Είναι εφικτό το ιταλικό υπόδειγμα στην ελληνική πραγματικότητα;

Στην τρέχουσα περίοδο επιχειρείται για μια καινούρια φορά να σταθεροποιηθεί και να εμπεδωθεί το εγχείρημα λειτουργίας της Κεντροαριστεράς, αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι γνωστό και δεδομένο ότι στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις που επιχειρήθηκε αυτό, με το ΠΑΣΟΚ αρχικά και στη συνέχεια με την ΔΗΜΑΡ, στέφθηκε με αποτυχία : Στην πρώτη περίπτωση οδήγησε στον υποδεκαπλασιασμό της ιστορικής εκλογικής επιρροής της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, στην δεύτερη περίπτωση προκάλεσε την πολιτική εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο σύγχρονος αστισμός έχει ανάγκη από την ύπαρξη ενός κεντροαριστερού πόλου προκειμένου να λειτουργεί το αστικό σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης, με δεδομένο ότι ο κεντροδεξιός συντηρητικός πόλος ούτως ή άλλως κατορθώνει και αναπαράγεται χάρις στην στήριξη της μεγάλης πλειονότητας των μικροαστικών τάξεων.

Στις σημερινές συνθήκες οι όροι ανάδειξης αυτού του φαινομένου, δηλαδή της λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ ως σύγχρονης εκδοχής της Κεντροαριστεράς, με διευρυμένη εκλογική επιρροή και πάντως αντίστοιχη ή μεγαλύτερη του συντηρητικού πόλου του αστικού διπολισμού, είναι εντελώς διαφορετικοί σε σχέση με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλη την μνημονιακή του μετάλλαξη, διαθέτει ένα ισχυρό αριστερό παρελθόν και κυρίως κατορθώνει και διατηρεί την επιρροή του σε αριστερά λαϊκά στρώματα, πράγμα που μόνον εν μέρει επηρεάστηκε από την ψήφιση του 3ου Μνημονίου. Στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ το κοινωνικό υπόβαθρο της Κεντροαριστεράς βασίζονταν σε ανώτερα στρώματα των μικροαστικών τάξεων, στη δε περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, παρόλο που διατηρούσε τις εργατικές του εκπροσωπήσεις, η σοσιαλδημοκρατική του φυσιογνωμία είχε προ πολλού εξατμισθεί, και είχε δώσει τη θέση της στη νεοφιλελεύθερη οπτική των πραγμάτων.

Η Κεντροαριστερά γενικά, και ιδιαίτερα όπως λειτούργησε στην ιταλική πολιτική ζωή τις δύο τελευταίες δεκαετίες (που ανέκαθεν αποτελούσε το πρότυπο για την ελληνική Αριστερά της ανανέωσης), συντίθεται από δύο επιμέρους διαστάσεις : Την κεντρώα διάσταση, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση την εφαρμογή μιας μνημονιακής πολιτικής που έχει επιβληθεί από την ελληνική αστική τάξη και τους ευρωπαϊκούς πολιτικούς και νομισματικούς θεσμούς, και που εκφράζει τον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό (περικοπή συντάξεων, διατήρηση μισθών σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων, φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων κλπ.). – Την αριστερή διάσταση, δηλαδή όλο το εγχείρημα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ να εμφανισθεί ως φορέας ανάδειξης ενός «παράλληλου προγράμματος» που να οδηγεί στην «απεμπλοκή» από τα Μνημόνια, στην λήψη «αντισταθμιστικών» μέτρωνπου να αμβλύνουν τις συνέπειες εφαρμογής του 3ου Μνημονίου, να επουλώνουν τις πληγές που προκαλεί η εφαρμογή του, και μιας αντίληψης «αναπτυξιολογίας» που να θέτει σε κίνηση την ελληνική οικονομία, καθώς και ως υπέρμαχος του κοινωνικού κράτους που προφανέστατα και απειλείται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Αυτός είναι ο γόρδιος δεσμός που καλείται να επιλύσει ο σημερινός ηγετικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ανταποκριθεί σ’ αυτόν τον άκρως αντιφατικό ρόλο, από τη μια πλευρά να ψηφίζει τους εφαρμοστικούς νόμους του 3ου Μνημονίου, που προφανώς θα τροφοδοτούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, και από την άλλη πλευρά να επιτυγχάνει την εφαρμογή μέτρων που να αντισταθμίζουν τα οδυνηρά αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής. Το ίδιο άλλωστε το αστικό πολιτικό σύστημα γνωρίζει ότι μια ενδεχόμενη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ ως του σύγχρονου κεντροαριστερού πόλου του αστικού δικομματισμού (με το δεδομένο ότι η ΝΔ έχει κατορθώσει να ανακάμψει και να επανασυσπειρώσει τις σύμμαχές της μικροαστικές τάξεις), θα διαμόρφωνε όρους γρήγορης ανάδειξης και διεύρυνσης της επιρροής αριστερών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Λαϊκής Ενότητας (γιατί το ΚΚΕ ό,τι και αν συμβεί όπως το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου ή η μαζική στροφή εργαζομένων προς τα αριστερά τον Ιούνιο του 2012, παραμένει απαθές και αδρανοποιημένο, σαν να μην συμβαίνει τίποτα γύρω του), πράγμα που θα ανέτρεπε τα δεδομένα του πολιτικού παιχνιδιού.

Το παράδειγμα προς μίμηση είναι αυτό της ιταλικής Κεντροαριστεράς, όπως εκφράζεται σήμερα από το Δημοκρατικό Κόμμα, που έχει κατορθώσει να περιθωριοποιήσει την Αριστερά (δυστυχώς η Κομμουνιστική Επανίδρυση δύο φορές στη συνέχεια με την συμμετοχή της στις κεντροαριστερές κυβερνήσεις του Ρ. Πρόντι έναντι του κινδύνου του μπερλουσκονισμού, έβγαλε μόνη της τα μάτια της, μένοντας εκτός κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης), να αμβλύνει την οξύτητα των μέτρων νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης, και να αναπαράγει μια αδιατάρακτη ισχύ στο επίκεντρο της ιταλικής πολιτικής ζωής, και μάλιστα από θέσεις άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Κι’ αυτό κατορθώνοντας να έχει με το μέρος της τις εργατικές συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις και μια ευρεία εκπροσώπηση των λαϊκών στρωμάτων, ενώ διατηρεί μέτωπο έναντι των μπερλουσκονικών και νεοσυντηρητικών δυνάμεων. Βέβαια, πέραν αυτών ο ιταλικός καπιταλισμός δεν παύει να ανήκει στη σφαίρα των ισχυρών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που βασίζεται στην εξαγωγή μορφών σχετικής υπεραξίας, έναντι του ελληνικού καπιταλισμού που έχει υποστεί σημαντικά πλήγματα από την λειτουργία εντός της ζώνης του ευρώ και τις συνέπειες της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, και άρα αξιοποιεί στο έπακρον σήμερα την δυνατότητα εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας.

Οι ανυπέρβλητες αντιφάσεις της Κεντροαριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ

Το αν αυτό το στοίχημα έχει επιτυχία, ή απεναντίας αποτύχει και ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγηθεί στην παραφθορά και την απομείωση της εκλογικής του επιρροής, αυτό εξαρτάται από τις μορφές που θα προσλάβει η ταξική διαπάλη στην ελληνική κοινωνία στο επόμενο διάστημα, από τους όρους κίνησης του ελληνικού επιχειρηματικού κεφαλαίου, από την ικανότητατου ΣΥΡΙΖΑ να συνδυάζει και τις δύο διαστάσεις της κεντροαριστερής πολιτικής, από την δυνατότητα διασύνδεσης των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων του «όχι» με την κίνηση των λαϊκών τάξεων και ιδιαίτερα των ανέργων, της νεολαίας, των συνταξιούχων και της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση μπορεί οι ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού για διατήρηση της κερδοφορίας που επέτυχε από το 2013 μέχρι σήμερα να είναι μεγάλες, μπορεί οι απαιτήσεις των θεσμών της ζώνης του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι πιεστικές, δεν μπορούν όμως να «σπάσουν το σχοινί» και να προκαλέσουν την καθίζηση της σημερινής Κεντροαριστεράς, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση μια συντηρητική κυβέρνηση με συμμάχους τις υπόλοιπες μνημονιακές δυνάμεις, θα ενέχει τεράστιους κινδύνους προβολής στο προσκήνιο των λαϊκών τάξεων.

Η ελληνική Κεντροαριστερά προσομοιάζει με την ιταλική σε ορισμένα χαρακτηριστικά όπως η καταγωγή τους από ισχυρά αριστερά κινήματα, η αντίθεσή τους στην συντηρητική παράταξη (η επιχειρηματολογία «απαλλαγής από το παλιό και διεφθαρμένο» του ΣΥΡΙΖΑ και η αντίθεση στον μπερλουσκονισμό στην Ιταλία), η έδραση σε πολιτικές εκπροσωπήσεις των λαϊκών στρωμάτων. Εντούτοις οι διαφορές που εμφανίζουν μεταξύ τους είναι σίγουρα σημαντικότερες : Στην ελληνική περίπτωση έχει διαμεσολαβήσει η πενταετής περίοδος των δύο προηγουμένων Μνημονίων, που έχει προκαλέσει μια ισχυρή εξαθλίωση ευρέων τμημάτων του πληθυσμού, σε σχέση με την ιταλική περίπτωση όπου το βιοτικό επίπεδο και τα εργατικά δικαιώματα έχουν υποστεί εξαιρετικά ελαφρύτερα πλήγματα. Κι’ εξίσου στην ιταλική περίπτωση λειτουργούν εργατικές συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις εντός των πλαισίων επιρροής του Δημοκρατικού Κόμματος, που λειτουργούν εξισορροπητικά, σε σχέση με την Ελλάδα, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ στερείται γενικά αντίστοιχων συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων.

 Άρα η σημαντική εξαθλίωση και η απουσία κοινωνικών διαμεσολαβητικών εκπροσωπήσεων δημιουργούν ένα έδαφος εξαιρετικά επικίνδυνο για τις δυνάμεις της αστικής κυριαρχίας και στην προκειμένη περίπτωση της Κεντροαριστεράς. Η οποιαδήποτε λήψη πρόσθετων μνημονιακών μέτρων, όπως αυτά που προβλέπονται στο 3ο Μνημόνιο, είναι δυνατόν να ξεπεράσει τα όρια ανοχής και αντοχής των λαϊκών στρωμάτων και να προκαλέσει ευρείες αντιδράσεις. Με δεδομένο τώρα ότι αυτές δεν μπορούν να βρουν κανάλια θεσμικής κοινωνικής εκπροσώπησης (διάλυση εργατικού συνδικαλισμού στην καπιταλιστική παραγωγή, απουσία κοινωνικής εκπροσώπησης των ανέργων κλπ.), είναι δυνατόν να προβάλουν στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό με αυτοτελείς ριζοσπαστικές μορφές, χωρίς το «φιλτράρισμα» θεσμικών μορφών ενσωμάτωσης, και έτσι να ανατρέψουν τα πολιτικά δεδομένα, επιφέροντας αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου το εκλογικό ακροατήριο συμπεριλαμβάνει ακόμη σημαντικά λαϊκά στρώματα. Αν τώρα αυτές οι αντιδράσεις φτάσουν να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην συνέχιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας του εταιρικού τομέα της οικονομίας, θα δημιουργήσουν πλέον ευθέως βαθειά κοινωνικά ρήγματα που θα τείνουν να προσλάβουν αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.

Από την άλλη πλευρά, η αντικατάσταση των επώδυνων μνημονιακών μέτρων με «ισοδύναμα» μέτρα είναι εξαιρετικά έωλη, όπως και η αποκατάσταση των δομών του κοινωνικού κράτους, ή η φροντίδα για τους «αδυνάτους» (αλήθεια οι άνεργοι είναι «αδύνατοι» ή ικανοί εργαζόμενοι που στερούνται της εργασίας τους ;), γιατί μια κυβέρνηση με την συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ θα στερείται ολοσχερώς κοινωνικών πόρων, εφόσον η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους αποστερεί την ελληνική οικονομία από τα αναγκαία έσοδα. Και άλλωστε αφού υπήρχαν κατάλληλα «ισοδύναμα», όπως π.χ. για την μείωση των συντάξεων, γιατί δεν συμπεριλαμβάνονταν στις διατάξεις του 3ου Μνημονίου ευθύς εξ αρχής, προκειμένου να έχουν όλοι γνώση του «ανώδυνου» χαρακτήρα τους ;

Και επιπρόσθετα η επίκληση πολυάριθμων μέτρων «αναπτυξιολογικού» χαρακτήρα, που θα επιφέρουν την αποκόλληση της ελληνικής οικονομίας από την στασιμότητα, δεν είναι παρά η επικοινωνιακή επιχείρηση απόκρυψης της ωμής πραγματικότητας του 3ου Μνημονίου : Οσαδήποτε «αναπτυξιολογικά» μέτρα και αν επικαλούνται, αυτά δεν πρόκειται να έχουν καμία αποτελεσματικότητα εφόσον το επίπεδο ζήτησης και καταναλωτικής ικανότητας των εργατικών νοικοκυριών παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα εξ αιτίας της παρατεταμένης λιτότητας, και άρα αποτρεπτικό για οποιαδήποτε επενδυτική δραστηριότητα του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Η όποια ανάπτυξη προϋποθέτει ριζική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των εργαζομένων και σε βάρος του κεφαλαίου, που θα οδηγήσει στην αύξηση της λαϊκής ζήτησης και συνεπώς στην αύξηση της βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας, και ως εκ τούτου σε χρησιμοποίηση του αδρανοποιημένου κεφαλαίου. Οι μέρες της ευτυχίας άρα και της σημερινής εκδοχής της Κεντροαριστεράς είναι μετρημένες… 

Ετικέτες