Οι διασπάσεις στην Αριστερά δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια ιστορική διάσπαση, όπως αυτή που βιώνουν οδυνηρά σήμερα χιλιάδες μέλη, φίλοι και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ. Μια ιστορική διάσπαση με ουσιαστική πολιτική βάση, που έρχεται ως απότοκο δύο ασύμπτωτων πολιτικών σχεδίων και δύο διαφορετικών αντιλήψεων περί λαϊκής κυριαρχίας και εντολής.
Αυτές τις στιγμές, μικρή σημασία έχει να αναλωθεί κανείς στις υπαρκτές τεράστιες ευθύνες της ηγετικής κυβερνητικής ομάδας, για τη διαπραγματευτική τακτική που ακολουθήθηκε, για την απουσία εναλλακτικού σχεδίου, για τις επιλογές από το δημοψήφισμα κι έπειτα κόντρα στη λαϊκή έκφραση, αλλά και για τη βίαιη “ωρίμανση” ενός κόμματος των μελών, που σταδιακά μετασχηματίστηκε σε κόμμα αστικού βοναπαρτισμού.
Αυτές τις στιγμές είναι απόλυτη ανάγκη να μετουσιωθεί άμεσα σε ένα πλατύ κοινωνικό και κυρίως ταξικό μέτωπο η αδιαπραγμάτευτη αντίθεσή της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού στις πολιτικές της νέας T.I.N.A., οι οποίες εισέβαλαν από το ανοιχτό παράθυρο μιας απονομιμοποιημένης πολιτικά ηγεσίας και επιχειρούν να διαρρήξουν μια για πάντα την εννοιολογική και πολιτική σχέση της Αριστεράς με την κοινωνική-ταξική βάση.
Ο Α. Τσίπρας ήξερε πολύ καλά, πως τη στιγμή που έβαζε την υπογραφή του στο 3ο και επαχθέστερο μνημόνιο, οδηγούσε κάθε συνεπές μέλος σε ένα προσωπικό, πολιτικό και ψυχολογικό αδιέξοδο. Ήξερε καλά, πως χιλιάδες σύντροφοι, που ζυμώθηκαν στην πρωτοπορία που εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ και έδωσαν τα χρόνια της έντονης ταξικής μάχης έναν ανυποχώρητο αγώνα, βρέθηκαν ξαφνικά να «απολογούνται» για μια επιλογή που ποτέ δεν ήταν δική τους συλλογική ευθύνη. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη επιλογή ήταν σε πλήρη αντιδιαστολή με τις αποφασισμένες προγραμματικές θέσεις, με τους συνομολογημένους στρατηγικούς στόχους, ενώ ποτέ δεν τέθηκε υπόψη των οργάνων και κυρίως των οργανώσεων του κόμματος.
Μια τέτοια θεμελιακή στροφή, ωστόσο, μοιραία θα προκαλούσε ανάδραση στο εσωτερικό του κόμματος. Έτσι, σε πλατιά ρεύματα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον γίνει κοινή αντίληψη, πως αριστερή πολιτική, ακόμη και στο ελάχιστο επίπεδο τομών και επιλογών, δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθεί μέσα στο ακραία νεοφιλελεύθερο μόρφωμα της Ευρωζώνης, το οποίο έχει συνταγματοποιήσει το μονεταρισμό, την κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς και τη σκληρή λιτότητα. Είτε προσαρμόζεσαι στον αποκαλούμενο “ευρωπαϊκό ρεαλισμό”, είτε αποπέμπεσαι από το “κοινό μας σπίτι”...
Αλλά και σε κοινοβουλευτικό – θεσμικό επίπεδο, η καταπάτηση από πλευράς Μαξίμου κάθε καταστατικής και συλλογικής διαδικασίας και η αιφνίδια προκήρυξη των εκλογών, οδήγησε στην αναγκαιότητα της δημιουργία της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ, ώστε να εκφραστεί για πρώτη φορά και ως κοινοβουλευτική απάντηση η ιστορική παρακαταθήκη του 62% του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Σε αυτή τη χρονικά ασφυκτική συγκυρία είναι πολιτική και κινηματική υποχρέωση της ΛΑ.Ε. να εκφράσει εκείνο το κοινωνικό-λαϊκό-ταξικό ρεύμα που ριζοσπαστικοποιήθηκε έντονα από το 2012 και έπειτα, φαινόμενο που κορυφώθηκε τις ημέρες του δημοψηφίσματος. Ταυτόχρονα, η ΛΑ.Ε. οφείλει με ανοιχτή πολιτική αντίληψη και πρακτική να εκφράσει τη μεγάλη μάζα των συντρόφων στο ΣΥΡΙΖΑ, που βιώνουν τεράστια απογοήτευση και νιώθουν εγκλωβισμένοι, ενδεχομένως και προδομένοι, από τη στάση της ηγετικής ομάδας.
Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ όπως το οραματιστήκαμε, το χτίσαμε και το βιώσαμε, έφτασε σε ένα ανυπέρβλητο σημείο καμπής, που στην αντίληψή μας είναι ο τερματικός σταθμός του. Τελείωσε, με την αποδοχή του μνημονιακού μονόδρομου από την ηγετική ομάδα του. Τελείωσε, με την ακύρωση και εκτροπή όλων των συλλογικών κομματικών διαδικασιών. Τελείωσε, αν αναλογιστεί κανείς το στενό κύκλο προσώπων, αντιλήψεων και διαδικασιών μέσω των οποίων πλέον εκφράζεται και στηρίζεται η κυβερνητική πολιτική. Με αυτή την παραδοχή, ο ισχυρισμός ότι παραμένοντας στο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει η δυνατότητα συλλογικού πολιτικού ελιγμού, ώστε το κόμμα να ξαναγίνει ο κύριος αντιμνημονιακός πόλος και ο θεμελιωτής της απεμπλοκής από τα μνημόνια, φαντάζει ως ένας ρομαντικός πολιτικός στρουθοκαμηλισμός.
Υπάρχει όμως κάτι που δεν έχει τελειώσει. Η πρωτοποριακή αντίληψη περί συλλογικού υποκειμένου, που πιστέψαμε όλοι μαζί. Ο κίνδυνος να συνθλιβούν πολιτικά όσοι σύντροφοι νιώθουν εγκλωβισμένοι αυτή τη στιγμή και κάνουν την επιλογή να παραμείνουν για λίγο ακόμα στο ΣΥΡΙΖΑ, είναι εξίσου μεγάλος με την αποστράτευση μεγάλου μέρους αριστερών αγωνιστών. Αυτή η ανθρώπινη και κινηματική παρακαταθήκη για την Αριστερά, δε μπορεί ούτε να χαριστεί, ούτε να απαξιωθεί κάτω από τις επιλογές του Μαξίμου.
Η σύνθεση των διαφορετικών ρευμάτων της Αριστεράς (κυρίως αυτής) πρέπει και μπορεί να παραμείνει στρατηγικός στόχος της ΛΑ.Ε., χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη μιας στείρας και ιδεολογικά θολής επικοινωνιακής πολιτικής περί “αντιμνημονιακού πόλου”. Στη σημερινή συγκυρία, η αντιμνημονιακή τοποθέτηση, παρά τα σημαντικά χαρακτηριστικά κοινωνικής συσπείρωσης και πρώιμης χειραφέτησης που δημιουργεί, δε μπορεί από μόνη της να δώσει την προοπτική και την ελπίδα μιας ουσιαστικής ανατροπής των πολιτικών που έχουν θεμελιωθεί με τα Μνημόνια εδώ και πέντε χρόνια, και στις οποίες προσδένεται η χώρα και για τα επόμενα.
Έχει πολλές φορές αναλυθεί πως τα μνημόνια είναι το αποτέλεσμα μιας βαθιά ταξικής και νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Επομένως, η μόνη πολιτική απάντηση που μπορεί να συσπειρώσει κοινωνικό δυναμικό, να εκφράσει το συντριπτικό «ΟΧΙ» με προοπτική και να διεκδικήσει την ηγεμονία ως εναλλακτική λύση που βγάζει από το ατέρμονο αδιέξοδο τη χώρα, είναι μια απάντηση μονομερώς ταξική και αριστερή. Βασισμένη σε μια σαφή προγραμματική επεξεργασία, που θα διαλύει μυθεύματα του κυρίαρχου λόγου και του «ρεαλισμού», αλλά ταυτόχρονα θα εξηγεί επιλογές και αναγκαία βήματα, στην πορεία προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Με τον τρόπο αυτό, το νέο μέτωπο που έχει ανάγκη η Αριστερά και το ζωντανό κοινωνικό κίνημα, πρέπει και μπορεί να εκφράσει ό,τι σε ένα βράδυ επιχειρήθηκε να πεταχτεί στα σκουπίδια.
*Ο Αντώνης Καββαδίας είναι μέλος της Ε.Γ. ΟΤΟΕ, ο Μυλωνάς Γιώργος Αναπλ. Οργανωτικός Γραμμ. ΕΚΑ και ο Γιώργος Παπατριανταφύλλου είναι μέλος Ε.Ε ΓΣΕΕ