Σε ολόκληρη την τελευταία περίοδο του τέλους του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου, αναδείχθηκαν στο προσκήνιο οι τρεις σημαντικές περιπτώσεις ήττας και χρεοκοπίας των πολιτικών και στρατηγικών που είχαν κυριαρχήσει στο ελληνικό και ευρωπαϊκό αριστερό κίνημα:
Της σοσιαλδημοκρατίας, του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής (ευρωκομμουνιστικής) εκδοχής της Αριστεράς.
Σοσιαλδημοκρατία, ευρωκομμουνισμός, και υπαρκτός σοσιαλισμός
Α) Η σοσιαλδημοκρατία συσπείρωσε την μεγάλη πλειονότητα των εργατικών τάξεων στην Δυτική Ευρώπη και στην Ελλάδα με το ΠΑΣΟΚ, οι οποίες προσέβλεπαν σε μια ορισμένη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης, ενώ ταυτόχρονα τις απωθούσε το δικτατορικό και αυταρχικό καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» της Ανατολικής Ευρώπης. Και πραγματικά τα σοσιαλιστικά κόμματα επεδίωξαν και επέτυχαν με την κυβερνητική τους διαχείριση μιαν ορισμένη αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος της μισθωτής εργασίας, και την στήριξη του κράτους πρόνοιας και ορισμένα μέτρα εκδημοκρατισμού των αντίστοιχων κοινωνιών. Αυτό βέβαια πάντοτε εντός των πλαισίων της κυριαρχίας των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, που σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούνταν από τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.
Εντούτοις με το ξέσπασμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης της δεκαετίας του 1970, με την αρχόμενη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, καθώς και με την ανάδειξη της καπιταλιστικής κρίσης το 2008, οι μεταρρυθμιστικές επιδιώξεις των σοσιαλδημοκρατών άρχισαν να περιθωριοποιούνται μέχρι τελικής εξαφανίσεως, στο βαθμό που το ζήτημα που ετίθετο πλέον είχε να κάνει με την ίδια την αποκατάσταση της κερδοφορίας και αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η σταδιακή αυτή μετατόπιση των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τις θέσεις του νεοφιλελευθερισμού, και στην ελληνική περίπτωση από το 1996, τα οδήγησε τελικά να λειτουργήσουν ως εμπροσθοφυλακή της επιβολής των πολιτικών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, πράγμα που επέφερε και την ίδια τους τη συρρίκνωση.
Στη σημερινή συγκυρία η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των μηχανισμών υλοποίησης των μνημονιακών πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες κλπ. Οι εξελίξεις αυτές σηματοδότησαν μια μορφή ήττας για τις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, που ξεκίνησαν να αποσύρουν την πολιτική τους υποστήριξη προς τον μεταρρυθμισμό, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανάλογα με την κάθε επιμέρους χώρα. Αποδείχθηκε έτσι περίτρανα ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι εφικτές μέσα σε μια παρατεταμένη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, και γι’ αυτό και εγκαταλείφθηκαν άτακτα από τους ευρωπαίους σοσιαλιστές.
Β) Από την άλλη πλευρά η εκκωφαντική κατάρρευση του υποδείγματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού», χωρίς καμία διαμεσολάβηση εργατικών και λαϊκών αντιδράσεων, και η ταχεία επικράτηση νεοφιλελεύθερων συντηρητικών πολιτικών στις ανατολικές χώρες, έπληξε καθοριστικά το ευρωπαϊκό παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα, οδηγώντας το είτε στην εξαφάνιση και περιθωριοποίηση, είτε σε ισχυρή μείωση της κοινωνικής του εμβέλειας. Τα γεγονότα του 1989 σ’ ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη σηματοδότησαν εξίσου μια οδυνηρή ήττα για τους κομμουνιστές ολόκληρης της Ευρώπης, που έχασαν τις δυνατότητες παρέμβασης και επηρεασμού των εξελίξεων προς όφελος των λαϊκών τάξεων.
Η πλήρης συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» είχε οδηγηθεί τελικά σε μια μορφή δικτατορικού κρατικού καπιταλισμού (με ενδεικτικότερο παράδειγμα την σύγχρονη Κίνα), στη λειτουργία εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων, στην κυριαρχία μιας διευθυντικής κρατικής, κομματικής και τεχνοκρατικής γραφειοκρατίας, στην ώθηση της εργαζόμενης κοινωνίας στην εκτελεστική εργασία και στην στέρηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, οδήγησε σημαντικά τμήματα των εργαζομένων να πάρουν τις αποστάσεις τους από τον «κομμουνισμό», όπως έμπρακτα αποτυπώνονταν στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.
Το επαναστατικό ρήγμα που είχε αναδειχθεί στις αρχές του 20ου αιώνα έτεινε να αποκατασταθεί προς το τέλος αυτού του αιώνα. Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν έπληξε μόνον τις δυνάμεις της Αριστεράς στη Δυτική Ευρώπη, αλλά συνέτεινε στην αντίστοιχη περιθωριοποίησή τους στην Ανατολική Ευρώπη. Κι’ ακόμη περισσότερο η ιδέα της Αριστεράς ως δύναμης κοινωνικής απελευθέρωσης και χειραφέτησης υπέστη ισχυρό πλήγμα, στο βαθμό που κοινωνικά καθεστώτα που βασίζονταν στην ταξική εκμετάλλευση και στον αντιδημοκρατικό αυταρχισμό, χρησιμοποιούσαν την επίκληση του «σοσιαλισμού» προκειμένου να νομιμοποιήσουν την υπόστασή τους.
Γ) Τέλος τρίτη περίπτωση ιστορικής χρεοκοπίας του αριστερού κινήματος, με την τελευταία πράξη της να διαδραματίζεται στην ελληνική πραγματικότητα, στάθηκε η εξέλιξη της «ανανεωτικής – ευρωκομμουνιστικής» Αριστεράς, που ξεκίνησε από τον «ιστορικό συμβιβασμό» του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1970 του ιταλικού κομμουνισμού, για να καταλήξει στην μνημονιακή μετάλλαξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΣΑ την τελευταία περίοδο. Η αντίληψη αυτή ξεκινούσε από την αφετηρία της διαπίστωσης της απουσίας «δημοκρατίας» στο ανατολικό κοινωνικό πρότυπο, θεωρώντας προφανώς ότι στην οικονομική υποδομή λειτουργούσε κάποιου είδους «πρωτογενής» σοσιαλισμός, χωρίς κριτική αποτίμηση του χαρακτήρα των αντίστοιχων σχέσεων παραγωγής.
Η στροφή προς τον δημοκρατισμό του αστικού κοινοβουλευτισμού, στην ταξική συνεργασία μεταξύ των δύο κύριων ανταγωνιστικών δυνάμεων (εργασίας και κεφαλαίου) και των αντίστοιχων κομμάτων, η πολιτική της «αντιμονοπωλιακής» συμμαχίας και η υπόκλιση απέναντι στα θεμελιακά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επέφεραν μια ήττα για το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα. Το ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα εξουδετερώθηκε ολοσχερώς και περιήλθε στην περιθωριοποίηση, με την σταδιακή μετάλλαξη του ιστορικού ιταλικού ΚΚ στο σημερινό κεντροαριστερό και νεοφιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα. Αντίστοιχα το γαλλικό ΚΚ από την ηγεμονική θέση που κατείχε στην γαλλική Αριστερά και στην εργατική τάξη αποψιλώθηκε σταδιακά βλέποντας τις δυνάμεις του να υπό-δεκαπλασιάζονται.
Τα πεπραγμένα της πολιτικής διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στον τελευταίο ενάμιση χρόνο έρχονται να κλείσουν πλέον την αυλαία της χρεοκοπίας της Αριστεράς της «ανανέωσης» και του ευρωκομμουνισμού, αντιπροσωπεύοντας την τελευταία πράξη αυτού του δράματος. Η υπόκλιση του ΣΥΡΙΖΑ στις απαιτήσεις της πολιτικής της αστικής τάξης της χώρας που απαιτούσε συνέχιση της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής και ακόμη παραπέρα εντατικοποίησή της, και η συνακόλουθη συμμόρφωσή τους προς τις δημοσιονομικές και νομισματικές ρυθμίσεις της ευρωζώνης, έθεσαν τέρμα στις προσδοκίες για την αντιστροφή της πορείας των πραγμάτων και εκμηδένισαν τον λαϊκό ριζοσπαστισμό που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εκλογικά εκπροσωπήσει.
Δ) Επιπρόσθετα δεν μπορεί να μην δεν γίνει στοιχειώδης αναφορά σε εγχειρήματα του αριστερού κινήματος, που επιχείρησαν μέσα σε δυσχερείς και αντίξοες συνθήκες να υπερβούν αυτά τα τρία ιστορικά φαινόμενα ήττας του κινήματος του 20ου αιώνα. Ωστόσο, παρόλες τις επεξεργασίες τους, την συνέπειά τους, τον αντικαπιταλιστικό τους προσανατολισμό, δεν κατόρθωσαν να γειωθούν στο εργατικό λαϊκό κίνημα έτσι ώστε να αναδείξουν μια ευρύτερη εναλλακτική προοπτική χειραφέτησης (περιπτώσεις Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος, ριζοσπαστικών ρευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, Νέου Αριστερού Ρεύματος). Ενδεχομένως οι συνέπειες των τριών μορφών ήττας της ιστορικής Αριστεράς να ήταν τόσο καταλυτικές, και η υποχώρηση του εργατικού κινήματος να ήταν τόσο σημαντική, με αποτέλεσμα να παραμείνουν σε έναν περιορισμένο κύκλο επιρροής. Σε κάθε περίπτωση αντιπροσωπεύουν πολιτικές ριζοσπαστικές υποκειμενικότητες που μπορούν να διαδραματίσουν έναν γόνιμο ανασυνθετικό ρόλο στην σημερινή περίοδο που διανύουμε.
Σ’ αυτή την περίπτωση οι αιτίες που καθήλωσαν αυτά τα εγχειρήματα «επανίδρυσης» της Αριστεράς στάθηκαν ο πολιτικός «διακηρυκτισμός» χωρίς υλικές κοινωνικές αντιστοιχήσεις, η «περιχαράκωση» σε έναν περιορισμένο πολιτικό χώρο που ορίζονταν με όρους «επαναστατικής καθαρότητας», ο μαξιμαλισμός των διατυπούμενων αιτημάτων όπου σε κάθε περίπτωση έθεταν το συνολικό πλαίσιο αντικαπιταλιστικής ανατροπής στη χώρα, η μεθοδολογική πολιτική ανακολουθία εφόσον προτάσσονταν πάντοτε στρατηγικοί στόχοι στο επίπεδο συγκεκριμένων τακτικών παρεμβάσεων στη συγκυρία. Άρα, μπορεί αυτοί οι σχηματισμοί να μην χρεώνονται με τις ήττες του παραδοσιακού αριστερού κινήματος, εντούτοις όμως σηματοδοτούν μια ανεπάρκεια εφόσον επί μακρά σειρά ετών δεν κατόρθωσαν να εξέλθουν από το «προπύργιό» τους και να διαχυθούν στα πεδία της κοινωνικής διαπάλης.
Μια βαριά κληρονομιά και η ιστορική της υπέρβαση
Βέβαια το γεγονός ότι όλες αυτές οι τρεις ιστορικές εμπειρίες οδηγήθηκαν στην ήττα και την χρεοκοπία, συμπαρασύροντας τα αντίστοιχα εργατικά κινήματα, δεν σημαίνει ότι μπορεί κανείς να μηδενίσει συλλήβδην το σύνολο των χαρακτηριστικών που ανέδειξαν: Μπορεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κάθε μιας περίπτωσης να επέφερε τελικά την παραφθορά, εντούτοις δευτερογενή τους χαρακτηριστικά διατηρούν την επικαιρότητα και γονιμότητά τους. Μ’ αυτή την έννοια ο κοινωνικός μεταρρυθμισμός αποτελεί μια διάσταση της σύγχρονης αριστερής πολιτικής, εφόσον όμως εντάσσεται στο πεδίο της αμφισβήτησης των κυρίαρχων αστικών σχέσεων παραγωγής. Η επαναστατική κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, με όρους δημοκρατίας και κινήματος, είναι ένα αναγκαίο χαρακτηριστικό, στο μέτρο όμως που τοποθετείται στην τροχιά εγκαθίδρυσης μιας λαϊκής εργατικής κυριαρχίας. Ο δημοκρατισμός είναι απαραίτητος στην φυσιογνωμία της σημερινής Αριστεράς, στο βαθμό όμως που δεν εξαντλείται στην αστική κοινοβουλευτική του εκδοχή, αλλά έχει γενικευμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Έτσι, από μια πρώτη άποψη, η διερεύνηση των όρων της χρεοκοπίας των τριών παραδοσιακών αριστερών πολιτικών, μπορεί να μας εφοδιάσει δευτερογενώς με αξιοσημείωτα και αποτελεσματικά στοιχεία ανασύνθεσης της σύγχρονης Αριστεράς.
Κατά συνέπεια η υπέρβαση των όρων χρεοκοπίας των παραδοσιακών αριστερών στρατηγικών, μπορεί αρχικά να συνοδεύεται από την αξιοποίηση επιμέρους πλευρών τους, που να μπορούν να αποκτήσουν μιαν ορισμένη λαϊκή συσπειρωτική δυναμική : Η προαγωγή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που σήμερα ταυτίζεται με την ακύρωση των μνημονιακών ρυθμίσεων (π.χ. αποκατάσταση μισθών συλλογικών συμβάσεων, γενικευμένο επίδομα ανεργίας στους μακροχρόνια ανέργους κ.ά.), εκ των πραγμάτων ωθείται σε μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, εφόσον το κοινωνικό κόστος τέτοιου είδους αλλαγών δεν μπορεί να καλυφθεί παρά με την απαλλοτρίωση σημαντικού μέρους της επιχειρηματικής κερδοφορίας. - Η υιοθέτηση όρων και πρακτικών επαναστατικής κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας θέτει την ανάγκη συνδυασμού της επιδίωξης κατάκτησης της σχετικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με διαδικασίες διαμόρφωσης εργατικών και λαϊκών αντί – εξουσιών, με τον άμεσο ενεργό ρόλο του λαϊκού κινηματικού παράγοντα. - Ο δημοκρατισμός, απαγκιστρωμένος από την αστική κοινοβουλευτική του εκδοχή, δεν μπορεί παρά να διαπερνά το σύνολο των κοινωνικών μετασχηματισμών, σε όλα τα επίπεδα, καταργώντας άλλωστε κάθε μορφή εξουσίας που οχυρώνεται πίσω από τους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Αυτά τα τρία ιστορικά χαρακτηριστικά είναι αναγκαία για τους σημερινούς αριστερούς επαναπροσδιορισμούς, εντούτοις βέβαια δεν είναι επαρκείς όροι για την σύγχρονη έκφραση της λαϊκής χειραφέτησης.
Πέρα άρα από αυτούς τους ιστορικούς όρους (αντικαπιταλιστικός μεταρρυθμισμός, επαναστατική μεθοδολογία, δημοκρατική λειτουργία), είναι αναγκαία η συμπλήρωση με χαρακτηριστικά που οδηγούν στη διεύρυνση και αποτελεσματικότητα στη σημερινή ιστορική περίοδο. Εντούτοις οι τρεις αυτές διαδοχικές χρεοκοπίες, οδήγησαν ευρύτατα στρώματα της μισθωτής εργασίας και της νεολαίας μακράν των αριστερών πολιτικών σχηματισμών και των ταξικών συνδικαλιστικών σχηματοποιήσεων. Η κατάρρευση του ανατολικού κοινωνικού προτύπου στο μεταίχμιο του 1990, επέφερε την άμεση συρρίκνωση της επιρροής του ΚΚΕ, πράγμα που και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με την συνέργεια προφανώς και άλλων παραγόντων (πολιτικός απομονωτισμός, παραπομπή της λαϊκής εξουσίας στο «υπερπέραν» κλπ.). Ιδιαίτερα μάλιστα στην εργατική τάξη αυτή η συρρίκνωση στάθηκε ιδιαίτερα εμφανής για τις τότε δυνάμεις της ΕΣΑΚ. Η χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ και η μετάπτωσή του στον μνημονιακό νεοφιλελευθερισμό μετά το 2010, είχε σαν αποτέλεσμα να το εγκαταλείψει η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνικής λαϊκής του βάσης, με έντονο αυτό το φαινόμενο και στην συνδικαλιστική του επιρροή, και έτσι εργατικές δυνάμεις που αντιτάχθηκαν στη μνημονιακή πολιτική στράφηκαν εκλογικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο – Ιούνιο 2012. Αυτή η μεταστροφή ωστόσο δεν είχε παρά χαρακτηριστικά εκλογικής εκπροσώπησης και όχι οργανικών κοινωνικών σχέσεων με την μισθωτή εργασία.
Τέλος η πρόσφατη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, η εγκατάλειψη και του πλέον μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατικού του προγράμματος, η απεμπολή του στόχου κατάργησης των μνημονίων, η προσθήκη ενός ακόμη τρίτου μνημονίου, η υπηρέτηση των όρων της καπιταλιστικής ανάπτυξης της οικονομίας και των δημοσιονομικών απαιτήσεων των ευρωπαϊκών υπερεθνικών θεσμών, όλη αυτή η χρεοκοπία απομακρύνει πλέον για τρίτη ιστορικά φορά τον εργαζόμενο λαϊκό κόσμο από την εκδοχή της ανανεωτικής – εκσυγχρονιστικής Αριστεράς. Είναι έτσι τεράστιο πολιτικό ζήτημα το γεγονός ότι μέσα στην τελευταία 25ετία, για τρεις φορές τα λαϊκά αιτήματα των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, των κοινωνικών αλλαγών, της εισοδηματικής αναδιανομής, της απασχόλησης της εργατικής τάξης, του βαθιού κοινωνικού εκδημοκρατισμού κλπ. προσέκρουσαν τελικά πάνω στα τείχη των τριών ιστορικών αριστερών εκδοχών. Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς πλέον σήμερα για την συνδικαλιστική αδρανοποίηση των εργαζομένων, για την αποδοχή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, για τον περιορισμό της εμβέλειας των σχηματισμών που θέλουν να επιμένουν «αριστερά», δηλαδή αντιμνημονιακά, ριζοσπαστικά και αντικαπιταλιστικά. Και βέβαια αυτό δεν μπορεί να γίνεται με όρους που ανασύρονται από παλιά αριστερά οπλοστάσια, που αποτελούν μάλιστα στοιχεία των προηγούμενων χρεοκοπιών, και που περιβάλλονται από μια εκδοχή «συνέπειας», έναντι της «ασυνέπειας» των τριών προηγούμενων εγχειρημάτων.
Ορόσημα μιας πορείας σύγχρονης λαϊκής χειραφέτησης
Χρειάζεται έτσι να στοχαστούμε και να αναστοχαστούμε σε βάθος την ανάδειξη των σύγχρονων όρων ενός κινήματος γενικευμένης λαϊκής χειραφέτησης, που να ξεπερνά ανεπιστρεπτί τα τρία ιστορικά υποδείγματα της ήττας, αξιοποιώντας προφανώς δευτερογενείς τους πλευρές:
α) Να μιλήσουμε με τους όρους της δικής μας στρατηγικής, δηλαδή του σοσιαλισμού ως επείγουσας αναγκαιότητας στην σημερινή εξαθλίωση των μνημονίων και της κρίσης, να πολιτευτούμε με άξονα τους σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς, να μην παραπέμψουμε για μια καινούρια φορά την καθολική κοινωνική απελευθέρωση στις ελληνικές καλένδες.
β) Να ορίσουμε με καθαρότητα αυτή μας την επιδίωξη που δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την κοινωνικοποίηση της παραγωγής και ανταλλαγής, χωρίς την κατάργηση του ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας (αντίθεσης διανοητικής / εκτελεστικής εργασίας), χωρίς την κατάκτηση της πανεπιστημιακής γνώσης για το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς το ξεπέρασμα του συντηρητισμού της αστικής οικογενειακής κοινωνικής δομής κλπ.
γ) Να συνδέσουμε την διεκδίκηση ικανοποίησης των άμεσων κοινωνικών αναγκών (μισθολογικές, θεσμικές, ασφαλιστικές, παιδείας, περίθαλψης κ.ά.) με τους απαιτούμενους αντικαπιταλιστικούς μετασχηματισμούς της ελληνικής οικονομίας (ριζική αναδιανομή εισοδήματος, γενικευμένος εργατικός έλεγχος, κοινωνικοποιημένη λειτουργία των κλειστών επιχειρήσεων), μακράν οποιασδήποτε λογικής στήριξης της εθνικής καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης.
δ) Να δούμε εξαιρετικά σοβαρά τον δρόμο της μετάβασης, δηλαδή τον συνδυασμό των ανατρεπτικών κινηματικών διαδικασιών και της δημιουργίας αντί – εξουσιών, με τις δημοκρατικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, έτσι ώστε η πλάστιγγα να μην γέρνει ούτε προς την αστική κοινοβουλευτική ενσωμάτωση, αλλά ούτε και προς τον τυφλό και αδιέξοδο κινηματισμό.
ε) Να συμβάλουμε στην δρομολόγηση ενός κριτικού ρεύματος στην τέχνη και στον πολιτισμό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή, και μάλιστα σε μια περίοδο «απόσυρσης» των λαϊκών τάξεων από την καλλιτεχνική δημιουργία, όπου την θέση του κριτικού κινηματογράφου και θεάτρου έχει καταλάβει η τηλεόραση της χειραγώγησης, και όπου τα κριτικά λογοτεχνικά έργα μετά βίας συμπληρώνουν μία πρώτη έκδοση.
στ) Να προσανατολίσουμε την παρέμβασή μας στα πεδία της ταξικής διαπάλης και των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, ξεφεύγοντας από τον «μονόλογο» των γενικών πολιτικών αναφορών, δημιουργώντας ένα πολύμορφο λαϊκό εργατικό κίνημα μέσα από τα σημερινά του συντρίμμια, και αναβαπτίζοντας τις δομές των πολιτικών μας λειτουργιών με μια νέα κοινωνική δυναμική.
ζ) Να διαμορφώσουμε τον δικό μας λαϊκό ταξικό συνασπισμό δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, της ανεργίας, των συνταξιούχων, της νεολαίας, της μικροαστικής αυτοαπασχόλησης, που έχει από μακράν το αναγκαίο εύρος για να προάγει τις αντιμνημονιακές επιδιώξεις, και δεν χρειάζεται την συμμαχία ούτε με την μικροαστική τεχνοκρατία των διαταξικών επιμελητηρίων, του κρατικού μηχανισμού και των επιχειρήσεων, ούτε πολύ περισσότερο τη συμπαράταξη με δυνάμεις της μικρής και μεσαίας εργοδοσίας.
η) Να προωθήσουμε τον ευρωπαϊκό και ευρύτερο εργατικό διεθνισμό, στην κατεύθυνση μιας πάλης που επιδιώκοντας να ανατρέψει την αστική ταξική κυριαρχία στην κάθε επιμέρους χώρα, έρχεται εκ των πραγμάτων σε αντιπαλότητα με τις ευρωπαϊκές οικονομικές και νομισματικές ρυθμίσεις, συνδέοντας οργανικά την αντιπαράθεση με τους θεσμούς της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης με την άμεση επικαιρότητα του σοσιαλισμού.
θ) Να τροφοδοτήσουμε τον πιο έντονο και πολύμορφο κριτικό διάλογο, με αφετηρία τις αρχές και τη μεθοδολογία του μαρξισμού, με όλα τα σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα, επιδιώκοντας να κατακτήσουμε την ηγεμονία με δημοκρατικούς όρους, να αποκαταστήσουμε τη σκέψη και τη διανόηση του εργατικού και αριστερού κόσμου που έχουν δεχθεί καθοριστικά πλήγματα, αποφεύγοντας τον αποστασιοποιημένο ακαδημαϊσμό, αλλά και τον εύκολο εργατισμό.
ι) Να αμφισβητήσουμε τον σημερινό καπιταλισμό της εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας και των μνημονιακών του υπαγορεύσεων, να αναδειχθούμε στον τρίτο κοινωνικό και πολιτικό πόλο στο κεντρικό πανελλαδικό σκηνικό, έναντι τόσο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού του «ευρωπαϊκού» αστικού μνημονιακού τόξου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι), όσο και του κεντροαριστερού νεοφιλελευθερισμού του μικροαστικού ΣΥΡΙΖΑ, των καπιταλιστικών του δεσμεύσεων και των ευρωπαϊκών του γονυκλισιών.