Την Κυριακή 28 Οκτωβρίου 147 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι και Βραζιλιάνες κλήθηκαν να συμμετέχουν με άμεση ψηφοφορία στην όγδοη προεδρική εκλογή μετά την περίοδο της δικτατορίας του 1964-1985.
Η ψηφοφορία διεξήχθη με ηλεκτρονικό σύστημα. Έτσι τα μεσάνυχτα -ώρα Βραζιλίας- το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο μετέδιδε τα τελικά αποτελέσματα για την προεδρική εκλογή και για τους κυβερνήτες 13 Πολιτειών, συν της Ομοσπονδιακής Περιφέρειας (της πρωτεύουσας Μπραζίλια), δηλαδή 14 συνολικά.
Η Βραζιλία -που έχει ομοσπονδιακή δομή- απαρτίζεται από 26 Πολιτείες. Οι μισές είχαν ήδη εκλέξει τον κυβερνήτη τους από τον πρώτο γύρο, στις 7 Οκτωβρίου 2018. Με άλλα λόγια αυτοί οι υποψήφιοι για τη θέση κυβερνήτη -ο οποίος διαθέτει έναν σημαντικό ρόλο στη δομή του πολιτικού συστήματος- ήταν ήδη «εγκατεστημένοι», έχοντας επιτύχει απόλυτη πλειοψηφία στις 7 Οκτωβρίου. Εκείνοι ή εκείνες που έμενε να εκλεγούν το έκαναν την Κυριακή 28 Οκτωβρίου. Η επιλογή κυβερνήτη αφορούσε πλούσιες και με μεγάλο πληθυσμό Πολιτείες, μεταξύ των οποίων αυτές του São Paulo, του Minais Gerais, του Rio de Janeiro, του Paraná, κ.ά.
Τα αποτελέσματα της προεδρικής εκλογής είναι προφανώς σημαντικά. Το να παραβλέψουμε όμως, στην παρούσα συγκυρία, την κατανομή των κυβερνητών, συνιστά μια επιζήμια πολιτική παράβλεψη. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό.
Στο φόντο των εκλογών
Πρέπει να έχουμε κατά νου δύο κοινωνικοοικονομικές δυναμικές, προκειμένου να κατανοήσουμε το σκηνικό αυτών των εκλογών στη Βραζιλία και, κυρίως, για να συλλάβουμε την προβληματική δομή της οικονομικο-πολιτικής εξουσίας. Σχετικά με τις τάσεις της συσσώρευσης κεφαλαίου και της κατανομής της υπεραξίας που παράγεται από την εργατική δύναμη και υφαρπάζουν οι κυρίαρχοι, η Βραζιλία χαρακτηρίζεται συγχρόνως από: 1ον πολύ βαθιές κοινωνικές ανισότητες, διατηρώντας χαρακτηριστικά σε μεγάλο βαθμό εγχαραγμένα από την δουλοκτητική περίοδο, που τελείωσε μόλις το 1888. Αυτή η καθυστέρηση είναι προϊόν εγγενών δυνάμεων διαιώνισης ενός δουλοκτητικού κοινωνικού σχηματισμού που διήρκεσε περισσότερο από δύο αιώνες, όπως έχει δειχθεί εξαιρετικά στις μελέτες του Jacob Gorender. 2ον από οξυμένες περιφερειακές ανισότητες, σε μια χώρα που μοιάζει με ολόκληρη ήπειρος.
Αυτή η χωρική και κοινωνική ανισότητα επιτείνεται περαιτέρω από τα αποτελέσματα μιας αγροτικής μεταρρύθμισης που παραμένει στάσιμη (από το 2003, πρώτη κυβέρνηση Λούλα). Ενεργοποιεί, λοιπόν, τη σταδιακή «έξοδο» του αγροτικού πληθυσμού προς τις μεγάλες πόλεις. Τούτο πραγματοποιείται από τα σφυροκοπήματα της επέκτασης των καλλιεργειών γαιοπροσόδου (μεταλλαγμένη σόγια, πορτοκάλια, ζαχαροκάλαμο -εν μέρει για βιοκαύσιμα, κλπ.), μιας κτηνοτροφίας εκτατικής(για το βοδινό κρέας) και εντατικής (γιγαντιαίο εργοστάσιο παραγωγής πουλερικών, για παράδειγμα), εξορυκτικών πολιτικών που συνεπάγονται τη λεηλασία διαφόρων μεταλλευμάτων, των υδρογονανθράκων και την αποψίλωση γιγαντιαίων εκτάσεων γης, μεταξύ άλλων, στην Αμαζονία. Η κολοσσιαία αυτή επικράτεια χρησιμεύει επίσης ως δεξαμενή από την οποία οι πολυεθνικές αντλούν για τη μοριακή έρευνα (φυτά, δένδρα, ποικίλα έντομα, μανιτάρια…), εν δυνάμει ικανή, στο τέλος της αλυσίδας, για την παραγωγή φαρμάκων ή νέων υλικών. Με μια λέξη, πρόκειται για μια πελώρια ιδιωτικοποίηση του έμβιου κόσμου.
Όλη αυτή η εδαφική κατάκτηση πραγματοποιείται μέσω ενός «πραγματικού εγκληματικού κυνηγιού» ενάντια στους φτωχούς, τους ιθαγενείς (Ινδιάνους του Αμαζονίου, μεταξύ άλλων) και τους μαύρους των quilombos, δηλαδή των «αυτόνομων» εδαφών που φτιάχτηκαν από τους μαύρους σκλάβους που είχαν ξεφύγει από τους δουλοκτήτες ή/και είχαν αναζητήσει κάποιο καταφύγιο στα τέλη του 19ου αιώνα. Εγκληματικές συμμορίες, χρηματοδοτούμενες από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τους επιχειρηματίες ακινήτων, καταδιώκουν τους ακτήμονες χωρικούς και τους άστεγους του πληθυσμού που έχει μεταναστεύσει στις πόλεις.
Τούτοι οι τελευταίοι εκτοπίζονταν (και εκτοπίζονται) ως συνέπεια των επιπτώσεων των σχεδίων ανοικοδόμησης ή της μεγαλομανίας των «αθλητικών» εγκαταστάσεων, αναγκαίων για την οικοδόμηση της αυτοκρατορίας των Ολυμπιακών Αγώνων (το 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο) -υπό την ηγεσία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, της οποίας η έδρα βρίσκεται στη Λωζάννη- ή του Μουντιάλ (το 2014), υπό τις διαταγές της FIFA, αυτής της φιλανθρωπικής οργάνωσης με έδρα τη Ζυρίχη. Η οποία τότε διοικούταν από τον Σεπ Μπλάτερ, κάτοχο της «Χρυσής Μπάλας» στην απάτη… που προσκλήθηκε κρυφά και ιδιωτικά στη Μόσχα κατά το τελευταίο Μουντιάλ, για να γλυτώσει την πιθανότητα σύλληψης.
Η έλλειψη κατανόησης αυτών των βασικών κοινωνικο-οικονομικών και ιστορικών στοιχείων οδηγεί «καλλιεργημένους» σχολιαστές -με όραση τυφλοπόντικα, στην πραγματικότητα- να αναμασάνε στατιστικές για τον αριθμό των ανθρωποκτονιών και της «βίας» -απολύτως «φυσικής», σχεδόν «πολιτισμικής»- που βασιλεύει στη Βραζιλία. Αναπαράγουν, μ’ αυτόν τον τρόπο, μια αφήγηση τύπου Μπολσονάρο, χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται–τόσο έχει βουλώσει το «μυαλό» τους από τα πολύ συνοπτικά δελτίατων πρακτορείων Τύπου.
Ντίλμα Ρούσεφ, Μισέλ Τεμέρ, Ζαΐρ Μπολσονάρο
Τα τελικά αποτελέσματα -συμπεριλαμβανομένων των ψήφων 500.727 βραζιλιανών ψηφοφόρων που ψήφισαν σε 99 χώρες- ήσαν διαθέσιμα μερικά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Η ηλεκτρονική ψηφοφορία επέτρεπε, πιέζοντας το νούμερο 13, την επιλογή του υποψηφίου του «Δημοκρατικού Μετώπου», στην πραγματικότητα του Κόμματος των Εργατών (PT), και πιέζοντας το 17, την επιλογή του συνταξιούχου λοχαγού και εδώ και 27 χρόνια ομοσπονδιακού βουλευτή: του νέο-φασίστα Ζαΐρ Μπολσονάρο.
Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στον δεύτερο γύρο: 55,13% για τον Ζαΐρ Μεσσίας Μπολσονάρο (σσ: «Μεσσίας» είναι όντως το δεύτερο όνομά του!), με 57.977.423 ψήφους –Φερνάντο Χαντάτ: 44,87% και 47.040.574 ψήφους. Μια διαφορά 10 εκατομμυρίων ψήφων, λοιπόν, για τον θαυμαστή της δικτατορίας, ο οποίος υπόσχεται ότι θα βαλθεί να επιταχύνει τις κοινωνικές και οικονομικές αντι-μεταρρυθμίσεις, που ξεκίνησαν από τον ελεεινό Μισέλ Τεμέρ. Τον Τεμέρ, ο οποίος, χωρίς αναστολές, αντικατέστησε την Ντίλμα Ρούσεφ, όταν αυτή καθαιρέθηκε τον Αύγουστο του 2016. Ο Μισέλ Τεμέρ είχε εκλεγεί αντιπρόεδρος με το ψηφοδέλτιο της Ρούσεφ, πράγμα που δεν εξηγεί μόνο ότι αυτός τη διαδέχτηκε αλλά και τη μανία του να την απορρίψει. Τερματίζει τη θητεία του με ένα 4% «θετικής γνώμης» και δικαστικές διώξεις να τον περιμένουν, ενδεχομένως…
Όσο για τη Ντίλμα Ρούσεφ, ηττήθηκε στον πρώτο γύρο των εκλογών (στις 7 Οκτωβρίου) για τη θέση της γερουσιάστριας στη σημαντική Πολιτεία του Minais Gerais, με 15,21% των ψήφων, παρόλο που επενδύθηκαν περισσότερο από 5 εκατομμύρια ρεάλ. Κατέληξε, για την ακρίβεια, στην τέταρτη θέση. Η «τύχη» της, όπως και αυτή του Τεμέρ, παρότι, βέβαια, διαφορετική, αποτυπώνει την πολιτικο-εκλογική φάρσα που είχε ενορχηστρώσει το PTστις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2014. Η κατάληξή της ήρθε στις 28 Οκτωβρίου 2018.
Αποτελέσματα που μιλάν από μόνα τους
Ο Ζαΐρ Μεσσίας Μπολσονάρο είναι ο όγδοος Πρόεδρος που εκλέχτηκε με άμεση ψηφοφορία μετά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας του 1964-1985. Είναι ο τρίτος στρατιωτικός που κέρδισε την προεδρία με άμεση ψηφοφορία. Το 1910, κατέλαβε αυτήν τη θέση ο Έρμες Φονσέκα, πρώην υπουργός Άμυνας, θαυμαστής του Πρωσικού στρατού του Γουλιέλμου του 2ου και συντηρητικός καθολικός. Εγκαθίδρυσε την «υποχρεωτική στρατιωτική θητεία». Έζησε έξι χρόνια στην Ελβετία κατά τη δεκαετία του 1920.
Το 1945, εκλέχτηκε Πρόεδρος ο Εουρίκο Γκασπάρ Ντούτρα (1883-1974) και η θητεία του διήρκεσε από τον Ιανουάριο του 1946 μέχρι τον Ιανουάριο του 1951. Προηγουμένως, είχε επίσης χρηματίσει υπουργός Πολέμου, από τις 5 Δεκεμβρίου 1936 έως τις 3 Αυγούστου 1945. Είχε κάποιον ρόλο στη συνομωσία για την εγκαθίδρυση του «Estado Novo» (σσ: Νέο Κράτος, όρος που χρησιμοποίησε πρώτο το καθεστώς Σαλαζάρ στην Πορτογαλία) το 1937, με τον Ζετούλιο Βάργκας. Ένα σχέδιο που συνδύαζε ένα εθνικιστικό φρόνημα απέναντι στην παρακμή των παλαιών ιμπεριαλισμών, μιαν αυταρχική εξουσία, μια κάποια αναπτυξιακή πολιτική (για αρχή, μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών) και έναν άγριο αντικομμουνισμό. Σε συνδυασμό με αυτή την επιλογή, απέναντι σε μιαν ακμάζουσα Αργεντινή, η Βραζιλία σύναψε την αρχή μιας συμμαχίας με τις ΗΠΑ, που συγκεκριμενοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που πήρε η Αργεντινή.
Ο τρίτος, μετά το 1945 (σσ: το τέλος του Estado Novo), στρατιωτικός που εκλέχτηκε με άμεση καθολική ψηφοφορία, δεν είναι παρά ένας απλός λοχαγός, που απέτυχε στην καριέρα του και ανακυκλώνεται εδώ και 27 χρόνια ως ομοσπονδιακός βουλευτής του Σάο Πάολο: ο Ζαΐρ Μεσσίας Μπολσονάρο.
Η εξέταση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν στις διάφορες Πολιτείες επιτρέπει να οριοθετήσουμε καλύτερα τη νίκη αυτού του νέο-φασίστα υποψήφιου. (Με έντονα γράμματα οι κάποιες Πολιτείες όπου ήρθε πρώτος ο Φερνάντο Χαντάτ και σε όλες τα ποσοστά και ο αριθμός των ψήφων.)
- São Paulo: Jair Bolsonaro (JB) συγκέντρωσε το 67,97% των ψήφων, δηλαδή 15.305.786 ψήφους –Fernando Haddad (FH), 32,03% με 7.212.092.
- Rio Grande Do Sul : 63,24% (JB), 3.893.737 - 36,76% (FH), 2.263.171.
- Rio de Janeiro : 67,95% (J.B), 5.668.950 - 32,05% (FH), 2.673.278.
- Minais Gerais : 58,19% (JB), 6.100.107 - 41,81 (FH), 4.382.952.
- Santa Caterina : 75,92% (JB) - 24,08% (FH), 949.724.
- Paranå: 68,43% (JB) 4.224.416- 31,57% (FH), 1.948.790.
- Pernambuco: 66,5% (FH), 3.297.944- 33,5% (JB). 1.661.163.
- Mato Grosso: 66,42% (JB), Sul 1.085.824- 33,58% (FH) 549.001.
- Matto Grosso do Sul: 65,22% (JB), 872.049- 34,78 (FH),465.025.
- Maranhão: 73,26% (FH) 2.428.790- 26,74% (JB), 886.547.
- Espírito Santo : 63,06% (JB) - 36,94% (FH), 747.768.
- Distrito Federal: 69,99% (JB), 1.080.411- 30,01% (FH),463.340.
- Acre: 77,16% (JB)290.632- 22,84% (FH), 86.009
- Alagoas: 59,92% (FH), 912.034- 40,08% (JB). 610.093.
- Amapá: 50,2% (JB), 185’096, 49,8% (FH), 183.606.
- Amazonas: 50,27% (JB), 885.391- 49,73%, 875.805.
- Bahia: 72,69% (FH), 5.484.901- 27,31% (JB), 2.060.092.
- Cearã, 71,11% (FH),3.407.454- 28,89% (JB), 1.384.586.
- Goais: 65,52% (JB), 2.124.739)- 34,48% FH), 1.118.060.
- Para: 54,82% (FH) 2.112.577- 45,19% (JB), 1742.092.
- Rio Grande do Norte: 63,41% (FH), 1.131.027- 36,59% (JB), 652.562.
- Paraíba: 64,97% (FH)1.450.709- 35,03% (JB), 782.034.
- Roraima: 71,57% (JB), 183.233- 28,43% (FH), 72.791.
- Rondônia : 72.18% (JB), 594.968 - 27,82% (FH), 229.343.
- Piauí : 77,05% (FH), 1.417.113 - 22,95% (JB), 442.095.
- Sergipe: 67,54% (FH), 758.797- 32, 46% (JB), 364.621.
- Tocantins: 51,01 (FH), 371.376- 48,99 (JB), 356.681.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του Ibope ή του Datafolha ήταν πολύ κοντά στα πραγματικά αποτελέσματα. Η εκλογική «έκπληξη», λοιπόν, δεν είναι μεγάλη.
Πρέπει να γυρίσουμε στο 2013 για να αντιληφθούμε το σημείο καμπής. Αυτό εκδηλώθηκε με το κίνημα του Ιούνη που αντέταξε τη μαζική δράση από τα κάτω (απαιτώντας μεταξύ άλλων τις δωρεάν μαζικές μεταφορές) ενάντια στη δειλία του PT για μια αποφασιστική αντεπίθεση στην ενεργοποίηση των δυνάμεων της «ριζοσπαστικής» Δεξιάς. Αυτές τελικές βρέθηκαν σε αμυντική θέση κάτω από αυτό το κίνημα, αλλά δυστυχώς το ίδιο συνέβη και με τους σχηματισμούς της ριζοσπαστικής Αριστεράς που βρέθηκαν διαιρεμένοι στις συζητήσεις πάνω στην ανάλυση της «φύσης αυτού του κινήματος» -σαν τους κοινωνιολόγους που από απόσταση αναλύουν τις ψυχές του κόσμου- χωρίς να δίνουν απαντήσεις, μέσα στις πλουραλιστικές κινητοποιήσεις, στις προβοκάτσιες της άκρας Δεξιάς. Αυτή η κατάσταση έδωσε το μήνυμα ότι είχε δημιουργηθεί ένα κενό ανάμεσα αφενός σε ένα τμήμα του πληθυσμού –που περιλάμβανε τους φτωχοποιημένους κι ένα τμήμα της νεολαίας- και, αφετέρου, τη λεγόμενη «πολιτική τάξη».
Μετά από αυτό ξεκίνησε η καλά οργανωμένη κινητοποίηση ενάντια στην κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ, η οποία όχι μόνο δεν εφάρμοζε τις προεκλογικές της «υποσχέσεις», αλλά πολλαπλασίαζε τις παραχωρήσεις της στους «αγροτιστές». (σσ: Ισχυρό ρεύμα βουλευτών, που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα της «αγροεπιχείρησης»: των παραγωγών μεταλλαγμένης σόγιας και των μεγάλων γαιοκτημόνων. Οι «αγροτιστές» τελικά στήριξαν επίμονα την καθαίρεση της Ντίλμα Ρούσεφ).
Για παράδειγμα, τοποθέτησε στο υπουργείο Γεωργίας την Κάτια Αμπρέου (από τον Γενάρη 2015 έως τον Μάη 2016). Αυτή λοιπόν, είχε χρηματίσει -ως ιδιοκτήτρια μιας μεγάλης φάρμας στο Tocantins- πρόεδρος της ένωσης των γαιοκτημόνων σε αυτή την Πολιτεία, κατά τα έτη 1995-2005. Στη συνέχεια, κερδίζοντας γαλόνια, έγινε πρόεδρος της CNA (της γεωργικής και κτηνοτροφικής Συνομοσπονδίας της Βραζιλίας) από το 2008 έως το 2011. Στη θέση αυτή επιβεβαίωσε με αποφασιστικότητα τον ρόλο της ως υποστηρίκτρια των «αγροτιστών», εκφράζοντας τις επιδιώξεις και τα συμφέροντά τους: αυτών του «τομέα Β» (Βόδι), του αντιδραστικού συμπλέγματος: ΒΒΒ, δηλαδή Βόδι, Σφαίρες (Balles – όπλα) και Βίβλος. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τη «φίλη της», ΝτίλμαΡούσεφ.
Στα χνάρια αυτού του κυβερνητικού κατήφορου οργανώθηκε λοιπόν η κινητοποίηση της δεξιάς εναντίον της κυβέρνησης του ΡΤ και, συμβολικά για να προσωποποιηθεί η εκστρατεία, εναντίον της Ντίλμα Ρούσεφ. Η κλιμάκωση αυτής της κινητοποίησης συνέβη τη στιγμή που η οικονομική κρίση χτύπαγε σκληρά τη Βραζιλία, συγκεκριμένα, από το 2014, με κορύφωση όμως το 2015-2016. Και παρατάθηκε στο 2017.
Η κρίση είχε ως συνέπεια τη φτωχοποίηση ενός κοινωνικού στρώματος που είχε νομίσει ότι ανέβαινε «την κοινωνική σκάλα» -μερικά σκαλιά, όχι παραπάνω!- και εκδήλωνε την απογοήτευσή του αναζητώντας έναν «αποδιοπομπαίο τράγο». Αυτός ήταν ολοκληρωμένος και έτοιμος προς χρήση. Πράγματι, ξεφύτρωσε, άοπλος από την κορφή ως τα νύχια, με τα «σκάνδαλα διαφθοράς», που έπλητταν όλα τα κόμματα, αλλά ιδιαίτερα το ΡΤ, επειδή η ιστορική εικόνα του υποτίθεται ότι το ξεχώριζε από το δόγμα της διαφθοράς που διαπερνούσε από πολύ παλιά την βραζιλιάνικη πολιτική: λίγο σαν την κατάπληξη που εκφράζουν κάποιοι όταν έρχονται αντιμέτωποι με την αντίφαση ανάμεσα στους «όρκους» του καθολικού κλήρου και τις παιδόφιλες πρακτικές.
Με την ευκαιρία να φτιάχνει τον κλέφτη, η βραζιλιάνικη επιχείρηση «καθαρά χέρια» (Lava Jato) αποσταθεροποίησε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς. Η μερική αυτονομία του δικαστικού σώματος, η δικαστικοποίηση της εν λόγω πολιτικής ζωής και εν τέλει οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν -σύμφωνα με το ιταλικό πρότυπο που θαυμάζει ο δικαστής Σέρτζιο Μόρο- που συνίστανται στο να ανακηρύσσεται κάποιος μάρτυρας κατηγορίας για να δει την ποινή φυλάκισής του να μειώνεται καρφώνοντας τους «δικούς του», θρέψανε μια συνεχή και αυξανόμενη ροή «υποθέσεων». Κι αυτή ήταν δύσκολο να ανακοπεί. Ξεθάφτηκε το μπλέξιμο της οικονομικής κρίσης, της κρίσης του πολιτικού καθεστώτος, της σχέσης μεταξύ των θεσμών και του «έλεγχου του πληθυσμού», μέχρι και μέτρα στρατιωτικοποίησης μιας Πολιτείας από την κεντρική εξουσία, όπως η περίπτωση του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο Ζαΐρ Μπολσονάρο και οι υποστηρικτές του προετοίμαζαν, στο μεταξύ, το έδαφος.
Τα δύο κόμματα που από το τέλος της δικτατορίας κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή συγκλονίστηκαν και είναι ακόμα κλονισμένα: 1ο το PSDB (Κόμμα της Βραζιλιανής Σοσιαλδημοκρατίας, δεξιό, παρά το όνομά του), του οποίου η εμβληματική φυσιογνωμία ήταν και είναι ο Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο, που έζησε στην εξορία στο Παρίσι για ένα μέρος της δικτατορικής περιόδου και 2ο το λουλιστικό ΡΤ. Ο Λούλα υπήρξε κεντρικός στον αρχικό πυρήνα που ίδρυσε το ΡΤ στην αρχή της δεκαετίας του 1980, και στη συνέχεια έγινε ο ενσαρκωτής του «λουλισμού», καθώς υπήρξε ο αρχηγός του ΡΤ.
Το ότι αυτά τα δύο κόμματα δεν σταμάτησαν ποτέ να συνάπτουν τις πιο πολιτικά και χρηματικά «σάπιες» συμμαχίες, προκειμένου να ελέγξουν το νομοθετικό σώμα (το Κοινοβούλιο και τη Γερουσία), απλώς και μόνο απαξιώνει τα συνένοχα κόμματα, όπως το PMDB (πλέον το PNB του Τεμέρ) ή το Εργατικό Δημοκρατικό Κόμμα (PDT), αρχηγός του οποίου είναι ο Τσίρο Γκόμεζ. Αυτός ήταν υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2018. Κατέλαβε την τρίτη θέση με 12,4%, ενώ ο Τζεράλδο Αλκμίν του PSDB έφτασε με κόπο το 4,76% των ψήφων.
Σε αυτή τη ρωγμή που άνοιξε με τον πολλαπλασιασμό του χάους παρεισφρήσανε διάφοροι μικροί σχηματισμοί. Μεταξύ αυτών, το PSL (Κοινωνικο-φιλελεύθερο Κόμμα) του Ζαΐρ Μπολσονάρο, που βρήκε αρχικά κάποια στήριξη σε μερίδεςτου στρατού, τα μέλη των οποίων ήταν άλλωστε πολύ ενεργά στην προεκλογική εκστρατεία. Στη συνέχεια σε ένα επικοινωνιακό δίκτυο ελεγχόμενο από ευαγγελικές και πεντηκοστιανές Εκκλησίες, που εδώ και χρόνια κέρδιζαν έδαφος από την καθολική Εκκλησία. Οι Εκκλησίες αυτές οργανώνουν τις βάσεις τους (δραστήριες κατά την εκλογική εκστρατεία) με ένα σύστημα αλληλεγγύης -που συνίσταται στην αναδιανομή ενός τμήματος των ποσών που μαζεύουν από τους πιστούς «τους» προςλίγους ευγνώμονες εκλεγμένους αξιωματούχους- και έναν μηχανισμό κοινωνικοποίησης, κυρίως για τους ξεριζωμένους που ζουν στις μεγάλες πόλεις και προέρχονται από την αγροτική εξορία.
Σε αυτό προστέθηκε αυτό που ο Economist (27 Οκτωβρίου-2 Νοεμβρίου 2018) χαρακτηρίζει ως διστακτική προσχώρηση μιας μερίδας του μεγάλου κεφαλαίου με τον εξής σκοπό: «Υπό την προεδρία του Bolsonaro, η Βραζιλία [ποιανού;] μπορεί να ελπίζει σε μια μεταρρύθμιση [του δημόσιου τομέα], μια οικονομία με ταχεία ανάπτυξη [που θα στηριχθεί στις ιδιωτικοποιήσεις των οποίων μέγας υποστηρικτής είναι ο σύμβουλος του J. Bolsonaro: Paulo Guedes] και σε έναν πρόεδρο που ελέγχει τις αυταρχικές του παρορμήσεις.». Ένα πραγματικό πρόγραμμα για το βραζιλιάνικο κεφάλαιο.
Ανάμεσα όμως σε αυτά τα σχέδια, αυτά τα τεχνοκρατικά οράματα για το μέλλον και τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που έχουν μπει σε κίνηση, η σύγκρουση είναι σχεδόν σίγουρη.
Θα επανέλθουμε άμεσα στην κατάσταση της Βραζιλίας, ερευνώντας, μεταξύ άλλων, τις εκλογές των Κυβερνητών, τις «άμεσες» λαϊκές αντιδράσεις και την ανακοίνωση που έκανε η εφημερίδα Folha de São Paulo, σύμφωνα με την οποία «ο Bolsonaro μετακομίζει το μπούνκερ του στη Μπραζίλια», την αρχή, δηλαδή, του σχηματισμού μιας νέας κυβέρνησης που ανοίγει μια νέα περίοδο για τη Βραζιλία. Ακόμα περισσότερο, καθώς αυτή η εκλογή αποτελεί συνέχεια αυτών της Κολομβίας, της Χιλής, της Αργεντινής του Μάκρι, αυταρχικών εξουσιών -διαφόρων προελεύσεων στην Κεντρική Αμερική- και της πλήρους καταστροφής της κυβέρνησης Μαδούρο στη Βενεζουέλα, η οποία μετατρέπεται, στη βάση αυτού που ζει πραγματικά ο πληθυσμός (όταν δεν εγκαταλείπει τη χώρα μαζικά), σε ένα εύκολα αξιοποιήσιμο (σσ: από τους δεξιούς) «σκιάχτρο».