και την ισχύ (ενδεχομένως και τη διάθεση) να παρέμβει τόσο μαζικά και ενεργητικά όσο π.χ. το 2002-2003. Είναι αμφίβολο και το αν η κυβέρνηση Μαδούρο επιθυμεί ή επεδιώκει μια τέτοιου επιπέδου κινητοποίηση. Ως αποτέλεσμα, η ηγεσία του PSUV επιλέγει να «οχυρωθεί» στο κράτος και να αντιμετωπίσει με καταστολή τους πολιτικούς της αντιπάλους.
Το πρόβλημα είναι πως τα αυταρχικά, «πολεμικά» μέτρα κατά της Δεξιάς δεν συνοδεύονται από ενίσχυση της δημοκρατίας και της αυτενέργειας της κοινωνίας. Το αντίθετο, καθώς ο Μαδούρο επιλέγει το εργαλείο του κράτους με σκοπό να επιβιώσει η εξουσία του PSUV, ο αυταρχισμός παίρνει γενικότερα χαρακτηριστικά: Ασκούνται πιέσεις και σε ρεύματα του λεγόμενου «κριτικού τσαβισμού» (στο ΚΚ Βενεζουέλας, στο Μαρέα Σοσιαλίστα, γενικότερα σε όσους διατηρούν ανεξαρτησία από το PSUV), με την αναστολή των εκλογών και σε τοπικό, αλλά και σε συνδικαλιστικό επίπεδο κλπ. Αυτή η αντιμετώπιση της κρίσης είναι μια εικόνα αδυναμίας, αλλά και μια τακτική που περισσότερο αποξενώνει παρά κινητοποιεί τις κοινωνικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να τσακίσουν αποτελεσματικά τη Δεξιά.
Την Πρωτομαγιά, ο Μαδούρο ανακοίνωσε δύο σημαντικές πρωτοβουλίες. Η μία ήταν η αύξηση των μισθών κατά 60% και των κουπονιών τροφίμων κατά 15%. Η προσπάθεια να αντεπεξέλθει το εργατικό εισόδημα στις άγριες οικονομικές συνθήκες είναι καλοδεχούμενη, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα. Ο Μαδούρο επεσήμανε περήφανα πως αυτή η αύξηση είναι η 15η από όταν έγινε πρόεδρος και η 3η μέσα στη χρονιά: Το γεγονός ότι μετά από όλες αυτές τις αυξήσεις, τα φαινόμενα ελλείψεων και πείνας παραμένουν, δείχνει το βάθος του προβλήματος (υπερπληθωρισμός, υποτίμηση της πραγματικής αξίας του νομίσματος).
Η μεγαλύτερη είδηση αφορούσε την πρωτοβουλία για σύγκληση Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Οι αντιπρόσωποι θα εκλεγούν και με βάση τις εκλογικές περιφέρειες, αλλά και με βάση την εκπροσώπηση κοινωνικών ομάδων (εργάτες, γυναίκες, ΑΜΕΑ, ιθαγενείς κλπ). Το πώς θα προχωρήσει αυτή η πρωτοβουλία είναι άγνωστο. Προς το παρόν, επικρατεί σκεπτικισμός ακόμα και ανάμεσα στους «τσαβίστας», που θυμούνται και το περίφημο «παράλληλο κοινοβούλιο του λαού» που είχε εξαγγελθεί ως απάντηση στην εκλογική ήττα του 2015, του οποίου η εξέλιξη επιβεβαίωσε τους τότε σκεπτικιστές που φοβούνταν πως «ίσως αποδειχθεί ένα θεατρικό όπου εμείς θα “παίζουμε τη δημοκρατία” ενώ η κυβέρνηση θα αποφασίζει και θα κλείνει συμφωνίες».
Αδιέξοδη ισορροπία
Ο συνδυασμός αυτών των δύο «απολογισμών» (της Δεξιάς και της κυβέρνησης) εξηγεί τη σημερινή εικόνα αδιέξοδης ισορροπίας δυνάμεων. Ένα φιλικό προς την κυβέρνηση Μαδούρο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο venezuelanalysis.com περιγράφει μια «τριχοτόμηση» της κοινωνίας: «Ένα τρίτο που υποστηρίζει την Μπολιβαριανή Επανάσταση, ένα τρίτο που υποστηρίζει τη δεξιά αντιπολίτευση κι ένα τρίτο που είναι απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά φοβάται βαθιά τους ηγέτες της αντιπολίτευσης».
Η εμφάνιση αυτού του τελευταίου «ενός τρίτου» είναι η ποιοτική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων στη Βενεζουέλα. Πώς εξηγείται αυτή η υποχώρηση της λαϊκής στήριξης στην κυβέρνηση; Προφανώς οι ελλείψεις, η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης και των συνθηκών ζωής των εργαζομένων παίζουν κεντρικό ρόλο. Αλλά στο παρελθόν είχαν υπομείνει τέτοιες δυσκολίες (όπως κατά το λοκ-άουτ του 2003), γιατί υπήρχε μια προοπτική, γιατί διεξαγόταν ένας πόλεμος και γιατί έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους.
Εσωτερικά προβλήματα
Αυτό που αποθαρρύνει σήμερα είναι η διαβρωτική δράση της λεγόμενης «μπολιμπουρζουαζίας» (κομματικά και κρατικά στελέχη με «κόκκινους μπερέδες» και πανάκριβα τζιπ, που μιλούν για το σοσιαλισμό και πλουτίζουν ή κάνουν μπίζνες με το ιδιωτικό κεφάλαιο). Αυτή η ηγεσία, χωρίς σχέδιο ή διάθεση να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων, δεν μπορεί να εμπνεύσει το λαό να υπομείνει τις δυσκολίες. Είναι τα ίδια στελέχη που επί χρόνια «στραγγάλισαν» τις ριζοσπαστικές προσπάθειες εργατικής-λαϊκής αυτενέργειας στα εργοστάσια και στις γειτονιές.
Δεν υπάρχει λοιπόν ορατή «προοπτική» για την οποία να αξίζει να αντέξει κανείς (και ο φόβος απέναντι στην επιστροφή της Δεξιάς ίσως δεν αποδειχθεί αρκετός, αν συνεχιστεί η κατάσταση), δεν υπάρχει η αίσθηση ότι «παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους» (το αντίθετο συμβαίνει). Τέλος, δεν υπάρχει η αίσθηση ότι διεξάγεται πραγματικός «πόλεμος». Επί Μαδούρο, κυριάρχησε μια τακτική που λέει «πολιτικός πόλεμος ενάντια στην Δεξιά, οικονομική συνεργασία με το κεφάλαιο». Εμβληματική σε αυτή την τακτική (που προβλέπει π.χ. τη δημιουργία διάφορων Ειδικών Οικονομικών Ζωνών για τις μεγάλες επιχειρήσεις) είναι η συμφωνία στρατού και πολυεθνικών για ένα μεγάλο εξορυκτικό έργο στη Ζώνη Ορινόκο, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από τους «τσαβίστας» και τις ιθαγενικές κοινότητες.
Οι εργαζόμενοι ακούνε πολλά για τον «οικονομικό πόλεμο της ολιγαρχίας» που ευθύνεται (πραγματικά) για την κατάστασή τους, αλλά βλέπουν την κυβέρνηση, που τους καλεί να αντέξουν τις θυσίες και να συσπειρωθούν γύρω της απέναντι στη Δεξιά, όχι μόνο να μην απαντά σε αυτόν τον πόλεμο, αλλά να συνεργάζεται με την «ολιγαρχία» την οποία κατηγορεί.
Πρόκειται για τη βενεζουελάνικη εκδοχή της γενικότερης κρίσης του «ροζ κύματος» στη Λατινική Αμερική, όπου με το ξέσπασμα της κρίσης και την εξάντληση της δυναμικής του «εξκτρακτιβισμού» με την πτώση των τιμών των εξαγώγιμων πρώτων υλών, οι «προοδευτικές» κυβερνήσεις έπαψαν να μπορούν να ισορροπούν ανάμεσα στα δύο αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα και, αρνούμενες να επιτεθούν στους πλούσιους, αδυνατούν να συνεχίσουν να υπερασπίζονται τους φτωχούς, πριονίζοντας το κλαδί πάνω στο οποίο στέκονται και ανοίγοντας το δρόμο στη δεξιά παλινόρθωση.
Η επίθεση της Δεξιάς στην «μπολιβαριανή διαδικασία» πρέπει να αποκρουστεί. Αλλά για να γίνει αυτό αποτελεσματικά, θα πρέπει να συνδυαστεί με την ανάδειξη άλλων ηγεσιών και ενός άλλου δρόμου, γιατί η υπαρκτή ηγεσία και ο δρόμος που έχει επιλέξει το PSUV οδηγούν την «μπολιβαριανή διαδικασία» στον θάνατο ή στο πιάτο της Δεξιάς...
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά", φ. 383 (10/5)