Μια κριτική στην κυρίαρχη αντίληψη οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ.

Θεσ­σα­λο­νί­κη – Ια­νουά­ριος 2013

Οι­κο­νο­μι­κή ανόρ­θω­ση της χώρας με μέτρα κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης

Πέντε χρό­νια μετά την έκρη­ξη της βα­θειάς κρί­σης κα­πι­τα­λι­στι­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης και τρία χρό­νια μετά την έναρ­ξη εφαρ­μο­γής των τριών δια­δο­χι­κών μνη­μο­νί­ων, έχουν επέλ­θει καί­ρια και κα­τα­στρε­πτι­κά πλήγ­μα­τα, τόσο στις λαϊ­κές ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις (μι­σθω­τοί, άνερ­γοι, νέοι, συ­ντα­ξιού­χοι, αυ­το­α­πα­σχο­λού­με­νοι), όσο και συ­νο­λι­κά στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία και κοι­νω­νι­κή πα­ρα­γω­γή. Αυτά αφο­ρούν στην έκλυ­ση της υπερ­με­γέ­θους ανερ­γί­ας του 28% πλέον του ΟΕΠ (1.345.000 άτομα), της κα­τα­κό­ρυ­φης μεί­ω­σης των ερ­γα­τι­κών μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων, της πα­ρα­πέ­ρα απο­ψί­λω­σης των λαϊ­κών ει­σο­δη­μά­των από τις υπέρ­βα­ρες φο­ρο­λο­γι­κές επι­βα­ρύν­σεις στις κα­τοι­κί­ες και στα ει­σο­δή­μα­τα, της προϊ­ού­σας διά­λυ­σης του κοι­νω­νι­κού ασφα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, της ιδιω­τι­κο­ποί­η­σης και πα­ρα­φθο­ράς των κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων και δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών, της κα­τα­στρο­φής των μη κερ­δο­φό­ρων κε­φα­λαί­ων με το κλεί­σι­μο και την συρ­ρί­κνω­ση επι­χει­ρή­σε­ων, της συ­νε­χούς οι­κο­νο­μι­κής ύφε­σης που το σω­ρευ­τι­κό της μέ­γε­θος ξε­περ­νά κατά πολύ πλέον το 20%. Αυτά τα καί­ρια κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα απο­τέ­λε­σαν και συ­νε­χί­ζουν να απο­τε­λούν το πεδίο τα­ξι­κής δια­πά­λης του ερ­γα­τι­κού λαϊ­κού κι­νή­μα­τος, καθώς και των πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς, και ιδιαί­τε­ρα της πλειο­ψη­φι­κής της μορ­φής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ΕΚΜ. Θε­με­λιώ­δης επαγ­γε­λία του αρι­στε­ρού ρι­ζο­σπα­στι­κού κι­νή­μα­τος και επι­δί­ω­ξη των κοι­νω­νι­κών λαϊ­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων η ρι­ζι­κή αντι­με­τώ­πι­ση όλων αυτών των ολέ­θριων συ­νε­πειών της πο­λι­τι­κής του ακραί­ου κυ­βερ­νη­τι­κού νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, πράγ­μα που επι­τάσ­σει σε μια εν­δε­χό­με­νη κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς την κα­τάρ­γη­ση της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής και των εφαρ­μο­στι­κών της νόμων, την απαλ­λα­γή από τον βρόγ­χο του δη­μό­σιου χρέ­ους και της πλη­ρω­μής των υπέ­ρο­γκων τόκων και χρε­ο­λυ­σί­ων κλπ.

Το μεί­ζον ζή­τη­μα που προ­κύ­πτει, μέσα στο οι­κο­νο­μι­κό και κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον του ολέ­θρου που έχει προ­κλη­θεί, και αφού έχει ακυ­ρω­θεί η μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, οι βλα­πτι­κές επι­πτώ­σεις συ­νε­χί­ζουν να πα­ρα­μέ­νουν και να απαι­τούν την άμεση και απο­τε­λε­σμα­τι­κή τους αντι­με­τώ­πι­ση, τόσο με επεί­γο­ντα δρα­στι­κά μέτρα μιας αρι­στε­ρής δια­κυ­βέρ­νη­σης (λ.χ. αντι­με­τώ­πι­ση της κοι­νω­νι­κής γε­νο­κτο­νί­ας της ανερ­γί­ας, στή­ρι­ξη των ορ­γα­νι­σμών κοι­νω­νι­κής ασφά­λι­σης κλπ.), όσο και με μέτρα μιας με­σο­πρό­θε­σμης ρι­ζο­σπα­στι­κής πο­λι­τι­κής. Και μόνον η απο­κα­τά­στα­ση των πραγ­μά­των στην προ­τέ­ρα, πριν από την ανά­δει­ξη της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης και της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής, κα­τά­στα­ση απαι­τεί από τη μια πλευ­ρά την δια­σφά­λι­ση ση­μα­ντι­κό­τα­των κοι­νω­νι­κών πόρων, και από την άλλη πλευ­ρά την δρο­μο­λό­γη­ση μιας δια­δι­κα­σί­ας τα­χύ­τα­της οι­κο­νο­μι­κής ανόρ­θω­σης, ανά­καμ­ψης και ανά­πτυ­ξης της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας. Και σ’ αυτό ακρι­βώς το επί­πε­δο αρ­χί­ζουν τα δύ­σκο­λα για το ελ­λη­νι­κό αρι­στε­ρό και λαϊκό κί­νη­μα, γιατί ένα ζή­τη­μα είναι η ακύ­ρω­ση των μνη­μο­νί­ων και των δα­νεια­κών δε­σμεύ­σε­ων, αλλά και ένα άλλο ζή­τη­μα είναι η μέσα σε έναν τε­τρα­ε­τή του­λά­χι­στον κυ­βερ­νη­τι­κό σχε­δια­σμό επί­λυ­ση των εκρη­κτι­κών κοι­νω­νι­κών ζη­τη­μά­των.

Ανά­πτυ­ξη με κοι­νω­νι­κή ερή­μω­ση και εναλ­λα­κτι­κή στρα­τη­γι­κή

Η ασκού­με­νη οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή των αστι­κών δυ­νά­με­ων της τρι­κομ­μα­τι­κής συ­γκυ­βέρ­νη­σης έχει ως στόχο της την έξοδο από την κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου προς όφε­λος των δυ­νά­με­ων της ερ­γο­δο­σί­ας (βιο­μη­χα­νι­κής, τρα­πε­ζι­κής, εμπο­ρι­κής κλπ.), γι’ αυτό και το σύ­νο­λο των μνη­μο­νια­κών μέ­τρων που εφαρ­μό­ζει απο­σκο­πούν αφε­νός στο να κα­τα­στή­σουν την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη πει­θή­νια, φθηνή, ελα­στι­κή και απορ­ρυθ­μι­σμέ­νη, και αφε­τέ­ρου να μειώ­σουν στο ελά­χι­στο τα μέτρα κοι­νω­νι­κής πο­λι­τι­κής (ασφά­λι­ση, πε­ρί­θαλ­ψη, εκ­παί­δευ­ση κ.ά.). Η κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή που έτσι επι­φέ­ρει δεν είναι η επι­δί­ω­ξη της αστι­κής πο­λι­τι­κής, αλλά το απο­τέ­λε­σμα αυτού του πρω­ταρ­χι­κού στό­χου, της υπέρ­βα­σης της κρί­σης προς όφε­λος του κε­φα­λαί­ου, πράγ­μα που επι­τυγ­χά­νε­ται με την δια­τή­ρη­ση της κερ­δο­φο­ρί­ας ενός ση­μα­ντι­κού μέ­ρους των ιδιω­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων αλλά και με την συ­γκρά­τη­ση των ζη­μιο­γό­νων απο­τε­λε­σμά­των των πε­ρισ­σο­τέ­ρων από αυτές. Αυτό, μέσα στα πλαί­σια του σύγ­χρο­νου διε­θνο­ποι­η­μέ­νου αντα­γω­νι­σμού και του διε­θνούς κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γα­σί­ας, ση­μαί­νει την δια­τή­ρη­ση και σχε­τι­κή ανά­καμ­ψη της συ­νο­λι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας, ωστό­σο μέσα σ’ ένα πε­ρι­βάλ­λον στα­θε­ρής υπερ­με­γέ­θους ανερ­γί­ας, απα­ξί­ω­σης των λαϊ­κών ει­σο­δη­μά­των, διά­λυ­σης των κοι­νω­νι­κών υπη­ρε­σιών, και ορια­κών με­γε­θών οι­κο­νο­μι­κής στα­σι­μό­τη­τας ή στοι­χεια­κής ανά­πτυ­ξης. Μ’ αυτά τα δε­δο­μέ­να, η αστι­κή μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, εφό­σον πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή στους στό­χους της, αδυ­να­τεί να εξα­σφα­λί­σει την ανά­πτυ­ξη της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας και την απορ­ρό­φη­ση της τε­ρά­στιας ανερ­γί­ας, και στε­ρεί­ται κάθε ίχνους πο­λι­τι­κής προς όφε­λος των λαϊ­κών τά­ξε­ων, δη­λα­δή κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης. Μπο­ρεί βέ­βαια αυτή η πο­λι­τι­κή να οδη­γεί στην απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση της αστι­κής τα­ξι­κής κυ­ριαρ­χί­ας και στην εξα­φά­νι­ση της όποιας προη­γού­με­νης συ­ναί­νε­σης, εντού­τοις και παρά την άνοδο των αρι­στε­ρών εκ­προ­σω­πή­σε­ων στο ένα-τρί­το του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος, συ­νε­χί­ζει να δια­τη­ρεί την σχε­τι­κή κυ­βερ­νη­τι­κή πλειο­ψη­φία, ενώ ταυ­τό­χρο­να ο συ­να­σπι­σμός του συ­νό­λου των αστι­κών δυ­νά­με­ων (μνη­μο­νια­κών και λαϊ­κο­δε­ξιών) συ­νε­χί­ζει να δια­τη­ρεί την εκ­προ­σώ­πη­ση των δύο-τρί­των του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος, με δε­δο­μέ­νη την εδώ και έναν χρόνο υπο­χώ­ρη­ση και κα­θί­ζη­ση του αγω­νι­στι­κού λαϊ­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος.

Απέ­να­ντι σ’ αυτήν την κυ­ρί­αρ­χη αστι­κή πο­λι­τι­κή των δια­δο­χι­κών μνη­μο­νί­ων, μια αρι­στε­ρή εναλ­λα­κτι­κή πο­λι­τι­κή, και στο βαθμό που κα­τορ­θώ­νει να ανα­τρέ­ψει την μνη­μο­νια­κή συ­γκυ­βέρ­νη­ση, να κα­τα­κτή­σει την σχε­τι­κή λαϊκή πλειο­ψη­φία και να ακυ­ρώ­σει τα μέχρι σή­με­ρα εφαρ­μο­ζό­με­να μέτρα του ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, απαλ­λάσ­σο­ντας ταυ­τό­χρο­να την χώρα από τον θα­νά­σι­μο ενα­γκα­λι­σμό του δη­μό­σιου χρέ­ους και της πλη­ρω­μής των το­κο­χρε­ο­λυ­σί­ων, έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πη με τα ίδια κα­τα­στρε­πτι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα της κρί­σης κα­πι­τα­λι­στι­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης που συ­νε­χί­ζει να ανα­πα­ρά­γε­ται συ­νέ­χεια. Αν λοι­πόν σκο­πός μιας αρι­στε­ρής δια­κυ­βέρ­νη­σης είναι να επι­τύ­χει την έξοδο από αυτή τη βα­θύ­τα­τη κρίση της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής προς όφε­λος των λαϊ­κών ερ­γα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων, είναι υπο­χρε­ω­μέ­νη να εξα­σφα­λί­σει ταυ­τό­χρο­να και σε μια ενιαία δια­δι­κα­σία, τόσο την ρι­ζι­κή ανά­καμ­ψη της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, όσο και την άμεση εφαρ­μο­γή μέ­τρων κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης (λ.χ. επι­δό­τη­ση του συ­νό­λου των ανέρ­γων, στή­ρι­ξη των τα­μεί­ων κοι­νω­νι­κής ασφά­λι­σης, απο­κα­τά­στα­ση των μι­σθών των ΣΣΕ κλπ.).

Αντα­πο­κρί­νε­ται η οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή του ση­με­ρι­νού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ΕΚΜ σ’ αυτές τις ανα­γκαιό­τη­τες, έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να εξα­σφα­λί­σει την πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους και μ’ αυτό τον τρόπο να απο­κτή­σει ισχυ­ρό λαϊκό έρει­σμα και πο­λι­τι­κή πλειο­ψη­φι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση, στην προ­ο­πτι­κή του­λά­χι­στον μιας τε­τρα­ε­τί­ας κυ­βερ­νη­τι­κής δια­χεί­ρι­σης ; Αυτή, στην τρέ­χου­σα πε­ρί­ο­δο, και ανε­ξάρ­τη­τα από τις όποιες δια­κη­ρύ­ξεις και απο­φά­σεις, βα­σί­ζε­ται κυ­ρί­αρ­χα σε τέσ­σε­ρεις, με­τα­ξύ των άλλων, πυ­λώ­νες και συ­γκε­κρι­μέ­να : Στην αντι­πλου­το­κρα­τι­κή λο­γι­κή – στην νε­ο­κεϋν­σια­νή δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή – στην επεν­δυ­τι­κή δράση του ελ­λη­νι­κού και διε­θνούς κε­φα­λαί­ου – στην πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση της χώρας. Έτσι, χρειά­ζε­ται η κρι­τι­κή απο­τί­μη­ση αυτών των πα­ρα­μέ­τρων της οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, από την άποψη της απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τάς τους (οι­κο­νο­μι­κή ανά­καμ­ψη) και του κοι­νω­νι­κού τους χα­ρα­κτή­ρα (απο­κα­τά­στα­ση του κοι­νω­νι­κού ερ­γα­σια­κού μο­ντέ­λου).

Η αντι­πλου­το­κρα­τι­κή αντί­λη­ψη εν μέσω της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης

Στην  πρώτη γραμ­μή αυτής της επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας βρί­σκε­ται η λο­γι­κή του «να πλη­ρώ­σουν οι πλού­σιοι» για την κρίση, θαρ­ρείς και αυτή η κρίση είναι ένα ου­δέ­τε­ρο τε­χνι­κό φαι­νό­με­νο, που έρ­χε­ται από το «εξω­τε­ρι­κό» της κοι­νω­νί­ας, και για την αντι­με­τώ­πι­ση της οποί­ας είναι ανα­γκαί­ες οι «θυ­σί­ες» των ερ­γα­ζο­μέ­νων, αλλά είναι εξί­σου απα­ραί­τη­τη η «συ­νει­σφο­ρά των πλου­σί­ων». Προ­φα­νώς οι «πλού­σιοι» δεν υφί­στα­νται στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία ως ένα φαι­νό­με­νο έξω από την λει­τουρ­γία των κυ­ρί­αρ­χων σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής, επει­δή είναι ερ­γο­δό­τες και επι­χει­ρη­μα­τί­ες, είναι αυτοί ακρι­βώς που με την δρα­στη­ριό­τη­τά τους έχουν προ­κα­λέ­σει την κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, δη­λα­δή η δική τους κερ­δο­φο­ρία βρί­σκε­ται στην πηγή της κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης.

Από την άλλη πλευ­ρά, η κοι­νω­νι­κή θε­ώ­ρη­ση με βάση την διά­κρι­ση σε «πλού­σιους», «με­σαία τάξη» και «φτω­χούς – αδυ­νά­μους – ανα­ξιο­πα­θού­ντες» καμιά σχέση δεν έχει με το αρι­στε­ρό κί­νη­μα και την μαρ­ξι­στι­κή τα­ξι­κή ανά­λυ­ση, και πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σι­διά­ζει στο λε­ξι­λό­γιο και την αντί­λη­ψη της λαϊ­κής δε­ξιάς (π.χ. «αντι­πλου­το­κρα­τι­κός» λόγος του ΛΑΟΣ στην προη­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο). Η κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία λει­τουρ­γεί στην βάση των κλα­σι­κών τα­ξι­κών δια­χω­ρι­σμών κα­πι­τα­λι­στών – ερ­γο­δο­τών, μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων, ερ­γα­τι­κής τάξης και ευ­ρύ­τε­ρης μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας. Ου­σια­στι­κά εκεί­νο που επι­διώ­κε­ται με την ανα­φο­ρά στην φο­ρο­λο­γία των «πλου­σί­ων» είναι ο συ­σκο­τι­σμός των εκ­με­ταλ­λευ­τι­κών τα­ξι­κών σχέ­σε­ων κυ­ριαρ­χί­ας κε­φα­λαί­ου – ερ­γα­σί­ας (όπως πα­λιό­τε­ρα με τους δια­χω­ρι­σμούς προ­νο­μιού­χων και μη-προ­νο­μιού­χων), και η θέση στο απυ­ρό­βλη­το της ίδιας της αστι­κής τάξης, ως κυ­ρί­αρ­χης επι­χει­ρη­μα­τι­κής εκ­με­ταλ­λευ­τι­κής τάξης της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, η οποία ανα­γνω­ρί­ζε­ται σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις ως «υγιής επι­χει­ρη­μα­τι­κή δύ­να­μη», από­λυ­τα συμ­βα­τή με το οι­κο­νο­μι­κό σχέ­διο της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς.

Αν τί­θε­ται λοι­πόν ένα ζή­τη­μα αυτό αφορά την ανα­γκαιό­τη­τα δρα­στι­κής φο­ρο­λό­γη­σης του συ­νό­λου των 22.573 επι­χει­ρή­σε­ων που εκ­δί­δουν ετή­σιους ισο­λο­γι­σμούς, και των οποί­ων τα στοι­χεία είναι δη­μό­σια γνω­στά, και δεν χρειά­ζε­ται κα­νέ­να «πε­ριου­σιο­λό­γιο» για να κα­τα­γρα­φούν. Ο ICAPπου επί δε­κα­ε­τί­ες εκ­δί­δε­ται σε πο­λύ­το­μες στα­τι­στι­κές και ανα­λυ­τι­κές πα­ρου­σιά­σεις και εκ­δό­σεις, είναι ακρι­βώς το υπαρ­κτό «πε­ριου­σιο­λό­γιο» του σύγ­χρο­νου ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού. Στα σί­γου­ρα η χα­μη­λή φο­ρο­λό­γη­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας στην προη­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο ανά­πτυ­ξης της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας (1996-2008), καθώς επί­σης και τα οι­κο­νο­μι­κά κί­νη­τρα που πα­ρεί­χε το αστι­κό κρά­τος σ’ αυτήν, στά­θη­καν στην αφε­τη­ρία δη­μιουρ­γί­ας του δη­μό­σιου χρέ­ους και των με­τέ­πει­τα εξο­ντω­τι­κών δα­νεί­ων και πλη­ρω­μών το­κο­χρε­ο­λυ­σί­ων. Μά­λι­στα σ’ αυτή την πε­ρί­ο­δο όπου το ΑΕΠ αυ­ξά­νο­νταν ετή­σια με ρυθ­μούς της τάξης του 3%, η φο­ρο­λό­γη­ση των επι­χει­ρη­μα­τι­κών κερ­δών που ξε­περ­νού­σαν ετή­σια τα 15 δι­σε­κατ. ευρώ πριν την εκ­δή­λω­ση της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, στο πο­σο­στό του 45%, και η άρ­νη­ση πα­ρο­χής κι­νή­τρων ανά­πτυ­ξης της επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας, θα μπο­ρού­σε να προ­σπο­ρί­σει ση­μα­ντι­κούς οι­κο­νο­μι­κούς πό­ρους, ανα­γκαί­ων τόσο για την δη­μό­σια επεν­δυ­τι­κή πο­λι­τι­κή, όσο και για την χρη­μα­το­δό­τη­ση των κοι­νω­νι­κών δρά­σε­ων και πα­ρεμ­βά­σε­ων.

Μ’ άλλες λέ­ξεις η ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή σε πε­ριό­δους κα­πι­τα­λι­στι­κής συσ­σώ­ρευ­σης και συ­γκε­ντρο­ποί­η­σης, έχει έδα­φος πραγ­μα­το­ποί­η­σης, εφό­σον το επι­τρέ­πουν οι τα­ξι­κοί συ­σχε­τι­σμοί, και σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση δεν ήταν συ­νή­θως παρά τα πάλαι ποτέ σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα που την ασκού­σαν στη βάση των σχε­τι­κών «κοι­νω­νι­κών συμ­βο­λαί­ων» (κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη + ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος). Εντού­τοις στην πε­ντα­ε­τία της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης (2008-2013), και ακρι­βώς εξαι­τί­ας της εγ­γε­νούς αδυ­να­μί­ας του συ­νο­λι­κού κε­φα­λαί­ου να ανα­πα­ρα­χθεί με όρους κερ­δο­φο­ρί­ας, η με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα των ιδιω­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων οδη­γή­θη­καν στην πα­ρα­γω­γή ζη­μιο­γό­νων απο­τε­λε­σμά­των συ­νο­λι­κού ύψους 7,6 δι­σε­κατ. ευρώ για το 2011, ενώ μόνον οι δια­κό­σιες με­γά­λες από αυτές κα­τέ­γρα­ψαν μια κερ­δο­φο­ρία της τάξης των 3,2 δι­σε­κατ. ευρώ. Με δε­δο­μέ­νο τώρα ότι από τις ζη­μιο­γό­νες εται­ρί­ες δεν μπο­ρούν να ει­σπρα­χθούν φόροι επί των κερ­δών (αφού κα­τα­γρά­φουν ζη­μί­ες και έτσι απο­λύ­ουν προ­σω­πι­κό, μειώ­νουν τις αμοι­βές, προ­σφεύ­γουν στην εκ πε­ρι­τρο­πής ερ­γα­σία κ.ά.), αυτό που απο­μέ­νει ως από­δο­ση του κε­φα­λαί­ου, και που είναι πέντε φορές μι­κρό­τε­ρο από ό,τι ήταν προη­γού­με­να, δεν προ­σπο­ρί­ζει παρά πολύ χα­μη­λά φο­ρο­λο­γι­κά ετή­σια έσοδα, που είναι εντε­λώς ανε­παρ­κή να τρο­φο­δο­τή­σουν την οποια­δή­πο­τε επεν­δυ­τι­κή (δη­μό­σια ή ιδιω­τι­κή) και κοι­νω­νι­κή πο­λι­τι­κή.

Βέ­βαια, η κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη της προ της κρί­σης πε­ριό­δου συ­νέ­βα­λε στην συσ­σώ­ρευ­ση κερ­δών και στην συ­γκε­ντρο­ποί­η­ση κε­φα­λαί­ων, τα οποία όμως μπρο­στά στην έκρη­ξη της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, και αδυ­να­τώ­ντας να βρουν κερ­δο­φό­ρες επεν­δυ­τι­κές διε­ξό­δους, κα­τέ­φυ­γαν εκτός της άμε­σης πα­ρα­γω­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας, απο­τε­λώ­ντας τα κε­φά­λαια που «λι­μνά­ζουν» υπό μορ­φήν κα­τα­θέ­σε­ων σε τρά­πε­ζες του εσω­τε­ρι­κού και κυ­ρί­ως του εξω­τε­ρι­κού. Σ’ ολό­κλη­ρη την πρό­σφα­τη πε­ντα­ε­τία (2008 – 2013) έχουν βρεί ασφα­λείς οδούς τρα­πε­ζι­κής «δια­φυ­γής», το­πο­θέ­τη­σης σε με­το­χές στα­θε­ρής από­δο­σης στην διε­θνή χρη­μα­τα­γο­ρά, σε ακί­νη­τα κλπ. και κατ’ αυτό τον τρόπο το οποιο­δή­πο­τε εγ­χεί­ρη­μα ανα­ζή­τη­σης και φο­ρο­λό­γη­σής τους σή­με­ρα κα­θί­στα­ται δυ­σχε­ρέ­στα­το, και σε κάθε πε­ρί­πτω­ση χα­μη­λής φο­ρο­δο­τι­κής απο­δο­τι­κό­τη­τας και μα­κρο­πρό­θε­σμης προ­ο­πτι­κής.                  

Προ­κύ­πτει άρα συ­νο­λι­κά ότι η αντί­λη­ψη του «να πλη­ρώ­σουν οι πλού­σιοι» στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία της βα­θιάς κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, από τη μια πλευ­ρά συ­σκο­τί­ζει τις πραγ­μα­τι­κές τα­ξι­κές αντι­θέ­σεις (κε­φα­λαί­ου – ερ­γα­σί­ας) και τις αντι­κα­θι­στά με «φα­ντα­σια­κές» («πλού­σιοι» - «φτω­χοί – αδύ­να­μοι – ανα­ξιο­πα­θού­ντες»), ενώ από την άλλη πλευ­ρά, η ανα­γκαία φο­ρο­λό­γη­ση των επι­χει­ρη­μα­τι­κών κερ­δών, λόγω της ζη­μιο­γό­νας συ­νο­λι­κά δρα­στη­ριό­τη­τας του συ­νό­λου των ιδιω­τι­κών εται­ριών, κα­τα­λή­γει σε εντε­λώς πε­νι­χρά φο­ρο­συ­λε­κτι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Ως εκ τού­του αυτός ο πυ­λώ­νας της κυ­ρί­αρ­χης αντί­λη­ψης οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ΕΚΜ δεν είναι σε θέση να εξα­σφα­λί­σει την ροή πόρων από την κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία προς την χρη­μα­το­δό­τη­ση των εκρη­κτι­κών κοι­νω­νι­κών ανα­γκών.

Η ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της επι­στρο­φής στο κεϋν­σια­νό όνει­ρο

Πα­ράλ­λη­λα, προ­βάλ­λε­ται η ανα­γκαιό­τη­τα στρο­φής σε μια μορφή νέο-κεϋν­σια­νής δη­μο­σιο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής, η προ­σφυ­γή σε ένα σύγ­χρο­νο NewDeal, σε μια και­νού­ρια εκ­δο­χή Σχε­δί­ου Μάρ­σαλ, ως δυ­να­τό­τη­τα ανα­θέρ­μαν­σης της οι­κο­νο­μι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας και σχε­τι­κής αντι­με­τώ­πι­σης της υπερ­με­γέ­θους ανερ­γί­ας. Μια τέ­τοια αντί­λη­ψη πε­ρι­λαμ­βά­νει την ενί­σχυ­ση της κα­τα­να­λω­τι­κής ζή­τη­σης (που έχει πραγ­μα­τι­κά ρι­ζι­κά πε­ριο­ρι­στεί), την δρο­μο­λό­γη­ση πο­λύ­μορ­φων εκτε­τα­μέ­νων προ­γραμ­μά­των δη­μο­σί­ων επεν­δύ­σε­ων κλπ., θε­ω­ρώ­ντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα αυ­ξη­θεί η πα­ρα­γω­γή των ιδιω­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων οι οποί­ες θα ανα­γκα­σθούν στην πραγ­μα­το­ποί­η­ση προ­σλή­ψε­ων ανέρ­γων, ενώ πα­ράλ­λη­λα οι δη­μό­σιες επεν­δύ­σεις (π.χ. σε κοι­νω­φε­λή τε­χνι­κά έργα) θα ενι­σχύ­σουν πα­ρά­πλευ­ρες βιο­μη­χα­νι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες (στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση βιο­μη­χα­νί­ες δο­μι­κών υλι­κών) και θα απα­σχο­λή­σουν ένα ορι­σμέ­νο ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό. Μια τέ­τοια οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή είχε ιστο­ρι­κά σχε­τι­κή απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, αλλά κάτω από εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κούς οι­κο­νο­μι­κούς όρους, και σε κάθε πε­ρί­πτω­ση οι ιδε­ο­λο­γι­κοί υπο­στη­ρι­κτές μιας τέ­τοιας αντί­λη­ψης ισχυ­ρί­ζο­νται οι ίδιοι ότι η «χρυσή εποχή» του κεϋν­σια­νι­σμού έχει πα­ρέλ­θει «χωρίς επι­στρο­φή»…

Πρώτα από όλα η τό­νω­ση της ζή­τη­σης δεν μπο­ρεί να προ­έλ­θει παρά από την αύ­ξη­ση των πραγ­μα­τι­κών ερ­γα­τι­κών μι­σθών που έχουν μειω­θεί στην τε­λευ­ταία τριε­τία κατά 40% πε­ρί­που της αξίας τους, πράγ­μα που είναι θε­με­λιώ­δης όρος της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής, προ­κει­μέ­νου το κε­φά­λαιο να υπερ­βεί την κρίση του. Το αν συ­γκρα­τεί­ται σή­με­ρα η συ­νε­χής πο­ρεία του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού προς την συσ­σώ­ρευ­ση ζη­μιο­γό­νων απο­τε­λε­σμά­των και ορια­κά κερ­δο­φό­ρων δρά­σε­ων, αυτό γί­νε­ται ακρι­βώς εξ αι­τί­ας της συ­ντρι­βής μι­σθών και ερ­γα­τι­κών δι­καιω­μά­των. Αν αυτά απο­κα­τα­στα­θούν, γε­γο­νός που θα οδη­γή­σει στην αύ­ξη­ση της ζή­τη­σης των λαϊ­κών νοι­κο­κυ­ριών, τότε η σχε­τι­κή αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γής των ιδιω­τι­κών εται­ριών θα δη­μιουρ­γή­σει μεν μια ορι­σμέ­νη οι­κο­νο­μι­κή ανα­θέρ­μαν­ση, εντού­τοις όμως η απο­κα­τά­στα­ση μι­σθών και ελευ­θε­ριών, πα­ράλ­λη­λα με τον «πο­λι­τι­κό εξα­να­γκα­σμό» των επι­χει­ρή­σε­ων σε μα­ζι­κές προ­σλή­ψεις ανέρ­γων, θα οδη­γή­σουν στην συ­νέ­χι­ση της ζη­μιο­γό­νου δρα­στη­ριό­τη­τάς τους, με απο­τέ­λε­σμα την έντα­ση της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης. Η ερ­γο­δο­σία των επι­χει­ρή­σε­ων θα αρ­νη­θεί την χο­ρή­γη­ση αυτών των αυ­ξή­σε­ων ακόμη κι’ αν νο­μι­κά θε­σμο­θε­τη­θούν, λόγω της τε­ρά­στιας ανερ­γί­ας που μειώ­νει τις αμοι­βές των ενερ­γών ερ­γα­ζο­μέ­νων, όπως και δεν θα προ­χω­ρή­σει σε προ­σλή­ψεις ανέρ­γων, γιατί θα αντα­πο­κρι­θεί στην αυ­ξη­μέ­νη ζή­τη­ση προ­ϊ­ό­ντων με την εντα­τι­κο­ποί­η­ση της ερ­γα­σί­ας και την υπε­ρα­πα­σχό­λη­ση του  υπάρ­χο­ντος ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού.

Κα­τό­πιν, μια τέ­τοια δη­μό­σια επεν­δυ­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα με­γά­λης κλί­μα­κας, απαι­τεί την εξεύ­ρε­ση των ανα­γκαί­ων χρη­μα­το­δο­τι­κών πόρων προ­κει­μέ­νου να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Σε προη­γού­με­νες πε­ριό­δους αυ­το­τε­λούς άσκη­σης της εθνι­κής νο­μι­σμα­τι­κής πο­λι­τι­κής, αυτό γι­νό­ταν με την σχε­τι­κή με­σο­πρό­θε­σμη διό­γκω­ση των δη­μο­σιο­νο­μι­κών ελ­λειμ­μά­των, τα οποία προ­φα­νώς στη συ­νέ­χεια κα­λύ­πτο­νταν από την αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Στην ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο όμως, με την ισχύ του Συμ­φώ­νου Στα­θε­ρό­τη­τας και του Συμ­φώ­νου για το Ευρώ, η δη­μιουρ­γία δη­μο­σιο­νο­μι­κών ελ­λειμ­μά­των «ανα­πτυ­ξια­κού» χα­ρα­κτή­ρα είναι ρητά απα­γο­ρευ­μέ­νη, και μά­λι­στα απαι­τεί­ται ο σχε­δόν μη­δε­νι­σμός τους. Άρα, ανα­δει­κνύ­ε­ται ένα πλή­ρες αδιέ­ξο­δο για την εξεύ­ρε­ση των ανα­γκαί­ων πόρων της εκτε­τα­μέ­νης δη­μό­σιας επεν­δυ­τι­κής πα­ρέμ­βα­σης, με απο­τέ­λε­σμα αυτή να κα­θί­στα­ται ανέ­φι­κτη ή ορια­κά αναι­μι­κή. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση αυτός ο κεϋν­σια­νι­σμός ήταν εφι­κτός σε προη­γού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες όπου μπο­ρού­σε να ασκη­θεί στα πλαί­σια εφαρ­μο­γής αυ­τό­νο­μων εθνι­κών δη­μο­σιο­νο­μι­κών πο­λι­τι­κών, οι οποί­ες άλ­λω­στε επέ­τρε­παν και την ενί­σχυ­ση των εξα­γω­γών με την πο­λι­τι­κή υπο­τί­μη­σης των εθνι­κών νο­μι­σμά­των στην οποία προ­σέ­φευ­γαν.

Το κε­φά­λαιο δεν επεν­δύ­ε­ται αν δεν δια­σφα­λί­ζει κερ­δο­φό­ρο αγορά

Μπρο­στά σε τέ­τοιου εί­δους αδιέ­ξο­δα, αλλά και με δε­δο­μέ­νη την ει­κό­να κα­τα­στρο­φής που εμ­φα­νί­ζε­ται στο οι­κο­νο­μι­κό και κοι­νω­νι­κό πεδίο, επι­στρα­τεύ­ε­ται η λο­γι­κή της εφαρ­μο­γής ενός νέου τύπου Σχε­δί­ου Μάρ­σαλ, και η επί­κλη­ση της πραγ­μα­το­ποί­η­σης μα­ζι­κών επεν­δύ­σε­ων στο εγ­χώ­ριο και διε­θνές επι­χει­ρη­μα­τι­κό κε­φά­λαιο, οι οποί­ες στο μέτρο που πραγ­μα­το­ποι­η­θούν θα προσ­δώ­σουν μια ισχυ­ρή «ανα­πτυ­ξια­κή» ώθηση στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία που δο­κι­μά­ζε­ται από την πο­λύ­χρο­νη ύφεση. Δί­νε­ται έτσι η αί­σθη­ση ότι το πρό­βλη­μα της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας είναι η απου­σία επεν­δύ­σε­ων, ενώ συμ­βαί­νει το ακρι­βώς αντί­στρο­φο : Ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός, μαζί με τα «λι­μνά­ζο­ντα» κε­φά­λαια που δια­θέ­τει, δεν προ­χω­ρεί σε πα­ρα­γω­γι­κές επεν­δύ­σεις απλού­στα­τα λόγω της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, δη­λα­δή της κα­τα­κό­ρυ­φης πτώ­σης της κε­φα­λαια­κής απο­δο­τι­κό­τη­τας, κι’ όχι γιατί «τε­μπε­λιά­ζει» ή έχει «με­τα­πρα­τι­κά» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Επι­χει­ρή­σεις τε­χνο­λο­γι­κά εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νες όπως η βιο­μη­χα­νία ξύλου Σέλ­μαν, η βιο­μη­χα­νία εσω­ρού­χων Μι­νέρ­βα κλπ. δεν κλεί­νουν από την ερ­γο­δο­τι­κή «κα­κο­προ­αί­ρε­ση», αλλά γιατί δια­πι­στώ­νουν τον μη­δε­νι­σμό του πο­σο­στού κέρ­δους τους, πα­ρό­λα τα μέτρα της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής που λει­τουρ­γούν ενι­σχυ­τι­κά για τα ερ­γο­δο­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα.

Άλ­λω­στε, αυτή η ίδια η αστι­κή τρι­κομ­μα­τι­κή συ­γκυ­βέρ­νη­ση είναι αυτή που έχει ανα­γά­γει σε θε­με­λιώ­δη άξονα της οι­κο­νο­μι­κής της πο­λι­τι­κής την προ­σέλ­κυ­ση διε­θνών επεν­δύ­σε­ων, και μά­λι­στα προ­σφέ­ρει στις πο­λυ­ε­θνι­κές επι­χει­ρή­σεις ένα κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας «κι­νέ­ζο - ια­πω­νι­κού» τύπου με ένα ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό υπο­ταγ­μέ­νο, απορ­ρυθ­μι­σμέ­νο και χα­μη­λά αμει­βό­με­νο. Και πα­ρό­λα αυτά «άν­θρα­κες ο θη­σαυ­ρός» των ανα­με­νο­μέ­νων ξένων επεν­δύ­σε­ων, με­τα­ξύ των άλλων και για το γε­γο­νός ότι το κε­φά­λαιο επεν­δύ­ε­ται από μία χώρα (ΗΠΑ, Κατάρ, Γερ­μα­νία κλπ.) σε μια άλλη χώρα (συ­γκε­κρι­μέ­να στην Ελ­λά­δα), όχι μόνον γιατί σ’ αυτή τη χώρα δια­τί­θε­ται «κι­νε­ζο­ποι­η­μέ­νο» ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό, αλλά γιατί έχει ανά­γκη να έχει πρό­σβα­ση στην εσω­τε­ρι­κή αγορά αυτής της χώρας, η οποία και πά­σχει βαριά από εξαι­ρε­τι­κά χα­μη­λή κα­τα­να­λω­τι­κή ζή­τη­ση. Κατά μεί­ζο­να άρα λόγο, γιατί να εισ­ρεύ­σουν μα­ζι­κά επεν­δύ­σεις στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία, όταν κα­τα­στρέ­φο­νται ήδη οι υπάρ­χου­σες βιο­μη­χα­νι­κές επι­χει­ρή­σεις, στην πε­ρί­πτω­ση μιας αρι­στε­ρής δια­κυ­βέρ­νη­σης, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση υπο­τί­θε­ται ότι θα έχει απο­κα­τα­στα­θεί το επί­πε­δο των μι­σθών, των ασφα­λι­στι­κών ει­σφο­ρών, και των ερ­γα­τι­κών συν­δι­κα­λι­στι­κών ελευ­θε­ριών ; Από πότε το διε­θνές κε­φά­λαιο έχει «αυ­το­κτο­νι­κή» επεν­δυ­τι­κή πο­λι­τι­κή, όταν το ίδιο δια­πι­στώ­νει ότι τα εσω­τε­ρι­κά κε­φά­λαια της συ­γκε­κρι­μέ­νης χώρας κα­τα­στρέ­φο­νται ήδη από την λει­τουρ­γία των εκ­κα­θα­ρι­στι­κών μη­χα­νι­σμών της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης ;

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση οι συ­χνές ανα­φο­ρές στην «υγιή» επι­χει­ρη­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα και στην ανα­γκαιό­τη­τα συ­μπρά­ξε­ων ιδιω­τι­κών επι­χει­ρη­μα­τι­κών κε­φα­λαί­ων με δη­μό­σιες επι­χει­ρή­σεις και επεν­δύ­σεις, κάθε άλλο παρά ση­μα­το­δο­τούν μια κοι­νω­νι­κή μορφή οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης, με βάση την οι­κο­νο­μία των ανα­γκών. «Υγιής» επι­χει­ρη­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα και ιδιω­τι­κά κε­φά­λαια που κα­λού­νται να συ­μπρά­ξουν με τον δη­μό­σιο τομέα, δεν μπο­ρούν να υπάρ­χουν και να ανα­πα­ρά­γο­νται, χωρίς την δια­σφά­λι­ση επαρ­κούς κερ­δο­φο­ρί­ας, τέ­τοιας που να δι­καιο­λο­γεί την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των σχε­τι­κών επεν­δύ­σε­ων. Αυτό ωστό­σο στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες της οξεί­ας κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης δεν μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί παρά με την απο­ψί­λω­ση των ερ­γα­τι­κών μι­σθών και την συ­ντρι­βή των ερ­γα­τι­κών δι­καιω­μά­των.

Πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση :

Πλευ­ρά της κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νης ανα­διορ­γά­νω­σης

Πε­ρί­ο­πτη και κε­ντρι­κή θέση στην κυ­ρί­αρ­χη άποψη της οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ΕΚΜ κα­τέ­χει η πε­ρί­φη­μη «πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση» της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, που υπο­τί­θε­ται θα απο­κα­τα­στή­σει τους ανα­πτυ­ξια­κούς της ρυθ­μούς και θα κα­τα­στή­σει εφι­κτή την πο­λι­τι­κή της κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης. Εντού­τοις, ενώ συ­χνό­τα­τα ανα­φέ­ρε­ται ως το κύριο πε­ριε­χό­με­νο της οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής, σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν έχει δει το φως της δη­μο­σιό­τη­τας οποια­δή­πο­τε συ­γκε­κρι­μέ­νη ανά­λυ­ση του τι είναι αυτή η «πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση». Πρό­κει­ται για μια προ­σχη­μα­τι­κή επί­κλη­ση που χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να πα­ρα­κάμ­ψει το κυ­ρί­αρ­χο, την προ­ώ­θη­ση δη­λα­δή ρι­ζο­σπα­στι­κών αντι­συ­στη­μι­κών τομών και αλ­λα­γών στις οι­κο­νο­μι­κές δομές και σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής. Αλλά κι’ αν ακόμη θε­ω­ρη­θεί ότι προ­σλαμ­βά­νει μια κά­ποια ορι­σμέ­νη μορφή, πώς θα συμ­βάλ­λει στην ανα­θέρ­μαν­ση της οι­κο­νο­μί­ας και πώς θα μπο­ρέ­σει να απορ­ρο­φή­σει την τε­ρά­στια ανερ­γία ;

Η μο­να­δι­κή φορά που επι­χει­ρή­θη­κε να εκτε­θεί ανοι­χτά αυτή η δια­δι­κα­σία της «πα­ρα­γω­γι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης» ήταν στην ΔΕΘ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τον Σε­πτέμ­βριο του 2012, όπου δεν αντι­προ­σώ­πευε τί­πο­τα άλλο παρά την κλα­σι­κή ανα­μά­ση­ση της μι­κρο­α­στι­κής αντί­λη­ψης για τον «εξορ­θο­λο­γι­σμό» και «εκ­συγ­χρο­νι­σμό» των κύ­ριων πα­ρα­γω­γι­κών το­μέ­ων (βιο­μη­χα­νί­ας, γε­ωρ­γί­ας, του­ρι­σμού κλπ.). Η άποψη αυτή θε­ω­ρεί ότι η οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από ισχυ­ρές «στρε­βλώ­σεις», και ση­μα­το­δο­τεί ένα οι­κο­νο­μι­κό μο­ντέ­λο που έχει απο­τύ­χει, γι’ αυτό και απαι­τεί­ται η υιο­θέ­τη­ση μιας «άλλης» οι­κο­νο­μι­κής θε­ώ­ρη­σης που να απο­κα­θι­στά τον «εκ­συγ­χρο­νι­σμό – εξορ­θο­λο­γι­σμό» των οι­κο­νο­μι­κών δομών, γε­γο­νός που υπο­τί­θε­ται ότι θα βγά­λει την ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία από την κρίση και το τέλμα και θα της προσ­δώ­σει ανα­πτυ­ξια­κά φτερά.

Ωστό­σο τα πράγ­μα­τα δεν έχουν κα­θό­λου αυτή τη μορφή : Ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός, ιδιαί­τε­ρα από την «χρυσή εποχή» της ανά­πτυ­ξής του από τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1960, αλλά και στην πρό­σφα­τη προ της κρί­σης πε­ρί­ο­δο (1996 – 2008), εξε­λί­χθη­κε με βάση τους τα­ξι­κούς συ­σχε­τι­σμούς εντός του ελ­λη­νι­κού κοι­νω­νι­κού σχη­μα­τι­σμού, τις ιστο­ρι­κές  ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της κοι­νω­νι­κής πα­ρα­γω­γής στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία, προ­φα­νώς κατά τρόπο «άναρ­χο» γιατί αυτή είναι η φύση του κα­πι­τα­λι­στι­κού «ορ­θο­λο­γι­σμού», με βάση τέλος τον δια­μορ­φω­μέ­νο διε­θνή κα­τα­με­ρι­σμό ερ­γα­σί­ας και την διε­θνο­ποί­η­ση των ανταλ­λα­γών και της κί­νη­σης των κε­φα­λαί­ων. Έτσι ανα­πτύ­χθη­κε η τσι­με­ντο­βιο­μη­χα­νία με ρόλο εξαι­ρε­τι­κά διε­θνο­ποι­η­μέ­νο (π.χ. Τιτάν, Ηρα­κλής), γιατί τα ελ­λη­νι­κά εδάφη πε­ριεί­χαν τις ανα­γκαί­ες πρώ­τες ύλες, εξε­λί­χθη­κε η βιο­μη­χα­νία τρο­φί­μων εξ αι­τί­ας της αυ­ξη­μέ­νης αγρο­τι­κής και κτη­νο­τρο­φι­κής πα­ρα­γω­γής (λ.χ. Με­βγάλ. Δω­δώ­νη, Δέλτα, Τσά­ντα­λης, Αγνό) κλπ. Το ίδιο συ­νέ­βη και στις άλλες χώρες του ανα­πτυγ­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού (Ιτα­λία, Ισπα­νία, ΗΠΑ κ.ά.) και δεν θα μπο­ρού­σε να είναι δια­φο­ρε­τι­κά, όπου και σε αυτές τις εξε­λιγ­μέ­νες κα­πι­τα­λι­στι­κές οι­κο­νο­μί­ες ξέ­σπα­σε η κρίση κε­φα­λαια­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, κατά τον ίδιο τρόπο που ανα­δύ­θη­κε στην Ελ­λά­δα : Είχαν κι’ αυτές οι οι­κο­νο­μί­ες «στρε­βλά» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ή είχαν ακο­λου­θή­σει κι’ αυτές «άναρ­χα» μο­ντέ­λα οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης ;

Έτσι ό,τι συμ­βαί­νει σή­με­ρα στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία (πα­ρα­τε­τα­μέ­νη ύφεση, ζη­μιο­γό­να απο­τε­λέ­σμα­τα των ιδιω­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, κα­τα­στρο­φή πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων κλπ.), δεν είναι προ­ϊ­όν οποιασ­δή­πο­τε «στρε­βλό­τη­τας» του οι­κο­νο­μι­κού μο­ντέ­λου που ακο­λου­θή­θη­κε, αλλά το απο­τέ­λε­σμα της αδυ­να­μί­ας του σύγ­χρο­νου κε­φα­λαί­ου να ανα­πα­ρα­χθεί με όρους κερ­δο­φο­ρί­ας, συσ­σώ­ρευ­σης και συ­γκε­ντρο­ποί­η­σης, πράγ­μα που είναι εγ­γε­νές στον ίδιο τον κα­πι­τα­λι­στι­κό τρόπο πα­ρα­γω­γής. Κατά συ­νέ­πεια πο­λι­τι­κή της Αρι­στε­ράς απέ­να­ντι σ’ αυτή την κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση δεν μπο­ρεί να είναι η «ανα­συ­γκρό­τη­ση» των πα­ρα­γω­γι­κών δομών του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού αλλά η στρα­τη­γι­κή με­τα­σχη­μα­τι­σμού των ίδιων των σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής πάνω στις οποί­ες δια­μορ­φώ­νε­ται η ίδια η οι­κο­νο­μι­κή και πα­ρα­γω­γι­κή δομή της χώρας.

 Προ­φα­νώς στην τε­λευ­ταία πε­ντα­ε­τία της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης έχει κα­τα­στρα­φεί ένα ση­μα­ντι­κό μέρος των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων (πα­γί­ου κε­φα­λαί­ου και ερ­γα­σί­ας), πράγ­μα που έγινε όχι γιατί οι πα­ρα­γω­γι­κές δομές ήταν «στρε­βλές» (γιατί δη­λα­δή η Μι­νέρ­βα, η Σέλ­μαν, οι τε­χνι­κές εται­ρί­ες κλπ. έχουν «στρε­βλά» και «άναρ­χα» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ; ), αλλά γιατί η κα­τα­κό­ρυ­φη πτώση της κερ­δο­φο­ρί­ας και απο­δο­τι­κό­τη­τας του κε­φα­λαί­ου επέ­φε­ρε την αυ­τό­μα­τη θέση σε κί­νη­ση των εκ­κα­θα­ρι­στι­κών μη­χα­νι­σμών της κρί­σης, δη­λα­δή των λι­γό­τε­ρο κερ­δο­φό­ρων και αντα­γω­νι­στι­κών επι­χει­ρή­σε­ων. Το ζή­τη­μα άρα της ρι­ζο­σπα­στι­κής οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής δεν είναι η «ανα­συ­γκρό­τη­ση» των πα­ρα­γω­γι­κών κλά­δων και δομών, αλλά η λει­τουρ­γία των πα­ρα­γω­γι­κών μο­νά­δων με κρι­τή­ρια κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νης οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης. Η οποια­δή­πο­τε μορφή ανα­γκαί­ας ανα­συ­γκρό­τη­σης ή ανα­διάρ­θρω­σης πα­ρα­γω­γι­κών το­μέ­ων δη­λα­δή δεν μπο­ρεί να γίνει παρά με όρους δη­μό­σιου, ερ­γα­τι­κού και λαϊ­κού ελέγ­χου, ιδιο­κτη­σί­ας και δια­χεί­ρι­σης.

Η σο­σια­λι­στι­κή διέ­ξο­δος της κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νης οι­κο­νο­μί­ας

Αν η οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή της μνη­μο­νια­κής τρι­κομ­μα­τι­κής συ­γκυ­βέρ­νη­σης επι­διώ­κει να συ­γκρα­τή­σει την ζη­μιο­γό­νο δράση και να ενι­σχύ­σει την κερ­δο­φό­ρο δρα­στη­ριό­τη­τα των ελ­λη­νι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, στην προ­ο­πτι­κή μιας ορι­σμέ­νης, αμ­φι­βό­λου προ­ο­πτι­κής, ανά­καμ­ψης, με αντί­τι­μο το κοι­νω­νι­κό ολο­καύ­τω­μα της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, η κυ­ρί­αρ­χη αντί­λη­ψη της οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ΕΚΜ, με τα μέτρα που προ­τεί­νει, αδυ­να­τεί εξί­σου να δια­μορ­φώ­σει όρους που να αντα­πο­κρί­νο­νται τόσο στην πα­ρα­γω­γι­κή απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ( εντα­τι­κή οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη) όσο και στα ανα­γκαία κοι­νω­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά (ικα­νο­ποί­η­ση των εκρη­κτι­κών λαϊ­κών ανα­γκών). Κι’ αυτό γιατί η «φο­ρο­λό­γη­ση των πλου­σί­ων» στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες μα­ζι­κής απα­ξί­ω­σης των επι­χει­ρη­μα­τι­κών απο­τε­λε­σμά­των, όσο κι’ αν είναι επι­θυ­μη­τή και επι­βε­βλη­μέ­νη, έχει πε­νι­χρά απο­τε­λέ­σμα­τα, ενώ θα ήταν απο­τε­λε­σμα­τι­κή σε προη­γού­με­νες πε­ριό­δους έντο­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης και συσ­σώ­ρευ­σης, που θα κα­θι­στού­σε εφι­κτή την ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή. – Η επι­στρο­φή στις νέο-κεϋν­σια­νές νου­θε­σί­ες, ενώ εμ­φα­νί­ζε­ται ελ­κυ­στι­κή, με βάση τα ιστο­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα που έχει να πα­ρου­σιά­σει, εντού­τοις είναι ανέ­φι­κτη με τους ισχύ­ο­ντες δρα­κό­ντειους δη­μο­σιο­νο­μι­κούς πε­ριο­ρι­σμούς μη­δε­νι­σμού των ελ­λειμ­μά­των από τα ισχύ­ο­ντα σύμ­φω­να που ρυθ­μί­ζουν τη λει­τουρ­γία της ευ­ρω­ζώ­νης, αδυ­να­τεί να εξα­σφα­λί­σει τους ανα­γκαί­ους χρη­μα­το­δο­τι­κούς πό­ρους και προ­σκρού­ει στους δυ­σμε­νέ­στα­τους τα­ξι­κούς συ­σχε­τι­σμούς στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή. – Η στή­ρι­ξη σε μα­ζι­κές ιδιω­τι­κές επεν­δύ­σεις από την διε­θνή αγορά (λ.χ. από τις ΗΠΑ ή την Κίνα) είναι ανε­δα­φι­κή (αν δεν πρό­κει­ται για ευ­και­ρια­κές επεν­δύ­σεις με στόχο την ολο­κλή­ρω­ση της λε­η­λά­τη­σης της δη­μό­σιας πε­ριου­σί­ας με όρους κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης του εγ­χώ­ριου ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού) γιατί η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία δεν πά­σχει από την απου­σία επεν­δυ­τι­κών κε­φα­λαί­ων (που «λι­μνά­ζουν» στις τρα­πε­ζι­κές κα­τα­θέ­σεις και στη διε­θνή χρη­μα­τα­γο­ρά), αλλά από φαι­νό­με­να μα­ζι­κής κα­τα­στρο­φής πα­γί­ων κε­φα­λαί­ων λόγω ακρι­βώς της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης. – Τέλος η οποια­δή­πο­τε δια­δι­κα­σία των εν­δε­χό­με­να ανα­γκαί­ων ανα­διορ­γα­νώ­σε­ων της πα­ρα­γω­γής, για να έχει απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, και επει­δή δεν είναι μια τε­χνο­κρα­τι­κά «ου­δέ­τε­ρη» δια­δι­κα­σία, χρειά­ζε­ται να εντάσ­σε­ται σ’ ένα ευ­ρύ­τε­ρο οι­κο­νο­μι­κό πλαί­σιο ρη­ξι­κέ­λευ­θων σο­σια­λι­στι­κών τομών και ρι­ζο­σπα­στι­κών με­τα­σχη­μα­τι­σμών, ενώ υπό την αστι­κή τα­ξι­κή κυ­ριαρ­χία δεν θα μπο­ρεί να επι­φέ­ρει γό­νι­μα απο­τε­λέ­σμα­τα.

Με ποιόν τρόπο άρα μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες της μα­ζι­κής κα­τα­στρο­φής πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων και απρο­σμέ­τρη­του κοι­νω­νι­κού ολέ­θρου των λαϊ­κών ερ­γα­ζο­μέ­νων τά­ξε­ων, η επι­τα­κτι­κά ανα­γκαία έντο­νη οι­κο­νο­μι­κή ανά­καμ­ψη και ανά­πτυ­ξη, με την ταυ­τό­χρο­νη ικα­νο­ποί­η­ση των καί­ριων κοι­νω­νι­κών ανα­γκών στο επί­πε­δο των μι­σθών, της απα­σχό­λη­σης, των συ­ντά­ξε­ων, της κοι­νω­νι­κής ασφά­λι­σης κλπ.; Σε προη­γού­με­νες ιστο­ρι­κές πε­ριό­δους (πρώ­τες με­τα­πο­λε­μι­κές δε­κα­ε­τί­ες στις ευ­ρω­παϊ­κές οι­κο­νο­μί­ες), όπου κα­τα­γρά­φο­νταν μια φα­ντα­σμα­γο­ρι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη, το πο­λι­τι­κό ζή­τη­μα που έμπαι­νε για τον ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο ήταν ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός των δομών της ήδη ανα­πτυγ­μέ­νης οι­κο­νο­μί­ας και πα­ρα­γω­γι­κής ορ­γά­νω­σης σε μια κα­τεύ­θυν­ση σο­σια­λι­στι­κής κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης. Απε­να­ντί­ας στην ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο η αρι­στε­ρή πο­λι­τι­κή χρειά­ζε­ται να αντα­πο­κρί­νε­ται τόσο στις ανα­γκαιό­τη­τες της οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης όσο και σε εκεί­νες της κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης. Αν τότε ο σο­σια­λι­σμός μπο­ρού­σε να φα­ντά­ζει ως «προ­ο­πτι­κή του μέλ­λο­ντος», ως στρα­τη­γι­κός στό­χος που χά­νε­ται στο «ιστο­ρι­κό υπερ­πέ­ραν», αυτό, αν και ση­μα­το­δο­τού­σε μια «εκτρο­πή» του κομ­μου­νι­στι­κού και ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, εντού­τοις δεν είχε τρα­γι­κές συ­νέ­πειες, στο μέτρο που οι ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις κα­τόρ­θω­ναν να ανα­πα­ρά­γο­νται σε ένα αξιο­πρε­πές επί­πε­δο κοι­νω­νι­κής δια­βί­ω­σης, που δια­σφά­λι­ζε η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή δια­χεί­ρι­ση και η ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή (το ζή­τη­μα το­πο­θε­τού­νταν μόνον στο μέ­γε­θος των κομ­μα­τιών της πίτ­τας που θα απο­σπού­σαν οι λαϊ­κές τά­ξεις από την αστι­κή τάξη).

Εντού­τοις αυτή η με­τα­τό­πι­ση της σο­σια­λι­στι­κής εναλ­λα­κτι­κής διε­ξό­δου στο «απώ­τε­ρο» μέλ­λον, είτε με τη μορφή ιδε­ο­λο­γι­σμών που δεν συν­δέ­ο­νται ορ­γα­νι­κά  με την ση­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (ΚΚΕ), είτε με την πα­ρεμ­βο­λή «εν­διά­με­σων στα­δί­ων» και επι­δί­ω­ξης λύ­σε­ων εντός του κα­πι­τα­λι­στι­κού και διε­θνούς ιμπε­ρια­λι­στι­κού πλαι­σί­ου (ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ΕΚΜ), γί­νε­ται κα­τα­στρε­πτι­κή, γιατί ακρι­βώς ο συν­δυα­σμός οι­κο­νο­μι­κής ανά­καμ­ψης και κοι­νω­νι­κού κρά­τους, δεν μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί παρά με την άμεση προ­βο­λή στο προ­σκή­νιο, ως εναλ­λα­κτι­κής προ­ο­πτι­κής στη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή και την κρίση κα­πι­τα­λι­στι­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, της σο­σια­λι­στι­κής διε­ξό­δου. Αυτή είναι η μόνη σή­με­ρα πραγ­μα­τι­κά ρε­α­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή εθνι­κής οι­κο­νο­μι­κής ανά­καμ­ψης και λαϊ­κής κοι­νω­νι­κής «σω­τη­ρί­ας». Αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει πλέον παρά με την άμεση κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση και ερ­γα­τι­κή – λαϊκή – δη­μό­σια δια­χεί­ρι­ση, του μόνου πε­ριου­σια­κού στοι­χεί­ου που έχει απο­μεί­νει, ως προ­ϊ­όν της ερ­γα­σί­ας της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας στην προη­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο, δη­λα­δή των πα­γί­ων κε­φα­λαί­ων των 174,5 δι­σε­κατ. ευρώ των ιδιω­τι­κών ελ­λη­νι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, καθώς και πα­ράλ­λη­λα με την έντο­νη προ­α­γω­γή των συ­νε­ται­ρι­στι­κών μορ­φών ορ­γά­νω­σης στο επί­πε­δο της κα­τα­στρο­φής των αυ­το­α­πα­σχο­λου­μέ­νων μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων. Είναι η μο­να­δι­κή διέ­ξο­δος που έχει απο­μεί­νει στις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις και στην Αρι­στε­ρά : Η εντα­τι­κή χρη­σι­μο­ποί­η­ση αυτών των κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νων πα­γί­ων κε­φα­λαί­ων, σε ρήξη με τις ακραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ρυθ­μί­σεις των υπε­ρε­θνι­κών κα­πι­τα­λι­στι­κών ενώ­σε­ων και ολο­κλη­ρώ­σε­ων, μπο­ρεί να δώσει διέ­ξο­δο απα­σχό­λη­σης στη μα­ζι­κή ανερ­γία και να δη­μιουρ­γή­σει κοι­νω­νι­κούς πό­ρους, μέσα από το πα­ρα­γό­με­νο υπερ­προ­ϊ­όν, που να μπο­ρούν να τρο­φο­δο­τή­σουν τόσο την ικα­νο­ποί­η­ση των τε­ρά­στιων κοι­νω­νι­κών ανα­γκών, όσο και των απαι­τού­με­νων δη­μό­σιων επεν­δυ­τι­κών δρά­σε­ων.                           

Ετικέτες