1. Ας διαχειριστούμε εμείς. Τουλάχιστον θα μπορέσουμε, ένα τόσο σκληρό μνημόνιο, να το βελτιώσουμε μέσα από ισοδύναμους πόρους, εξασφαλισμένους από τη μετωπική σύγκρουση με τη διαπλοκή και τα συμφέροντα. 2. ΤΙΝΑ (there is no alternative). Τι είναι αυτό που εντυπωσιακά απουσιάζει από τον διάλογο;
Η συζήτηση διεξάγεται σε ένα σύμπαν όπου οι άγγελοι δεν έχουν φύλο, ταπολιτικά υποκείμενα είναι υπερταξικά, κοινωνικά υποκείμενα με υλικές αντιθέσεις δεν υπάρχουν, το κράτος και οι μηχανισμοί κυριαρχίας είναι υπαρκτοί όσο και οι δράκοι του «Game of thrones» και οιαντιθέσεις εντός του παγκόσμιου χωριού είναι illuminati συνομωσίες.
Λένε ότι η ίδια η ερώτηση καθορίζει ουσιαστικά και την απάντηση. Ας ξανακάνουμε τις ερωτήσεις , με διατυπωμένες αλλιώς:
1. Έχει περιθώρια ένα πολιτικό υποκείμενο, που αναφέρεται στις δυνάμεις της εργασίας, να διαχειριστεί ,σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, την καπιταλιστική κρίση, υπό τον ζυγό μνημονίων; Με ποιο τρόπο αυτό είναι εφικτό;
2. Υπάρχει ρεαλιστικό, βιώσιμο, ανταγωνιστικό, εναλλακτικό μοντέλο απέναντι στον μετα-νεοφιλελευθερισμό, το προκρινόμενο δηλαδή μοντέλο-απάντησης στη κρίση, από τη πλευρά του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου; Εναλλακτικό μοντέλο που δεν θα ταυτίζεται αναγκαστικά ούτε με τονρημαγμένο, αποτυχημένο κεϋνσιανισμό ούτε και με το σοσιαλισμό, στο βαθμό που αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι (για σειρά λόγων) το καθήκον αυτό δεν είναι άμεσα (και η έμφαση είναι στο άμεσα και όχι στο δεν) πραγματοποιήσιμο;
Στο πρώτο ερώτημα, στο πρώτο σκέλος, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, μεγάλο μέρος των μελών και στελεχών του κόμματος, απαντάει θετικά . Πιθανοί λόγοι: Η επιθυμία; Η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία; Η Κίρκη της εξουσίας; Ο ιδεολογικός αυτισμός-αφοπλισμός;
Στο δεύτερο σκέλος δε μπορεί να απαντήσει κανείς. Δεν είναι θέμα ικανότητας. Είναι θέμα «κενού». Απλά δεν είναι εφικτό.
Και σε σύντομο χρονικό διάστημα, όποιο τμήμα της αριστεράς υποτιμήσει τις τραγικές συνέπειες που θα έχουν τα μέτρα, κινδυνεύει εκτός από το πολιτικό του θάνατο, τη κοινωνική και προσωπική απαξίωση και περιφρόνηση, να επωμιστεί και τον όνειδο όχι μιας «αριστερής παρένθεσης» αλλά μιας«ηλίθιας-χρήσιμης-για- το -σύστημα- παρένθεσης», που θα στείλει για δεκαετίες την αριστερά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά πανευρωπαϊκά, στο ράφι με τα αζήτητα της ιστορίας. Τα πρόσφατα ποσοστά των Podemos κάτι ψιθυρίζουν.
Το δεύτερο ερώτημα είναι υποχρέωση της «άλλης» αριστεράς να το απαντήσει. Και οι απαντήσεις εδώ δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένες. Η ήττα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να οδηγήσει σε ένα ιδιόμορφο «αναχωρητισμό» από το πεδίο της όλης κοινωνίας, και τον εφησυχασμό σε έναμικροσύμπαν, όπου το ποιο πολιτικό υποκείμενο της αριστεράς θα ηγεμονεύει να είναι το κύριο επίδικο.
Η αριστερά δε πρέπει να αυτοπαγιδευτεί στο γήπεδο του νομίσματος, όπως προσπαθεί να το ορίσει «ο αντίπαλος» . Οφείλει να μιλήσει για το νόμισμα, αλλά σαν τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου.
Σχέδιο όπου το «νόμισμα» δεν θα είναι ένα τεχνοκρατικό σχέδιο, και άρα εύκολα «χειραγωγήσιμο», αλλά τμήμα μιας απάντησης σε 3 άξονες:
Ποια κοινωνικά στρώματα , και άρα τι είδους εξουσία.
Ποιά πολιτικά υποκείμενα, και άρα τι είδους μέτωπο.
Ποιες διεθνείς συμμαχίες ,και άρα ποια θα είναι η σχέση ανάμεσα σε εθνικό-διεθνικό.
Η συζήτηση αυτή δεν είναι θεωρητική, δε μπορεί να αναβληθεί, ούτε υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου ώστε να διεξαχθεί μόνο σε επίπεδο κοινωνίας.
Το 1909, ο Κάουτσκυ γράφει το έργο « Ο δρόμος προς την εξουσία» (Der weg zur Macht). Εκεί, για πρώτη φορά, χρησιμοποιεί τη διάκριση ανάμεσα σε ένα «πόλεμο φθοράς» και σε ένα «πόλεμο εξόντωσης». Μια διάκριση που χρησιμοποίησε και ο Γκράμσι (πόλεμος θέσεων-πόλεμος κινήσεων).
Σήμερα ζούμε μια περίοδο «πολέμου εξόντωσης» ενάντια στις δυνάμεις της ζωντανής εργασίας. Όταν ο εχθρός διεξάγει ένα τέτοιου είδους πόλεμο, η πρόθση να τον αντιμετωπίσεις με «πόλεμο φθοράς»ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Η αριστερά πρέπει άμεσα να διαχωριστεί από κάθε μνημονιακή πολιτική. Ο πολιτικός χρόνος έχει τόσο συμπυκνωθεί ,ώστε ζούμε ήδη το αύριο.
Και το ημερολόγιο γράφει Σεπτέμβρης.