Πέντε χρόνια χωρίς την Λίτσα.

Στις 23-4-2011 έφυγε από τη ζωή η σύ­ντρο­φός μου, Λίτσα Σω­τη­ρο­πού­λου, σε ηλι­κία 47 ετών, χά­νο­ντας τη μάχη με τον καρ­κί­νο.

Η Λίτσα γεν­νή­θη­κε στην Κε­ρα­σιά της ορει­νής Τρι­χω­νί­δας Αι­τω­λο­α­καρ­να­νί­ας, στις 24-12-1963 και ήταν το πρώτο παιδί μια πο­λυ­με­λούς πο­λύ­τε­κνης αγρο­τι­κής οι­κο­γέ­νειας. Από παιδί, ακόμη, ερ­γα­ζό­ταν σε αγρο­τι­κές ερ­γα­σί­ας, κυ­ρί­ως στα καπνά, πρώτα στο χωριό και κα­τό­πιν στο Αγρί­νιο, όπου με­τα­κό­μι­σε όλη η οι­κο­γέ­νεια.

Νέα ακόμη, το 1983, εντά­χθη­κε στην ΠΑΣΠ (Πα­νελ­λή­νια Αγω­νι­στι­κή Σπου­δα­στι­κή Πα­ρά­τα­ξη) και στη σπου­δά­ζου­σα νε­ο­λαία ΠΑΣΟΚ Με­σο­λογ­γί­ου, όπου φοί­τη­σε στη Σχολή Διοί­κη­σης Οι­κο­νο­μί­ας, στο Τμήμα Λο­γι­στι­κής του αντί­στοι­χου ΤΕΙ, ενώ πα­ράλ­λη­λα ερ­γα­ζό­ταν. Τον Φε­βρουά­ριο του 1986 δια­γρά­φτη­κε από τη σπου­δά­ζου­σα του ΠΑΣΟΚ Με­σο­λογ­γί­ου, μαζί με πολ­λούς άλ­λους, επει­δή αντι­τά­χθη­καν στα μέτρα λι­τό­τη­τας της κυ­βέρ­νη­σης του ΠΑΣΟΚ εκεί­νη την εποχή, οι οποί­οι έφτια­ξαν άλλη φοι­τη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη, την ΣΑΣΠ (Σο­σια­λι­στι­κή Αγω­νι­στι­κή Σπου­δα­στι­κή Πα­ρά­τα­ξη). Την ίδια πε­ρί­ο­δο, από το 1984 έως το 1992, συμ­με­τεί­χε στο «Ξε­κί­νη­μα» και από το 1992 μέχρι το 1994 στην εφη­με­ρί­δα «Σο­σια­λι­στι­κή Έκ­φρα­ση». Στο Με­σο­λόγ­γι, διε­τέ­λε­σε μέλος του Γρα­φεί­ου Τομέα του Πυ­ρή­να του «Ξε­κι­νή­μα­τος» (1984-87) και αμέ­σως μετά ήρθε στην Αθήνα. Το τε­λευ­ταίο χρο­νι­κό διά­στη­μα, υπο­στή­ρι­ζε πο­λι­τι­κά την ορ­γά­νω­ση «Κόκ­κι­νο», η οποία πλέον  έχει ενο­ποι­η­θεί με την Διε­θνι­στι­κή Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά (ΔΕΑ), ενώ από πολύ νωρίς συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ Τρα­πε­ζών όπου υπήρ­ξε μέλος του συ­ντο­νι­στι­κού του ορ­γά­νου.

Από το 1987 έως το 1991 ερ­γά­στη­κε ως ερ­γά­τρια πα­ρα­γω­γής στην «προ­βλη­μα­τι­κή» κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γία «ΒΕΛΚΑ», όπου και δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε συν­δι­κα­λι­στι­κά, από την οποία απο­λύ­θη­κε όταν έκλει­σε η επι­χεί­ρη­ση. Ως μέλος του σω­μα­τεί­ου συμ­με­τεί­χε σε όλους τους αγώ­νες των λε­γό­με­νων «προ­βλη­μα­τι­κών» επι­χει­ρή­σε­ων, μέσα από τους οποί­ους οι ερ­γα­ζό­με­νοι εκεί προ­σπα­θού­σαν να κρα­τή­σουν τα ερ­γο­στά­σια ανοι­κτά, απέ­να­ντι στις επι­θέ­σεις των κρα­τού­ντων που ήθε­λαν να τα κλεί­σουν ή να τα που­λή­σουν, όπως τε­λι­κά έγινε. Μετά την από­λυ­σή της από τη «ΒΕΛΚΑ», για τριά­μι­σι χρό­νια, πε­ρί­που, ήταν άνερ­γη ή πε­ρι­πτω­σια­κά ερ­γα­ζό­με­νη, επι­σφα­λής, όπως λέμε σή­με­ρα.

Από το 1997 ερ­γα­ζό­ταν στην Εμπο­ρι­κή Τρά­πε­ζα. Συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στο συν­δι­κα­λι­σμό, δεν έλ­λει­ψε από καμία απερ­για­κή κι­νη­το­ποί­η­ση και δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στην πα­ρά­τα­ξη της «Ενιαί­ας Αγω­νι­στι­κής Συ­σπεί­ρω­σης» (ΕΑΣ), όπου μέσα από τις γραμ­μές της εκλέ­χθη­κε μέλος στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο του Σω­μα­τεί­ου Ερ­γα­ζο­μέ­νων την πε­ρί­ο­δο 2008–2010.

Γρά­φο­ντας για την προ­σω­πι­κό­τη­τα της Λί­τσας, στην εφη­με­ρί­δα «Σο­σια­λι­στι­κή Έκ­φρα­ση» (Μάιος 2011), ένας καλός φίλος, ο Λε­ω­νί­δας Κα­ρί­γιαν­νης, την σκια­γρα­φεί ως «…λι­γο­μί­λη­τη, πει­σμα­τά­ρα, συ­νε­πής όπως όλοι οι ερ­γά­τες και πα­ντού σε όλες τις μάχες μπρο­στά, ποτέ δεν ήταν φυ­γό­πο­νη, στις συ­νε­λεύ­σεις, στις κα­τα­λή­ψεις, στη σύ­γκρου­ση με την γρα­φειο­κρα­τία…», ενώ μια φίλη της, η Φιλιώ Γκα­βα­λι­ζού­δη, με την οποία ήταν μαζί στο Δ.Σ. του Σω­μα­τεί­ου της Εμπο­ρι­κής  Τρά­πε­ζας, σε κά­ποιο άλλο βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα, σε λίγες αδρές γραμ­μές τα λέει όλα: «Στα­θε­ρή, σί­γου­ρη, ψύ­χραι­μη. Ποτέ δε με­τά­νιω­σες για τα εύ­κο­λα που άφη­σες χρό­νια πριν. Ποτέ δε γύ­ρι­σες το βλέμ­μα πίσω, συν­δι­κα­λί­στρια από τα παλιά, να ’χεις και συ δια­συν­δέ­σεις και ανέ­σεις, τις ‘’σα­ρά­ντα­’’ προ­α­γω­γές από το φίλο που σε χτυ­πά­ει στην πλάτη, την ήσυχη συ­νεί­δη­ση με το armani στην κω­λό­τσε­πη, την επε­τεια­κή πο­ρεία μια φορά το χρόνο εναλ­λάξ κι ύστε­ρα δι­καιω­μέ­νος ύπνος το βράδυ» (για πε­ρισ­σό­τε­ρα δες την εφη­με­ρί­δα του Συλ­λό­γου Κ.Ε.Φ.Ι., Αύ­γου­στος-Οκτώ­βριος 2011, τεύ­χος 10, σελ. 3).

Η Λίτσα, όσο μπό­ρε­σε, δι­καί­ω­σε μια ζωή γε­μά­τη, αλλά και αρ­κε­τά δύ­σκο­λη. Δεν υπήρ­ξε ποτέ το πρώτο βιολί. Ήταν πάντα το δεύ­τε­ρο, όμως εκεί­νο που με στα­θε­ρό τρόπο κρατά το τέμπο και ενι­σχύ­ει το πρώτο όταν αυτό πάει να φαλ­τσά­ρει. Δού­λε­ψε σκλη­ρά, από παιδί ακόμη. Δεν φο­βή­θη­κε ποτέ την δου­λειά. Στά­θη­κε και έδωσε τη μάχη της ζωής. Παρ’ ότι ως χα­ρα­κτή­ρας ήταν εσω­στρε­φής και λι­γο­μί­λη­τη, δεν ήταν αντι­κοι­νω­νι­κή. Απε­να­ντί­ας, είχε πολύ ανε­πτυγ­μέ­νο το αί­σθη­μα της αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Αγω­νί­στη­κε, δη­μιούρ­γη­σε, πρό­σφε­ρε, διά­βα­σε, έδωσε χαρά και δύ­να­μη, ήταν εξαι­ρε­τι­κή μάνα, χό­ρευε πολύ ωραία, ενώ χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν για τη φι­λο­ξε­νία της και το τα­λέ­ντο της στη μα­γει­ρι­κή. Υπήρ­ξε ένας ευαί­σθη­τος και δρα­στή­ριος, πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά, άν­θρω­πος, με ένα ωραίο πλατύ χα­μό­γε­λο και μα­κριά χυτά μαύρα μαλ­λιά, αλλά η τύχη το ’φερε, έτσι, ώστε να μην μπο­ρέ­σει να ολο­κλη­ρώ­σει αυτή την πλού­σια δρα­στη­ριό­τη­τά της.

Παρ’ ότι πέ­θα­νε πολύ νέα, εντού­τοις, όπως λέει ο Κα­βά­φης στο ποί­η­μά του, «Το Πρώτο Σκαλί»: «Εδώ που έφθα­σες λίγο δεν είναι

                                     τόσο που έκα­μες, με­γά­λη δόξα».

«Κόκ­κι­νη κλω­στή δε­μέ­νοι…»,

Κώ­στας Σκη­νιώ­της - Φιλιώ Γκα­βα­λι­ζού­δη

Εκ­δό­σεις ΑΩ, Αθήνα 2012

(αφιε­ρω­μέ­νο στη μνήμη της Λί­τσας Σω­τη­ρο­που­λου-Κα­τσο­ρί­δα)

Το εν λόγω βι­βλίο εκ­δό­θη­κε το 2012 και είναι αφιε­ρω­μέ­νο στη μνήμη της Λί­τσας Σω­τη­ρο­πού­λου, η οποία πέ­θα­νε στις 23-4-2011. Φέτος, λοι­πόν, συ­μπλη­ρώ­θη­καν πέντε χρό­νια από το θά­να­τό της. Ο λόγος της επα­να­δη­μο­σί­ευ­σης αυτής της βι­βλιο­πα­ρου­σί­α­σης, με ανε­παί­σθη­τες συ­μπλη­ρώ­σεις, η οποία είχε δη­μο­σιευ­τεί για πρώτη φορά στο πε­ριο­δι­κό «Σπάρ­τα­κος», τον Ιούλη του 2012, γί­νε­ται ως ένας ελά­χι­στος φόρος τιμής στη μνήμη της.

Είναι γε­γο­νός ότι είναι πολύ δύ­σκο­λο να γρά­ψεις για ένα βι­βλίο όταν αυτό είναι γραμ­μέ­νο από δύο κα­λούς φί­λους και ιδιαί­τε­ρα όταν αυτό το βι­βλίο είναι αφιε­ρω­μέ­νο στη σύ­ντρο­φό μου, Λίτσα. Οπότε, εκ των πραγ­μά­των, μου είναι δύ­σκο­λο να απο­φύ­γω την υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα που μου επι­βάλ­λει η γνω­ρι­μία μου με τους συγ­γρα­φείς αυτού του βι­βλί­ου. Εξάλ­λου, δεν διεκ­δι­κώ να μι­λή­σω με τη γλώσ­σα του κρι­τι­κού λο­γο­τε­χνί­ας, αφού άλ­λω­στε δεν είμαι, αλλά μάλ­λον του ανα­γνώ­στη και του φίλου, ο οποί­ος δι­καιο­λο­γη­μέ­να θα αυ­θαι­ρε­τή­σει μιας και μι­λά­ει με έντο­νη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση για ένα κο­ντι­νό και αγα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο που δεν είναι πια μαζί μας.

Οι συγ­γρα­φείς του βι­βλί­ου, με τίτλο, «Κόκ­κι­νη κλω­στή δε­μέ­νοι…», που έχει κυ­κλο­φο­ρή­σει από τις εκ­δό­σεις ΑΩ, είναι δύο μά­χι­μοι αρι­στε­ροί πνευ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι, με έντο­νη συν­δι­κα­λι­στι­κή πα­ρου­σία κατά το πα­ρελ­θόν. Ο Κώ­στας Σκη­νιώ­της διε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος των υπαλ­λή­λων της «προ­βλη­μα­τι­κής» κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γι­κής εται­ρεί­ας «Μι­χαη­λί­δης», μά­χι­μος συν­δι­κα­λι­στής στον αγώνα για την επι­βί­ω­ση των λε­γό­με­νων «προ­βλη­μα­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων», κατά τη δε­κα­ε­τία του 1980 αρχές ’90. Όπως ανα­φέ­ρε­ται στα «αυτιά» του βι­βλί­ου, αντι­με­τω­πί­ζει σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα όρα­σης, που όμως δεν στέ­κο­νται εμπό­διο στη συ­νέ­χι­ση της συγ­γρα­φι­κής του δρα­στη­ριό­τη­τας, η οποία είναι πλού­σια. Η Φιλιώ Γκα­βα­λι­ζού­δη διε­τέ­λε­σε μέλος του Δ.Σ. του Συλ­λό­γου Ερ­γα­ζο­μέ­νων στην Εμπο­ρι­κή Τρά­πε­ζα, σε μια δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δο στον αγώνα κατά της ιδιω­τι­κο­ποί­η­σης της τρά­πε­ζας και αμέ­σως μετά. Προ­έρ­χε­ται από οι­κο­γέ­νεια Ελ­λή­νων με­τα­να­στών, πράγ­μα που ση­μαί­νει ότι γνω­ρί­ζει πολύ καλά τι ση­μαί­νει κα­θη­με­ρι­νός, προ­σω­πι­κός και συλ­λο­γι­κός αγώ­νας.

Το εν λόγω πό­νη­μα χω­ρί­ζε­ται σε επτά ενό­τη­τες δε­μέ­νες η μία με την άλλη με μια λεπτή κόκ­κι­νη κλω­στή. Επτά ενό­τη­τες, όπου μέσα από την ανα­ζή­τη­ση του και­νού­ριου και της ευ­τυ­χί­ας· μέσα από την αγάπη, η οποία ως βα­σι­κός μο­χλός της ζωής πάντα μας κι­νη­το­ποιεί· μέσα από τα δια­μά­ντια της ζωής, όπως είναι ο έρω­τας, η αγάπη, η φιλία, η αλ­λη­λεγ­γύη που πρέ­πει πάντα να ανα­κα­λύ­πτου­με και να φυ­λά­με· μέσα από το εσω­τε­ρι­κό πρό­σταγ­μα του «πρόσω ολο­τα­χώς» προς την ελ­πί­δα που υπάρ­χει εκεί, στο βάθος του χρό­νου και που για να την κα­τα­κτή­σου­με εί­μα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να δώ­σου­με όλες τις μάχες έστω κι αν ξέ­ρου­με εκ των προ­τέ­ρων ότι κά­ποιες από αυτές θα χα­θούν· μέσα από τον κα­θη­με­ρι­νό προ­σω­πι­κό και συλ­λο­γι­κό αγώνα που δί­νου­με με τις φο­βί­ες μας, τις ενο­χές μας και τα αδιέ­ξο­δά μας· μέσα από την ελ­πί­δα ότι μπο­ρού­με, σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, να τα κα­τα­φέ­ρου­με αρκεί να μη ρί­ξου­με στη λήθη τα ορά­μα­τα, τις αξίες μας, τους αγώ­νες μας, την ιστο­ρία μας, τις ανά­γκες μας· μέσα από την πο­ρεία προς την ελευ­θε­ρία, που θα πρέ­πει συ­νε­χώς να την κερ­δί­ζου­με, όπως ακρι­βώς κά­να­με όταν ήμα­σταν παι­διά με εκεί­νο το απε­λευ­θε­ρω­τι­κό παι­χνί­δι, «φτού, ξε­λευ­τε­ρία για όλους»· μέσα, τέλος, από όλα αυτά, επι­χει­ρεί­ται να φανεί ότι όλες οι προ­α­να­φερ­θεί­σες προ­σπά­θειες και αξίες των αν­θρώ­πων είναι δε­μέ­νες με­τα­ξύ τους, όπως φυ­σι­κά και όλοι οι άν­θρω­ποι, με μια κόκ­κι­νη κλω­στή. Με απλά λόγια, είναι μια προ­σπά­θεια να φανεί πως όπως το σύ­νο­λο των ορ­γά­νων του σώ­μα­τός μας δεν είναι κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να και ασύν­δε­τα με­τα­ξύ τους, έτσι και οι άν­θρω­ποι εί­μα­στε μια ολό­τη­τα, δε­μέ­νοι με­τα­ξύ μας με χι­λιά­δες νή­μα­τα.

Οι δύο συγ­γρα­φείς έχουν ως τίτλο πα­ρα­φρά­σει, ομο­λο­γου­μέ­νως με πολύ εύ­στο­χο τρόπο, το τρα­γού­δι που μας έλε­γαν οι για­γιά­δες μας, προ­κει­μέ­νου να μας πουν ένα πα­ρα­μύ­θι όταν ήμα­σταν μι­κροί, το γνω­στό, «κόκ­κι­νη κλω­στή δε­μέ­νη στην ανέμη τυ­λιγ­μέ­νη…». Ο Κώ­στας και η Φιλιώ το με­τέ­τρε­ψαν σε «Κόκ­κι­νη κλω­στή δε­μέ­νοι…».

Στα  κεί­με­νά τους, ο λόγος τους είναι πυ­κνός και λιτός και δένει αρ­μο­νι­κά μέσα από τη συ­νε­χή εναλ­λα­γή του πεζού με τον ποι­η­τι­κό λόγο. Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από ερω­τι­σμό και τρυ­φε­ρό­τη­τα:

«Τι είναι χαρά, με ρώ­τη­σες.

 …Τα δά­κρυα της γέν­νας

 την ώρα που ξε­προ­βάλ­λει η ζωή,

 αυτό είναι χαρά.

 … Ένα αη­δό­νι που τρα­γου­δά­ει

 του έρωτα τους στί­χους,

ένα φιλί στα χείλη

μετά από μια γου­λιά καφέ,

ένα χάδι στο μά­γου­λο.

Ένα φιλί στον ώμο,

μια αγκα­λιά την ώρα που κλαις,

η σκέψη ότι είσαι εδώ». (σελ. 61)

Επί­σης, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία, αλλά και από φι­λο­σο­φι­κή διά­θε­ση: «Λένε ότι η δια­δρο­μή είναι το ση­μα­ντι­κό, και λι­γό­τε­ρο το αν τε­λι­κά θα φτά­σεις στον προ­ο­ρι­σμό. Συ­νή­θως τον προ­ο­ρι­σμό τον λένε Ιθάκη, αλλά δεν είναι βέ­βαιο ότι κα­τα­φέρ­νουν όλοι να φτά­σουν εκεί» (σελ. 90). Θα συ­μπλή­ρω­να πως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από εμάς δεν ξέ­ρου­με καν ποιος είναι ο προ­ο­ρι­σμός και ακο­λου­θού­με μόνο την δια­δρο­μή. Βέ­βαια, όταν κά­νεις ένα τα­ξί­δι είναι χρή­σι­μο να ξέ­ρεις του­λά­χι­στον τη γε­νι­κή κα­τεύ­θυν­ση. Παρ’ όλα αυτά, το μόνο πράγ­μα που τε­λι­κά είναι αλη­θι­νό, σε σχέση με το τα­ξί­δι, είναι το βήμα που κά­νεις Τώρα, αυτή τη στιγ­μή, το οποίο εμπε­ριέ­χει και τα επό­με­να βή­μα­τα.

Επι­πρό­σθε­τα, η θε­μα­το­λο­γία του βι­βλί­ου κι­νεί­ται σε διά­φο­ρα επί­πε­δα: στον έρωτα, στην πο­λι­τι­κή, στις ανα­μνή­σεις, στην ομορ­φιά της φύσης και της ζωής, στην αμ­φι­σβή­τη­ση του κα­θη­με­ρι­νού. Στο «Ατα­ξι­κή και ελεύ­θε­ρη», η πρω­τα­γω­νί­στρια ανα­ρω­τιέ­ται: «Πόσες φορές δεν είχε ευ­χη­θεί να ’χε η μέρα σα­ρά­ντα οχτώ ώρες, να ’χε χρόνο να κοι­μη­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρο, να δια­βά­σει, να πάει καμιά βόλτα, να κάνει έρωτα το βράδυ χωρίς να τη στοι­χειώ­νει το ξυ­πνη­τή­ρι! Τόσα χρό­νια σε μια μάχη με το χρόνο. Πότε να την κυ­νη­γά αυτός, πότε αυτή». (σελ. 119)

Εν κα­τα­κλεί­δι, το βι­βλίο απο­τε­λεί­ται από μικρά λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να και ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να με πάθος, πόνο, σπα­ραγ­μό, αλλά και αι­σιο­δο­ξία, πεί­σμα και αγω­νι­στι­κό­τη­τα. Όπως σπα­ρα­κτι­κή είναι η πε­ρι­γρα­φή του πα­τέ­ρα που κλαί­ει και αγω­νι­στι­κή η επι­λο­γή του απο­χω­ρι­σμού από την ξε­νι­τιά, που κάνει η κόρη: «Όμως τώρα αυτός, ο δικός της πα­τέ­ρας, έκλαι­γε. Δεν ήξερε ότι οι πα­τε­ρά­δες κλαί­νε. Δά­κρυα αυ­λά­κω­ναν το πρό­σω­πό του, τα σκού­πι­ζε με την ανά­στρο­φη, και πάλι άλλα έτρε­χαν, και το πρό­σω­πό του έκανε κάτι συ­σπά­σεις, και δεν ήταν όμορ­φος, ούτε δυ­να­τός ήταν. Ο πα­τέ­ρας την δεν ήταν δυ­να­τός, ήταν τσα­λα­κω­μέ­νος, τσα­κι­σμέ­νος, είχε χα­λά­σει η ει­κό­να του, την είχε χα­λά­σει αυτή, επει­δή είχε δια­λέ­ξει. […] Είχε δια­λέ­ξει για τη ζωή τη δική της και για τη ζωή της μη­τέ­ρας της και για τη ζωή του πα­τέ­ρα της. Και δεν ήθελε να είχε δια­λέ­ξει αυτή…», όμως τε­λι­κά διά­λε­ξε (σελ. 87). Και δεν θα μπο­ρού­σε να είναι αλ­λιώς, γιατί, όπως κάπου διά­βα­σα, η ποί­η­ση και η λο­γο­τε­χνία πα­ρά­γε­ται από τη ζωή. Και τόσο ο Κώ­στας όσο και η Φιλιώ είναι ζυ­μω­μέ­νοι μέσα στις αντι­ξο­ό­τη­τες, τα προ­βλή­μα­τα και τον αγώνα της ζωής. Δη­λα­δή, έχουν στα­θεί, έχουν δώσει και εξα­κο­λου­θούν να δί­νουν τη μάχη της ζωής.

Είναι κρίμα που η Λίτσα δεν μπο­ρεί να δει και να αι­σθαν­θεί την αγάπη των δύο φίλων και συ­ντρό­φων της, που της την προ­σφέ­ρουν απλό­χε­ρα σε αυτό το βι­βλίο, τόσο με την αφιέ­ρω­ση του βι­βλί­ου τους σε αυτή όσο και με τα δύο πεζά κεί­με­να («Αγάπη» και «Ζυγά δια­μά­ντια»), καθώς και με ένα ποί­η­μα, που επί­σης είναι γραμ­μέ­νο γι’ αυτήν, το «Άλμα». Το άλμα του απο­χω­ρι­σμού από τον άντρα της, τα παι­διά της, τους δι­κούς της, τους συ­ντρό­φους της και τους φί­λους της, όμως με την προ­τρο­πή, «Πο­ρευ­τεί­τε ήρεμα, δε φο­βά­μαι τί­πο­τα», θυ­μί­ζο­ντάς μας, έντο­να, την επι­γρα­φή του Νίκου Κα­ζαν­τζά­κη, που ο ίδιος είχε πει να του χα­ρά­ξουν στον τάφο του: «Δεν ελ­πί­ζω τί­πο­τα, Δε φο­βού­μαι τί­πο­τα, Είμαι λέ­φτε­ρος». Και όταν ένα βα­σα­νι­στι­κό, «γιατί;», τα­λα­νί­ζει για τον άδικο αυτό απο­χω­ρι­σμό, ο Κώ­στας δί­νο­ντας τη δική του απά­ντη­ση, στο δικό του «γιατί δεν πρό­κει­ται να ξα­να­δώ», εξη­γεί ότι «Τα ‘’για­τί­’’ δεν είναι πάντα απα­ντή­σι­μα σ’ αυτή τη ζωή. Με­ρι­κά δεν έχουν κα­νέ­να πραγ­μα­τι­κό νόημα. Ένα από αυτά τα ‘’για­τί­’’ χωρίς κα­νέ­να νόημα, χωρίς κα­νέ­να πε­ριε­χό­με­νο, χωρίς καμία αξία, είναι το ‘’για­τί σε μέ­να­’’. Αυτό το ‘’για­τί­’’ υπο­νο­εί ότι δεν θα ήταν κα­θό­λου άσχη­μα, αντί να τύχει σε μένα, να έχει τύχει σε κά­ποιον άλλο. Σ’ αυτό το ‘’για­τί­’’ είναι κα­λύ­τε­ρα να αμυν­θού­με…» (σελ. 102). Ίσως, ακόμη, επει­δή, πολ­λές φορές, η μόνη απά­ντη­ση που μπο­ρεί να δώσει κά­ποιος στα «γιατί» είναι, όπως μου είπε ορ­θά-κο­φτά ένας φίλος μου ψυ­χο­λό­γος, ο Κώ­στας, «γιατί έτσι». Γιατί, πι­θα­νόν να μην μπο­ρεί να δοθεί άμεσα απά­ντη­ση. Από την άλλη μεριά, επει­δή η Λίτσα ζει και θα ζει για πάντα μέσα μου, θέλω να αι­σθά­νο­μαι πως ει­σπράτ­τει, έστω και με αυτό τον με­τα­φυ­σι­κό τρόπο, μέσα από εμένα, αυτή την αγάπη, επει­δή «Ορι­σμέ­να δια­μά­ντια δεν πε­θαί­νουν ποτέ. Δεν με­τα­τρέ­πο­νται σε διο­ξεί­διο του άν­θρα­κα. Με­ταμ­φιέ­ζο­νται απλώς έτσι, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι γε­μά­τα οξυ­γό­νο, αλ­μυ­ρό θα­λασ­σι­νό νερό που εξα­τμί­στη­κε, φως από έναν ήλιο που θέ­λεις πάντα να βρί­σκεις στη ζωή σου» (σελ. 69). Και όπως μου είπαν να συ­μπλη­ρώ­σω, ένας άν­θρω­πος πε­θαί­νει μόνο όταν στα­μα­τάς να τον σκέ­φτε­σαι.

Ετικέτες