Ο Τάσος Κατιντσάρος γεννήθηκε το 1955 στο Περιστέρι. Το 1973, απόφοιτος πλέον του εξατάξιου γυμνασίου, ιδιωτικός υπάλληλος και μέλος της Κ.Ο. Μαχητής, έλαβε μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, γεγονός που καθόρισε την μετέπειτα πορεία και πολιτική του ένταξη. Για τις μέρες εκείνες, για τα γεγονότα και τις προσωπικές του εμπειρίες, μίλησε στις 13 Απριλίου 2012, στο Περιστέρι, στον Ιάσονα Χανδρινό, στο πλαίσιο της έρευνας του τελευταίου μαζί με τον Κωστή Χριστοδούλου για την εξέγερση. Το κείμενο της συνέντευξης δημοσιεύεται σήμερα, ως ελάχιστος φόρος τιμής στον Τάσο Κατιντσάρο, ο οποίος απεβίωσε στις 27 Σεπτεμβρίου 2018.
Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι η ματιά που βλέπεις [τα πράγματα]. Διαπίστωσα πολλές φορές ότι, με ανθρώπους που συχνά ήσουνα δίπλα ή συμμετείχανε μ’ έναν τρόπο στα γεγονότα, άλλα γεγονότα είχανε ζήσει αυτοί κι άλλα γεγονότα είχες ζήσει εσύ! Για παράδειγμα, υπήρχαν άνθρωποι που θεωρούσαν ότι το Πολυτεχνείο ήταν μειοψηφικό γεγονός. Αυτοί είναι κυρίως εκείνοι που έδωσαν τη μάχη των «δωματίων», των συνελεύσεων και των μηχανισμών (ποια γραμμή θα περάσει, αν θα βγει το Α ή το Β) και η επαφή τους με τον κόσμο μάλλον δεν ήταν το κύριο [στοιχείο]. Αυτό είναι ένα πρώτο που με σφράγισε. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι όταν συμμετέχεις κάπου, δεν είναι εύκολο να έχεις την ίδια ανάγνωση του γεγονότος ⎼ όταν μάλιστα το γεγονός είναι τόσο μεγάλο. Άλλος το έκανε πιο μικρό για να μπορέσει να κάνει πιο εύκολη την ανάγνωσή του, άλλος το μεγαλοποιούσε υπερβολικά και το ’κανε [υπόθεση] όλου του ελληνικού λαού. Όλη την γκάμα την έβλεπες.
Εγώ είχα μόλις δώσει εξετάσεις και δεν είχα περάσει και, όπως κάθε καλοκαίρι, δούλευα σ’ ένα κατάστημα που πούλαγε μουσικά όργανα στην Πατησίων. Στα Χαυτεία. Και με το που ξεκίνησε το Πολυτεχνείο, τέλειωσα τη δουλειά στις 15.00-16.00 και πήγα απέξω απ’ το Πολυτεχνείο. Είχαν κατέβει οι φοιτητές απ’ τη Νομική και υπήρχε μια συρροή κόσμου ⎼όχι υπερβολικά πράγματα βέβαια⎼ και φώναζε ο κόσμος συνθήματα: «Κάτω η Χούντα» κ.λπ. Υπήρχε μια διαφορά στα συνθήματα κι από τη Νομική ακόμα (την οποία την είχα παρακολουθήσει ως μαθητής, πήγαινα φροντιστήριο και το ’σκαγα...). Στη Νομική δεν υπήρχε το «Κάτω η Χούντα». Το πιο «ακραίο» σύνθημα ήταν το «ΕΣΑ-ΕΣ-ΕΣ Βασανιστές». Στο Πολυτεχνείο, τα συνθήματα ήταν από μιας αρχής πολύ πιο πολιτικοποιημένα, καταγγελτικά του καθεστώτος, χιουμοριστικά για τον Μαρκεζίνη και τον Παπαδόπουλο και εξεγερσιακά (το «Ταϊλάνδη»[1] απ’ την αρχή). Αλλά το «κάτω» μπήκε απ’ την πρώτη στιγμή. Και, θυμάμαι, κάθισα μπροστά στην πόρτα στην Πατησίων, είχαν έρθει κάτι φίλοι απ’ το Περιστέρι και μπήκαμε μαζί μέσα, γιατί κάποια στιγμή άρχισε να λέει το μεγάφωνο «όσοι πρέπει να μπείτε, μέσα, όσοι θέλετε να μείνετε, γιατί θα έρθουνε ασφαλίτες και χαφιέδες και πρέπει να προστατευθούμε». Το κάπως κωμικό είναι ότι ο άνθρωπος που μπήκαμε μέσα μαζί, ένας βιβλιοπώλης απ’ το Περιστέρι (που εγώ δεν ήξερα τη μορφή της στράτευσής του), ήταν στρατευμένος στον «Ρήγα Φεραίο». Ούτε κι αυτός ήξερε βέβαια τι γινότανε με τα κόμματα και τα λοιπά.
Μπήκαμε μέσα. Παρακολούθησα τη συνέλευση της Φυσικομαθηματικής Σχολής, στις 3 η ώρα τη νύχτα... Πρέπει να γίναν ανάλογες όλων των σχολών. Εγώ πήγα στη Φυσικομαθηματική γιατί ήταν ένας φίλος μου ⎼πάλι απ’ το Περιστέρι⎼ που μου λέει «δεν έρχεσαι να παρακολουθήσεις τι λέμε;». Ε, ήτανε περίπου 100 άνθρωποι, μπορεί και λίγο παραπάνω, ήτανε πολύ αγωνιστικά τα πράγματα. Μου ’χε κάνει εντύπωση κάτι που είχε πει ένας αριστεριστής και που ήταν το πιο «δεξιό» πράγμα που άκουσα μες στο Πολυτεχνείο. Αναρωτήθηκα από τότε ⎼μεγάλη κουβέντα⎼ κι ακόμα αναρωτιέμαι. Ήταν ο Διονύσης ο Μαυρογένης, μυθικό πρόσωπο και με όλα όσα έγιναν στο όνομά του απ’ το ΚΚΕ κ.λπ. Σηκώθηκε στη συνέλευση ⎼το θυμάμαι σαν τώρα⎼ και είπε: «Κοιτάξτε συναγωνιστές, εμείς παλεύουμε αλλά δεν θα τη ρίξουμε τη Χούντα σήμερα. Ο αγώνας θα είναι μακρύς και δύσκολος». Εκεί, μόνο που δεν τον λίντσαρε ο κόσμος... Ο κόσμος σηκώθηκε κι άρχισε να τον βρίζει και «τι είν’ αυτά που λες;». Βεβαίως, εκλέχθηκε στη συντονιστική επιτροπή γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβα, όλοι οι καταξιωμένοι ως αγωνιστές εκλεχτήκανε. Αλλά με σόκαρε και μένα αυτή η κουβέντα, κι ακόμα με προβληματίζει. Γιατί ακόμα κι εσύ, όταν έχεις μια στρατηγική στο μυαλό σου και δεν είσαι σίγουρος για κάποια γεγονότα, αν είναι δυνατόν να τη μεταφέρεις σαν κλίμα εκτίμησης στον ίδιο τον κόσμο. Γιατί ο κόσμος εκεί πίστευε ακράδαντα ότι θα την έριχνε τη δικτατορία, αλλιώς δεν θα πάλευε. Ο κόσμος πάντα για το άμεσο παλεύει, δεν παλεύει για την προοπτική. Βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι και δυνάμεις και οργανισμοί που εντάσσουν σε μια προοπτική. Ο κόσμος όμως δεν παλεύει παρά για κάτι το συγκεκριμένο. Δεν μπορείς να λες «Κάτω η Χούντα» και να μην πιστεύεις ότι αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί. Γιατί όπως είδαμε, πεθάνανε 150 άνθρωποι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αν δεν πιστεύανε ότι θα έπεφτε, μπορεί και να μην πεθαίνανε. Αυτό είναι κάτι σοβαρό που επίσης δεν έχει βγει. Παρακολούθησα αρκετές συνελεύσεις και μετά, αλλά ήταν καθοριστική αυτή η ομιλία του Διονύση, ενός μετρημένου αγωνιστή, χωρίς μεγάλα λόγια. Και απ’ το κομμάτι που κατέβηκε απ’ τη Νομική το πρωί και να κάνει γεγονότα. Προσπάθησε να δώσει τη διάρκεια του αγώνα (κι αυτό εκτιμιέται) αλλά ακόμα πιστεύω πως πρέπει να φιλτράρεται αυτή η σκέψη, είναι καθοριστικό. Το λέω και για μας, σήμερα, που λέμε πολλές φορές κατεβαίνοντας στο Σύνταγμα, ότι «θα ’ναι μακρύς και δύσκολος ο αγώνας». Και το λέμε γιατί θέλουμε ν’ ανατρέψουμε τον καπιταλισμό αλλά ο άλλος δεν κατεβαίνει για ν’ ανατρέψει τον καπιταλισμό, αλλά γιατί θέλει ν’ ανατρέψει τον Παπανδρέου ή τον «Παπαδήμιο» ή τον Παπαδόπουλο ⎼ κατάλαβες; Και το πιστεύει. Κι αφού το πιστεύει, γίνεται εξέγερση. Το πίστεψαν ο Κομνηνός κι ο Μυρογιάννης. Το πιστέψανε, δεκαεφτάχρονα παιδιά, και μπήκανε μπροστά στις σφαίρες και τα τανκς.
Τέλος πάντων, είναι μια νύχτα με ζυμώσεις περίεργες και μετά με αντιπαραθέσεις με ασφαλίτες που έρχονται από απέναντι, πέφτουνε κάποια νεράντζια κι ιστορίες. Απ’ το πρωί [της Πέμπτης] ξεκινά μια μαζική εμφάνιση ανθρώπων γύρω απ’ το Πολυτεχνείο, πολύ γρήγορα οι αστυνομικοί κλοιοί που πάνε να στηθούν καταρρέουν και γίνεται πολύ μαζικό το γεγονός. Όχι βέβαια με τεράστιες διαστάσεις. Ενώ την πρώτη νύχτα πρέπει να είναι στο Πολυτεχνείο 2-3.000 άνθρωποι (τώρα, ό,τι βλέπουν τα μάτια μου), τη δεύτερη μέρα πληθαίνει και το ποσοστό των ανθρώπων που βρίσκονται μέσα και των ανθρώπων που «περισφίγγουν». Είναι κάποιες σκηνές που θέλω να καταγράψω γιατί είναι πραγματικά φοβερές για τον χαρακτήρα της εξέγερσης: Π.χ. εγώ δεν φοβήθηκα ούτε την αστυνομία ούτε τον στρατό παρά μόνο κάποιους που έβγαιναν με μια ντουντούκα από καιρού εις καιρόν κι έλεγαν: «Όσοι δεν είναι φοιτητές να σηκωθούν να φύγουν!». Κι έλεγα, θα με διώξουν κι εμένα που δεν είμαι φοιτητής... Βέβαια σταμάταγε αυτό, διάφοροι εμφανιζόντουσαν: «Αφήστε ρε τον κόσμο, είναι κι οικοδόμοι εδώ» κ.λπ. Γινόταν όμως αυτό ιδιαίτερα τη δεύτερη μέρα (την τρίτη μέρα που είχε πληθύνει ο κόσμος πάρα πολύ δεν ειπωνότανε καθόλου). Το άλλο ήτανε ⎼η γνώμη μου είναι δηλαδή⎼ ότι η πρώτη λαϊκή διάσταση του γεγονότος δόθηκε από τους μαθητές. Η διαφορά απ’ όλα τ’ άλλα γεγονότα (και είναι πραγματικά συγκινητικό γιατί τότε οι μαθήτριες φοράγανε ποδιές) είναι ότι περάσανε χιλιάδες μαθητές. Από τη δεύτερη μέρα, όσοι ήμασταν μέσα στο Πολυτεχνείο γράφαμε συνέχεια ⎼ήτανε μια τεράστια παραγωγική δουλειά⎼ προκηρύξεις, συνθήματα, τρικάκια, τα δίναμε στους απέξω να τα μοιράζουνε κ.λπ. ή δουλεύαμε σε διάφορους τομείς που αποφάσιζαν οι συνελεύσεις, ή στα μαγειρεία ή στις πόρτες κάναμε περιφρούρηση· ελάχιστοι πάντως κάθονταν. Αυτό που αμέσως διαπίστωσα ήταν το βλέμμα και η μαζική αποδοχή από κομμάτια μαθητών. Εκεί κατάλαβα ότι το πράγμα αλλάζει.
Από κει και πέρα, τι να πω; Το πράγμα μύριζε λαϊκή εξέγερση: από φουρναραίους που μας έφερναν κοφίνια με φραντζόλες, μέχρι ανθρώπους που μας δίνανε λεφτά χωρίς να μας ξέρουνε. Εμένα ένας στην πόρτα μου ’δωσε ένα χιλιάρικο. Κι εγώ ούτε σκέφτηκα και το ’βαλα στο κουτί. Κι αυτό δεν θα συνέβη μόνο με μένα, θα συνέβη με πολλαπλασιαστικό τρόπο. Καταλάβαινες δηλαδή ότι εδώ κάτι συμβαίνει, κάτι αλλάζει στον κόσμο... Βεβαίως ήτανε κι άλλη η απόσταση από ό,τι η Νομική, αλλά ήταν κι η ωρίμανση αυτού του διαστήματος. Οι συνεχείς μάχες που δόθηκαν απ’ τον Μάρτη μέχρι τον Νοέμβρη [έφεραν] πολύ γρήγορη κλιμάκωση. Έτσι γίνεται. Όταν κάτι αρχίζει και τρίζει, φαίνεται ότι το λαϊκό αισθητήριο το μυρίζεται με άλλον τρόπο από αυτόν που αντιλαμβάνονται οι πρωτοπορίες. Και μάλιστα οι πρωτοπορίες της εποχής οι οποίες είναι κι αρκετά ξεκομμένες απ’ τον ίδιο τον λαϊκό παράγοντα ⎼ οργανώσεις που στην καλύτερη περίπτωση είναι 100-150 μέλη. Και φαίνεται αυτό απ’ τα γεγονότα στις άλλες πόλεις, που είναι ξεκομμένες. Βέβαια αρχίζουν και κάπως αργά, αλλά δείχνουν ότι δεν έχει παρατηρηθεί η κλιμάκωση των συγκρούσεων που είχε παρατηρηθεί στην Αθήνα. Το μνημόσυνο του Παπανδρέου ήταν η πρώτη μαχητική αντιπαράθεση με την αστυνομία: Ο κόσμος όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά ανάγκασε την αστυνομία να αμυνθεί και να φύγει στο τέλος. Ήταν το πρώτο δείγμα ότι αλλάζει η «φάση», γι’ αυτό και διογκώθηκε το Πολυτεχνείο σε τέτοιον βαθμό.
Σαν κομμούνα ήταν. Ένα πράγμα σε οργασμό, σε μια συνεχή παραγωγική λειτουργία, με συνελεύσεις... Αυτό το έχω ξαναπεί, νομίζω ότι ήταν η πιο δημοκρατική λειτουργία που έχει ακολουθηθεί από ένα κίνημα. Συνελεύσεις οι οποίες αποφάσιζαν στην πολιτική γραμμή του κινήματος και είχαν γραμμή ότι πρέπει να ανατραπεί η χούντα και καμία δεν δέχτηκε τη γραμμή που πρότειναν και τα δύο κόμματα της αριστεράς, της «οικουμενικής κυβέρνησης» σαν λύση, και τράβηξαν τη σύγκρουση μέχρι το τέλος. Μάλιστα, η εργατική συνέλευση που, κατά τη γνώμη μου έχει και την πιο ριζοσπαστική και καλογραμμένη απόφαση (και μ’ έναν τρόπο, λογοκρίθηκε κιόλας απ’ τη συντονιστική επιτροπή ⎼ θα τα ξέρεις αυτά), λέει καθαρά ότι «δεν θα επιτρέψουμε να παραδοθεί η εξουσία σε αυτούς που με τα γενικά περί δημοκρατίας λόγια τους προσπαθούσαν να μας κανακέψουν όλο το προηγούμενο διάστημα». Κι είναι γεγονός ότι και οι αστοί πολιτικοί που εμφανίστηκαν στο Πολυτεχνείο δεν έτυχαν και ιδιαίτερης υποδοχής. Ιδιαίτερης λαοφιλίας έτυχαν άλλοι. Όταν μπήκε μέσα ο Ξυλούρης, ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Τον σηκώσανε στα χέρια και τραγούδαγε όλο το Πολυτεχνείο το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Αυτός, μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο (δεν ξέρω, μπορεί και να ’κλαιγε κιόλας ο άνθρωπος), δεκάδες χιλιάδες κόσμου γύρω του, σαν τεράστια διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο. Και με τον Μαρκόπουλο. Με τους καλλιτέχνες ήταν αλλιώς, με τους αστούς πολιτικούς ο κόσμος ήταν κουμπωμένος, με τους αριστερούς πολιτικούς δεν ξέρω ⎼ δεν είδα και κανέναν, να σου πω την αλήθεια, παρόλο που οι περισσότεροι ήταν ελεύθεροι. Νομίζω ότι ίσχυσε η παλιά, καλή, δοκιμασμένη γραμμή του Κόμματος: «Οι βαλίτσες κάτω απ’ το κρεβάτι και στα γεγονότα δεν συμμετέχουμε». Παρόλο που ήταν ανάγκη να συμμετέχεις. Συμμετείχε όλος ο κόσμος. Την Παρασκευή πλέον είναι όλες οι ηλικίες, όλα τα στρώματα.
Αυτό που θέλω να πω είναι η τεράστια σημασία του ραδιοφωνικού σταθμού. Και η αναπαραγωγή του από δεκάδες πειρατές. Που έφτασαν το μήνυμα σε όλες τις συνοικίες. Εδώ, στο Περιστέρι είχαμε δυο πειρατές: Τον «Όλιβερ», που έπαιζε ροκιές κι έναν άλλον, που έπαιζε Καζαντζίδη. Και οι δύο συνδέθηκαν με το Πολυτεχνείο και το αναπαρήγαγαν ακόμα κι όταν έπεσε. Κι απ’ ό,τι έχω καταλάβει, με τα τεχνικά μέσα, αν δεν υπήρχαν αυτοί, το μήνυμα του σταθμού θα έφτανε μόνο μερικά τετράγωνα. Αυτοί έδωσαν τη διάσταση τη μαζική.
Τη δεύτερη μέρα αρχίζουν κι έρχονται διάφορα κομμάτια, όπως [οι αγρότες] απ’ τα Μέγαρα με το περίφημο «Κάτω το κεφάλαιο», που το φώναξαν οι άνθρωποι ενάντια σε συγκεκριμένο κεφαλαιοκράτη ⎼ο Ανδρεάδης πρέπει να ’ταν, που πήγε να τους πάρει τα χωράφια⎼ (όχι ότι ήταν γενικώς ενάντια στο κεφάλαιο), αλλά φωνάχτηκε αρκετά αυτό το σύνθημα. Ριζοσπαστικοποιείται ο κόσμος, «Ή τώρα ή ποτέ», «Επανάσταση, λαέ», αρχίζει το πολιτικό στοιχείο και βράζει. Υπάρχουν διάφορα πανό που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν στην Πατησίων, γίνονται διάφορα με τα συνθήματα. Να σου πω αυτό: Εγώ από την Πέμπτη το πρωί, με μια παρέα παιδιών απ’ το Περιστέρι, κρατάμε την πρώτη πύλη της Στουρνάρα ⎼ την κύρια πύλη στη Στουρνάρα. Υπάρχει ένα μεγάφωνο, φωνάζουμε, τραγουδάμε κι έρχονται άνθρωποι και λέει ο καθένας ό,τι θέλει. Κάποια στιγμή, εντός της ημέρας, έρχεται μια κοπέλα μ’ ένα χαρτί και λέει: «Συναγωνιστές, αυτή είναι η απόφαση της συντονιστικής επιτροπής, το μεγάφωνο είναι υπό τον έλεγχο της συντονιστικής επιτροπής». Μόνη της ήταν η κοπέλα. Της λέμε: «Συναγωνίστρια, κι εμείς αυτά που μας λέει η συντονιστική επιτροπή λέμε. Δεν τα λέμε βέβαια με σειρά, όπως μας έρχονται...». «Καλώς, λέει, άμα είναι κάτι, θα σας ειδοποιήσω». Μου φαίνεται ότι μέχρι το τέλος, το συγκεκριμένο μεγάφωνο έμεινε χωρίς κάποιο συγκεκριμένο έλεγχο. Μάλλον θα πάλευε η συντονιστική επιτροπή να ελέγξει τον σταθμό (κι ούτε εκεί θα τα κατάφερε...). Γινόντουσαν τέτοια πράγματα. Οι συζητήσεις ήτανε θυελλώδεις. Για να καταλάβεις τις οπτικές γωνίες […], καταλυτικό ρόλο παίζουν τα συνθήματα που ακούγονται πρώτη φορά, το «Έξω το ΝΑΤΟ», «Έξω οι Αμερικάνοι». Ειδικότερα το «Έξω οι Αμερικάνοι» [ήταν] πολύ λαοφιλές. Και γίνεται συζήτηση τώρα, τεράστια πηγαδάκια, ότι δεν πρέπει να τα λέμε αυτά τα συνθήματα. Γιατί διώχνουνε κόσμο αντί να φέρνουν. Εγώ τότε νόμιζα, δυστυχώς, ότι αυτοί που τα λέγαν αυτά ήταν οπαδοί του Αντρέα Παπανδρέου, τίποτα κεντρώοι άνθρωποι. Μετά, απ’ ό,τι κατάλαβα, ήταν εκπρόσωποι των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της αριστεράς, που προσπαθούσαν να κοντύνουν τον ριζοσπαστισμό τους (παρόλο που το Κ.Κ. τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα ήθελε μετά να τον έχει και μονοπώλιο). Νομίζω ότι μαζικά θριάμβευε η ριζοσπαστικοποίηση της γραμμής. Την Πέμπτη και την Παρασκευή έρχονται οικοδόμοι, θυμάμαι ένα μπλοκ μ’ ένα πανό που γράφει «Οικοδόμοι». Μάλιστα, μου έχει διηγηθεί ένας οικοδόμος που ήταν τότε στην ΚΝΕ, ότι σύντροφός του που είχε έρθει από πιο πριν, δεν τον άφηνε να μπει στο Πολυτεχνείο γιατί, λέει, δεν έπρεπε να μπούμε εμείς οι εργάτες μέσα (γέλια). Είχε γίνει τεράστια δουλειά κι απ’ την εργατική συνέλευση στην κύρια πιάτσα των οικοδόμων της οδού Αθηνάς. Πήγε εκεί η απόφαση της συνέλευσης της Πέμπτης, μοιράστηκε και μπήκε το ζήτημα της γενικής απεργίας. Το ακολούθησε και η συντονιστική επιτροπή και οι φοιτητικές συνελεύσεις κι άρχισε να το προπαγανδίζει και ο ραδιοφωνικός σταθμός, κι έδωσε κι αυτό τη διάστασή του στην εξέγερση. Η είσοδος αυτών των κομματιών ήταν μεγάλα γεγονότα. Αυτοί τώρα έβγαιναν έξω, κάνανε δουλειά σε διάφορους χώρους κι επανέρχονταν με κόσμο, με ολόκληρες πορείες ⎼ πρέπει να συμπίπτει με την αρχή της σύγκρουσης η δεύτερη επάνοδος των οικοδόμων στο Πολυτεχνείο.
Η αστυνομία είναι εξαφανισμένη, όλα τα τρόλεϊ που πέρναγαν την πρώτη και τη δεύτερη μέρα είναι γεμάτα συνθήματα [και] μεταφέρεται το πνεύμα της εξέγερσης παντού, συνέχεια γίνονται συνελεύσεις που το καταγράφουν όλα αυτά, γίνονται προσπάθειες ποδηγέτησης αλλά δεν γίνεται σε τέτοια πράγματα. Η δεύτερη εργατική συνέλευση που παρακολούθησα ειδικά ⎼τίγκα το κτίριο Γκίνη, 500 άνθρωποι που δεν χωράνε να κάτσουνε⎼ και είναι συγκλονιστικά αυτά που λέγονται για το πώς πρέπει να παλέψουμε. Αλλά ήταν και συγκλονιστικό να κάθονται σε πανεπιστημιακά έδρανα άνθρωποι που δεν είχαν κάτσει ποτέ τους σε θρανίο, έτσι; Και να το αναγνωρίζουν. Θυμάμαι ένας είπε μάλιστα: «Πρέπει να αναγνωρίσουμε στους φοιτητές ότι αυτοί είναι ο σπινθήρας για να εξεγερθούμε. Η παραδοσιακή εργατική τάξη δεν κουνήθηκε όπως έπρεπε, αλλά από δω και πέρα, ας κάνουμε το καθήκον μας». Ξέρει ο κόσμος, κρύβει μεγάλη λαϊκή σοφία ο καθένας στο πώς χτίζονται γεγονότα.
Και η πορεία των γεγονότων είναι με γεωμετρική πρόοδο. Αν την Τετάρτη το βράδυ είναι 5.000 άνθρωποι, την Πέμπτη 30-50.000, την Παρασκευή πια χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα...Θυμάμαι ξύπνησα το πρωί […] και είναι συγκλονιστική η εικόνα μπροστά στο Πολυτεχνείο. Όλη η Πατησίων γεμάτη, με χέρια σηκωμένα. Ένας κόσμος που στροβιλίζεται και φωνάζει. Όπου και να κοιτάξεις, κόσμος παντού. Την Παρασκευή το απόγευμα πρέπει να ήταν 100.000 κόσμος, 200.000 κόσμος; Δεν μπορεί κανείς να μετρήσει, αλλά μέσα που ήμουν εγώ γινόταν το αδιαχώρητο […]. Ένας λαός σε κατάσταση παροξυσμού, φωνάζει συνθήματα μίσους, θέλει να δράσει εκείνη τη στιγμή και να δράσει καταλυτικά.
Οι προτάσεις μέσα στο Πολυτεχνείο παίρνουν ρυθμό πολυβόλου. Και αυτοί που θέλουν ν’ αποτρέψουν την έκρηξη και αυτοί που βλέπουν ότι πρέπει να τραβήξουν μέχρι το τέλος, κανένας δεν έχει εικόνα του τι πρόκειται να γίνει. Κάποια στιγμή θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ειπώθηκε (πρέπει να ήταν απ’ τους κόλπους της ΚΝΕ, σε συνεργασία και με τον Ρήγα μ’ έναν τρόπο) πως πρέπει να φύγουμε. Μια μαζική έξοδος με μια πορεία μέχρι το Σύνταγμα και να διαλυθούμε. Το συζητούσαν σοβαρά και ήταν σε θέση να το κάνουν. Θυμάμαι έγιναν τότε τεράστιες συζητήσεις πάνω σ’ αυτά, αλλά εξοπλίστηκαν οι περιφρουρήσεις με μια γραμμή απ’ την αντίθετη άποψη, ότι «όποιος σας λέει να φύγουμε, είναι προβοκάτορας» (γέλια). Σε τελική ανάλυση, τα ίδια τους τα μέλη που φύλαγαν τις εισόδους, έτοιμα να κουτρουβαλιάσουνε οποιονδήποτε εκφραζόταν έτσι. Οξυμένη κατάσταση, υπήρχε όμως το στοιχείο του διαλόγου (με ένταση βέβαια), ο οποίος ήταν υγιής. Εγώ, να σου πω την αλήθεια, δεν έχω συναντήσει πιο υγιή διάλογο στο κίνημα, από τότε. Νομίζω ότι είναι ο πιο συντροφικός διάλογος που έχω ζήσει. Μπορεί να ήμουν και παιδί και να το ’χω μεγαλοποιήσει, αλλά συμμετείχαν όλοι σε κάτι κοινό. Έβλεπες τον διπλανό αντικειμενικά ως σύντροφό σου γιατί συνεισέφερε με τον ίδιο τρόπο που συνεισέφερες κι εσύ ή με κάποιον παραπλήσιο. Θυμάμαι στη συζήτηση που κάναμε στον Μαχητή μετά, η μοναδική αυτοκριτική που είχαμε κάνει (βγήκε και κείμενο) ήταν μήπως θα μπορούσαμε να είχαμε προτείνει κυβέρνηση εργατικών, επαναστατικών οργανώσεων και κομμάτων απέναντι στην οικουμενική που προτείναν αυτοί κι έτρωγε φούμο. Νομίζω όμως ότι θα ήταν εξτρεμισμός γιατί κανείς δεν ήξερε εκείνη την εποχή τι ήταν οι επαναστατικές οργανώσεις και τα κόμματα εκείνης της εποχής ⎼ τα ’μαθε μετά τη Δικτατορία.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την εργατική συνέλευση να σταματάει επειδή έχουν αρχίσει οι συγκρούσεις· έρχονται μέσα και λένε «Σύντροφοι, υπάρχουν χτυπημένοι», δημιουργείται αυτή η «λαϊκή κλινική», με φοιτητές της Ιατρικής που πραγματικά σώζουν κόσμο. Εγώ είχα τις εξής εμπειρίες με τις σφαίρες: Μ’ έναν τρόπο ρίχνανε ελεύθεροι σκοπευτές από την ταράτσα του Ακροπόλ. Σε μια χρονική στιγμή βλέπαμε να κουνιούνται τα φύλλα των δέντρων. Μου λέει ένας συναγωνιστής: «Σφαίρες είναι αυτές». «Και καθόμαστε εδώ ρε;», «Λες να είναι πραγματικές;», «Δηλαδή τι να μας ρίχνουνε; Πλαστικές; Θα έχουνε βάλει ελεύθερους σκοπευτές και μας ρίχνουν με πλαστικές;». Για χρονικό διάστημα μισής ώρας θυμάμαι κρύφτηκα πίσω από ένα αυτοκίνητο που ήταν στο προαύλιο, αλλά μετά το ξέχασα κι αυτό και ξαναβγήκα. Ένα άλλο είναι ότι έβλεπα διάφορους ανθρώπους με αίματα να περνάνε μπροστά μου. Και το τρίτο, όταν μετέφερα κάτι γάλατα σε μια πόρτα, από τη Στουρνάρα στην Τοσίτσα. Από την ένταση και την κούραση των ημερών, κάποια στιγμή κατέρρευσα· λιποθύμησα όπως κράταγα την κούτα με τα γάλατα. Με μαζέψανε λοιπόν τα παιδιά και με πήγανε στη «λαϊκή κλινική» αμέσως. Ξύπνησα εκεί, κοιτάω γύρω μου και βλέπω μια αίθουσα βαμμένη στο αίμα, βογκητά τρομερά, και μια υπέροχη κοπέλα, ξανθιά ⎼γιατρίνα⎼ μ’ ένα χαμόγελο φοβερό να μου λέει: «Πώς είσαι;», «Καλά, καλά» (να φύγω από δω μέσα αμέσως!) (γέλια). «Τι έπαθες;», «Λιποθύμησα». Μου έδωσε μια πορτοκαλάδα, μου ’δωσε και μια ασπιρίνη. Μου λέει: «Θες να κάτσεις κι άλλο;». Να κάτσω, μ’ αυτά που έβλεπα, αποκλείεται. Ήτανε γεμάτα τα κρεβάτια (δεν ξέρω πώς τα ’χανε φτιάξει), το ένα πάνω στ’ άλλο ⎼ γινότανε δουλειά τρομερή εκεί μέσα. Κι εκεί κατάλαβα ότι τι πράγμα δεν έχει σωτηρία. Κι επιλέξαμε να μείνουμε μέχρι το τέλος.
Σιγά σιγά περιορίστηκε το γύρω, ώσπου δεν έμεινε κανένας απέξω. Και μετά οι περίφημες σειρές: Τα ΛΟΚ, η ασφάλεια, η αστυνομία, όλη η Πατησίων και γύρω γύρω. Και το τανκ με το φως το εκτυφλωτικό. Έβλεπα όλη τη σκηνή, ήμουνα στης Αρχιτεκτονικής τον εξώστη. Το είδα όλο […] Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν άτομα με τις γροθιές υψωμένες. Κι όταν μπήκε το τανκ, έπεσαν προς τα πίσω. […] Δεν πέρασε ένα λεπτό και ήρθαν οι λοκατζήδες, ήτανε κι αυτό τρομακτικό. Εμείς δεν είχαμε τέτοιες εμπειρίες. Φοράγανε μαντίλια, στολές μάχης, παραλλαγή. Μόνο που τα παιδιά τα ’χανε χαμένα κι αυτοί. Να σου πω, από μια άποψη, καλύτερα που μπήκαν αυτοί κι όχι οι μπάτσοι. Ένα χαρακτηριστικό που το θυμάμαι: Φωναζόταν το σύνθημα (από πριν) «Φαντάροι αδέρφια μας». Μπήκαν οι φαντάροι, κάναν ένα διάδρομο, ήταν κατακίτρινα τα παιδιά, φαινόντουσαν. Κάποιοι εκεί πήγαν να σηκώσουν ένα φαντάρο στα χέρια! Τα ’χε χαμένα το παιδί, δεν ήξερε τι να κάνει. Κάποιοι πιο ψύχραιμοι ευτυχώς είπαν «τι κάνετε ρε μαλακισμένα, σοβαρευτείτε. Θα το κάψουμε το παιδί». Μας άνοιξαν έναν διάδρομο, κατεβήκαμε και μας βγάλαν απ’ την κεντρική είσοδο. Ήταν αυτή η Μερσεντές που λειτουργούσε σαν οδόφραγμα και περνάγαμε είτε από πάνω της είτε από δίπλα της. Εγώ προσωπικά πρέπει να έπεσα τουλάχιστον δέκα φορές κάτω. Έκανα μια απλή σκέψη (είχα και μια κοπέλα μαζί μου, οπότε δεν ήταν μόνο η σωτηρία η δικιά μου): Η μόνη μας ελπίδα είναι ότι δεν μπορούν να μας πιάσουν όλους ⎼γιατί δεν χωράμε να μας πιάσουν όλους⎼ και ο μόνος τρόπος είναι να είσαι μαζί με το πλήθος. Όποιος φεύγει απ’ το πλήθος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πάθει κακό. Μας έβγαζαν κατά κύματα, το δικό μας κύμα πήγε προς την Τοσίτσα. Ε, εκεί ορμάγανε. Με ρόπαλα, με κλοτσιές, με μπουνιές, έπεσε πολύ ξύλο. Και ιδιαίτερα Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας ήταν ένα κομάντο της ασφάλειας με κάτι ξύλα τρία μέτρα το καθένα που βαράγανε στο ψαχνό, ας πούμε. Πώς γλιτώσαμε εκεί και πώς με βαστάγαν τα πόδια μου, δεν μπορώ να καταλάβω (έφαγα ελάχιστο ξύλο εκεί). Και μπήκα στην πρώτη ή δεύτερη πολυκατοικία πίσω απ’ το Πολυτεχνείο ακριβώς. Στο διαμέρισμα που μπήκα εγώ κι ένας δημοκράτης δικηγόρος με την κόρη του και τη γυναίκα του, πρέπει να ήμασταν 150 άνθρωποι, πρέπει σ’ όλη την πολυκατοικία να ’μασταν πάνω από 500. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, το πρωί ήρθε ένας συναγωνιστής και λέει: «Είμαστε πάρα πολλοί στην πολυκατοικία συναγωνιστές και αποφασίσαμε ότι μπορούμε να κάνουμε συνέλευση στα σκαλιά» (γέλια). Του είπανε «είσαι βλάκας και μην ξανακούσουμε τέτοιες βλακείες!».
Τι έβλεπα από κει; Οι ασφαλίτες μπήκανε μέσα και το κάνανε μπλε μαρέν το Πολυτεχνείο (οι φαντάροι αποχώρησαν με βήμα και τραγούδι κατά τις 4.00-4.30) ⎼ έβλεπα από τις γρίλιες. Στο κτίριο το πίσω, από την πλευρά της Μπουμπουλίνας που έβλεπα, μπήκαν ασφαλίτες και σπάγαν ό,τι βρίσκανε μπροστά τους. Εικόνες που παρουσιάσανε μετά, αλλά δεν τα πίστεψε κανένας. Το δυστύχημα είναι ότι κατέβηκε κόσμος πάλι, αλλά δεν το ξέραμε εμείς (το Σάββατο είναι οι περισσότεροι νεκροί). Ακούγαμε μέσα απ’ την πολυκατοικία συνθήματα, αλλά νομίζαμε ότι ήταν ηχώ από τα συνθήματα που ακούγαμε στο Πολυτεχνείο! Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, το Σάββατο πρέπει να είναι νεολαία από τις συνοικίες που κατεβαίνει. Έχω έναν φίλο που πυροβολήθηκε από πάνω, μπήκε η σφαίρα από τον αριστερό ώμο και βγήκε από τη δεξιά κοιλιακή, πέρασε δίπλα απ’ την καρδιά όταν ήταν ο παλμός μέσα και έζησε ⎼ για δυο χιλιοστά θα είχε πεθάνει. Καθηγητής σήμερα, ζει και βασιλεύει. Δεν μιλάει ποτέ γι’ αυτά. Για μένα διαδόθηκε στο Περιστέρι ότι πέθανα. Εγώ ήρθα εδώ κι έπεσα κατάκοιτος για δυο τρεις μέρες, δεν πήγα πουθενά. Και μπήκα μετά σ’ ένα λεωφορείο και μου λέει ένας γείτονας: «Ζεις; Όλοι στο καφενείο λένε ότι σκοτώθηκες». Είναι γνωστό ότι πήγαν σε οικογένειες, τους αναγκάσαν να κάνουν τις κηδείες γρήγορα, οι νεκροί είναι πολύ περισσότεροι σίγουρα!
Περιστέρι, 13.4.2012
[1] Αναφέρεται στο σύνθημα «Απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη». ΣτΕ