Εάν υπάρχει «καλή δραχμή», αναρωτιέται ο Μισέλ Iσόν, γνωστός Γάλλος οικονομολόγος της 4ης Διεθνούς, σε άρθρο του θέλοντας να συμβάλει στη δημόσια συζήτηση που υποτίθεται ότι διεξάγεται στην Ελλάδα γύρω από το δίλημμα ευρώ έναντι δραχμής. Το άρθρο του αναλώνεται σε μια προσπάθεια να καταδείξει ότι δεν υπάρχει «καλή δραχμή», αναδεικνύοντας τις δυσκολίες που θα υπάρξουν στη διάρκεια μιας ενδεχόμενης μετάβασης από το ευρώ στο εθνικό νόμισμα. Καμία έκπληξη λοιπόν που δημοσιεύθηκε στην «Εποχή», σε μια εφημερίδα που έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του μεταλλαγμένου, μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ.

Με δεδομένη τώρα την απήχηση που είχε το άρθρο του Μισέλ Ισόν ακόμη και σε κύκλους που στέκονται κριτικά έναντι του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ (μετά και από την αναδημοσίευση του άρθρου στο rednotebook), αξίζει να συνεχίσουμε τη δουλειά που ξεκίνησε ο Γάλλος οικονομολόγος από εκεί που την άφησε, θέτοντας δηλαδή εμείς το ερώτημα εάν υπάρχει «καλό ευρώ». Γιατί όποιος ρωτάει μόνο εάν υπάρχει «καλή δραχμή», αφήνει τη δουλειά μισοτελειωμένη.

Με το ευρώ, εσωτερική υποτίμηση για πάντα

Το ευρώ, λοιπόν, είναι εκ φύσεως «κακό», διότι επιβάλλει σε κάθε οικονομία της νομισματικής ένωσης να αντιμετωπίζει τις μακροοικονομικές της ανισορροπίες με τη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή με τρόπο που στρέφεται ευθέως κατά των εργαζόμενων τάξεων και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων. Το ευρώ επιβάλλει τη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης ανεξάρτητα από τους θεσμούς που ορίζουν τον τρόπο λειτουργίας της Ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων βαθμίδων της νομισματικής ένωσης. Είναι η θεσμοθετημένη μορφή της εσωτερικής υποτίμησης - και όλοι μας πλέον γνωρίζουμε τι σημαίνει εσωτερική υποτίμηση. Επομένως, δεν είναι μια πολιτική (και μόνο καταχρηστικά την αποκαλούμε έτσι), διότι στην έννοια της πολιτικής εμπεριέχεται η έννοια της επιλογής. Στην περίπτωση, όμως, της εσωτερικής υποτίμησης, από τη στιγμή που υιοθετείς το ευρώ, δεν υπάρχει επιλογή, πρόκειται για διαδικασία προσαρμογής που ακολουθεί αναγκαστικά κάθε χώρα της Ευρωζώνης όταν πρέπει να μειωθούν οι τιμές της έναντι των ανταγωνιστών της, για λειτουργία χτισμένη μέσα στην δομή του οικονομικού συστήματος, αναγκαστική και υποχρεωτική - και αυτό που της προσδίδει αυτόν τον αναγκαστικό χαρακτήρα είναι η υιοθέτηση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, να υπάρξει πολιτική απόφαση, επίσημη ανακοίνωση και εναρκτήριο λάκτισμα της διαδικασίας ώστε να εκκινήσει η εσωτερική υποτίμηση - θα ξεκινήσει μόνη της, έχει αυτόματο πιλότο που εγκαταστάθηκε εδώ με την υιοθέτηση του ευρώ. Ούτε μπορεί κάποιος να απαλλαγεί από την εσωτερική υποτίμηση επειδή απαλλάχθηκε από τα μνημόνια (που βεβαίως ενισχύουν και διευρύνουν τα αποτελέσματά της). Η Ισπανία και η Ιταλία δεν υπάχθηκαν σε μνημόνιο, αλλά η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης ξεκίνησε εκεί και αναπτύχθηκε πλήρως. Ούτε απαλλάσσεται μια χώρα από την εσωτερική υποτίμηση επειδή μείωσε το εξωτερικό χρέος της.

Για να γίνει κατανοητό, όμως, για ποιο λόγο ισχύουν αυτά, πρέπει να κάνουμε έναν μικρό απολογισμό των εσωτερικών υποτιμήσεων.

Μικρός απολογισμός των εσωτερικών υποτιμήσεων

Ας ξεκινήσουμε με την αφήγηση της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης από τους ίδιους τους καθεστωτικούς οικονομολόγους στην ιδεατή, στην καθαρή μορφή της, στην «αγνότητα» που εμφανίζει στο εσωτερικό της δικής τους θεωρίας. και ας δούμε μετά τι πραγματικά έχει αποδώσει αυτή η εσωτερική υποτίμηση.

Το καθεστωτικό διήγημα της εσωτερικής υποτίμησης πάει ως εξής:

  • Μέρος πρώτο: Στην οικονομία επιβάλλεται ένα αρνητικό σοκ, μια μεγάλη εκούσια ή ακούσια μείωση της ζήτησης, που οδηγεί αμέσως σε μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης, και συνακόλουθα σε άνοδο της ανεργίας - η οικονομία λοιπόν εισέρχεται σε περίοδο ύφεσης. Καθώς δεν υπάρχει εθνικό νόμισμα να υποτιμηθεί για να μειώσει τις εγχώριες τιμές και να αυξήσει έτσι την ανταγωνιστικότητα και τη μειωμένη ζήτηση,[1] ανοίγεται αναγκαστικά ο δρόμος σε έναν άλλον τρόπο προσαρμογής της οικονομίας, αυτόν που ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση» (και περιγράφεται αμέσως παρακάτω ως δεύτερο και τρίτο μέρος της καθεστωτικής αφήγησης).
  • Μέρος δεύτερο: Στο νέο, μειωμένο επίπεδο παραγωγής και αυξημένης ανεργίας, τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι θα απολέσουν ένα μέρος από τη διαπραγματευτική τους δύναμη, με αποτέλεσμα οι μισθοί τους να μειωθούν. Θα πρέπει δε να κατανοήσουν ότι επιβάλλεται να αποδεχθούν τις τόσο γνωστές σε εμάς διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας για να βοηθήσουν τη χώρα - και όταν δεν το κατανοούν, οι δυσμενείς αλλαγές θα πρέπει να τους επιβληθούν από την πολιτική ηγεσία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο όνομα του γενικού συμφέροντος (όπως το κατανοεί η κυρίαρχη τάξη των κεφαλαιοκρατών και των οικονομολόγων που τους υπηρετούν).
  • Μέρος τρίτο: Η μείωση του κόστους εργασίας που θα προκύψει έτσι, υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε μείωση των εγχωρίων τιμών, επομένως και σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμής. Εάν π.χ. το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειωθεί κατά 20%, περίπου όσο και στην Ελλάδα, οι τιμές θα μπορούσαν να μειωθούν έως και 20% χωρίς να θιγούν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Ιδού, λοιπόν, που υπάρχει υποτίμηση (μείωση των εγχωρίων τιμών) χωρίς εθνικό νόμισμα, χωρίς νομισματική υποτίμηση.

Αυτά διηγείται η καθεστωτική θεωρία. Αυτά που αφηγείται στο πρώτο και το δεύτερο μέρος της, δηλαδή η ύφεση, η άνοδος της ανεργίας, η μείωση των μισθών και η καταστροφή των θεσμών της αγοράς εργασίας που προστατεύουν τους εργαζόμενους, βεβαίως και έχουν επαληθευθεί πλήρως - όχι μόνο στην Ελλάδα. Το τρίτο μέρος της θεωρίας τους, όμως, ότι θα μειωθούν οι τιμές, και χάρη σε αυτό θα αυξηθούν η ανταγωνιστικότητα, οι εξαγωγές, το ΑΕΠ και η απασχόληση, δεν το είδαμε,[2] ούτε στην Ελλάδα και την Πορτογαλία που ήταν σε μνημόνιο,[3] ούτε στην Ισπανία και την Ιταλία που δεν ήταν σε μνημόνιο, είτε σε άλλες χώρες που είχαν πιο σύντομα είτε λιγότερο σφοδρά επεισόδια εσωτερικής υποτίμησης (π.χ. Γαλλία, Γερμανία στα χρόνια της agenda 2010).[4] Το μέσο περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων είτε έμεινε άθικτο είτε αυξήθηκε (μερικές φορές θεαματικά) με αντίστοιχη μείωση του μέσου μισθού συνοδευόμενη από οριακές μόνο μειώσεις των τιμών των εξαγωγών (που είναι και το τελικό ζητούμενο μιας υποτίμησης). Παντού η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης αποδυνάμωσε τα εργατικά σωματεία και τους θεσμούς που αποκρυστάλλωναν τις παλιές κατακτήσεις τους, παντού ο συσχετισμός δυνάμεων μετατράπηκε δραματικά υπέρ του κεφαλαίου χάρη στη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης και στο όνομα του ευρώ.[5] Παντού οι οριακές μόνο μειώσεις των τιμών δεν οφείλονταν σε κάποια εθνική ιδιομορφία, σε ελλιπή εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής ή σε κάποια αμέλεια των κυβερνήσεων, αλλά οφείλονταν σε δομικά χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής,[6] χαρακτηριστικά αμετάβλητα, που ισχύουν δηλαδή για όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού σε όλες τις εποχές και συγκυρίες.

Στην παραπάνω περιγραφή της εσωτερικής υποτίμησης, είτε όπως αυτή εμφανίζεται στην καθεστωτική αφήγησή της, είτε όπως υπάρχει πραγματικά, δεν παρεμβάλλεται πουθενά ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ούτε κάποιου άλλου θεσμού της νομισματικής ένωσης, δεν γίνεται καμιά αναφορά σε άλλα χαρακτηριστικά της Ευρωζώνης: Απλά και μόνον η ύπαρξη κοινού νομίσματος, του ευρώ, αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη της εσωτερικής υποτίμησης. Το ευρώ είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη ενός πανίσχυρου μηχανισμού εκτόνωσης της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού πάνω στην αγορά εργασίας, είναι η μηχανή που μετατρέπει συνεχώς το συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος των οργανωμένων δυνάμεων των εργαζομένων. Το ευρώ μόνο του, χωρίς να χρειάζεται κανέναν άλλο θεσμό ή χαρακτηριστικό της Ευρωζώνης, υποχρεώνει κάθε εργατική τάξη να περάσει μέσα από τις μυλόπετρες της εσωτερικής υποτίμησης. Η εσωτερική υποτίμηση υπάρχει επειδή είναι ενσωματωμένη στην ύπαρξη του ευρώ.[7] Δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει «καλό ευρώ».

 

[1] Για τον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία όταν υπάρχει υποτίμηση του νομίσματος, βλ. στο άρθρο “Η αλήθεια για τις νομισματικές υποτιμήσεις” στο http://rproject.gr/article/i-alitheia-gia-tis-nomismatikes-ypotimiseis

[2]  Artus P. “What is to be done in the euro zone since internal devaluations do not work?”, 7 Μαρτίου 2013, Natixis, http://cib.natixis.com/flushdoc.aspx?id=68885

[3] Οι εξελίξεις στην Ιρλανδία δεν είχαν τον ίδιο έντονο χαρακτήρα καθώς η χώρα αυτή διατηρεί προνομιακές εμπορικές και παραγωγικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπου το ΑΕΠ αυξήθηκε μετά την οξεία φάση της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2008-2009) και προκάλεσε μεγέθυνση των ιρλανδικών εξαγωγών. Η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης δεν μείωσε τις τιμές των εξαγωγών παρότι μείωσε τις εγχώριες τιμές για εσωτερική κατανάλωση.

[4] Χρειάστηκε μια κρίση βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας από την μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930 στις ΗΠΑ για να μειωθούν οι εγχώριες τιμές στην Ελλάδα κατά 4% (μεταξύ πρώτου τριμήνου 2010 και πρώτου τριμήνου 2015). Βλ. αναλυτικά στις ετήσιες εκθέσεις του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Για την Πορτογαλία και την Ισπανία βλ. στο Gonzalez & Gutierrez (2014) “Internal devaluation in the European periphery: the story of a failure”, UCLM, http://dialnet.unirioja.es/servlet/articulo?codigo=4830673&orden=1&info=.... Για άλλες χώρες βλ. στο Artus P., “Prices are sticky in virtually all countries, which means nominal adjustments and"internal devaluations" are doomed to fail”, 7 Νοεμβρίου  2012, http://cib.natixis.com/flushdoc.aspx?id=66833

[5] Φυσικά και ο συνολικός συσχετισμός δυνάμεων δεν μετατράπηκε αποκλειστικά χάρη σε αυτά, φυσικά και υπήρξαν και άλλες παράλληλες επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων της εργασίας, αλλά η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης παντού ήταν η κύρια συνιστώσα της επίθεσης.

[6] Στη διάρκεια των κρίσεων του καπιταλισμού, επιτελείται μια «φυσική επιλογή» των ανθεκτικότερων κεφαλαίων και μια καταστροφή των λιγότερο αποδοτικών κεφαλαίων. Η συνολική ζήτηση περιορίζεται εξαιρετικά, αλλά όχι τόσο για κάθε επιχείρηση ξεχωριστά, αφού οι ισχυρότερες επιχειρήσεις που επιζούν ιδιοποιούνται την ζήτηση των ανταγωνιστών τους που υπέκυψαν στην κρίση. Κάθε ξεχωριστή επιχείρηση που επέζησε, μπορεί κανιβαλίζοντας τους ανταγωνιστές της, να υπερασπίζεται αρκετά αποτελεσματικά το ύψος των τιμών της. Μια ανάλογη διαδικασία καταστροφής δεν παρατηρείται στην αγορά εργασίας, όπου οι άνεργοι δεν εξαφανίζονται όπως εξαφανίζεται το απαξιωμένο κεφάλαιο των επιχειρήσεων που υπέκυψαν στην κρίση, αλλά παραμένουν στην αγορά εργασίας για πολύ καιρό και ασκούν πτωτική πίεση επί των μισθών. Αυτά δεν αποτελούν κάποια εθνική ιδιομορφία της μιας ή της άλλης χώρας, αλλά δομικά χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. 

[7] Ας προσθέσουμε σε αυτά και ότι καθώς οι τιμές δεν μειώνονται ουσιαστικά με την εσωτερική υποτίμηση, αυτή δεν υποκαθιστά τη βασική λειτουργία της υποτίμησης ενός εθνικού νομίσματος η οποία καθιστά αμέσως φθηνότερα τα εγχώρια προϊόντα. Με το ευρώ, τα ελλείμματα στο εξωτερικό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών δεν κλείνουν μέσω αλλαγών στις τιμές αλλά με μείωση της ζήτησης, δηλαδή με ύφεση (χαρακτηριστικές περιπτώσεις της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης). Έτσι, σε καθεστώς ευρώ, η ύφεση και η βραδεία ανάπτυξη είναι προϋποθέσεις για να υπάρχει ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό μπορεί να ανατραπεί με μεγάλες αλλαγές στο παραγωγικό σύστημα (βελτίωση ποιότητας, παραγωγή νέων προϊόντων κ.λπ.). Οι αλλαγές αυτές όμως πραγματοποιούνται σε ορίζοντα δεκαετίας και ευνοούνται από συνθήκες ταχείας συσσώρευσης κεφαλαίου - κάτι που δεν ευνοεί η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης.

Ετικέτες