Το βιβλίο του Γιάννη Τόλιου με τον πλήρη τίτλο «Η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα - αφετηρία εξόδου από την κρίση» ανήκει στην κατηγορία των πολιτικά «μάχιμων» βιβλίων, που έρχονται με τη φιλοδοξία να δώσουν απαντήσεις στα άμεσα πολιτικά και προγραμματικά προτάγματα της Αριστεράς και επομένως εντάσσονται αυτοδικαίως στο ζωντανό διάλογο, αντιπαραθέσεις, κριτικές στους κόλπους της.

Επειδή ακριβώς το ζήτημα που πραγματεύεται όχι μόνο έχει μια τέτοια άμεση σχέση με τα πολιτικά καθήκοντα της Αριστεράς, αλλά έχει ξεσηκώσει «θύελλα» αντιπαραθέσεων στους κόλπους της, επειδή από χώρους και ρεύματα της Αριστεράς η έξοδος από το ευρώ θεωρείται όχι απλώς ένα εκ των κεφαλαίων αλλά η αφετηρία ή και «λυδία λίθος» του προγράμματός της, δεν θα σπαταλήσουμε άλλο χώρο σε εισαγωγές - θα μπούμε κατευθείαν στο θέμα.    

«Η ένταξη στο ευρώ ήταν μέγα λάθος»: για ποιους και γιατί;

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου και στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Η ένταξη στο ευρώ ήταν μέγα λάθος, ωστόσο μεγαλύτερο θα ήταν η παραμονή στο ευρώ»

υπάρχουν δύο σημαντικές απουσίες: Πρώτο, για ποιους ήταν μέγα λάθος η ένταξη στο ευρώ και για ποιους θα είναι ακόμη μεγαλύτερο η παραμονή σε αυτό; Δεύτερο, τα μνημόνια και όλες οι καταστροφές που συνδέονται με αυτά, σχετίζονται και απορρέουν από τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη;

Το πρώτο από τα δύο ερωτήματα δεν τίθεται καν! Το γεγονός αυτό είναι θεμελιώδες για όλη την υπόλοιπη ανάλυση: Σε άλλη ανάλυση και προσέγγιση για το ζήτημα οδηγείται κανείς ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι «η ένταξη στο ευρώ ήταν επωφελής για την αστική τάξη, τα συμφέροντά της και το σύστημα εξουσίας της αλλά επιβλαβής για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, η δε παραμονή σε αυτό ενώ εξακολουθεί να είναι επωφελής για την αστική τάξη, τα συμφέροντά της και το σύστημα εξουσίας της, είναι ακόμη πιο επιβλαβής για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων» και σε άλλη η διαπίστωση ότι το ευρώ ήταν λάθος επιλογή για τη «χώρα», για την «οικονομία» κ.λπ. γιατί ενίσχυσε τις τάσεις «αποβιομηχάνισης και αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης προς τους τομείς των υπηρεσιών, της κατανάλωσης (!) και των τραπεζών», οι οποίοι «αποδείχτηκαν αδύναμοι να αντεπεξέλθουν στους κλυδωνισμούς της οικονομικής κρίσης» ή γιατί «στην πορεία η πολλά υποσχόμενη οικονομική σύγκλιση μετατράπηκε γρήγορα σε απόκλιση».1  

Η κριτική αυτή είναι όχι μόνο αταξική (και αυτό έχει συνέπειες σε όλη την «αρχιτεκτονική» της πολιτικής προσέγγισης του ζητήματος), αλλά και άστοχη από καθαρά οικονομική άποψη:

α) Η «κατανάλωση» δεν είναι διακριτός τομέας της οικονομίας (αφορά τόσο τις υπηρεσίες όσο και τα προϊόντα σχεδόν όλων των τομέων οικονομικής δραστηριότητας), αλλά οικονομικό μέγεθος που περιλαμβάνει και την κατανάλωση των εργαζόμενων τάξεων. Με αυτή την έννοια και υπό τον όρο ότι δεν μιλάμε για επέκταση του «τομέα» της κατανάλωσης προς την κατεύθυνση της κατανάλωσης των αστικών στρωμάτων, δεν υπάρχει πολιτική της Αριστεράς που να μη συντείνει στην «επέκταση της κατανάλωσης» μέσω της επέκτασης της κατανάλωσης των εργαζόμενων τάξεων.

β) Η «αποβιομηχάνιση», δηλαδή η αύξηση του ειδικού βάρους του τραπεζικού τομέα και του τομέα των υπηρεσιών είναι γενική τάση στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, ξεκινώντας από τις ίδιες τις ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με τη «χρηματιστικοποίηση» αλλά και με το διεθνή καταμερισμό εργασίας και όχι ειδικά με το ευρώ. Το γεγονός ότι ο ελληνικός καπιταλισμός μετέχει τόσο στη χρηματιστικοποίηση όσο και στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας του οποίου χαρακτηριστικό είναι η επέκταση στις υπηρεσίες, σημαίνει απλά ότι είναι τμήμα του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου και διαπερνάται και καθορίζεται από τις γενικότερες τάσεις - έστω και ως ένας εκ των αδύναμων κρίκων αυτής της «αλυσίδας».   

γ) Το γεγονός ότι οι τράπεζες αποδείχτηκαν τομέας που δεν μπόρεσε να «αντεπεξέλθει στους κλυδωνισμούς της οικονομικής κρίσης» είναι καταρχήν μια διαπίστωση άνευ νοήματος, αφού ακριβώς αυτός ο τομέας βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της κρίσης λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, κι όχι μόνο στην Ελλάδα, όχι μόνο στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά διεθνώς, με πρώτες και καλύτερες τις ΗΠΑ, πριν από οπουδήποτε αλλού! Ακόμη σημαντικότερο όμως είναι να διευκρινίσουμε ότι είναι αδιανόητο να θεωρείται η επέκταση του τραπεζικού τομέα κάποιου είδους οικονομική «καθυστέρηση», που μάλιστα προκαλεί το ευρώ. Στην Ελλάδα το σύνολο του ενεργητικού των τραπεζών σε αναλογία με το ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τη Γερμανία, όπου μόνο το ενεργητικό της Deutsche Bank είναι πολλαπλάσιο του γερμανικού ΑΕΠ!

δ) Στην Ελλάδα υπάρχει ένας ιδιαίτερος παράγοντας που επιτείνει τις τάσεις διόγκωσης του τομέα των υπηρεσιών: ο τουρισμός. Υποθέτουμε ότι ο συγγραφέας του βιβλίου δεν εννοεί πως η επέκταση του τουρισμού, δηλαδή η αύξηση των εσόδων από προσφορά τουριστικών υπηρεσιών, είναι κάποιου είδους δείγμα «αποβιομηχάνισης» ή «υπανάπτυξης» που πρέπει να εξαλειφθεί.

Το σημαντικότερο όμως είναι -και αφορά όλα τα προηγούμενα- πως τα ποσοστά συμβολής των διάφορων οικονομικών τομέων στο ελληνικό ΑΕΠ, δηλαδή το πού κατευθύνονται οι επενδύσεις, κρίνεται από το πού οι καπιταλιστές εκτιμούν ότι υπάρχουν καλύτερες δυνατότητες κερδοφορίας. Στον καπιταλισμό, είτε εντός είτε εκτός Ευρωζώνης και Ε.Ε., το κέρδος και η αγορά είναι οι μηχανισμοί που κατανέμουν τους πόρους και τις επενδύσεις. Το γεγονός αυτό δεν θα αλλάξει με την έξοδο από το ευρώ, αλλά μόνο με την ακύρωση και καταστροφή αυτών των μηχανισμών.    

Ο υπαινιγμός του βιβλίου ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη εξασφαλίζει κάποιου είδους «παραγωγική εξυγίανση» του καπιταλισμού συντηρεί απλώς την αυταπάτη ότι χωρίς αντικαπιταλιστική πάλη, χωρίς την αμφισβήτηση του βασικού μηχανισμού κατανομής πόρων που είναι ο συνδυασμός αγοράς και κέρδους, μπορούμε να πείσουμε ή να υποχρεώσουμε τους καπιταλιστές να επενδύσουν πιο παραγωγικά.

Το ευρώ είναι βάση ερμηνείας για τη χρεοκοπία και τα μνημόνια;

Το πρώτο αυτό σημείο μας πάει σε ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό: το ξέσπασμα της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού στα τέλη του 2009 - αρχές 2010, η χρεοκοπία και τα μνημόνια είναι προϊόν της συμμετοχής στην Ευρωζώνη ή προϊόν της καπιταλιστικής κρίσης;

Υπενθυμίζουμε τα στοιχειώδη δεδομένα: Ότι η καπιταλιστική κρίση είναι διεθνής, είναι δομική, είναι κρίση υπερσυσσώρευσης, δεν ξεκίνησε καν από την Ευρωζώνη - Ε.Ε. αλλά από τις ΗΠΑ, η δε αιχμή της ήταν η κρίση του τραπεζικού συστήματος που αλλού μετατράπηκε σε κρίση κρατικού χρέους και αλλού επιδείνωσε την κρίση κρατικού χρέους.  

Όσον αφορά την Ελλάδα, η κρίση των τραπεζών προηγήθηκε της κρίσης κρατικού χρέους και την επιδείνωσε. Το πρώτο «πακέτο στήριξης» των τραπεζών, ύψους 28 δισ. ευρώ (23 δισ. ευρώ εγγυήσεις και 5 δισ. ευρώ «ζεστό» χρήμα) ήρθε επί πρωθυπουργίας Καραμανλή και υπουργίας Γιώργου Αλογοσκούφη, ενώ το πρώτο μνημόνιο ήρθε στις αρχές Μαΐου του 2010. Η Προκαταρκτική Έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους τεκμηριώνει επαρκέστατα ότι η «δραματοποίηση» και διόγκωση της υπαρκτής κρίσης κρατικού χρέους ήταν σχέδιο των δανειστών και της ελληνικής άρχουσας τάξης πως ο «μεγάλος ασθενής» είναι το ελληνικό Δημόσιο και πως η λύση είναι το μνημόνιο με στόχο να «μαζευτούν» τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος, ενώ είναι πλέον επαρκώς αποδεδειγμένο ότι όλα έγιναν για να σωθούν οι ελληνικές τράπεζες ώστε να μην καταρρεύσουν οι γερμανικές, γαλλικές και ιταλικές τράπεζες που είχαν μεγάλα ανοίγματα στις ελληνικές.2

Δεν επρόκειτο όμως μόνο για την πρώιμη (πριν το μνημόνιο) εκδήλωση της κρίσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ήδη από το 2008, αλλά για την εκδήλωση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού γενικά: Το 2009 (κι όχι το Μάιο του 2010) η ύφεση είχε χτυπήσει την πόρτα της ελληνικής οικονομίας, φτάνοντας το 1,8%, ενώ το καθοδηγητικό νήμα της κρίσης, η κατάρρευση του κατασκευαστικού τομέα, άρχισε από το 2008 (πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στον τομέα της κατασκευής κατοικιών κατά 6%), σε συνδυασμό με μια πτώση του τομέα Εξοπλισμοί Μεταφορών (κατά 15%) και μια γενική πτώση του Δείκτη Ακαθάριστος Σχηματισμός Κεφαλαίου κατά 6%.
Η κρίση, λοιπόν, όχι μόνο η τραπεζική αλλά και συνολικά η οικονομική, κρίση υπερσυσσώρευσης όπως σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, άρχισε από το 2008 και εκδηλώθηκε ανοιχτά το 2009. Η κρίση προηγήθηκε των μνημονίων και δεν οφείλεται στη συμμετοχή στο ευρώ.

Το ευρώ «ευθύνεται» για την κρίση μόνο με δύο τρόπους:

α) Επειδή η συμμετοχή στο ευρώ αχρήστευσε τον κλασικό μηχανισμό «έγκαιρης προειδοποίησης» και «αυτόματης προσαρμογής» μέσω των πιέσεων στο ισοζύγιο πληρωμών που οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων και έτσι σε «αποθέρμανση», δηλαδή σε προσαρμογή των ρυθμών ανάπτυξης στα δεδομένα του ισοζυγίου πληρωμών. Αυτή η κατηγορία προς το ευρώ όμως ισοδυναμεί με το εξής: ότι κατηγορούμε το ευρώ όπως δεν επέτρεψε την έγκαιρη εκδήλωση της κρίσης ώστε να έρθει πιο «ομαλά», δηλαδή κατηγορούμε το ευρώ ότι παρέτεινε την περίοδο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης διογκώνοντας έτσι τα χαρακτηριστικά της κρίσης υπερσυσσώρευσης.

Όμως αυτή η κατηγορία σε ποιο πολιτικό συμπέρασμα οδηγεί; Ότι το ευρώ μέχρι και την εκδήλωση της κρίσης ήταν μηχανισμός επιτάχυνσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης και άρα διόγκωσης των προβλημάτων υπερσυσσώρευσης. Όπως θα δούμε παρακάτω όμως, αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κρίση θα είχε κατ’ ανάγκην λιγότερο οξεία μορφή. Για τον απλούστατο λόγο ότι η αύξηση του κρατικού χρέους, είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη όχι μόνο από το ευρώ, αλλά και από τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

β) Επειδή δημιούργησε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων (παρά το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), που επέτρεψε στο ελληνικό Δημόσιο να δανείζεται φτηνά και να επιδεικνύει «άγνοια κινδύνου» διατηρώντας το δημόσιο χρέος σε επικίνδυνα υψηλά επίπεδα. Αυτή η ευθύνη του ευρώ σε ποιο πολιτικό συμπέρασμα οδηγεί; Ότι χωρίς το ευρώ το ελληνικό Δημόσιο θα δανειζόταν ακριβά, άρα θα δανειζόταν λιγότερο, άρα το δημόσιο χρέος θα είχε παραμείνει σε χαμηλότερα επίπεδα, άρα όταν ξέσπασε η κρίση το 2008 η Ελλάδα θα απέφευγε την κρίση χρέους; Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν λαθεμένο για πολλούς λόγους:

Πρώτο, διότι ο χαμηλότερος δανεισμός του ελληνικού Δημοσίου θα συνδυαζόταν με επίσης χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, άρα με μικρότερο ΑΕΠ. Όμως, μικρότερο ΑΕΠ σημαίνει υψηλότερο ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Δεύτερο, το ελληνικό Δημόσιο θα δανειζόταν μεν λιγότερα αλλά θα δανειζόταν ακριβότερα, με υψηλότερα επιτόκια, ενώ ταυτόχρονα θα επιβαρυνόταν από επιπλέον κόστη στη χρηματοδότηση του χρέους λόγω υποτίμησης του νομίσματος. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν πιο δαπανηρή η αναχρηματοδότηση του υπάρχοντος χρέους, που όπως θα δούμε παρακάτω κινούνταν ήδη για πολλά χρόνια πριν την ένταξη στην Ευρωζώνη σε επίπεδα κοντά στο 100% του ΑΕΠ. Η Προκαταρκτική Έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους στη σελίδα 18 αποδεικνύει ότι για την περίοδο 1980-1993, πριν εκκινήσει η υλοποίηση της «σύγκλισης» και στη συνέχεια η είσοδος στην ΟΝΕ, ο συνδυασμός του υψηλού επιτοκίου με τις υποτιμήσεις της δραχμής ευθύνεται κατά 40,6% για την αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές έλλειμμα ευθύνεται μόνο κατά 22,4%.3

Τρίτο, χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης θα σήμαιναν ότι η ελληνική αστική τάξη θα υπερασπιζόταν το επίπεδο των κερδών της με σκληρότερη λιτότητα και ταυτόχρονα διατηρώντας την κερδοσκοπία στις δημόσιες δαπάνες και στα δημόσια έσοδα σε υψηλά επίπεδα, επομένως συντηρώντας και υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους. 

Όλα τα προηγούμενα γίνονται πολύ πιο καθαρά και σαφή αν δούμε την εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους:

Στην περίοδο της προετοιμασίας για την είσοδο στην Ευρωζώνη («περίοδος σύγκλισης»: 1994-1999) και παρά τους θετικούς και σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, το δημόσιο χρέος έδειξε μεγάλη ανθεκτικότητα σε επίπεδα περί το 99% του ΑΕΠ (99% το 1995, 98,9% το 1999). Η Ελλάδα ήταν λοιπόν στα όρια της κρίσης κρατικού χρέους ήδη πριν μπει στο ευρώ. Και επίσης, ήδη πριν την είσοδο στην Ευρωζώνη, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν συνδυάζονταν με μείωση του χρέους.

Από το 2000 έως και το 2003, το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 104,9% σε 101,5%. Στη συνέχεια, κάνει δύο μεγάλα άλματα: το 2005 στο 107,4% και το 2009 στο 126,7%. Στην πρώτη περίπτωση, η βασική αιτία ήταν οι δαπάνες για τα φαραωνικά έργα της Ολυμπιάδας του 2004. Στη δεύτερη, η τεράστια αύξηση των δαπανών και του ελλείμματος του 2009, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή αύξησε τις δαπάνες κατά 15,9% (!!!) τόσο για να διαχειριστεί μια εκλογική χρονιά όσο και σαν προσπάθεια να εφαρμόσει αντικυκλική πολιτική απέναντι στην κρίση του ελληνικού καπιταλισμού που είχε ήδη ενσκήψει. Ο συνδυασμός της τεράστιας αύξησης των δαπανών με την ύφεση έφεραν την εκτίναξη του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης ήταν ήδη 7,7% του ΑΕΠ το 2008 και εκτινάχτηκε σε 12,7% του ΑΕΠ το 2009.  

Όλα αυτά αποδεικνύουν επαρκώς ότι η κρίση κρατικού χρέους δεν οφείλεται στο ευρώ, αλλά δεν αρκούν για να βγάλουμε οριστικό πολιτικό συμπέρασμα αν δεν εξετάσουμε έναν παράγοντα που είναι καθοριστικός για το σχηματισμό και την αύξηση του δημόσιου χρέους: την καπιταλιστική κερδοσκοπία πάνω στα δημόσια έσοδα και τις δημόσιες δαπάνες!

Το έλλειμμα και το χρέος έχουν ταξικό χαρακτήρα, ακριβώς όπως και ο κρατικός προϋπολογισμός. Η άρχουσα τάξη -κι όχι το ευρώ- μέσω του προϋπολογισμού οργανώνει την καπιταλιστική κερδοσκοπία τόσο στις δημόσιες δαπάνες όσο και στα δημόσια έσοδα. Στις δημόσιες δαπάνες, μέσα από το πάρτι της υπερκοστολόγησης των κρατικών προμηθειών και των δημόσιων έργων, αλλά και το πάρτι των έμμεσων ή απευθείας ενισχύσεων στο κεφάλαιο.4  Στα δημόσια έσοδα είχαμε ένα ανάλογο και ακόμη μεγαλύτερο «πάρτι» καπιταλιστικής κερδοσκοπίας: με τις φοροελαφρύνσεις στο κεφάλαιο, αλλά και με την απροσχημάτιστη και κρατικά προστατευόμενη φοροδιαφυγή των κερδών αλλά και των υψηλών εισοδημάτων, αλλά και την εισφοροαποφυγή των εργοδοτών. Αυτή η κρατικά προστατευόμενη μέσω της διαπλοκής και ενορχηστρωμένη μέσα από τον προϋπολογισμό και τη φορολογική πολιτική καπιταλιστική κερδοσκοπία στα δημόσια έσοδα ξεπέρασε κάθε δεδομένο της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. ακριβώς στα χρόνια της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Ενώ οι συνολικές δημόσιες δαπάνες από το 1995 μέχρι και το 2009 κινούνταν παράλληλα και στο ίδιο περίπου επίπεδο με τις αντίστοιχες δαπάνες των 11 αρχικών χωρών-μελών της Ευρωζώνης,5 οι συνολικές φορολογικές εισπράξεις και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κινήθηκαν σταθερά περίπου 4-5 μονάδες κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο των «11» αρχικών μελών της Ευρωζώνης, με μια μικρή εξαίρεση των χρόνων 1998-2001, οπότε (λόγω και των αναγκών της «σύγκλισης» για την είσοδο στην ΟΝΕ) η απόσταση μειώθηκε σε 2,5 έως 3,5 ποσοστιαίες μονάδες. Και αυτό συνέβη ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν στο αναφερόμενο διάστημα σχεδόν διπλάσιοι του μέσου όρου των «11».   

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως η κρίση κρατικού χρέους όχι μόνο δεν οφείλεται στο ευρώ, όχι μόνο οι βάσεις της είχαν μπει πριν την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, όχι μόνο επιδεινώθηκε όπως παντού στον καπιταλιστικό κόσμο με το ξέσπασμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης το 2008, όχι μόνο είναι γενικά προϊόν του ταξικού χαρακτήρα του προϋπολογισμού και της κερδοσκοπίας της άρχουσας τάξης πάνω στις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια έσοδα, αλλά ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας ισχύει επιπλέον διαπίστωση: ότι στην Ελλάδα, παρά τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης που θα έπρεπε να σημαίνουν αυξημένα επίπεδα συνολικών δημόσιων εσόδων, η κερδοσκοπία στα δημόσια έσοδα πήρε ακραίες -και σε σχέση με την Ευρωζώνη- μορφές, αυξάνοντας με μεγαλύτερους ρυθμούς τα δημόσια ελλείμματα και συσσωρεύοντας με αντίστοιχα υψηλότερους ρυθμούς κρατικό χρέος. Το χρέος δεν το δημιούργησε το ευρώ,6 αλλά το ξέφρενο «πάρτι» των Ελλήνων και ξένων καπιταλιστών στις δημόσιες δαπάνες, κυρίως όμως στα δημόσια έσοδα!

Ο ελληνικός καπιταλισμός είχε πραγματική ευκαιρία στα χρόνια 2000-2008 να μειώσει δραστικά το κρατικό χρέος από τα επίπεδα του 100% περίπου του ΑΕΠ σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα αν διατηρούσε τα δημόσια έσοδα στα επίπεδα των «11» αρχικών χωρών-μελών της Ευρωζώνης, ώστε με το ξέσπασμα της κρίσης τα πράγματα να είναι πολύ πιο διαχειρίσιμα. Ο λόγος που δεν έκανε, ήταν απλός: γιατί επέλεξε να επιδοτήσει ανοιχτά τους Έλληνες καπιταλιστές και να σπρώξει το κερδοσκοπικό «πάρτι» πέρα από τα συνηθισμένα στην Ευρωζώνη όρια!  

Εκτίμηση αιτιών και συμπεράσματα

Η διάγνωση των αιτιών του πώς φτάσαμε μέχρι τα μνημόνια έχει τεράστια σημασία, όση έχει και μια ιατρική διάγνωση για τη θεραπεία που θα προταθεί.  

Το ευρώ δεν ήταν η αιτία της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Ακόμη περισσότερο, δεν ήταν το μνημόνιο η αιτία της κρίσης. Το/τα μνημόνιο/α ήταν η απάντηση που έδωσαν οι Έλληνες και ξένοι καπιταλιστές στην κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και στον κίνδυνο διάχυσης των επιπτώσεών της στην Ευρωζώνη.

Από το πρώτο μνημόνιο και ύστερα, πάλι δεν ήταν το ευρώ ως τέτοιο, αλλά η ιμπεριαλιστική διαχείριση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού με την πλήρη συναίνεση της ελληνικής αστικής τάξης, που εξηγεί ό,τι συνέβη. Ακόμη και αν η Ελλάδα δεν συμμετείχε στο ευρώ, η κρίση του 2008-2009 θα επέβαλε την ιμπεριαλιστική διαχείρισή της σε συναίνεση με την ελληνική αστική τάξη. Αν δεν ήταν η τρόικα, θα ήταν το ΔΝΤ ή η Λέσχη των Παρισίων ή και τα δύο μαζί. Αν δεν ήταν η Ευρωζώνη, θα ήταν η Ε.Ε. Και σίγουρα η φόρμουλα θα περιλάμβανε ξανά ακραία λιτότητα, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και μακροχρόνιο διεθνή οικονομικό έλεγχο. Επίσης, η ελληνική αστική τάξη θα συνέπραττε σε μια τέτοια φόρμουλα για τους λόγους που ο ίδιος ο Γ. Τόλιος αναφέρει στις σελίδες 27 και εντεύθεν του βιβλίου του στο υποκεφάλαιο «1.6. Ποιοι ωφελούνται τελικά και ποιοι θίγονται από την παραμονή στο ευρώ»: για τη διεθνή στήριξη στο σύστημα εξουσίας της και για να διατηρήσει τα οφέλη από το ότι «επιχειρεί» σε ευρώ, κυρίως όμως για ένα λόγο που στις παραπάνω σελίδες του βιβλίου δεν παρατίθεται σαν αιτία της συναίνεσής της στα μνημόνια αλλά σαν αποτέλεσμα: ότι με τα μνημόνια υλοποιούνται οι ανομολόγητοι στόχοι της, οι μεγάλες της «φαντασιώσεις»: μια ιστορικών διαστάσεων καταστροφή των εργατικών - κοινωνικών κατακτήσεων σε μισθούς, συντάξεις, εργασιακές σχέσεις και κοινωνικό κράτος, μια γιγάντια μεταφορά πόρων από την εργασία στο κεφάλαιο, εν τέλει η οικοδόμηση ενός καθεστώτος συσσώρευσης που βασίζεται στην ακραία εκμετάλλευση της εργασίας και στην απαλλοτρίωση της δημόσιας περιουσίας αλλά και των περιουσιακών στοιχείων των εργαζόμενων τάξεων. Μόνο που όλα αυτά είναι τα οφέλη για την ελληνική άρχουσα τάξη όχι από την «παραμονή στο ευρώ» ειδικά, αλλά από τα μνημόνια σαν τη φόρμουλα διαχείρισης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού που επέβαλαν η ελληνική άρχουσα τάξη και οι διεθνείς της σύμμαχοι και «προστάτες» γενικά.  

Επειδή πιστεύουμε ότι έτσι έχουν τα πράγματα, σε αυτές τις εκτιμήσεις και διαπιστώσεις αντιστοιχεί μι διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος Ευρωζώνη και Ε.Ε. από αυτήν που προτείνει το βιβλίο του σ. Γιάννη Τόλιου.

Έξοδος από την Ευρωζώνη: «Θετικές

οι προοπτικές, προσωρινές οι δυσκολίες»;

Παρότι η θέση των θεωρητικών γενικεύσεων βρίσκεται συνήθως στο τέλος των άρθρων, εν προκειμένω θα κάνουμε μια εξαίρεση για να θέσουμε ένα κρίσιμο ερώτημα: τι πρόγραμμα μετάβασης χρειαζόμαστε; Μετάβασης στη δραχμή, μετάβασης στην… έξοδο από την κρίση ή μετάβασης στο σοσιαλισμό; Το βιβλίο του σ. Γιάννη Τόλιου φιλοδοξεί να είναι ένα πρόγραμμα μετάβασης στη δραχμή, το οποίο εντάσσεται στην προοπτική «φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση». Για την ακρίβεια, όπως λέει ο τίτλος του βιβλίου «η μετάβαση το εθνικό νόμισμα, αφετηρία εξόδου από την κρίση». Φυσικά, μπορεί να θολώσει κανείς τα νερά, λέγοντας ότι χρειαζόμαστε και τα τρία: σχέδιο μετάβασης στη δραχμή που θα είναι η αφετηρία για τη φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση του καπιταλισμού, που με τη σειρά της θα είναι η αφετηρία για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια αυτή είναι μια «εικονική» απάντηση που διατηρεί και μάλιστα παροξύνει όλες τις αντιφάσεις.
Πρώτα απ’ όλα, είναι ένα θεωρητικό ζήτημα αν ο στόχος του συνολικού μας προγράμματος είναι η έξοδος από την κρίση - του καπιταλισμού, γιατί γι’ αυτή την κρίση μιλάμε. Εδώ εντοπίζεται η πρώτη αντίφαση: Η μόνη θεωρητικά νόμιμη από μαρξιστική σκοπιά έννοια της μετάβασης είναι η μετάβαση στο σοσιαλισμό, η οποία όμως είναι ευθέως ανταγωνιστική με το στόχο της εξόδου από την κρίση του καπιταλισμού: αν το σχέδιο της Αριστεράς στοχεύει στην έξοδο από την κρίση του καπιταλισμού, ύστερα από μια τέτοια έξοδο, που μάλιστα θα την έχει πετύχει η Αριστερά υλοποιώντας το πρόγραμμά της, δεν έρχεται η ώρα του σοσιαλισμού αλλά της καπιταλιστικής σταθεροποίησης.

Η προσθήκη του επιθέτου «φιλολαϊκή» δεν μετριάζει την οξύτητα της αντίφασης αλλά αντίθετα την παροξύνει: γιατί ο καπιταλισμός να εμπιστευτεί ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση του στην Αριστερά, που όχι μόνο θα είναι φιλολαϊκό (αν υποθέσουμε ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή έξοδος από την κρίση του καπιταλισμού…) αλλά θα έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδη συμφέροντα και αμετακίνητες επιλογές της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού; Εδώ «μετράει» η σημασία της ερμηνείας της κρίσης: Αν αυτή οφείλεται κυρίως στο ευρώ, τότε βγάζοντας το ευρώ από τη μέση, μπορεί ενδεχομένως να αντιμετωπιστεί. Αν όμως η κρίση είναι κρίση υπερσυσσώρευσης και οφείλεται στο αχαλίνωτο της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας, πώς η Αριστερά θα πετύχει έξοδο από την κρίση του καπιταλισμού παρά και ενάντια στα θεμελιώδη συμφέροντα της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού;      

Επειδή προφανώς δεν θα βγάλει η Αριστερά τον καπιταλισμό από την κρίση του παρά… τη θέλησή του και με μέσα που αυτός απεχθάνεται και αντιπαλεύει θανάσιμα, επειδή το ίδιο το βιβλίο επιχειρηματολογεί -έστω και ανεπαρκώς- για τα θεμελιώδη συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης που θα θιγούν από τη ρήξη με την Ευρωζώνη και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, επειδή η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και η υποτίμησή του (είτε συνειδητή είτε από την  έκθεσή του στις διεθνείς αγορές είτε με τη μορφή του σχηματισμού  «μαύρης αγοράς» σκληρού συναλλάγματος σε περίπτωση διοικητικού «κλειδώματος» της ισοτιμίας του) θα οξύνει την πάλη μεταξύ αστικής τάξης και εργατικής τάξης για τα εισοδηματικά μερίδια,7 επειδή πολύ περισσότερο δεν θα θιγούν μόνο τα συμφέροντα της εγχώριας αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού που συνδέονται με το ευρώ αλλά συνολικότερα τα συμφέροντά τους (διαγραφή χρέους, κατάργηση λιτότητας, εθνικοποίηση τραπεζών - ΔΕΚΟ κ.λπ.), αυτό που θα ξημερώσει την επόμενη μέρα δεν θα είναι μια σύντομη περίοδος πρόσκαιρων δυσκολιών που θα υπεραντισταθμιστούν με τις θετικές επιδράσεις της εισαγωγής του εθνικού νομίσματος, αλλά μια περίοδος συνολικής και σκληρής αντιπαράθεσης με το εγχώριο και διεθνές σύστημα, σε πλήρη αντίθεση με τη διαβεβαίωση που υπάρχει στον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου του δεύτερου μέρους «Θετικές οι προοπτικές της μετάβασης και προσωρινές οι δυσκολίες»! 

Με άλλα λόγια, η σύγκρουση θα πάρει καθολικό και πολιτικό χαρακτήρα, και αυτός ο καθολικός και πολιτικός χαρακτήρας θα υπερκαθορίσει και όλες τις οικονομικές πλευρές της μετάβασης – ακόμη και αν αυτή η εννοηθεί στενά σαν μετάβαση το εθνικό νόμισμα. Η ίδια η σύγκρουση με την Ευρωζώνη - Ε.Ε., θα είναι πολιτική, θα είναι σύγκρουση με τον ευρωζωνικό ιμπεριαλισμό, κι όχι μια ένταση «θεματικού» χαρακτήρα για την επαναδιευθέτηση των σχέσεων Ελλάδας - Ευρωζώνης. Όσο για την ελληνική αστική τάξη, θα το εκλάβει σαν πρόκληση κατά της εξουσίας της και θα δώσει λυσσασμένη μάχη με όλα τα μέσα για να συντρίψει το κίνημα και την Αριστερά. Με λίγα λόγια, η μάχη που θα ξεσπάσει την «επόμενη μέρα» θα είναι καθολική και θα είναι μάχη για την εξουσία. 

Επειδή το βιβλίο διαπερνιέται από μια πλήρη υποτίμηση του υπέρτερου σε σχέση με τον οικονομικό πολιτικού χαρακτήρα της αντιπαράθεσης, επειδή υποτιμά αν δεν αγνοεί το γεγονός ότι όλα αυτά συνεπάγονται το ξέσπασμα σκληρής της μάχης για την εξουσία, κυριαρχείται από οικονομισμό που, πέρα από τη «διαβεβαίωση» περί «προσωρινών» δυσκολιών, αποδίδει στο νόμισμα σχεδόν μαγικές ιδιότητες. Ο κατάλογος των προβλημάτων που θα λυθούν και των θαυμάτων που θα γίνουν με το νόμισμα είναι μακρύς:

α. Θα λυθεί το πρόβλημα της χρηματοδότησης των… πάντων από το Δημόσιο:

Με την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, η εθνικοποιημένη Τράπεζα της Ελλάδος θα χρηματοδοτεί με χαμηλό επιτόκιο το ελληνικό Δημόσιο για να καλύπτει πληθώρα αναγκών:8 χρηματοδότηση «δημόσιων επενδύσεων (δημόσια έργα, επενδύσεις ΔΕΚΟ, συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις κ.λπ.)», «κάλυψη έκτακτων κοινωνικών δαπανών με χαμηλό κόστος δανεισμού από την Κεντρική τράπεζα, καθώς και την ενίσχυση των αναγκαίων κοινωνικών υποδομών, ιδιαίτερα στον τομέα της Αυτοδιοίκησης». Και επειδή δική μας θα είναι η κεντρική τράπεζα και μπορούμε να κόψουμε όσο χρήμα θέλουμε, θα κόψουμε και χρήμα «για την κάλυψη έκτακτων αναπτυξιακών δαπανών (εξαγορά στρατηγικών επιχειρήσεων)». Έτσι, εμμέσως μαθαίνουμε ότι οι στρατηγικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, θα εξαγοραστούν με δραχμές που θα κόψει η ΤτΕ - δεν θα εθνικοποιηθούν χωρίς αποζημίωση ούτε, έστω, με συμβολική αποζημίωση για παράδειγμα με μακράς διάρκειας ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Όσο για τις ΔΕΚΟ, στη σελίδα 79 γίνεται λόγος για «επαναδημοσιοποίηση κερδοφόρων ΔΕΚΟ και επέκτασή τους σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας». Υποθέτουμε ότι αυτή η «επαναδημοσιοποίηση» θα στηριχτεί επίσης σε εξαγορά με δραχμές που θα δανειστεί το Δημόσιο από την κεντρική τράπεζα…   

β. Θα λυθεί το πρόβλημα της χρηματοδότησης των τραπεζών ώστε να εγγυηθούν τις καταθέσεις και ταυτόχρονα να προχωρήσουν σε σεισάχθεια στα λαϊκά νοικοκυριά. Στο σημείο αυτό απουσιάζει μια πάγια θέση της ΛΑΕ περί επέκτασης της σεισάχθειας και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (πράγμα που είναι θετικό), αλλά απουσιάζει ταυτόχρονα η θέση περί πλήρους ανάκτηση των δανείων προς τον επιχειρηματικό τομέα ακόμη και με απαλλοτρίωση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των επιχειρηματιών.    

γ. Θα λυθεί το πρόβλημα της επανάκτησης της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών από το Δημόσιο. Πώς; «Όσον αφορά το δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο των εμπορικών τραπεζών και πρώτα απ’ όλα των 4 ‘‘συστημικών’’, μπορεί να επιτευχθεί με υποχρεωτικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ώστε να περάσει άμεσα η πλειοψηφία τους στο Δημόσιο. Παρά τη σκανδαλώδη κεφαλαιοποίηση που έγινε τελευταία σε όφελος των ιδιωτών (κυρίως ξένων), το Δημόσιο με λίγα σχετικά κεφάλαια μπορεί να ελέγξει τις τράπεζες, με κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών τόσο με δημόσια ομόλογα όσο και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, καθώς και με μετατροπή ειδικών ομολόγων (CoCos) που κατέχει, σε μετοχές». (σελ. 47). Πόσο «λίγα σχετικά κεφάλαια» θα χρειαστούν; Και από πού θα βρεθούν; Υποθέτουμε, ξανά με δανεισμό από την κεντρική τράπεζα…  

Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν θα αρκέσει η -έστω κι έτσι- σχεδιαζόμενη ανάκτηση της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, αφού στη σελίδα 43 γίνεται λόγος για ίδρυση «όπου χρειάζεται αναπτυξιακών τραπεζών για μακροχρόνιες επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα». Με τι κεφάλαια θα ιδρυθούν αυτές οι νέες τράπεζες; Υποθέτουμε με δάνεια σε δραχμές από την κεντρική τράπεζα. Γιατί όμως χρειάζονται αυτές οι επιπλέον τράπεζες όταν θα έχουν «επαναδημοσιοποιηθεί» οι 4 συστημικές; Δεν αρκούν αυτές για να χρηματοδοτήσουν τέτοιου είδους επενδύσεις; Το ερώτημα αυτό σε συνδυασμό με τη ρητή κατάργηση του στόχου για εθνικοποίηση των τραπεζών, είναι ένας πολύ «ολισθηρός» συνδυασμός…    

δ. Θα λυθεί το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών, αφού η «εξωτερική υποτίμηση», δηλαδή η υποτίμηση της ισοτιμίας του νομίσματος, θα μειώσει τις τιμές των ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων. Ωστόσο, στη σελίδα 38 μαθαίνουμε ότι η προτιμητέα λύση όσον αφορά την ισοτιμία του νομίσματος «είναι καθορισμός της ισοτιμίας και ύψους επιτοκίων», ένας καθορισμός ωστόσο που «δεν είναι αυθαίρετος αλλά πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας». Και στη σελίδα 40 μαθαίνουμε ότι λόγω του ελαφρά πλεονασματικού πρωτογενούς ισοζυγίου του προϋπολογισμού «δεν υπάρχουν επιτακτικές ανάγκες για δανεισμό εκτός μόνο για τόκους δημοσίου χρέους». Σε αυτόν το συλλογισμό θα επανέλθουμε παρακάτω. Τώρα μας ενδιαφέρει αυτό που ακολουθεί: «Κατά συνέπεια, η ισοτιμία του νομίσματος θα μπορούσε αρχικά και για σημαντικό χρονικό διάστημα να είναι στην (…) αναλογία 1 ευρώ: 1 Νέα Δραχμή».     

Οι αντιφάσεις είναι προφανείς: Λόγω δυνατότητας υποτίμησης του νομίσματος, η «εσωτερική υποτίμηση» θα αντικατασταθεί από την «εξωτερική υποτίμηση», δηλαδή την υποτίμηση του νομίσματος, που θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Ωστόσο, η δυνατότητα υποτίμησης… δεν θα αξιοποιηθεί και άρα η εξωτερική υποτίμηση δεν θα υπάρξει, αφού «αρχικά και για σημαντικό χρονικό διάστημα» η Νέα Δραχμή θα «κλειδωθεί» με το ευρώ σε ισοτιμία 1:1!   

Όμως το πράγμα με την ισοτιμία της Νέας Δραχμής δεν τελειώνει εδώ: Περίπου 10 σελίδες παρακάτω, στη σελίδα 49 και στο υποκεφάλαιο «2.8 Μετάβαση στο εθνικό νόμισμα και προεκτάσεις στο Ισοζύγιο Πληρωμών», ο συγγραφέας ξαναγυρνάει στο σενάριο της υποτίμησης και μάλιστα απαριθμεί τη θετική και σημαντική της επίδραση! Δηλώνεται μετά βεβαιότητος ότι «η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα παρέχει την ευχέρεια μέσω αναπροσαρμογής της ισοτιμίας (υποτίμησης) να τονωθούν οι εξαγωγές, να μειωθούν οι εισαγωγές και να βελτιωθεί συνολικά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών».
Και παρ’ όλα αυτά τα σημαντικά υποσχόμενα οφέλη, η υποτίμηση, ξανά, δεν είναι η οριστική επιλογή! «Η αναπροσαρμογή της ισοτιμίας, εφόσον κριθεί αναγκαία (υπογράμμιση δική μας) θα είναι περιορισμένη για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί δεν θα υπάρχει ιδιαίτερη πίεση στο ισοζύγιο πληρωμών λόγω της ύπαρξης οριακού πλεονάσματος και δεύτερον, για την αποτροπή έντονων ανατιμητικών επιδράσεων στην εγχώρια αγορά από εισαγόμενα είδη τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για την ελληνική οικονομία και κοινωνία (τρόφιμα, καύσιμα, φάρμακα, πρώτες ύλες, μηχανήματα κ.ά.)».  

Ο φόβος της υποτίμησης και οι απαντήσεις

Ποιος είναι ο λόγος τέτοιων προφανών αντιφάσεων - που μεταξύ άλλων όχι μόνο δεν πείθουν για την ύπαρξη επεξεργασμένου σχεδίου μετάβασης στο εθνικό νόμισμα αλλά πείθουν μάλλον για την ανυπαρξία καθαρής θέσης σε βασικές επιλογές όπως η ισοτιμία του νέου νομίσματος;

Ο πρώτος λόγος είναι ότι, όταν μιλάμε για την ισοτιμία του νομίσματος, δεν υπάρχει σταθερό έδαφος, ειδικά μάλιστα αν το νέο νόμισμα εγκαθιδρυθεί σε συνθήκες μετωπικής ρήξης με το εγχώριο και διεθνές σύστημα. Το επιχείρημα ότι το ισοζύγιο πληρωμών είναι σήμερα ελαφρώς πλεονασματικό είναι άκυρο: αυτό το δεδομένο είναι προϊόν ενός συνδυασμού σκληρής λιτότητας και ύφεσης, που η Αριστερά θέλει να ανατρέψει και στα δύο του συστατικά. Άρα, κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να διαβεβαιώσει ότι δεν θα προκύψουν πιέσεις από το ισοζύγιο πληρωμών.

Ο δεύτερος λόγος είναι η αμηχανία μπροστά στο ενδεχόμενο μεγάλης υποτίμησης του νομίσματος. Στη σελίδα 39 ο συγγραφέας παραθέτει σχετικές εκτιμήσεις: «Τα περισσότερα σενάρια μετάβασης στο εθνικό νόμισμα, από ξένους αλλά και από Έλληνες μελετητές, ιδιαίτερα στο χώρο της Αριστεράς, κάνουν λόγο για υποτίμηση γύρω στο 30-40%». Στη συνέχεια, με μοναδικό επιχείρημα το σημερινό, ισοσκελισμένο ή ελαφρά πλεονασματικό ισοζύγιο σε συνδυασμό με την παύση πληρωμών στα τοκοχρεολύσια του δημόσιου χρέους, καταλήγει στην εκτίμηση ότι δεν θα υπάρχει ανάγκη δανεισμού και άρα η ισοτιμία της Νέας Δραχμής μπορεί να «κλειδωθεί» με το ευρώ στο 1:1. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι συμμερίζεται τους φόβους των αναλυτών περί υποτίμησης 30-40%. Μια τέτοια υποτίμηση μπορεί να οδηγήσει σε σκληρά σενάρια λιτότητας με δραχμή, ιδιαίτερα αν το όλο σχέδιο είναι σχέδιο εξόδου από την κρίση του καπιταλισμού, σενάρια που μπορεί να πάρουν σκληρές μορφές «πρωταρχικής συσσώρευσης» σε βάρος της εργασίας…     

Ο συγγραφέας κακώς δεν ανησυχεί και για έναν τρίτο σημαντικό κίνδυνο: την αύξηση του πληθωρισμού όχι μόνο εξαιτίας πιθανής υποτίμησης του νομίσματος, αλλά και εξαιτίας δύο ακόμη παραγόντων: α) του κατακλυσμού ποσοτήτων χρήματος που το Δημόσιο θα δανειστεί αφειδώς από την ΤτΕ και θα ρίξει στην αγορά για να καλύψει… πάσα ανάγκη χρηματοδότησης (βλέπε παραπάνω σημεία α, β και γ): αν εξαπολυθούν τέτοιοι όγκοι νέου χρήματος στην αγορά και ταυτόχρονα υπάρξει υποτίμηση του νομίσματος, ο πληθωρισμός θα «χτυπήσει κόκκινο», και β) της ανατιμητικής κερδοσκοπίας της αστικής τάξης και της δημιουργίας «μαύρης αγοράς» σκληρού συναλλάγματος.

Από την  άλλη, η λύση του «κλειδώματος» της ισοτιμίας στο 1:1 δεν είναι λύση. Διότι απλούστατα θα ακυρώσει το νέο νόμισμα σαν νόμισμα διεθνών συναλλαγών: κανένας δεν θα δεχτεί εκεί που πριν έπαιρνε 1 ευρώ για μια συναλλαγή, στο εξής να παίρνει 1 Νέα Δραχμή. Η εγχώρια παραγωγή μπορεί να καλύψει ικανοποιητικά ανάγκες για διάφορες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά πλείστες ανάγκες για μηχανολογικό εξοπλισμό δεν μπορούν να καλυφθούν παρά μόνο με εισαγωγές. Το γεγονός ότι το ισοζύγιο είναι ΤΩΡΑ ισοσκελισμένο ή ελαφρά πλεονασματικό, δεν σημαίνει ότι θα είναι και αύριο. Οι ανάγκες σε σκληρό συνάλλαγμα δεν θα μπορούν να καλύπτονται στο σύνολό τους από τις εξαγωγές. Το Δημόσιο ή οι επιχειρηματίες θα πρέπει να ανταλλάσσουν δραχμές με σκληρό συνάλλαγμα για τις διεθνείς συναλλαγές τους. Οι εξαγωγικές εταιρείες θα βρουν χιλιάδες τρόπους για να «αποθηκεύουν» το σκληρό νόμισμα στο εξωτερικό. Όσο για το εσωτερικό, οι καταναλωτές θα αναγκάζονται πολλά προϊόντα και υπηρεσίες να τα προμηθεύονται σε σκληρό νόμισμα: η «μαύρη αγορά» σκληρού συναλλάγματος θα σπάσει στην πράξη την ισοτιμία 1:1.

Σε αυτό το πρόβλημα δεν υπάρχουν «τεχνικές» ή νομισματικές, αλλά μόνο πολιτικές και ταξικές λύσεις. Τα μέτρα αντιλιτότητας πρέπει να είναι δραστικά και «εμπροσθοβαρή» (αύξηση μισθών, συντάξεων, «κοινωνικού μισθού», απόδοση του επιδόματος ανεργίας σε όλους τους ανέργους κ.λπ.), οι εργαζόμενοι πρέπει να στηριχτούν με όλα τα μέσα στη μάχη για τα εισοδηματικά μερίδια (κάλυψη του πληθωρισμού με αντίστοιχες αυξήσεις μισθών, πάταξη της «μαύρης» αγοράς αγαθών και σκληρού συναλλάγματος κ.λπ.) και ενάντια στους μηχανισμούς της αγοράς και του κέρδους, ενώ πρέπει τάχιστα να προχωρήσουν μεγάλες αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις στην παραγωγή αλλά και ο έλεγχος στη διακίνηση κεφαλαίων στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η αλλαγή νομίσματος θα οδηγήσει είτε σε βαθιές αντικαπιταλιστικές αλλαγές στο πλαίσιο ενός μεταβατικού προγράμματος για την εργατική - λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό είτε σε σκληρές μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας!

Όλα αυτά δεν είναι παρά η ρεαλιστική περιγραφή της πάλης που θα ξεσπάσει την «επόμενη μέρα». Τεχνικές λύσεις και προετοιμασίες ασφαλώς και πρέπει να υπάρξουν – στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό και χωρίς οικονομίστικες αυταπάτες ότι όλα μπορούν να προβλεφθούν, απαντηθούν, «ποσοτικοποιηθούν» και «ρυθμιστούν». Όμως η «πυξίδα» για όλες τις λύσεις είναι μία: δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να μοιραστεί παρά το προϊόν της κοινωνικής παραγωγής. Το νόμισμα δεν παράγει αξία. Η λύση δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι να «κλέψουμε» αξία που παράγεται στο εξωτερικό μέσω του ισοζυγίου αγαθών προϊόντων και υπηρεσιών.

Η αποθέωση των θετικών «ιδιοτήτων» και επιδράσεων του εθνικού νομίσματος, αλλά και διατυπώσεις όπως αυτή στη σελίδα 57 «Ωστόσο, η συγκεκριμένη μείωση (σ.σ. της αγοραστικής δύναμης μισθών, συντάξεων και λαϊκών εισοδημάτων) δεν έχει καμία σχέση με το ‘‘τσεκούρι’’ της ‘‘εσωτερικής υποτίμησης’’ και σε κάθε περίπτωση υπάρχει δυνατότητα, με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, να παρθούν υποστηρικτικά μέτρα αύξησης των κατώτατων μισθών και συντάξεων, μείωσης έμμεσων φόρων κ.ά., μέχρις ότου εκδηλωθούν οι θετικές συνέπειες της υποτίμησης στο σύνολο της οικονομίας και στους εργαζόμενους» δεν προϊδεάζουν για σχέδιο και προετοιμασία για την εφαρμογή ενός δραστικού και «εμπροσθοβαρούς» προγράμματος ανατροπής της λιτότητας και για να δώσουμε μια συνολική μάχη με το εγχώριο και διεθνές σύστημα, αλλά αντίθετα κρύβουν επικίνδυνες αυταπάτες και εμβάλλουν σε σοβαρές ανησυχίες… 

«Αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη»

Μιλώντας για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, το βιβλίο υιοθετεί τη διατύπωση «αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη» που έχει εισαγάγει στο πολιτικό λεξιλόγιο της ΛΑΕ το Κόκκινο Δίκτυο. Ωστόσο, είναι φανερό ότι δεν κατανοούμε με τον ίδιο τρόπο το νόημα αυτής της φράσης. Στο μέρος τρίτο του βιβλίου με τίτλο «Η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα: ‘‘αναγκαία’’ αλλά όχι και ‘‘ικανή’’ συνθήκη προοδευτικής εξόδου από την κρίση» γράφεται:
«Η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα αποτελεί την ‘‘αναγκαία’’ αλλά όχι και ‘‘ικανή’’ συνθήκη προοδευτικής-φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση. Η τελευταία προϋποθέτει και ορισμένα μέτρα-τομές (…) Το ζήτημα μπορεί να τεθεί και αντίστροφα: Για να γίνουν όλα τα παραπάνω, είναι απολύτως αναγκαία η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, γιατί η Ευρωζώνη θέτει, όπως είδαμε, ανυπέρβλητους φραγμούς σε μέτρα και πολιτικές που σηματοδοτούν τη φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση».       

Το ζήτημα όμως δεν είναι αν η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα είναι από μόνη της επαρκής συνθήκη -κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε κανείς λογικός άνθρωπος να το ισχυριστεί- αλλά ποιο είναι το αφετηριακό, το πρωτεύον σημείο του μεταβατικού προγράμματος. Αφετηριακό και πρωτεύον είναι αυτό που μπολιάζει και καθορίζει το περιεχόμενο όλων των άλλων, που καθορίζει το λόγο αλλά και από ποια σκοπιά θα γίνουν όλα τα άλλα.

Στη σελίδα 81 ο συγγραφέας δίνει μια συγχυσμένη αλλά καθαρή όσον αφορά το πολιτικό «διά ταύτα» απάντηση:

«Το συγκεκριμένο ζήτημα από πλευράς πολιτικής θεωρίας θα μπορούσε να εξηγηθεί στο πλαίσιο της ‘‘βασικής’’ και ‘‘κυρίαρχης’’ αντίθεσης. Στη σημερινή ελληνική κοινωνία, η ‘‘κυρίαρχη αντίθεση’’ είναι μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων. Με την επίλυσή της (ρήξη με την Ευρωζώνη, κατάργηση μνημονίων, διαγραφή χρέους κ.λπ.), ανοίγει ο δρόμος για συνολικότερη ρήξη με το ευρωσύστημα και τον καπιταλισμό. Κατά συνέπεια, η έμφαση πρέπει να δίνεται στην αποδέσμευση από την Ευρωζώνη και στην ανυπακοή στις δεσμεύσεις της Ε.Ε., ώστε να ωριμάζει στη συνείδηση του κόσμου η αναγκαιότητα παραπέρα ρήξεων και ανατροπών».

Μέσα από συγχύσεις και προφανείς αντιφάσεις, το εδάφιο καταλήγει πάντως ρητά ότι η έμφαση πρέπει να δίνεται στην αποδέσμευση από την Ευρωζώνη και τη ρήξη με την Ε.Ε. Αυτό είναι το πρωταρχικό, ο αποφασιστικός κρίκος της αλυσίδας. Βεβαίως σε αυτό το συμπέρασμα φτάνει μέσα από μια παράδοξη διαδρομή, αφού πρώτα έχει ανακηρύξει σε κυρίαρχη αντίθεση το μνημόνιο – αντιμνημόνιο: αν αυτή είναι η κυρίαρχη αντίθεση, γιατί τότε η «έμφαση» πρέπει να δοθεί στην έξοδο από την Ευρωζώνη και στη ρήξη με την Ε.Ε.; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η ρήξη με την Ευρωζώνη είναι μόνο ένα εκ των μέτρων που αναφέρονται εν παρενθέσει σαν μέτρα που θα επιλύσουν την αντίθεση μνημόνιο - αντιμνημόνιο;

Σε ό,τι μας αφορά, κατανοούμε με εντελώς διαφορετικό τρόπο το νόημα της φράσης «αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη»: αφετηριακό σημείο και πρωτεύον στοιχείο του μεταβατικού προγράμματος είναι η κατάργηση των μνημονίων και η ανατροπή της λιτότητας, η ριζική αναδιανομή υπέρ της εργασίας και κατά του κεφαλαίου, η επιβολή μνημονίου στο κεφάλαιο. Αυτή η θεμελιώδης επιλογή έχει σαν αναπόφευκτη συνέπεια τη ρήξη με την Ευρωζώνη - Ε.Ε. και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, που γι’ αυτό δεν είναι απλώς ή κατά κύριο λόγο ζήτημα ανάκτησης της νομισματικής ή εθνικής κυριαρχίας αλλά ζήτημα σύγκρουσης με το εγχώριο και διεθνές σύστημα, ζήτημα αντικαπιταλιστικής πάλης. Αυτό καθορίζει το περιεχόμενο των μέτρων-τομών: Στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους όχι για να «ανασάνει η οικονομία» και να πάρει μπρος η καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά για να σταματήσουμε την «εσωτερική υποτίμηση» και τη λεηλασία κοινωνικών πόρων από τους τοκογλύφους δανειστές και να τους αφιερώσουμε στην κάλυψη των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας και στη χρηματοδότηση του μεταβατικού προγράμματος. Εθνικοποίηση των τραπεζών, όχι για να διοχετευτεί ρευστότητα στις επιχειρήσεις (μικρομεσαίες ή μεγάλες) και να χρηματοδοτηθεί η καπιταλιστική ανάπτυξη αλλά για να διασφαλιστούν οι καταθέσεις των εργαζόμενων τάξεων, για να σταματήσει η απαλλοτρίωση της περιουσίας τους, για να διεκδικηθεί αποτελεσματικά η επιστροφή των δανείων προς τους καπιταλιστές που έχουν γίνει «δανεικά και αγύριστα», για να χρηματοδοτηθεί ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων για τις ανάγκες των εργαζόμενων τάξεων, για να είναι αποτελεσματικό ένα σχέδιο ελέγχου και κατάργησης των ελευθεριών στην κίνηση του κεφαλαίου και . Και ούτω καθεξής…  

* Αυτή η (βιβλιο)κριτική δημοσιεύτηκε στο τεύχος 5 του περιοδικού «Κόκκινο» σε ελαφρά συντομευμένη μορφή

Σημειώσεις:

1. Σελ. 24-25

2. Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, Προκαταρκτική Έκθεση, Ιούνιος 2015. Βλέπε ιδιαίτερα κεφάλαιο 1 «Το χρέος πριν από την τρόικα» και κεφάλαιο 3 «Ελληνικό δημόσιο χρέος ανά πιστωτή το 2015».

3. Το δεδομένο αυτό, μεταξύ άλλων καταρρίπτει το νεοφιλελεύθερο μύθο ότι για τη θεαματική αύξηση του χρέους ως το 1993 ευθύνεται τάχα το «σπάταλο κράτος» και ιδιαίτερα «οι κοινωνικές παροχές με δανειακά». Αντίθετα απ’ αυτόν τον ισχυρισμό, η θεαματική αύξηση του δημόσιου χρέους οφείλεται κατά κύριο λόγο στον καταστροφικό συνδυασμό υψηλών επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου και υποτιμήσεων της δραχμής.

4. Ο Γ. Τόλιος υπολογίζει στη σελίδα 75 του βιβλίου ότι στο διάστημα 2004 - 2011 με τις επιχορηγήσεις του λεγόμενου «αναπτυξιακού νόμου», για κάθε νέα θέση εργασίας απαιτήθηκε επένδυση ύψους 362.000 ευρώ, από την οποία 154.000 ευρώ ήταν δωρεάν κρατική επιχορήγηση! Πιο εύγλωττη απόδειξη κρατικά επιδοτούμενης καπιταλιστικής κερδοσκοπίας στις δημόσιες δαπάνες δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Αντί γι’ αυτό, ο Γ. Τόλιος καταλήγει στην εξής διαπίστωση: «Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον, την αποτυχία του όλου αναπτυξιακού σχεδίου, ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της ανεργίας και δεύτερον, το μεγάλο κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται το σύστημα κινήτρων, το οποίο τελικά παράγει μόνο κρατικοδίαιτους καπιταλιστές»! Έτσι, αντί να πει ότι αυτά τα χαρισμένα στους καπιταλιστές λεφτά πρέπει να χρησιμοποιηθούν διαφορετικά, είτε για να επιδοτηθούν άμεσα οι άνεργοι (αύξηση και χρονική επέκταση του επιδόματος ανεργίας) είτε για να χρηματοδοτηθούν προγράμματα δημοσίων επενδύσεων σε έργα κοινωνικής υποδομής, στην επόμενη σελίδα (σελ. 76) βάζει το ερώτημα της εξεύρεσης των αναγκαίων πόρων και απαντάει «μπορούν να βρεθούν με τη δημοσιονομική επέκταση (χαμηλότοκος δανεισμός του Δημοσίου από την Τράπεζα της Ελλάδος)» - το πρόβλημα θα το λύσει η επιστροφή στη δραχμή.     

5. Περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από το μέσο όροι των «11» στα χρόνια 1995 έως 2000, περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες κάτω από το μέσο όρο των «11» μεταξύ 2000 και 2005 και λιγότερο από 1 εκατοστιαία μονάδα πάνω από το μέσο όρο των «11» ύστερα από το 2005. Μπορεί κανείς να πει ότι μεσοσταθμικά, στο σύνολο της περιόδου από το 1995 και ύστερα, κινήθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα με το μέσο όρο των συνολικών δημόσιων δαπανών των «11» ως ποσοστό του ΑΕΠ. Βλέπε σχετικά, τα διαγράμματα στη σελίδα 19 της Προκαταρκτικής Έκθεσης της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, Ιούνιος 2015. 

6. Πριν το ξέσπασμα της κρίσης το 2008-2009, το ευρώ λειτούργησε μάλλον σταθεροποιητικά για το χρέος, με την έννοια ότι διευκόλυνε πολλαπλώς τη διαχείρισή του: φτηνή αναχρηματοδότηση από το ελληνικό Δημόσιο, δυνατότητα τραπεζών να απορροφούν χρέος κερδοσκοπώντας ασφαλώς οι ίδιες αλλά και σε σχετικά χαμηλά επιτόκια για το ελληνικό Δημόσιο κ.λπ.  

7. Όπως το επεξήγησε πειστικά ο Ηλίας Ιωακείμογλου στο «Οι προϋποθέσεις μιας ‘‘κόκκινης’’ υποτίμησης», τ.3 του περιοδικού «Κόκκινο»:

«Η υποτίμηση του νομίσματος δεν συνοδεύεται από κάποια εγγύηση ότι θα οδηγήσει σε βελτίωση του εισοδηματικού μεριδίου της μισθωτής εργασίας: η αναδιανομή του προϊόντος που συνοδεύει κάθε νομισματική υποτίμηση είναι επίδικο αντικείμενο του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, είναι το αποτέλεσμα μιας μάχης για τα εισοδηματικά μερίδια. Για να επιτευχθεί δε ένας ευνοϊκός συσχετισμός δυνάμεων υπέρ της εργασίας, η υποτίμηση πρέπει να συνοδεύεται από ένα μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών αλλαγών στην οικονομία και την κοινωνία».

8. Σελ. 33-34