Τις προάλλες, σε μια συζήτηση στο Rproject, καταλήξαμε ότι, εντάξει, καλή η κριτική και η επίθεση στα σχέδια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και στον υπουργό Επικρατείας και πάσης επένδυσης, ΛουδοΝίκο Παππά, για την αναδιάταξη της πίτας στα ΜΜΕ, και κυρίως στην τηλεόραση, αλλά είναι καιρός να διατυπωθεί, έστω και περιληπτικά, μια θέση της δικής μας πλευράς για τα ΜΜΕ που (θα έπρεπε να) θέλουμε.

Πώς δηλαδή φαντάζεται ή οργανώνει ή επιθυμεί τα ΜΜΕ στην Ελλάδα η ριζοσπαστική Αριστερά; Αναπόφευκτα, η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει από ορισμένες παραδοχές που αφορούν καταρχάς την τηλεόραση, μένοντας δηλαδή ελαφρώς προσκολλημένοι στο γράμμα και το πνεύμα της συγκυρίας, αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν επίδραση και συναντώνται λίγο – πολύ σε όλες τις μορφές του Τύπου, πιο παραδοσιακές πχ εφημερίδες ή πιο σύγχρονες πχ Διαδίκτυο – και όχι απαραίτητα μόνο στην Ελλάδα...

1. Στην Ελλάδα ΔΕΝ έχουμε ιδιωτικά ΜΜΕ, παρά μόνο στο σκέλος του ποιος καρπώνεται και επωφελείται από την ύπαρξη τους – συγκεκριμένοι ιδιώτες. Πρέπει να είμαστε πολύ ειλικρινείς, σε αυτό το σημείο, προκειμένου να προχωρήσουμε παρακάτω στις σκέψεις μας. Τα ΜΜΕ και πιο συγκεκριμένα τα ιδιωτικά κανάλια, που λανσάρουν μια δήθεν ικανή για μεγάλα, αξιόπιστα και μακροχρόνια αποτελέσματα μορφή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της «υγιούς» επιχειρηματικότητας βασίζονται στην άμεση και έμμεση επιδότηση και χρηματοδότηση του κράτους.

Ο οικονομικός τους πνεύμονας από την πρώτη μέρα λειτουργίας τους, δεν υπήρξαν τα κεφάλαια των ιδιωτών επιχειρηματιών, των μεγαλοεκδοτών, των εφοπλιστών ή όποιων άλλων απέκτησαν εν πολλοίς αυθαίρετα και παράνομα και άδειες και κεραίες και σταθμούς αναμετάδοσης. Βασίστηκαν στην κρατική χρηματοδότηση μέσω της διαφήμισης (εδώ περιλαμβάνονται αν δεν προηγούνται κατεξοχήν οι ΔΕΚΟ ή ο ΕΟΤ), στην έμμεση επιδότηση λόγω της παράνομης κατάληψης ραδιοτηλεοπτικού φάσματος χωρίς να αποδίδουν νόμιμους φόρους και τέλη, στην άμεση επιδότηση λόγω των εγγυημένων αγωγών χρήματος από τις τράπεζες με την υψηλή εποπτεία, την κίνηση των κατάλληλων νημάτων και το πράσινο φως κρατικών λειτουργών, υπουργών και πολιτικών του πάλαι ποτέ ομοιοπολικού δικομματισμού των πράσινων και γαλάζιων στρατοπέδων. Για να μην μιλήσουμε για όσους μεγαλοεργολάβους ή εθνικούς εργολάβους απέσπασαν κολοσσιαία έργα «εθνικής πνοής» και από τριτοδεύτεροι «μπακάληδες» αναβαθμίστηκαν σε «σούπερ μάρκετ» της διαπλοκής.

Ο υπέρογκος και εξωπραγματικός δανεισμός των τηλεοπτικών ΜΜΕ είναι ένα από τα μεγάλα σκάνδαλα κυρίως της περιόδου της σημιτικής και βητακωστοκαραμανλικής «ισχυρής Ελλάδας» του ευρώ και αποτελεί ειδικό κεφάλαιο σε αυτή τη «με την εγγύηση του δημοσίου» δανειοδότηση χωρίς όρους, κανόνες και φραγμούς. Και φυσικά ούτε λόγος για... παραγωγικές επενδύσεις, το αντίθετο. Τα κανάλια αναδιπλώθηκαν σε μικρότερες υποδομές, λιγότερες τηλεοπτικές παραγωγές (όταν και αν τις έκαναν...), μικρότερο λειτουργικό κόστος και λιγότερο προσωπικό πολύ προτού ξεσπάσει η οικονομική και κοινωνική κρίση με την υιοθέτηση του πρώτου μνημονίου. Τα λεφτά των δανείων τοκίζονται σε λογαριασμούς στην Ελβετία ή το Λουξεμβούργο -κάποιοι πιο... λαρτζ έχουν πάει και Σιγκαπούρη ...-  ενώ ορισμένοι, «διορατικοί» επενδυτές – καναλάρχες, εκδότες και τηλεοπτικοί παραγωγοί - κατέχουν ακίνητα, πχ στο Λονδίνο, το Μαϊάμι ή τη γαλλική Ριβιέρα.

2. Στο πλαίσιο της άμεσης και έμμεσης κρατικής επιδότησης και χρηματοδότησης των κατά τα άλλα... ιδιωτικών καναλιών, οι ιδιοκτήτες υπήρξαν στρατηγικοί κακοπληρωτές των ασφαλιστικών ταμείων ή των νόμιμων αμοιβών και δεδουλευμένων των εργαζομένων τους – όχι των προβεβλημένων στελεχών ή της εσωτερικής ιεραρχίας, προς Θεού! Παράλληλα ορισμένοι αποδείχτηκαν εξαιρετικά ικανοί όχι μόνο στον πολιτικό χαμαιλεοντισμό (προχθές με τον Σημίτη, χθες με τον Καραμανλή, σήμερα με τον Τσίπρα, παλιά με τον Ανδρέα...), αλλά και στο ανοιγοκλείσιμο καναλιών και εφημερίδων χωρίς να καταβάλουν φόρους, εισφορές και ημερομίσθια – κατά τα άλλα βέβαια είναι σφόδρα... φιλολαϊκοί! Γενικά, αξιοποιήθηκε κάθε πιθανό και απίθανο παραθυράκι, προκειμένου να κατέχουν ισχυρά και επιδραστικά ΜΜΕ χωρίς να καταβάλουν δραχμή και μετά ευρώ στο πλαίσιο της νομιμότητας, όπως αυτή περιγραφόταν -όλο και λιγότερο δεσμευτικά - στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας μεταξύ των 13 σωματείων του Τύπου (βραχνάς αυτή η πολυδιάσπαση...) και τις εργοδοτικές ενώσεις.

 Το ''μπλοκάκι'' έγινε γενικευμένο, εργασιακό καθεστώς, μια υποτιθέμενη, προπαρασκευαστική περίοδος που τραβούσε συνεχώς σε απροσδιόριστο μάκρος και κατοχύρωνε μια μόνιμη κατάσταση εκτεταμένου και ψευδεπίγραφου ελευθεροεπαγγελματισμού, νοθεύοντας τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας και απαλλάσσοντας τους εργοδότες από εισφορές και φορολόγηση. Σαββατοκύριακα και αργίες έπαψαν σιωπηρά να καταβάλλονται, το αγγελιόσημο αποδιδόταν ανάλογα με τα καπρίτσια και τις διαθέσεις του εργοδότη, αλλά και την ανοχή των διοικήσεων των Tαμείων, οι οποίες έκαναν τα στραβά μάτια σε πλείστες και κρίσιμες των περιπτώσεων.

3. Η... αγωνία της βιωσιμότητας των (τηλεοπτικών) ΜΜΕ επανερχόταν συχνά τα τελευταία χρόνια στον δημόσιο διάλογο. Αποτελεί μάλιστα το υποτιθέμενο βασικό κριτήριο της συγκυβερνητικής πρότασης για τις μελλοντικές, τέσσερις (ή βλέπουμε πόσες) άδειες. Κάτω από αυτή την «ομπρέλα» (βιωσιμότητα), καλύτερα, τη μάσκα, υποκρύπτεται η πραγματική αγωνία των εργοδοτών να συνεχίσουν να κατέχουν ΜΜΕ με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, απαλλασσόμενοι, στην παρούσα φάση, καταρχάς από τα χρέη τους. Χρειάζονται ένα ρηστάρτ, μια νέα αρχή, προκειμένου, φυσικά να ξανακάνουν τα ίδια. Κανονικά αυτή τη στιγμή κανένα από τα κανάλια δεν θα έπρεπε να λειτουργεί – και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη... βιωσιμότητα πάνω στον δανεισμό και τις κρατικές επιδοτήσεις, αλλά με τη νομιμότητα. Οι προσωρινές άδειες που παρατείνονταν σε ετήσιο ορίζοντα, έχουν λήξει εδώ και πενήντα μέρες. Όπως ένας γιατρός, ένας δικηγόρος, ένας επιτηδευματίας , ένας έμπορος δεν θα έπρεπε και δεν θα μπορούσε να ασκήσει επάγγελμα χωρίς την προαπαιτούμενη, νόμιμη άδεια, έτσι και οι καναλάρχες έπρεπε να έχουν κλείσει χθες, για την ακρίβεια από την 1η Ιανουαρίου 2016, χωρίς όμως να παραγραφούν ή να ξεχαστούν οι αξιώσεις για τα δεδουλευμένα, τις εισφορές ή τους φόρους και τα πρόστιμα – πχ τα 34.000.000 ευρώ που περιφέρει ο Αλεξιάδης στις δημόσιες εμφανίσεις του, δηλώνοντας έμμεσα την πλήρη αδυναμία του να επιβάλει την είσπραξη τους.

4. Η παραπάνω κατάσταση δεν αφορά μόνο τα εθνικής εμβέλειας κανάλια. Ορισμένοι ξεχνούν ή παραγνωρίζουν και εθελοτυφλούν μπροστά στο γεγονός ότι διαπλοκή, συμφέροντα, αλλοιώσεις, στρεβλώσεις και χαμένες τιμές της ενημέρωσης και της δημοσιογραφίας φύονται και σε κανάλια - θερμοκήπια περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας, με κατασπατάληση για παράδειγμα δημοτικών πόρων και τελών, με φαινόμενα νεποτισμού στους διορισμούς και τις διευθυντικές θέσεις, αλλά και άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων, με εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα σε τοπικής εμβέλειας πολιτευτές και παράγοντες και αντίστοιχης εμβέλειας τηλεοπτικά προγράμματα και ιδιοκτήτες.

5. Η μορφή του Μέσου ΔΕΝ εξασφαλίζει απριόρι την τήρηση κανόνων δεοντολογίας ή τη σφαιρικότητα της ενημέρωσης και της άποψης. Μπορεί το Διαδίκτυο να εκθειάζεται για τον εκδημοκρατισμό της επικοινωνίας και την πολυφωνία του, αλλά και εκεί έχουν βρει καταφύγιο και βήμα η λασπολογία, ο κιτρινισμός, η αστήρικτη και πλαστή προπαγάνδα και πάει λέγοντας. Έτσι λοιπόν δεν φταίει η τηλεόραση ως μέσο αν καταλαμβάνεται σχεδόν αποκλειστικά από προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού και ας σπεύσουν οι συνεπείς μαρσαλμακλουανιστές να υπενθυμίσουν για το μέσο που συνιστά το ίδιο το μήνυμα. Σε ένα, όμως, προκάτ, εύτακτα άναρχο και φετιχιστικά πολυτελές τοπίο, όπως και ο ν.4339/2015  (ο νόμος Παππά) προβλέπει, με μετοχικά κεφάλαια (''βιώσιμων'' τηλεοπτικών ΜΜΕ) στα 8.000.00 ευρώ και εξασφάλιση ανωνυμίας και αδιαφάνειας στην ίδια μετοχική σύνθεση και προέλευση των κεφαλαίων, μάλλον αναπόφευκτα δεν μένει χώρος για φωνές «αντιπληροφόρησης» τουλάχιστον στο (νέο) τηλεοπτικό τοπίο και ο συγκεντρωτισμός σε λίγα χέρια θα παραμείνει ο απόλυτος, νομιμοφανής κανόνας χωρίς εξαιρέσεις επιβεβαίωσης.

Οπότε και μετά από όλα αυτά, τι ΜΜΕ θα ήθελε να υπάρχουν η ριζοσπαστική Αριστερά;

Πρώτα από όλα, ΜΜΕ ή απόπειρες ίδρυσης και εγκατάστασης ΜΜΕ που τηρούν και ακολουθούν κανόνες και αρχές της δημοσιογραφίας και της ενημέρωσης και φροντίζουν να δώσουν βήμα και λόγο στην κοινωνία, τα προβλήματα και τα κινήματα της, γεννήθηκαν και γεννιούνται τα τέσσερα – πέντε τελευταία χρόνια, με άξονες το συνεργατικό πνεύμα και την αντι-πληροφόρηση, την αντι-ενημέρωση, σαν απάντηση στην κυρίαρχη πληροφόρηση, την κυρίαρχη ενημέρωση, το κυρίαρχο σύστημα. Φυσικά, ρόλο σε αυτά τα γεννητούρια έπαιξαν η κρίση αξιοπιστίας και ο πλήρης εξευτελισμός των συστημικών ΜΜΕ,  η φανερή οργή ευρέων κοινωνικών στρωμάτων μπροστά στη συστηματική συκοφάντηση τους από τις οθόνες των συσκευών των σαλονιών ή της κουζίνας τους και η εκτεταμένη ανεργία ή το λουκέτο σε αρκετά ΜΜΕ (έντυπα, ηλεκτρονικά κτλ).

Κομβικό ρόλο διαδραμάτισε και το «μαύρο στην ΕΡΤ» το καλοκαίρι του 2013. Το εγχείρημα αυτοδιαχειριζόμενης τηλεόρασης και μάλιστα τέτοιας κλίμακας δεν έχει προηγούμενο και έδειξε τις πραγματικά αστείρευτες δυνατότητες του. Όχι χωρίς λάθη, όχι χωρίς εσωτερικές εντάσεις, όχι χωρίς αποχωρήσεις και διαξιφισμούς ή διαφορετικές νοοτροπίες και αντιλήψεις. Αλλά στο διά ταύτα, την παραγωγή, τη μετάδοση, την κάλυψη γεγονότων με παλμό και άξονα την κοινωνία, το εγχείρημα έδωσε κάτι περισσότερο από αξιοπρόσεκτα διαπιστευτήρια, τα οποία όμως δεν μεταλαμπαδεύτηκαν στην «νέα» ΕΡΤ που ουσιαστικά αποτέλεσε μετεξέλιξη της ΝΕΡΙΤ, εξοβελίζοντας πολλές από τις θετικές κληρονομιές της αυτοδιαχείρισης.

Εδώ αξίζει μια παρένθεση για να μοιραστώ μαζί σας μια από τις πιο τραγελαφικές τηλεοπτικές εμπειρίες μου, η οποία προέρχεται από τη  «νέα» ΕΡΤ στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του Σεπτεμβρίου του 2015, αλλά άνετα θα κούμπωνε και με όλα τα άλλα «ιδιωτικά» κανάλια. Είναι γνωστό σε όλους μας φαντάζομαι το μοντέλο της ΕΡΤ1, όπου η ενημέρωση δεν σταματά ποτέ και εκπομπές δημοσιογραφικών διδύμων διαδέχονται η μια την άλλη από νωρίς το πρωί έως νωρίς το βράδυ. Τον περασμένο Σεπτέμβρη όπως ήταν ίσως φυσικό η παραπάνω ροή ενημέρωσης μονοπωλήθηκε από δίδυμα που φιλοξενούσαν αλλεπάλληλα «τραπέζια διαλόγου» με υποψηφίους βουλευτές ή στελέχη των κομμάτων που συμμετείχαν στην εκλογική αναμέτρηση. Όπως ίσως θυμάστε οι περισσότεροι, η ψήφιση του τρίτου μνημονίου (καμουφλαρισμένη κάτω από το μίνι συνταξιοδοτικό πολυνομοσχέδιο) της 13ης Αυγούστου καθώς και η προσφυγή στην κάλπη με διαδικασίες εξπρές δεν είχαν επιτρέψει εν πολλοίς να γίνουν ευρύτατα γνωστά τα μέτρα και οι δεσμεύσεις του τριτομνημονιακού καθεστώτος, την υλοποίηση και την πατρότητα των οποίων διεκδικούσε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Εδώ, υποτίθεται, θα έπρεπε να παρέμβει ο ελεγκτικός ρόλος ειδικά μιας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και να τύχει μέγιστης προβολής, χωρίς σχόλια ή ερμηνείες, απλά, ανόθευτα, καθαρά, ολοκληρωμένα το σύνολο των τριτομνημονιακών ρυθμίσεων. Φυσικά αυτός θα έπρεπε να είναι θεωρητικά ο σκοπός και η αποστολή και των υπόλοιπων ΜΜΕ, που νέμονται τις δημόσιες συχνότητες, αυθαίρετα, παράνομα, αντιδημοκρατικά και αντιδραστικά.

Τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Στα «τραπέζια διαλόγου» της ΕΡΤ1, για να μείνω στενά στο τραγελαφικό παράδειγμα, ο... διάλογος, ενορχηστρωμένος από τις κατάλληλες, δημοσιογραφικές ερωτήσεις, μονοπωλήθηκε σταδιακά και μέσα στο διάστημα των σκάρτων τριών εβδομάδων από συζητήσεις για τις ενδεχόμενες μετεκλογικές συνεργασίες, την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία του Τσίπρα ή του Μεϊμαράκη, την αυτοαναφορικότητα των δύο ντημπέητ, την αξιοπιστία ή όχι των δημοσκοπήσεων, την εντιμότητα ή τη διαφθορά στελεχών κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ με αφορμή την υπόθεση Φλαμπουράρη. Λέξη δεν αρθρώθηκε για το τι πραγματικά προέβλεπε το τρίτο μνημόνιο, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει ακόμη να υποστηρίζει ότι, κατά τα λοιπά, έτυχε της πλειοψηφικής έγκρισης του λαού...

Και κάπως έτσι, απόγευμα Κυριακής, 20 Σεπτεμβρίου, με τις κάλπες να κλείνουν έπειτα από λίγο, βρέθηκε δημοσιογράφος της ΕΡΤ1 να ανακράζει «αγανακτισμένη» και απευθυνόμενη στους συνομιλητές καλεσμένους της, κυρίως πολιτικούς, ότι «έγινε μια προεκλογική εκστρατεία χωρίς να ακούσουμε λέξη για το μνημόνιο(!!!)». Ότι  βέβαια η ίδια δεν φρόντισε να απευθύνει ούτε μια ερώτηση σε όλα τα πάνελ που συντόνιζε για τις άθλιες προβλέψεις αυτού του μνημονίου, προφανώς δεν ήταν μέρος του συνολικού ενημερωτικού, δημοσιογραφικού και επικοινωνιακού, ελλείμματος και προβλήματος εκείνων (και όχι μόνο εκείνων...) των ημερών.

Η Ιστορία όμως δεν αναγνωρίζει κενά. Το σκόπιμο και μεθοδευμένο έλλειμμα ενημέρωσης και πληροφόρησης, έρευνας και αποκάλυψης σπεύδουν να καλύψουν και να επουλώσουν αρκετές ευοίωνες προσπάθειες οι οποίες όμως σκοντάφτουν όχι στις συνθήκες που είναι επίσης εξαιρετικά ώριμες, αλλά στους υλικούς πόρους και τις προϋποθέσεις. Για αυτό απαιτείται συνεργασία, εσωτερική επικοινωνία μεταξύ αυτών των προσπαθειών, συντονισμός δυνάμεων.

Συνεργατισμός, λοιπόν, συνεταιρισμός, συνασπισμός και συντονισμός δυνάμεων, με σεβασμό στη διαφορετική κουλτούρα και προσέγγιση ή ερμηνεία των γεγονότων, απομάκρυνση  από κάθε μορφής εξάρτησης και  φανερού ή καλυμμένου κρατισμού και των παραπληρωματικών του αγωγών χρήματος και επιρροής όπως έχουν εξελιχθεί για παράδειγμα οι διαφημιστικές καμπάνιες με εκλεκτικές προτιμήσεις από τις τράπεζες ή τις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας.  Αυτά θα μπορούσε να είναι ορισμένα θεμέλια, καθώς επίσης και η ολοκληρωτική μάχη εναντίον του υπάρχοντος καθεστώτος ραδιοτηλεοπτικού και διαδικτυακού μονοφωνικού νεοφιλελευθερισμού – με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μια νέα ενημερωτική και δημοσιογραφική εποχή δεν θα πρέπει να λειτουργήσει σαν περιθωριακή, «παράλληλη, ανταρτική πραγματικότητα», αλλά ως διάδοχη κατάσταση.

Επίσης θα πρέπει να πολεμηθεί και να ανατραπεί μια γενικευμένη αντίληψη που εγκαθίδρυσαν στην αγορά του Τύπου και την ελληνική κοινωνία τα φρη-πρες και οι δεκάδες- εκατοντάδες ιστοσελίδες που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια: Η ενημέρωση δεν μπορεί να είναι «δωρεάν», από τη στιγμή κατά την οποία, και για να δανειστώ το σλόγκαν του συνεργατικού εγχειρήματος της «Εφημερίδας των Συντακτών», μοναδικοί εργοδότες (θα έπρεπε να) είναι οι αναγνώστες...

Ακόμη και αυτό το άρθρο που πλησιάζει στο τέλος του, αγαπητέ αναγνώστη, θα έπρεπε να έχει φθάσει σε σένα με ένα (μικρότερο ή μεγαλύτερο) αντίτιμο. Το γιατί το περιγράφει ευφυώς  ο ινδός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος Ραζ Πατέλ στο βιβλίο του «Η αξία των πραγμάτων – Αγορές και δημοκρατικοί θεσμοί» (στα ελληνικά, εκδόσεις Κριτική): «Καθώς τα έσοδα μειώνονται, οι εκδότες μελετούν τα οικονομικά στοιχεία και τους δείκτες, περιορίζοντας την κάλυψη των ειδήσεων και απολύοντας δημοσιογράφους. Είναι αναμφίβολα φτηνότερο να ανακυκλώνουν δελτία Τύπου και γνώμες στο μεγάλο αντιγραφικό μηχάνημα που λέγεται διαδίκτυο παρά να πληρώνουν για ερευνητική δημοσιογραφία και δημόσια λογοδοσία (...) Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος των δωρεάν αγαθών που υπόσχονται έναν μελλοντικό, αβέβαιο πλούτο με τη βεβαιότητα μιας τωρινής, οδυνηρής θυσίας, είναι εδώ (...) (σ.σ. σε αυτόν τον κόσμο) μια κοινότητα χωρίς τον άγρυπνο φρουρό ενός ελεύθερου Τύπου είναι μια κοινότητα χωρίς κοινά σημεία».                                                                                                                                                                                                                                                                     

Ετικέτες

MME