Ζητήματα Στρατιωτικής Θεωρίας. Επιμέλεια: Θοδωρής Μαράκης.

 “'Όπως ακρι­βώς με­ρι­κά φυτά καρ­πο­φο­ρούν μόνο αν δεν ψη­λώ­σουν πάρα πολύ, έτσι και στις πρα­κτι­κές τέ­χνες, τα φύλλα και τα άνθη της θε­ω­ρί­ας πρέ­πει να κλα­δευ­τούν και το φυτό να μεί­νει κοντά στο δικό του έδα­φος- την εμπει­ρία.”

                                                                                                     Κλά­ου­ζε­βιτς: Για τον πό­λε­μο

                                                                                (Η θε­ω­ρία της Στρα­τη­γι­κής)[1]

1. Η Μέ­θο­δος του Προ­σα­να­το­λι­σμού μας

            Ανα­ντίρ­ρη­τα, πα­ρα­τη­ρεί­ται στον Κόκ­κι­νο Στρα­τό μια εγρή­γορ­ση της στρα­τιω­τι­κής σκέ­ψης και μια αύ­ξη­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος για τη θε­ω­ρία.

            Πάνω από τρία χρό­νια πο­λε­μού­σα­με και κτί­ζα­με μέσα στη φωτιά κι έπει­τα απο­στρα­τευ­τή­κα­με και μοι­ρά­σα­με τα στρα­τεύ­μα­τα στους στρα­τώ­νες. Αυτή η δια­δι­κα­σία πα­ρα­μέ­νει και σή­με­ρα ακόμα ανο­λο­κλή­ρω­τη, αλλά ο στρα­τός έχει ήδη φθά­σει σε υψηλό βαθμό ορ­γα­νω­τι­κής τε­λειό­τη­τας και μιας ορι­σμέ­νης στα­θε­ρό­τη­τας. Μέσα στις τά­ξεις του ανα­πτύσ­σε­ται και με­γα­λώ­νει η ανά­γκη να κοι­τα­χθεί ο δρό­μος, που ήδη δια­νύ­θη­κε, να αξιο­λο­γη­θούν τα απο­τε­λέ­σμα­τα και να συ­ντα­χθούν τα πλέον απα­ραί­τη­τα θε­ω­ρη­τι­κά και πρα­κτι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα, για να εί­μα­στε κα­λύ­τε­ρα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι για το αύριο.

            Και τι θα φέρει το αύριο; Νέα ξε­σπά­σμα­τα του εμ­φύ­λιου πο­λέ­μου που θα τρο­φο­δο­τού­νται απ' έξω; 'Η μια ανοι­κτή επί­θε­ση ενα­ντί­ον μας από τα αστι­κά κράτη; Και ποια; Πώς θα έπρε­πε να προ­ε­τοι­μα­στού­με, για να αντι­στα­θού­με; 'Ολα αυτά τα ζη­τή­μα­τα απαι­τούν έναν προ­σα­να­το­λι­σμό στα σχέ­δια της διε­θνούς πο­λι­τι­κής, της εσω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής και της στρα­τιω­τι­κής πο­λι­τι­κής. Η κα­τά­στα­ση διαρ­κώς αλ­λά­ζει και προ­σα­να­το­λι­σμός όχι στις αρχές, αλλά στην πρα­κτι­κή. Μέχρι στιγ­μής τα βγά­λα­με πέρα με επι­τυ­χία με τα στρα­τιω­τι­κά κα­θή­κο­ντα που μας επέ­βα­λε η διε­θνής και εσω­τε­ρι­κή κα­τά­στα­ση της Σο­βιε­τι­κής Ρω­σί­ας. Ο προ­σα­να­το­λι­σμός μας απο­δεί­χθη­κε πιο σω­στός, πιο διο­ρα­τι­κός και πιο εμ­βρι­θής, από εκεί­νον των πιο ισχυ­ρών ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυ­νά­με­ων, που προ­σπά­θη­σαν η μία μετά την άλλη, να μας γο­να­τί­σουν, αλλά έκα­ψαν τα δά­κτυ­λά τους σ΄ αυτή την προ­σπά­θεια. Η ανω­τε­ρό­τη­τά μας βρί­σκε­ται στο ότι κα­τέ­χου­με την πιο ανα­ντι­κα­τά­στα­τη επί επι­στη­μο­νι­κή μέ­θο­δο προ­σα­να­το­λι­σμού – τον Μαρ­ξι­σμό. Είναι ένα ισχυ­ρό και ταυ­τό­χρο­να πολύ λεπτό ερ­γα­λείο -δεν είναι εύ­κο­λο να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί, θα πρέ­πει κα­νείς να μάθει πώς να το χρη­σι­μο­ποιεί. Το πα­ρελ­θόν του Κόμ­μα­τός μας, μας έχει μάθει μέσα από μα­κριά και σκλη­ρή εμπει­ρία, πώς να εφαρ­μό­ζου­με τις με­θό­δους του Μαρ­ξι­σμού στους πιο σύν­θε­τους συν­δυα­σμούς γε­γο­νό­των και δυ­νά­με­ων στη διάρ­κεια αυτής της ιστο­ρι­κής επο­χής των σκλη­ρών συ­γκρού­σε­ων. Χρη­σι­μο­ποιού­με επί­σης το όρ­γα­νο του Μαρ­ξι­σμού, για να κα­θο­ρί­σου­με τη βάση της δη­μιουρ­γι­κής δου­λειάς στη στρα­τιω­τι­κή σφαί­ρα.

            Με τους εχθρούς μας είναι τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά. Ενώ στη σφαί­ρα της τε­χνι­κής της πα­ρα­γω­γής, η προηγ­μέ­νη μπουρ­ζουα­ζία έχει εξα­φα­νί­σει τη στα­σι­μό­τη­τα, τη ρου­τί­να και τη δει­σι­δαι­μο­νία και προ­σπά­θη­σε να κτί­σει κάθε επι­χεί­ρη­ση στα ακρι­βή θε­μέ­λια της επι­στη­μο­νι­κής με­θό­δου, στη σφαί­ρα του κοι­νω­νι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού η μπουρ­ζουα­ζία απο­δεί­χθη­κε ανί­κα­νη να αρθεί στο ύψος της επι­στη­μο­νι­κής με­θό­δου εξαι­τί­ας της τα­ξι­κής της θέσης.

            Οι τα­ξι­κοί εχθροί μας είναι εμπει­ρι­στές, που ση­μαί­νει, ότι λει­τουρ­γούν από τη μια πε­ρί­πτω­ση στην επό­με­νη, κα­θο­δη­γού­με­νοι, όχι από την ανά­λυ­ση της ιστο­ρι­κής πε­ριό­δου, αλλά από την πρα­κτι­κή εμπει­ρία, τη ρου­τί­να, της πε­τα­χτές μα­τιές και τη διαί­σθη­ση.

            Σί­γου­ρα, η βρε­τα­νι­κή ιμπε­ρια­λι­στι­κή κάστα έχει δώσει, βα­σι­ζό­με­νη στον εμπει­ρι­σμό, ένα πα­ρά­δειγ­μα ενός άπλη­στου σφε­τε­ρι­σμού που στο­χεύ­ει μα­κριά, μιας θριαμ­βευ­τι­κής διο­ρα­τι­κό­τη­τας και τα­ξι­κής στα­θε­ρό­τη­τας. Δεν έχει λε­χθεί μά­ταια για τους βρε­τα­νούς ιμπε­ρια­λι­στές, ότι “σκέ­φτο­νται με όρους αιώ­νων και ηπεί­ρων”. Αυτή η συ­νή­θεια να ζυ­γί­ζει κα­νείς και να υπο­λο­γί­ζει πρα­κτι­κά τους πιο ση­μα­ντι­κούς πα­ρά­γο­ντες έχει απο­κτη­θεί από τη βρε­τα­νι­κή κυ­ρί­αρ­χη κάστα εξ αι­τί­ας της ανω­τε­ρό­τη­τας της θέσης της, της πλε­ο­νε­κτι­κής νη­σιω­τι­κής θέσης της, και κάτω από τις συν­θή­κες μιας συ­γκρι­τι­κά αργής και σχε­δια­σμέ­νης συσ­σώ­ρευ­σης κα­πι­τα­λι­στι­κής δύ­να­μης.

            Οι κοι­νο­βου­λευ­τι­κές μέ­θο­δοι των προ­σω­πι­κών συν­δυα­σμών, η δω­ρο­δο­κία, η ρη­το­ρι­κή και η απάτη και οι αποι­κια­κές μέ­θο­δοι της αι­μο­στα­γούς κα­τα­στο­λής, η υπο­κρι­σία και κάθε μορφή πο­τα­πό­τη­τας έχουν ει­σχω­ρή­σει εξί­σου στο πλού­σιο οπλο­στά­σιο της κυ­ρί­αρ­χης κλί­κας της με­γα­λύ­τε­ρης αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Η εμπει­ρία της πάλης της βρε­τα­νι­κής αντί­δρα­σης ενά­ντια στη Με­γά­λη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση εκλέ­πτυ­νε τις με­θό­δους του βρε­τα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, τον έκανε πιο εύ­καμ­πτο, τον όπλι­σε με μια ποι­κι­λία τρό­πων και συ­να­κό­λου­θα τον θω­ρά­κι­σε με πε­ρισ­σό­τε­ρη ασφά­λεια απέ­να­ντι στις ιστο­ρι­κές εκ­πλή­ξεις.

            Παρ' όλα αυτά η ικανή τα­ξι­κή επι­δε­ξιό­τη­τα της πα­ντο­κρά­τει­ρας βρε­τα­νι­κής μπουρ­ζουα­ζί­ας απο­δει­κνύ­ε­ται ανε­παρ­κής -και όσο περνά ο και­ρός όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο- στη σύγ­χρο­νη εποχή των ηφαι­στειω­δών εκρη­κτι­κών ανα­στα­τώ­σε­ων στο αστι­κό κα­θε­στώς. Ενώ πο­ρεύ­ο­νται με ζιγκ-ζαγκ και αλ­λα­ξο­δρο­μούν με με­γά­λη μα­ε­στρία, οι Βρε­τα­νοί εμπει­ρι­στές της επο­χής της πα­ρακ­μής -της οποί­ας τε­λι­κή έκ­φρα­ση είναι ο Λόιδ Τζόρτζ- θα σπά­σουν ανα­πό­φευ­κτα το σβέρ­κο τους.

            Ο γερ­μα­νι­κός ιμπε­ρια­λι­σμός ανέ­τει­λε σαν αντί­πο­δας του βρε­τα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού. Η πυ­ρε­τώ­δης ανά­πτυ­ξη του γερ­μα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού έδωσε την ευ­και­ρία στις κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις της Γερ­μα­νί­ας να συσ­σω­ρεύ­σουν πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρες υλι­κές και τε­χνι­κές αξίες παρά συ­νή­θειες διε­θνούς και στρα­τιω­τι­κο-πο­λι­τι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού.

            Ο γερ­μα­νι­κός ιμπε­ρια­λι­σμός εμ­φα­νί­σθη­κε στην πα­γκό­σμια αρένα σαν νε­ό­πλου­τος, προ­χώ­ρη­σε πολύ μα­κριά, έκανε λάθη και θρυμ­μα­τί­στη­κε. Κι όμως, πριν από λίγο καιρό, στο Μπρεστ-Λι­τόφσκ, οι εκ­πρό­σω­ποι του γερ­μα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού μας κοί­τα­ζαν σαν ορα­μα­τι­στές, που τυ­χαία και προ­σω­ρι­νά βρέ­θη­καν στην κο­ρυ­φή.

            Το Κόμμα μας έμαθε βήμα προς βήμα την τέχνη του ολό­πλευ­ρου προ­σα­να­το­λι­σμού, από τους πρώ­τους πα­ρά­νο­μους κύ­κλους μέχρι και όλη την επα­κό­λου­θη ανά­πτυ­ξή του, με τις ατέ­λειω­τες θε­ω­ρη­τι­κές συ­ζη­τή­σεις, τις πρα­κτι­κές προ­σπά­θειες και απο­τυ­χί­ες, τα προ­χω­ρή­μα­τα και τα πι­σω­γυ­ρί­σμα­τα, τις δια­φω­νί­ες σε ζη­τή­μα­τα τα­κτι­κής και τις στρο­φές. Οι σο­φί­τες των Ρώσων εμι­γκρέ­δων στο Λον­δί­νο, στο Πα­ρί­σι και στη Γε­νεύη απο­δεί­χθη­καν σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση πα­ρα­τη­ρη­τή­ρια τε­ρά­στιας ιστο­ρι­κής ση­μα­σί­ας. Η επα­να­στα­τι­κή ανυ­πο­μο­νη­σία πει­θαρ­χή­θη­κε από την επι­στη­μο­νι­κή ανά­λυ­ση της ιστο­ρι­κής δια­δι­κα­σί­ας. Η θέ­λη­ση για δράση συν­δυά­στη­κε με αυ­το­έ­λεγ­χο. Το Κόμμα μας έμαθε να εφαρ­μό­ζει τη Μαρ­ξι­στι­κή μέ­θο­δο, δρώ­ντας και σκε­πτό­με­νο. Κι αυτή η μέ­θο­δος φά­νη­κε πο­λύ­τι­μη για το Κόμμα μας σή­με­ρα.

            Ενώ για τους πιο διο­ρα­τι­κούς εμπει­ρι­στές του βρε­τα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού μπο­ρεί να λε­χθεί ότι έχουν μια αρ­μα­θιά από αξιό­λο­γα κλει­διά, καλά για πολ­λές τυ­πι­κές ιστο­ρι­κές κα­τα­στά­σεις, εμείς κρα­τά­με στα χέρια μας ένα πα­γκό­σμιο κλει­δί, που μας διευ­κο­λύ­νει να προ­σα­να­το­λι­στού­με σωστά σε όλες τις κα­τα­στά­σεις. Κι ενώ ολό­κλη­ρο το από­θε­μα των κλει­διών, που κλη­ρο­νο­μή­θη­καν από τον Λόιντ Τζόρτζ, τον Τσώρ­τσιλ και τους άλ­λους, προ­φα­νώς δεν μπο­ρεί να βρει δρόμο δια­φυ­γής από την επα­να­στα­τι­κή πε­ρί­ο­δο, το Μαρ­ξι­στι­κό μας κλει­δί προ­ο­ρί­ζε­ται πάνω απ΄όλα να υπη­ρε­τή­σει αυτόν το σκοπό. Δεν φο­βό­μα­στε να πούμε δυ­να­τά, ότι το με­γα­λύ­τε­ρο πλε­ο­νέ­κτη­μά μας απέ­να­ντι στους αντι­πά­λους μας, είναι, ότι είναι πέρα από τις δυ­νά­μεις τους να απο­κτή­σει το κλει­δί του Μαρ­ξι­σμού ή να φτιά­ξουν το αντι­κλεί­δι.

            Προ­εί­δα­με ότι ο ιμπε­ρια­λι­στι­κός πό­λε­μος ήταν ανα­πό­φευ­κτος και ο πρό­λο­γος μιας επο­χής προ­λε­τα­ρια­κών επα­να­στά­σε­ων. Από αυτή τη θέση πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με την πο­ρεία του πο­λέ­μου, τις με­θό­δους που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν σ΄ αυτόν, τις αλ­λα­γές στις ομα­δο­ποι­ή­σεις των τα­ξι­κών δυ­νά­με­ων, και με βάση αυτές τις πα­ρα­τη­ρή­σεις δια­μορ­φώ­θη­κε, πολύ πιο άμεσα το “δόγμα” -για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με ένα πιο ευ­γε­νι­κό στυλ- του σο­βιε­τι­κού συ­στή­μα­τος και του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Από την επι­στη­μο­νι­κή πρό­βλε­ψη της πα­ρα­πέ­ρα πο­ρεί­ας της εξέ­λι­ξης, κερ­δί­σα­με μια ακα­τα­μά­χη­τη εμπι­στο­σύ­νη, ότι η ιστο­ρία δου­λεύ­ει για μας. Αυτή η αι­σιό­δο­ξη εμπι­στο­σύ­νη υπήρ­ξε και πα­ρα­μέ­νει το θε­μέ­λιο όλης της δρα­στη­ριό­τη­τάς μας.

            Ο Μαρ­ξι­σμός δεν πα­ρέ­χει έτοι­μες συ­ντα­γές. Πάνω απ' όλα δεν θα μπο­ρού­σε να τις προ­μη­θεύ­σει στη σφαί­ρα της στρα­τιω­τι­κής οι­κο­δό­μη­σης. Αλλά κι εδώ μας έδωσε μια μέ­θο­δο. Γιατί, εάν αλη­θεύ­ει ότι ο πό­λε­μος είναι η συ­νέ­χι­ση της πο­λι­τι­κής με άλλα, όμως, μέσα, τότε συ­νά­γε­ται ότι ένας στρα­τός είναι η συ­νέ­χι­ση και η απο­κο­ρύ­φω­ση ολό­κλη­ρης της κοι­νω­νι­κής και κρα­τι­κής ορ­γά­νω­σης, αλλά με προ­τε­τα­μέ­νη τη λόγχη.

            Προ­σεγ­γί­ζου­με τα στρα­τιω­τι­κά ζη­τή­μα­τα όχι με αφε­τη­ρία κά­ποιο “στρα­τιω­τι­κό δόγμα”, που θα ήταν ένα άθροι­σμα δογ­μα­τι­κών αξιω­μά­των, αλλά με μια Μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση των ανα­γκών για αυ­το­ά­μυ­να της ερ­γα­τι­κής τάξης, η οποία, έχο­ντας κα­τα­λά­βει την εξου­σία, έπρε­πε να οπλι­στεί, να πο­λε­μή­σει για να κρα­τή­σει την εξου­σία, να οδη­γή­σει τους χω­ρι­κούς ενά­ντια στους τσι­φλι­κά­δες, να εμπο­δί­σει τη δη­μο­κρα­τία των κου­λά­κων, να οπλί­σει τους χω­ρι­κούς ενά­ντια στο ερ­γα­τι­κό κρά­τος, να δη­μιουρ­γή­σει ένα αξιό­πι­στο σώμα διοι­κη­τι­κών κλπ.

            Κτί­ζο­ντας τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό, χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με τα απο­σπά­σμα­τα των Κόκ­κι­νων Φρου­ρών και τους πα­λιούς κα­νο­νι­σμούς, και ατα­μά­νους χω­ρι­κούς, και πρώην τσα­ρι­κούς στρα­τη­γούς και φυ­σι­κά αυτό μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί σαν απου­σία ενός “ενο­ποι­η­τι­κού δόγ­μα­τος” στη σφαί­ρα του σχη­μα­τι­σμού του στρα­τού και του διοι­κη­τι­κού προ­σω­πι­κού του.

            Αλλά μια τέ­τοια εκτί­μη­ση θα ήταν κραυ­γα­λέα κοι­νό­το­πη. Σί­γου­ρα δεν χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με καμιά δογ­μα­τι­κή “αρχή” σαν ση­μείο αφε­τη­ρί­ας. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δη­μιουρ­γή­σα­με το στρα­τό από το ιστο­ρι­κό υλικό που βρέ­θη­κε έτοι­μο στα χέρια μας, ενο­ποιώ­ντας όλη αυτή τη δου­λειά από τη σκο­πιά ενός ερ­γα­τι­κού κρά­τους, που αγω­νί­ζε­ται να δια­τη­ρη­θεί, να πε­ρι­χα­ρα­κω­θεί και να επε­κτα­θεί. Αυτοί, που δεν μπο­ρούν να κά­νουν χωρίς τη με­τα­φυ­σι­κά χρω­μα­τι­σμέ­νη λέξη “δόγμα”, θα μπο­ρού­σαν να πουν, ότι δη­μιουρ­γώ­ντας τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό, μια ένο­πλη δύ­να­μη πάνω σε μια νέα τα­ξι­κή βάση, κα­τα­σκευά­σα­με ένα νέο στρα­τιω­τι­κό δόγμα, γιατί παρ' όλη την ποι­κι­λία των πρα­κτι­κών μέσων και των αλ­λα­γών στην προ­σέγ­γι­ση, δεν μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει, κι ούτε υπήρ­ξε θέση στη στρα­τιω­τι­κή δη­μιουρ­γι­κή δου­λειά μας, είτε για εμπει­ρι­σμό, στε­ρη­μέ­νο ιδεών, είτε για υπο­κει­με­νι­κή αυ­θαι­ρε­σία. Από την αρχή μέχρι το τέλος, όλη η δου­λειά στε­ριώ­θη­κε στην ενό­τη­τα ενός επα­να­στα­τι­κού τα­ξι­κού στό­χου, στην ενό­τη­τα της θέ­λη­σης, που κα­τευ­θυ­νό­ταν προς αυτόν τον στόχο και στην ενό­τη­τα της Μαρ­ξι­στι­κής με­θό­δου προ­σα­να­το­λι­σμού.

2. Με ένα Δόγμα, ή Χωρίς Δόγμα;

            ΄Έχουν γίνει προ­σπά­θειες και επα­να­λαμ­βά­νο­νται συχνά, να δοθεί προ­τε­ραιό­τη­τα στο προ­λε­τα­ρια­κό “στρα­τιω­τι­κό δόγμα” απέ­να­ντι στην πραγ­μα­τι­κή δου­λειά της οι­κο­δό­μη­σης του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Μέχρι και τα τέλη του 1917 η από­λυ­τη αρχή του ελιγ­μού αντι­πα­ρα­τέ­θη­κε στην “ιμπε­ρια­λι­στι­κή” αρχή του πο­λέ­μου θέ­σε­ων. Η ορ­γα­νω­τι­κή μορφή του στρα­τού έπρε­πε να υπο­τα­χθεί στην επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή του ελιγ­μού: Σώ­μα­τα, με­ραρ­χί­ες ακόμα και τα­ξιαρ­χί­ες θε­ω­ρή­θη­καν σχη­μα­τι­σμοί δυ­σκί­νη­τοι. Οι κή­ρυ­κες του προ­λε­τα­ρια­κού “στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος” πρό­τει­ναν να πε­ριο­ρι­στεί ολό­κλη­ρη η στρα­τιω­τι­κή δύ­να­μη της Δη­μο­κρα­τί­ας σε ξε­χω­ρι­στά σύν­θε­τα απο­σπά­σμα­τα ή συ­ντάγ­μα­τα. Στην ουσία, αυτό ήταν η ιδε­ο­λο­γία του αντάρ­τι­κου, απλώς λίγο αμ­βλυμ­μέ­νη. Η ακραία “αρι­στε­ρή” πτέ­ρυ­γα υπε­ρά­σπι­ζε την τα­κτι­κή του αντάρ­τι­κου ανοι­κτά. Κη­ρύ­χθη­κε ένας ιερός πό­λε­μος ενά­ντια στους πα­λιούς κα­νο­νι­σμούς και ενά­ντια στους και­νούρ­γιους, γιατί πα­ρου­σί­α­ζαν με­γά­λες ομοιό­τη­τες με τους πα­λιούς. Η αλή­θεια όμως είναι, ότι ακόμα και εκεί­νη την εποχή, οι υπο­στη­ρι­κτές του νέου δόγ­μα­τος, όχι μόνον απέ­τυ­χαν να φτιά­ξουν ένα σχέ­διο νέων κα­νο­νι­σμών, αλλά δεν πα­ρου­σί­α­σαν έστω κι ένα μόνο άρθρο, που να υπο­βάλ­λει τους κα­νο­νι­σμούς μας σ' οποιο­δή­πο­τε είδος σο­βα­ρής κρι­τι­κής αρχών ή πρα­κτι­κής. Η χρη­σι­μο­ποί­η­ση εκ μέ­ρους των αξιω­μα­τι­κών του πα­λιού στρα­τού θε­ω­ρή­θη­κε ασυμ­βί­βα­στη με την ει­σα­γω­γή ενός επα­να­στα­τι­κού δόγ­μα­τος και ούτω καθ' εξής.

            Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι θο­ρυ­βώ­δεις και­νο­τό­μοι ήταν οι οι ίδιοι ολο­κλη­ρω­τι­κά αιχ­μά­λω­τοι του πα­λιού στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος. Απλώς προ­σπα­θού­σαν να βά­λουν ένα μείον εκεί που προη­γού­με­να υπήρ­χε ένα συν. Όλη η ανε­ξάρ­τη­τη σκέψη τους πε­ριο­ρι­ζό­ταν απλά σ΄αυτό. Πά­ντως, η πραγ­μα­τι­κή δου­λειά της δη­μιουρ­γί­ας της ένο­πλης δύ­να­μης του ερ­γα­τι­κού κρά­τους ακο­λού­θη­σε ένα δια­φο­ρε­τι­κό μο­νο­πά­τι. Προ­σπα­θή­σα­με, ιδιαί­τε­ρα στην αρχή, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με όσο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο τα έθιμα, τις συ­νή­θειες, τη γνώση και τα μέσα που δια­τη­ρή­σα­με από το πα­ρελ­θόν και δεν μας προ­βλη­μά­τι­σε κα­θό­λου η έκτα­ση που ο και­νούρ­γιος στρα­τός θα διέ­φε­ρε από τον παλιό από τυ­πι­κά.... ορ­γα­νω­τι­κή και τε­χνι­κή άποψη, ή θα του έμοια­ζε. Κτί­σα­με το στρα­τό από αν­θρώ­πι­νο και τε­χνι­κό υλικό που ήταν δια­θέ­σι­μο, προ­σπα­θώ­ντας πα­ντού και πά­ντο­τε να δια­σφα­λί­σου­με την κυ­ριαρ­χία της προ­λε­τα­ρια­κής πρω­το­πο­ρί­ας στην ορ­γά­νω­ση του στρα­τού, δη­λα­δή, στο προ­σω­πι­κού του στρα­τού, στη διοί­κη­σή του, στη συ­νεί­δη­ση και στα συ­ναι­σθή­μα­τά του. Ο θε­σμός των Κομ­μι­σά­ριων δεν είναι κά­ποιο δόγμα του Μαρ­ξι­σμού, ούτε κά­ποιο ανα­γκαίο μέρος του προ­λε­τα­ρια­κού “στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος”. Κάτω από ορι­σμέ­νες συν­θή­κες ήταν το απα­ραί­τη­το ερ­γα­λείο της προ­λε­τα­ρια­κής επι­τή­ρη­σης, αρ­χη­γί­ας και πο­λι­τι­κής μόρ­φω­σης στο στρα­τό και γι΄αυτό το λόγο είχε με­γά­λη σπου­δαιό­τη­τα στη ζωή των ενό­πλων δυ­νά­με­ων της Σο­βιε­τι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας. Συν­δυά­σα­με το παλιό επι­τε­λι­κό προ­σω­πι­κό με το και­νούρ­γιο και μόνο μ' αυτόν τον τρόπο πε­τύ­χα­με το ανα­γκαίο απο­τέ­λε­σμα: Ο στρα­τός απο­δεί­χθη­κε ικα­νός να πο­λε­μά στην υπη­ρε­σία της ερ­γα­τι­κής τάξης. Όσον αφορά τους στό­χους του, την κυ­ρί­αρ­χη τα­ξι­κή σύν­θε­ση του σώ­μα­τος των διοι­κη­τών και των Κομ­μι­σα­ρί­ων, το πνεύ­μα του και όλο το πο­λι­τι­κό ηθικό του, ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός δια­φέ­ρει ρι­ζι­κά απ' όλους τους άλ­λους στρα­τούς του κό­σμου και βρί­σκε­ται σε εχθρι­κή αντί­θε­ση απέ­να­ντί τους. Καθώς εξα­κο­λου­θεί να ανα­πτύσ­σε­ται, ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός, έχει γίνει και γί­νε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο όμοιος με αυ­τούς από τυ­πι­κά ορ­γα­νω­τι­κή και τε­χνι­κή άποψη. Δεν αρ­κούν απλές προ­σπά­θειες να πούμε κάτι και­νούρ­γιο σ' αυτό το πεδίο.

            Ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός είναι η στρα­τιω­τι­κή έκ­φρα­ση της προ­λε­τα­ρια­κής δι­κτα­το­ρί­ας. Αυτοί που απαι­τούν μια πιο επί­ση­μη δια­τύ­πω­ση, θα μπο­ρού­σαν να πουν ότι, ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός είναι η στρα­τιω­τι­κή εν­σάρ­κω­ση του “δόγ­μα­τος” της προ­λε­τα­ρια­κής δι­κτα­το­ρί­ας -πρώ­τον, γιατί η δι­κτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του δια­σφα­λί­ζε­ται μέσα από τον ίδιο τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό και δεύ­τε­ρον, γιατί η δι­κτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του θα ήταν αδύ­να­τη χωρίς τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό.

            Το πρό­βλη­μα πά­ντως είναι, ότι η αφύ­πνι­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος για τη στρα­τιω­τι­κή θε­ω­ρία προ­κά­λε­σε στο ξε­κί­νη­μά της μια ανα­ζω­ο­γό­νη­ση ορι­σμέ­νων δογ­μα­τι­κών προ­κα­τα­λή­ψε­ων της πρώ­της πε­ριό­δου -προ­κα­τα­λή­ψεις οι οποί­ες σί­γου­ρα δια­τυ­πώ­νο­νται με και­νούρ­γιο τρόπο, αλλά οι οποί­ες δεν έχουν κα­λυ­τε­ρεύ­σει έτσι με κα­νέ­ναν τρόπο. Ορι­σμέ­νοι οξύ­νο­ες και­νο­τό­μοι ανα­κά­λυ­ψαν ξαφ­νι­κά ότι ζούμε, ή μάλ­λον δεν ζούμε, αλλά φυ­τρώ­νου­με χωρίς ένα στρα­τιω­τι­κό δόγμα, όπως ο βα­σι­λιάς στην ιστο­ρία του Άντερ­σεν, που κυ­κλο­φο­ρού­σε γυ­μνός, χωρίς να το ξέρει. “Είναι απα­ραί­τη­το επι­τέ­λους να δη­μιουρ­γή­σου­με ένα δόγμα του Κόκ­κι­νου Στρα­τού” λένε με­ρι­κοί. 'Αλ­λοι σι­γο­ντά­ρουν λέ­γο­ντας “βα­δί­ζου­με λάθος, όσον αφορά όλα τα πρα­κτι­κά ζη­τή­μα­τα της στρα­τιω­τι­κής οι­κο­δό­μη­σης, γιατί δεν έχου­με ακόμα λύσει τα βα­σι­κά προ­βλή­μα­τα του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος. Τι είναι ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός; Ποια ιστο­ρι­κά κα­θή­κο­ντα έχει; Θα διε­ξά­γει αμυ­ντι­κούς ή επι­θε­τι­κού επα­να­στα­τι­κούς πο­λέ­μους;” και πάει λέ­γο­ντας.

            Έτσι προ­κύ­πτει, ότι δη­μιουρ­γή­σα­με τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ένα νι­κη­φό­ρο Κόκ­κι­νο Στρα­τό, αλλά απο­τύ­χα­με να του δώ­σου­με ένα στρα­τιω­τι­κό δόγμα. Επο­μέ­νως αυτός ο στρα­τός εξα­κο­λου­θεί να ζει σε μια κα­τά­στα­ση σύγ­χυ­σης. Στο άμεσο ερώ­τη­μα: Τι θα έπρε­πε να είναι αυτό το δόγμα του Κόκ­κι­νου Στρα­τού; παίρ­νου­με μια απά­ντη­ση: Πρέ­πει να πε­ρι­λαμ­βά­νει το συ­νο­λι­κό άθροι­σμα των αρχών της δομής, εκ­παί­δευ­σης και αξιο­ποί­η­σης των ενό­πλων δυ­νά­με­ών μας. Αλλά αυτή η απά­ντη­ση είναι κα­θα­ρά τυ­πι­κή. Ο ση­με­ρι­νός Κόκ­κι­νος Στρα­τός έχει τις αρχές του της “δομής, εκ­παί­δευ­σης και αξιο­ποί­η­σης”. Αυτό που χρεια­ζό­μα­στε να ξέ­ρου­με είναι τι εί­δους δόγμα μας λεί­πει; Δη­λα­δή ποιο είναι το πε­ριε­χό­με­νο αυτών των νέων αρχών, που πρέ­πει να μπουν στο πρό­γραμ­μα για τη δη­μιουρ­γία του στρα­τούς Και είναι ακρι­βώς εδώ που αρ­χί­ζουν τα πιο συ­γκε­χυ­μέ­να μπερ­δέ­μα­τα. Κά­ποιο άτομο κάνει την εκ­πλη­κτι­κή ανα­κά­λυ­ψη ότι ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός είναι ένας τα­ξι­κός στρα­τός,  ο στρα­τός της προ­λε­τα­ρια­κής δι­κτα­το­ρί­ας. Κά­ποιος άλλος προ­σθέ­τει σ' αυτό, ότι, εφό­σον ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός είναι ένας επα­να­στα­τι­κός και διε­θνής στρα­τός, πρέ­πει να είναι ένας επι­θε­τι­κός στρα­τός. Ένας τρί­τος προ­τεί­νει, λαμ­βά­νο­ντας υπόψη αυτή την επι­θε­τι­κό­τη­τα, ότι πρέ­πει να δώ­σου­με ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία στο ιπ­πι­κό και την αε­ρο­πο­ρία. Τέλος κά­ποιος τέ­ταρ­τος προ­τεί­νει, ότι δεν πρέ­πει να ξε­χά­σου­με τη χρήση του tachanki, του Μάχνο. Ο γύρος του κό­σμους σε ένα tachanka -να ένα δόγμα τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό. Πά­ντως πρέ­πει να λε­χθεί, ότι σ' αυτές τις ανα­κα­λύ­ψεις κά­ποιοι σπό­ροι λο­γι­κής σκέ­ψης -όχι νέοι, αλλά σω­στοί- πνί­γο­νται κάτω από τις βρα­χνια­σμέ­νες απε­ρα­ντο­λο­γί­ες.

3. Τι είναι ένα στρα­τιω­τι­κό δόγμα;

            Ας μην ψά­ξου­με για γε­νι­κούς λο­γι­κούς ορι­σμούς, γιατί από μόνοι τους πολύ δύ­σκο­λα μπο­ρούν να βγά­λουν από τη δυ­σκο­λία[2]. Ας προ­σεγ­γί­σου­με μάλ­λον ιστο­ρι­κά το ζή­τη­μα. Σύμ­φω­να με την παλιά άποψη, τα θε­μέ­λια της στρα­τιω­τι­κής επι­στή­μης είναι αιώ­νια και κοινά για όλες τις επο­χές και τους λαούς.

            Αλλά στις συ­γκε­κρι­μέ­νες δια­θλά­σεις τους, αυτές οι αιώ­νιες αλή­θειες προ­σλαμ­βά­νουν ένα εθνι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Έτσι έχου­με ένα γερ­μα­νι­κό στρα­τιω­τι­κό δόγμα, ένα γαλ­λι­κό, ένα ρώ­σι­κο και ούτω καθ' εξής. Εάν πα­ρό­λα αυτά ελέγ­ξου­με τον κα­τά­λο­γο των αιώ­νιων αλη­θειών της στρα­τιω­τι­κής επι­στή­μης, δεν θα απο­κο­μί­σου­με τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω από με­ρι­κά λο­γι­κά αξιώ­μα­τα και Ευ­κλεί­δεια πο­ρί­σμα­τα. Τα πλευ­ρά πρέ­πει να προ­στα­τευ­θούν, τα μέσα επι­κοι­νω­νί­ας και υπο­χώ­ρη­σης πρέ­πει να δια­σφα­λι­σθούν, το κτύ­πη­μα πρέ­πει να δοθεί στο λι­γό­τε­ρο προ­στα­τευ­μέ­νο ση­μείο του εχθρού κλπ. Όλες αυτές οι αλή­θειες, μ' αυτήν την κα­θο­λι­κή δια­τύ­πω­ση, ξε­περ­νούν τα όρια της πο­λε­μι­κής τέ­χνης. Ο γάι­δα­ρος, που κλέ­βει βρώμη από ένα σκι­σμέ­νο σακκί (το πιο ανυ­πε­ρά­σπι­στο ση­μείο του εχθρού) και προ­σε­κτι­κά στρέ­φει τα οπί­σθια του μα­κριά από την πλευ­ρά, από την οποία μπο­ρεί να εμ­φα­νι­σθεί ο κίν­δυ­νος, δρα έτσι σύμ­φω­να με τις αιώ­νιες αρχές της στρα­τιω­τι­κής επι­στή­μης. Κι όμως είναι αναμ­φι­σβή­τη­το, ότι αυτός ο γάι­δα­ρος που μα­σου­λά­ει βρώμη, δεν δια­βά­σει ποτέ Κλα­ού­ζε­βιτς ή έστω Λήρ.

            Ο πό­λε­μος, το αντι­κεί­με­νο της συ­ζή­τη­σής μας, είναι ένα κοι­νω­νι­κό και ιστο­ρι­κό φαι­νό­με­νο, που εμ­φα­νί­ζε­ται, ανα­πτύσ­σε­ται, αλ­λά­ζει τη μορφή του και πρέ­πει μοι­ραία να εξα­φα­νι­στεί. Γι' αυτό το λόγο και μόνο ο πό­λε­μος δεν μπο­ρεί να έχει αιώ­νιους νό­μους. Αλλά το υπο­κεί­με­νο του πο­λέ­μου είναι ο άν­θρω­πος, που δια­θέ­τει ορι­σμέ­να στα­θε­ρά ανα­το­μι­κά και πνευ­μα­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα, από τα οποία πη­γά­ζουν ορι­σμέ­νες πρα­κτι­κές και συ­νή­θειες.

            Ο άν­θρω­πος λει­τουρ­γεί σ' ένα ει­δι­κό και συ­γκρι­τι­κά στα­θε­ρό γε­ω­γρα­φι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Έτσι σε όλους τους πο­λέ­μους, σε όλες τις επο­χές και ανά­με­σα σε όλους τους λαούς έχουν προ­κύ­ψει ορι­σμέ­να κοινά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, σχε­τι­κά στα­θε­ρά, αλλά με κα­νέ­ναν τρόπο από­λυ­τα. Βα­σι­σμέ­νη σ' αυτά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, έχει ανα­πτυ­χθεί ιστο­ρι­κά μια τέχνη του πο­λέ­μου. Οι πρα­κτι­κές της και οι μέ­θο­δοί της υφί­στα­νται αλ­λα­γές, μαζί με τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες, που την κυ­βερ­νούν (τε­χνο­λο­γία, τα­ξι­κή τομή, μορ­φές κρα­τι­κής εξου­σί­ας).

            Η έκ­φρα­ση “εθνι­κό στρα­τιω­τι­κό δόγμα” συ­νε­πά­γε­ται ένα συ­γκρι­τι­κά στα­θε­ρό, αλλά ωστό­σο προ­σω­ρι­νό πλέγ­μα (συν­δυα­σμός) στρα­τιω­τι­κών υπο­λο­γι­σμών, με­θό­δων, δια­δι­κα­σιών, συ­νη­θειών, συν­θη­μά­των, αι­σθη­μά­των, που αντα­πο­κρί­νο­νται όλα στη δομή της δο­σμέ­νης κοι­νω­νί­ας σαν σύ­νο­λο και, πρώτα και κύρια, στο χα­ρα­κτή­ρα της κυ­ρί­αρ­χης τάξης της.

            Πα­ρα­δείγ­μα­τος χάρη, τι είναι το στρα­τιω­τι­κό δόγμα της Βρε­τα­νί­ας; Στη σύν­θε­σή του εμ­φα­νώς υπει­σέρ­χε­ται (ή συ­νή­θι­ζε να υπει­σέρ­χε­ται) η ανα­γνώ­ρι­ση της ανά­γκης για ναυ­τι­κή ηγε­μο­νία, μαζί με μια αρ­νη­τι­κή στάση για ένα στα­θε­ρό στρα­τό ξηράς και την υπο­χρε­ω­τι­κή θη­τεία -η πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, ανα­γνώ­ρι­ση της ανά­γκης της Βρε­τα­νί­ας να έχει ένα ναυ­τι­κό ισχυ­ρό­τε­ρο από το συν­δυα­σμό των ναυ­τι­κών των δύο αμέ­σως επό­με­νων ισχυ­ρών δυ­νά­με­ων και τη δια­τή­ρη­ση ενός μι­κρού στρα­τού εθε­λο­ντών, πράγ­μα που ήταν δυ­να­τόν μέσα σ΄αυτήν την κα­τά­στα­ση. Συν­δυα­σμέ­νη μ' αυτήν την ανά­γκη ήταν η υπο­στή­ρι­ξη μια τέ­τοιας τάξης στην Ευ­ρώ­πη, που δεν θα επέ­τρε­πε σε καμιά χερ­σαία δύ­να­μη να απο­κτή­σει απο­φα­σι­στι­κή επι­κυ­ριαρ­χία στην Ήπει­ρο.

            Αναμ­φί­βο­λα, αυτό το βρε­τα­νι­κό “δόγμα” ήταν το πιο στα­θε­ρό απ' όλα τα τα στρα­τιω­τι­κά δόγ­μα­τα. Η στα­θε­ρό­τη­τα και η ορι­στι­κό­τη­τά του κα­θο­ρί­ζο­νταν από την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη, σχε­δια­σμέ­νη και αδια­τά­ρα­κτη εξέ­λι­ξη της βρε­τα­νι­κής ισχύ­ος, χωρίς γε­γο­νό­τα και ανα­στα­τώ­σεις τέ­τοιες, που θα μπο­ρού­σαν να αλ­λά­ξουν ρι­ζι­κά το συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­με­ων στον κόσμο (ή στην Ευ­ρώ­πη, που προη­γού­με­να αντι­στοι­χού­σε στο ίδιο πράγ­μα). Τώρα πά­ντως αυτή η κα­τά­στα­ση έχει δια­τα­ρα­χθεί τε­λεί­ως. Η Βρε­τα­νία κα­τά­φε­ρε στο δικό της “δόγμα” το με­γα­λύ­τε­ρο κτύ­πη­μα, όταν υπο­χρε­ώ­θη­κε στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου να κτί­σει το στρα­τό της στη βάση της υπο­χρε­ω­τι­κής θη­τεί­ας. Η “ισορ­ρο­πία δυ­νά­με­ων” στην Ευ­ρω­παϊ­κή Ήπει­ρο έχει ανα­τρα­πεί. Κα­νέ­νας δεν έχει εμπι­στο­σύ­νη στη στα­θε­ρό­τη­τα του νέου συ­σχε­τι­σμού δυ­νά­με­ων.

            Η ισχύς των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών απο­κλεί­ει την πι­θα­νό­τη­τα της αυ­τό­μα­τος δια­τή­ρη­σης πια της κυ­ρί­αρ­χης θέσης του βρε­τα­νι­κού ναυ­τι­κού. Προς το παρόν είναι πολύ νωρίς να πούμε εκ των προ­τέ­ρων ποιο θα είναι το απο­τέ­λε­σμα της Διά­σκε­ψης της Ουά­σιγ­κτον. Αλλά είναι αρ­κε­τά εμ­φα­νές, ότι από την εποχή του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πο­λέ­μου, το βρε­τα­νι­κό “στρα­τιω­τι­κό δόγμα” έχει γίνει ανε­παρ­κές, χρε­ο­κο­πη­μέ­νο και αρ­κε­τά ανά­ξιο. Δεν έχει αντι­κα­τα­στα­θεί ακόμα από κά­ποιο και­νούρ­γιο.

            Και είναι πολύ αμ­φί­βο­λο, εάν θα υπάρ­ξει κά­ποιο και­νούρ­γιο, γιατί η εποχή των στρα­τιω­τι­κών και επα­να­στα­τι­κών ανα­στα­τώ­σε­ων και των ρι­ζο­σπα­στι­κών ανα­κα­τα­τά­ξε­ων των πα­γκό­σμιων δυ­νά­με­ων αφή­νει πολύ στενά πε­ρι­θώ­ρια για ένα στρα­τιω­τι­κό δόγμα, με την έν­νοια που το πε­ρι­γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω (ανα­φε­ρό­με­νοι στη Βρε­τα­νία): Ένα στρα­τιω­τι­κό “δόγμα” προ­ϋ­πο­θέ­τει μια σχε­τι­κά στα­θε­ρή κα­τά­στα­ση, εξω­τε­ρι­κή και εσω­τε­ρι­κή.

            Εάν γυ­ρί­σου­με στις χώρες της ευ­ρω­παϊ­κής ηπεί­ρου, ακόμα και στο πα­ρελ­θόν, βρί­σκου­με, ότι εκεί το στρα­τιω­τι­κό δόγμα παίρ­νει ένα σαφώς λι­γό­τε­ρο ορι­στι­κό και στα­θε­ρό χα­ρα­κτή­ρα. Τι απο­τε­λού­σε το πε­ριε­χό­με­νο του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος στη Γαλ­λία ακόμα και στο με­σο­διά­στη­μα με­τα­ξύ του Γάλ­λο-Πρω­σι­κού Πο­λέ­μου του 1870-71 και του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πο­λέ­μου το 1914; Η ανα­γνώ­ρι­ση, ότι η Γερ­μα­νία ήταν ο κλη­ρο­νο­μι­κός και ασυμ­φι­λί­ω­τος εχθρός, η ιδέα της ρε­βάνς, η εκ­παί­δευ­ση του στρα­τού και νέας γε­νιάς στο πνεύ­μα αυτής της ιδέας, η καλ­λιέρ­γεια μιας συμ­μα­χί­ας με τη Ρωσία, η λα­τρεία της στρα­τιω­τι­κής ισχύ­ος του τσα­ρι­κού κα­θε­στώς και τε­λι­κά η δια­τή­ρη­ση, αν και όχι με πολλή εμπι­στο­σύ­νη της βο­να­παρ­τι­στι­κής στρα­τιω­τι­κής πα­ρά­δο­σης της τολ­μη­ρής επί­θε­σης. Η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πε­ρί­ο­δος της ένο­πλης ει­ρή­νης από το 1871 έως το 1914, επέν­δυ­σε ωστό­σο το πο­λι­τι­κό-στρα­τιω­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό της Γαλ­λία με σχε­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα. Αλλά τα κα­θα­ρά στρα­τιω­τι­κά στοι­χεία του γαλ­λι­κού δόγ­μα­τος ήταν πολύ αδύ­να­μα. Ο πό­λε­μος υπέ­βα­λε το δόγμα του επι­τι­θέ­με­νου σε μια αυ­στη­ρή δο­κι­μα­σία. Μετά τις πρώ­τες εβδο­μά­δες, ο γαλ­λι­κός στρα­τός θά­φτη­κε στα χα­ρα­κώ­μα­τα και πα­ρό­λο που οι αλη­θι­νοί -γάλ­λοι στρα­τη­γοί και αλη­θι­νές -γαλ­λι­κές εφη­με­ρί­δες δεν στα­μά­τη­σαν να επα­να­λαμ­βά­νουν στην πρώτη πε­ρί­ο­δο του πο­λέ­μου ότι ο πό­λε­μος των χα­ρα­κω­μά­των ήταν κατά βάση μια γερ­μα­νι­κή επι­νό­η­ση, που δεν βρι­σκό­ταν σε καμιά αρ­μο­νία με το ηρω­ι­κό πνεύ­μα του Γάλ­λου μα­χό­με­νου, ωστό­σο όλος ο πό­λε­μος εξε­λί­χθη­κε σαν αγώ­νας ανα­κα­τά­λη­ψης θέ­σε­ων. Σή­με­ρα, το δόγμα της κα­θα­ρής επί­θε­σης, αν και πε­ρι­λή­φθη­κε στους νέους κα­νο­νι­σμούς, αμ­φι­σβη­τεί­ται έντο­να, όπως θα δούμε, μέσα στην ίδια τη Γαλ­λία.

            Το στρα­τιω­τι­κό δόγμα της μετά το Μπί­σμαρκ Γερ­μα­νί­ας ήταν ασύ­γκρι­τα πιο επι­θε­τι­κό στην    ουσία, ευ­θυ­γραμ­μι­σμέ­νο με την πο­λι­τι­κή της χώρας, αλλά πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σε­κτι­κό στις στρα­τη­γι­κές του δια­τυ­πώ­σεις. “Οι αρχές της στρα­τη­γι­κής με κα­νέ­ναν τρόπο δεν υπερ­βαί­νουν την κοινή λο­γι­κή” ήταν η οδη­γία, που δι­νό­ταν στους νε­ώ­τε­ρους αξιω­μα­τι­κούς της Γερ­μα­νί­ας. Πά­ντως η ρα­γδαία ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­στι­κού πλού­του και του πλη­θυ­σμού ανύ­ψω­σαν τους κυ­ρί­αρ­χους κύ­κλου και πάνω απ' όλα την κάστα των ευ­γε­νών αξιω­μα­τι­κών της Γερ­μα­νί­ας σε ακόμη με­γα­λύ­τε­ρα ύψη.

            Οι κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις της Γερ­μα­νί­ας δεν είχαν την εμπει­ρία του να λει­τουρ­γούν σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα: απέ­τυ­χαν στο να υπο­λο­γί­σουν ορθά τις δυ­νά­μεις και τις εφε­δρεί­ες και προ­σέ­δω­σαν στη δι­πλω­μα­τία του και τη στρα­τη­γι­κή τους ένα υπε­ρε­πι­θε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, που απεί­χε κατά πολύ από την “κοινή λο­γι­κή”. Ο γερ­μα­νι­κός μι­λι­τα­ρι­σμός έπεσε θύμα του δικού του αχα­λί­νω­του επι­θε­τι­κού πνεύ­μα­τος.

            Τι συ­νά­γε­ται απ' αυτό; Ότι η έκ­φρα­ση “εθνι­κό δόγμα” υπο­δή­λω­νε στο πα­ρελ­θόν ένα πλέγ­μα στα­θε­ρών κα­τευ­θυ­ντή­ριων ιδεών στις δι­πλω­μα­τι­κές και στρα­τιω­τι­κό-πο­λι­τι­κές σφαί­ρες και στρα­τη­γι­κών οδη­γιών, που λίγο ως πολύ συν­δέ­ο­νταν μ' αυτές. Επι­πρό­σθε­τα, το λε­γό­με­νο στρα­τιω­τι­κό δόγμα -η δια­τύ­πω­ση δη­λα­δή του στρα­τιω­τι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού της κυ­ρί­αρ­χης τάξης μιας δε­δο­μέ­νης χώρας σε διε­θνείς συν­θή­κες- απο­δεί­χθη­κε, ότι ήταν τόσο πιο κα­θο­ρι­στι­κό, όσο πιο  σαφής, στα­θε­ρή και προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη ήταν η εσω­τε­ρι­κή και διε­θνής θέση αυτής της χώρας, στην πο­ρεία της ανά­πτυ­ξής της.

            Ο ιμπε­ρια­λι­στι­κός πό­λε­μος και η εποχή της μέ­γι­στης αστά­θειας που ακο­λού­θη­σε, έχουν στην κυ­ριο­λε­ξία αφαι­ρέ­σει σε όλες τις σφαί­ρες, το έδα­φος κάτω από τα πόδια του εθνι­κού στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος και έφε­ραν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη την ανά­γκη ενός ευ­έ­λι­κτου υπο­λο­γι­σμού μιας με­τα­βαλ­λό­με­νης κα­τά­στα­σης, με τις νέες ομα­δο­ποι­ή­σεις της και τους συν­δυα­σμούς και τις “άνευ αρχών” αλ­λα­γές κα­τεύ­θυν­σης και λο­ξο­δρο­μή­σεις της, κάτω από το σι­νιά­λο των ση­με­ρι­νών αγω­νιών και συ­να­γερ­μών. Η Διά­σκε­ψη της Ουά­σιγ­κτον μας δίνει μια δι­δα­κτι­κή ει­κό­να προς αυτήν την κα­τεύ­θυν­ση. Είναι μάλ­λον αναμ­φι­σβή­τη­το, ότι σή­με­ρα, μετά τη δο­κι­μα­σία στην οποία υπο­βλή­θη­καν τα παλιά στρα­τιω­τι­κά δόγ­μα­τα, ούτε μία χώρα δεν έχει απο­κτή­σει αρ­κε­τά στα­θε­ρές ιδέες και αρχές, έτσι ώστε να τις νο­μι­μο­ποι­ή­σει σαν εθνι­κό στρα­τιω­τι­κό δόγμα.

            Θα μπο­ρού­σε κα­νείς, είναι αλή­θεια, να δια­κιν­δυ­νεύ­σει, να πάρει σαν δε­δο­μέ­νο, ότι τα εθνι­κά στρα­τιω­τι­κά δόγ­μα­τα, θα πά­ρουν για μια ακόμη φορά μορφή, αμέ­σως μόλις εγκα­θι­δρυ­θεί ένας νέος συ­σχε­τι­σμός δυ­νά­με­ων στον κόσμο, μαζί με τη θέση μέσα σ' αυτόν κάθε ξε­χω­ρι­στού κρά­τους.

            Αυτό προ­ϋ­πο­θέ­τει πά­ντως, ότι θα δια­λυ­θεί η επα­να­στα­τι­κή εποχή των κοι­νω­νι­κών ανα­στα­τώ­σε­ων και θα την δια­δε­χθεί μια νέα εποχή ορ­γα­νι­κής ανά­πτυ­ξης. Αλλά δεν υπάρ­χει κα­θό­λου έδα­φος για μια τέ­τοια προ­ϋ­πό­θε­ση.

4. Κοι­νο­το­πί­ες και Ακα­τά­σχε­τη φλυα­ρία

            Θα υπέ­θε­τε κα­νέ­νας, ότι η πάλη ενά­ντια στη Σο­βιε­τι­κή Ρωσία, έπρε­πε να είναι ένα μάλ­λον στα­θε­ρό στοι­χείο στο “στρα­τιω­τι­κό δόγμα” όλων των κα­πι­τα­λι­στι­κών κρα­τών στην πα­ρού­σα εποχή Αλλά ακόμα κι αυτό δεν συμ­βαί­νει. Η πε­ρι­πλο­κό­τη­τα της πα­γκό­σμιας κα­τά­στα­σης, η τε­ρα­τώ­δης δια­σταύ­ρω­ση των αντι­φα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων και κυ­ρί­ως η αστα­θής κοι­νω­νι­κή βάση των αστι­κών κυ­βερ­νή­σε­ων, απο­κλεί­ουν την πι­θα­νό­τη­τα να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί με συ­νέ­πεια ακόμα κι ένα “στρα­τιω­τι­κό δόγμα”, δη­λα­δή η πάλη ενά­ντια στη Σο­βιε­τι­κή Ρωσία. Ή, για να εί­μα­στε πιο ακρι­βείς, η πάλη ενά­ντια στη Σο­βιε­τι­κή Ρωσία αλ­λά­ζει μορφή τόσο συχνά και προ­χω­ρά με τέ­τοια ζιγκ-ζαγκ, που θα ήταν θα­νά­σι­μα επι­κίν­δυ­νο για μας, να αμ­βλύ­νου­με την επα­γρύ­πνη­σή μας με δογ­μα­τι­κές φρά­σεις και φόρ­μου­λες, που αφο­ρούν τις διε­θνείς σχέ­σεις. Το μόνο φυ­σι­κό και σωστό “δόγμα” για μας είναι: να εί­μα­στε άγρυ­πνοι και να κρα­τά­με και τα δύο μας μάτια ανοι­κτά! Είναι αδύ­να­το να δώ­σου­με μια απά­ντη­ση άνευ όρων ακόμα και όταν το ζή­τη­μα τί­θε­ται στην πιο ωμή μορφή του: το κυ­ρί­ως μέ­τω­πο της στρα­τιω­τι­κής μας δρα­στη­ριό­τη­τας τα επό­με­να χρό­νια θα είναι στην Ανα­το­λή, ή στη Δύση; Η διε­θνής κα­τά­στα­ση είναι πολύ πε­ρί­πλο­κη.

            Η γε­νι­κή πο­ρεία της ιστο­ρι­κής ανά­πτυ­ξης είναι κα­θα­ρή, αλλά τα γε­γο­νό­τα δεν ακο­λου­θούν μια προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη τάξη, κι ούτε ωρι­μά­ζουν σύμ­φω­να μ' ένα ορι­σμέ­νο σχέ­διο. Πρα­κτι­κά, θα πρέ­πει να αντι­δρά κα­νείς όχι “στην πο­ρεία”, αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στα γε­γο­νό­τα. Δεν είναι δύ­σκο­λο να μα­ντέ­ψει κα­νείς τις ιστο­ρι­κές πα­ραλ­λα­γές, που θα μας υπο­χρέ­ω­ναν να πα­ρα­τά­ξου­με τις δυ­νά­μεις μας κυ­ρί­ως στην Ανα­το­λή, ή, αντί­στρο­φα στη Δύση, ερ­χό­με­νοι σε βο­ή­θεια των επα­να­στά­σε­ων, διε­ξά­γο­ντας έναν αμυ­ντι­κό πό­λε­μο, ή, από την άλλη πλευ­ρά, να βρε­θού­με στην ανά­γκη να επι­τε­θού­με. Μόνο η Μαρ­ξι­στι­κή μέ­θο­δος του διε­θνούς προ­σα­να­το­λι­σμού, του υπο­λο­γι­σμού των τα­ξι­κών δυ­νά­με­ων με τους συν­δυα­σμούς και τις αλ­λα­γές τους, μπο­ρεί να μας διευ­κο­λύ­νει να βρού­με μια κα­τάλ­λη­λη λύση σε κάθε συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση. Δεν είναι δυ­να­τόν να εφεύ­ρου­με μια γε­νι­κή φόρ­μου­λα, που θα έκ­φρα­ζε την ουσία των στρα­τιω­τι­κών μας κα­θη­κό­ντων στην ερ­χό­με­νη πε­ρί­ο­δο.

            Μπο­ρεί ωστό­σο κα­νείς, κι αυτό δε γί­νε­ται σπά­νια, να δώσει στην έν­νοια του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος ένα πιο συ­γκε­κρι­μέ­νο και πε­ριο­ρι­στι­κό πε­ριε­χό­με­νο, εν­νο­ώ­ντας εκεί­νες τις θε­με­λιώ­δεις αρχές των κα­θα­ρά στρα­τιω­τι­κών υπο­θέ­σε­ων, οι οποί­ες κα­νο­νί­ζουν όλες τις όψεις της στρα­τιω­τι­κής ορ­γά­νω­σης, της τα­κτι­κής και της στρα­τη­γι­κής. Μ' αυτήν την έν­νοια μπο­ρεί να λε­χθεί, ότι το πε­ριε­χό­με­νο των στρα­τιω­τι­κών κα­νο­νι­σμών κα­θο­ρί­ζε­ται άμεσα από το στρα­τιω­τι­κό δόγμα. Αλλά, τι εί­δους αρχές είναι αυτές; Ορι­σμέ­νοι δογ­μα­τι­κοί απει­κο­νί­ζουν το θέμα ως εξής: είναι ανα­γκαίο να θε­με­λιώ­σου­με την ουσία και το σκοπό του στρα­τού, τα κα­θή­κο­ντά του, κι απ' αυτόν τον ορι­σμό θα εξά­γει κα­νείς μετά την ορ­γά­νω­σή του, τη στρα­τη­γι­κή και την τα­κτι­κή και θα εν­σω­μα­τώ­σει αυτά τα συ­μπε­ρά­σμα­τα στους κα­νο­νι­σμούς του. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μια τέ­τοια προ­σέγ­γι­ση του ζη­τή­μα­τος είναι σχο­λα­στι­κή και άψυχη. Πόσο κοι­νό­το­πες και χωρίς πε­ριε­χό­με­νο είναι αυτές που θε­ω­ρού­νται σα βα­σι­κές αρχές της στρα­τιω­τι­κής τέ­χνης, μπο­ρεί να το δει κα­νείς από τον επί­ση­μα ανα­φε­ρό­με­νο ισχυ­ρι­σμό του Φοχ[3], ότι η ουσία του σύγ­χρο­νου πο­λέ­μου είναι: “να ανα­ζη­τη­θούν οι δυ­νά­μεις του στρα­τού του εχθρού για να ητ­τη­θούν και να κα­τα­στρα­φούν, να υιο­θε­τη­θούν, μόνο μ' αυτό τον τε­λι­κό στόχο, η κα­τεύ­θυν­ση και η τα­κτι­κή, που μπο­ρούν να οδη­γή­σουν σ' αυτόν με τον γρη­γο­ρό­τε­ρο και ασφα­λέ­στε­ρο τρόπο”.Εξαι­ρε­τι­κή εμ­βρί­θεια! Πόσο αξιο­ση­μεί­ω­τα πλα­ταί­νει τον ορί­ζο­ντά μας. Χρειά­ζε­ται μόνο να προ­σθέ­τει κα­νείς σ' αυτό ότι η ουσία των σύγ­χρο­νων με­θό­δων δια­τρο­φής έγκει­ται στο να εντο­πί­σει κα­νείς το άνοιγ­μα του στό­μα­τος, να βάλει μέσα την τροφή και αφού την έχει μα­σή­σει με τη λι­γό­τε­ρη δυ­να­τή κα­τα­βο­λή ενέρ­γειας να τη κα­τα­πιεί! Γιατί να μη προ­σπα­θή­σου­με να εξά­γου­με απ' αυτή την αρχή η οποία με κα­νέ­να τρόπο δεν είναι κα­τώ­τε­ρη από εκεί­νην που ει­ση­γή­θη­κε ο Φοχ τι ακρι­βώς είδος τρο­φής θέ­λε­ου­με και πως να τη μα­γει­ρέ­ψου­με και πότε ακρι­βώς κά­ποιος θα την κα­τα­πιεί και πάνω απ' όλα πως θα προ­μη­θευ­τού­με αυτή τη τροφή;

        Τα στρα­τιω­τι­κά θέ­μα­τα είναι πολύ εμπει­ρι­κά πολύ πρα­κτι­κά θέ­μα­τα. Είναι πολύ τολ­μη­ρό εγ­χεί­ρη­μα, να προ­σπα­θή­σει κα­νείς να το ανα­γά­γει σ' ένα σύ­στη­μα στο οποίο οι κα­νο­νι­σμοί της μά­χι­μης υπη­ρε­σί­ας, η ίδρυ­ση μιας ύλης τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων και τα κό­ψι­μο μιας στο­λής εξά­γο­νται από θε­με­λιώ­δεις αρχές. Αυτό το κα­τα­λα­βαί­νει καλά ο γέρος Κλα­ού­ζε­βιτς:

            “Δε θα ήταν ίσως αδύ­να­το, να γρα­φεί μια συ­στη­μα­τι­κή θε­ω­ρία του πο­λέ­μου, γε­μά­τη ευ­φυ­ΐα και ουσία αλλά οι θε­ω­ρί­ες που προς το παρόν δια­θέ­του­με είναι πολύ δια­φο­ρε­τι­κές. Πέρα από το αντιε­πι­στη­μο­νι­κό τους πνεύ­μα, προ­σπα­θούν τόσο σκλη­ρά να κά­νουν τα συ­στή­μα­τά  τους ολο­κλη­ρω­μέ­να και με συ­νο­χή, ώστε τα πα­ρα­γε­μί­ζουν με κοι­νο­το­πί­ες, αλη­θο­φά­νειες και ανοη­σί­ες κάθε εί­δους.”

                            5. Εμείς έχου­με, ή δεν έχου­με ένα Στρα­τιω­τι­κό Δόγμα;

            Λοι­πόν χρεια­ζό­μα­στε ή δεν χρεια­ζό­μα­στε “ένα στρα­τιω­τι­κό δόγμα”; Με­ρι­κοί με κα­τη­γο­ρούν, ότι “απο­φεύ­γω” να δώσω μια απά­ντη­ση σ' αυτήν την ερώ­τη­ση. Αλλά, τε­λι­κά, για να δώσει κα­νείς μια απά­ντη­ση θα πρέ­πει να ξέρει, γιατί τον ρω­τούν, δη­λα­δή, τι εν­νο­ούν λέ­γο­ντας στρα­τιω­τι­κό δόγμα. Μέ­χρις ότου τεθεί το ερώ­τη­μα κα­θα­ρά και κα­τα­νοη­τά, δεν μπο­ρεί κα­νείς παρά να “απο­φύ­γει” να απα­ντή­σει. Για να μπο­ρέ­σου­με να έρ­θου­με πιο κοντά στο σωστό τρόπο δια­τύ­πω­σης του ζη­τή­μα­τος, ας χω­ρί­σου­με την ίδια την ερώ­τη­ση, ακο­λου­θώ­ντας αυτά που λέ­γα­με προη­γου­μέ­νως, στα συ­στα­τι­κά της στοι­χεία: Αν κοι­τά­ξου­με μ' αυτό τον τρόπο το “στρα­τιω­τι­κό δόγμα” μπο­ρού­με να πούμε ότι απο­τε­λεί­ται από τα ακό­λου­θα στοι­χεία:

       1. Τον θε­με­λιώ­δη (τα­ξι­κό) προ­σα­να­το­λι­σμό της χώρας μας, που εκ­φρά­ζε­ται από την κυ­βέρ­νη­ση της στα ζη­τή­μα­τα της οι­κο­νο­μί­ας, της κουλ­τού­ρας και ούτω καθ' εξής, δη­λα­δή, την εσω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή.

            2. Τον διε­θνή προ­σα­να­το­λι­σμό του ερ­γα­τι­κού κρά­τους. Τις πιο ση­μα­ντι­κές γραμ­μές της διε­θνούς πο­λι­τι­κής μας και σε συ­νάρ­τη­ση μ' αυτό, τα πι­θα­νά θέ­α­τρα των στρα­τιω­τι­κών μας επι­χει­ρή­σε­ων.

            3. Τη σύν­θε­ση και τη δομή του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, σύμ­φω­να με τη φύση του ερ­γα­τι­κού και αγρο­τι­κού κρά­τους και τα κα­θή­κο­ντα των ενό­πλων δυ­νά­με­ων του.

            4. Τη στρα­τη­γι­κή και τα­κτι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού.

            Η δι­δα­σκα­λία σε θέ­μα­τα ορ­γά­νω­σης του στρα­τού (σημ. 3) μαζί με τη δι­δα­σκα­λία σε θέ­μα­τα στρα­τη­γι­κής (σημ 4), πρέ­πει προ­φα­νώς, να απο­τε­λέ­σουν το στρα­τιω­τι­κό δόγμα με την κα­νο­νι­κή (η στενή) έν­νοια της λέξης.

            Η ανά­λυ­ση θα μπο­ρού­σε να φθά­σει πιο μα­κριά. Έτσι είναι δυ­να­τό να δια­χω­ρί­σου­με από τα ση­μεία που ανα­φέ­ρα­με πα­ρα­πά­νω τα προ­βλή­μα­τα που αφο­ρούν τη τε­χνο­λο­γία του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, ή τον τρόπο με τον οποίο γί­νε­ται σ' αυτόν η προ­πα­γάν­δα κλπ.

            Πρέ­πει η Κυ­βέρ­νη­ση το Κόμμα που ηγεί­ται και το Υπουρ­γείο Πο­λέ­μου να έχουν ορι­σμέ­νες από­ψεις για όλα αυτά τα ζη­τή­μα­τα; Μα, φυ­σι­κά, πρέ­πει να έχουν. Πως θα μπο­ρού­σα­με να χτί­σου­με τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό, εάν δεν εί­χα­με από­ψεις για το ποια θα έπρε­πε να είναι η κοι­νω­νι­κή του σύν­θε­ση, η στρα­το­λό­γη­ση των αξιω­μα­τι­κών και κο­μι­σά­ριων,  για το πως θα έπρε­πε να σχη­μα­τι­σθούν οι μο­νά­δες του, να εκ­παι­δευ­τούν και να δια­παι­δα­γω­γη­θούν και λοιπά;Και τότε, δεν θα μπο­ρού­σε κα­νείς να απα­ντή­σει σ' αυτές τις ερω­τή­σεις χωρίς να εξε­τά­σει τα θε­με­λιώ­δη κα­θή­κο­ντα, εσω­τε­ρι­κά και διε­θνή, του ερ­γα­τι­κού κρά­τους. Με άλλα λόγια το Υπουρ­γείο Πο­λέ­μου πρέ­πει να έχει κα­τευ­θυ­ντή­ριες αρχές πάνω στις οποί­ες να κτί­σει, να εκ­παι­δεύ­σει και να ανα­διορ­γα­νώ­σει το στρα­τό.

            Θα έπρε­πε κα­νείς (και μπο­ρεί) να ονο­μά­σει το συ­νο­λι­κό άθροι­σμα αυτών των αρχών στρα­τιω­τι­κό δόγμα;

            Σ' αυτό, η απά­ντη­σή μου υπήρ­ξε και είναι ακόμα και τώρα: Αν θέλει κα­νείς να ονο­μά­σει το συ­νο­λι­κό άθροι­σμα των αρχών του Κόκ­κι­νου Στρα­τού και των πρα­κτι­κών με­θό­δων, στρα­τιω­τι­κό δόγμα, τότε, αν και δεν συμ­με­ρί­ζο­μαι αυτή την αδυ­να­μία για τα  ξε­βαμ­μέ­να γα­λό­νια της πα­λιάς γρα­φειο­κρα­τί­ας, δεν πρό­κει­ται να τσα­κω­θώ γι αυτό (αυτή είναι η “απο­φυ­γή” μου). Αλλά, αν είναι κα­νείς τόσο θρα­σύς, ώστε να ισχυ­ρι­σθεί, ότι δεν έχου­με αυτές τις αρχές και τις πρα­κτι­κές με­θό­δους,[4] ότι η συλ­λο­γι­κή μας σκέψη δεν έχει δου­λέ­ψει και δεν δου­λεύ­ει πάνω σ' αυτές, η απά­ντη­σή μου είναι: Δεν λέτε αλή­θεια, με­θά­τε τον εαυτό σας και τους άλ­λους με ακα­τά­σχε­τες φλυα­ρί­ες. Αντί να φω­νά­ζε­τε για το στρα­τιω­τι­κό δόγμα, δείξ­τε το, δείξ­τε μας, του­λά­χι­στον ένα μόριο που λεί­πει από τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό.

            Αλλά το όλο πρό­βλη­μα είναι, ότι μόλις οι στρα­τιω­τι­κοί μας “δογ­μα­τι­κοί”, από τους θρή­νους για το πόσο χρή­σι­μο θα ήταν ένα δόγμα, απο­πει­ρώ­νται να μας προ­μη­θεύ­ουν κι αυτοί επί­σης επα­να­λαμ­βά­νουν, όχι πολύ καλά, ότι έχει ήδη ει­πω­θεί πολύ πριν, ότι έχει γίνει συ­νεί­δη­σή μας, ότι έχει εν­σω­μα­τω­θεί στις απο­φά­σεις των συ­νε­δρί­ων του κόμ­μα­τος και των Σο­βιέτ, στα ψη­φί­σμα­τα, στα δια­τάγ­μα­τα στους κα­νο­νι­σμούς και στις οδη­γί­ες,  πολύ κα­λύ­τε­ρα και πολύ ακρι­βέ­στε­ρα από ότι  έχει γίνει από τους δήθεν νε­ω­τε­ρι­στές μας, ή πα­θαί­νουν σύγ­χυ­ση σκο­ντά­φτουν και προ­βάλ­λουν εντε­λώς απα­ρά­δε­κτες επι­νο­ή­σεις.  

            Θα το απο­δεί­ξου­με τώρα αυτό παίρ­νο­ντας υπ' όψη κάθε συ­στα­τι­κό στοι­χείο μέσα στο απο­κα­λού­με­νο στρα­τιω­τι­κό δόγμα.

                             6. Τι Εί­δους Στρα­τό Ετοι­μά­ζου­με και για ποια Κα­θή­κο­ντα;

            “Ο πα­λιός στρα­τός ήταν ένα ερ­γα­λείο τα­ξι­κής κα­τα­πί­ε­σης του ερ­γα­ζό­με­νου λαού, από την αστι­κή τάξη. Με την με­τα­βί­βα­ση της εξου­σί­ας στις ερ­γα­ζό­με­νες και κα­τα­πιε­σμέ­νες τά­ξεις, έχει προ­βά­λει η ανά­γκη για ένα στρα­τό, σαν κύριο στή­ριγ­μα της εξου­σί­ας των Σο­βιέτ προς το παρόν, και βάση για αντι­κα­τά­στα­ση του τα­κτι­κού στρα­τού με τον εξο­πλι­σμό όλου του λαού στο άμεσο μέλ­λον, και στή­ριγ­μα της επερ­χό­με­νης Σο­σια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης στην Ευ­ρώ­πη”.

            Αυτό δια­βά­ζει κα­νείς στο διά­ταγ­μα του σχη­μα­τι­σμού του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, που εκ­δό­θη­κε από το Συμ­βού­λιο των Κο­μι­σά­ριων του Λαού στις 12 Γε­νά­ρη του 1918.[5]

            Λυ­πά­μαι πολύ που δεν μπορώ να πα­ρα­θέ­σω εδώ όλα όσα είχαν ει­πω­θεί ανα­φο­ρι­κά με τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό στο πρό­γραμ­μα του Κόμ­μα­τος μας και στις απο­φά­σεις των συ­νε­δρί­ων μας. Θερμά συ­νι­στώ στον ανα­γνώ­στη να τα ξα­να­δια­βά­σει. Αυτά τα γρα­πτά είναι χρή­σι­μα και δι­δα­κτι­κά.

            Σ' αυτά δια­τυ­πώ­νε­ται πολύ κα­θα­ρά “τι εί­δους στρα­τό ετοι­μά­ζου­με και για ποια κα­θή­κο­ντα”. Τι ετοι­μά­ζο­νται οι νε­ο­φερ­μέ­νοι στρα­τιω­τι­κοί δογ­μα­τι­στές να προ­σθέ­σουν σ' αυτό; Αντί να χά­νουν άσκο­πα το χρόνο τους με το να συ­ντά­ξουν με άλλα λόγια, τις ακρι­βείς και κα­θα­ρές δια­πι­στώ­σεις, θα έκα­ναν κα­λύ­τε­ρα, να αφιε­ρώ­σουν τον εαυτό τους στο να τις εξη­γή­σουν λε­πτο­με­ρέ­στε­ρα μέσα από την προ­πα­γαν­δι­στι­κή δου­λειά ανά­με­σα στους νε­α­ρούς άν­δρες του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Αυτό θα ήταν πολύ πιο χρή­σι­μο.

            Αλλά, θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς και έχει ει­πω­θεί, ότι οι απο­φά­σεις και τα δια­τάγ­μα­τα δεν το­νί­ζουν αρ­κε­τά τον ΔΙΕ­ΘΝΗ ρόλο του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, και ιδιαί­τε­ρα, την ανά­γκη προ­ε­τοι­μα­σί­ας του για επι­θε­τι­κούς επα­να­στα­τι­κούς πο­λέ­μους. Ο Σο­λό­μιν δίνει ιδιαί­τε­ρη έμ­φα­ση σ' αυτό το ση­μείο... “Εμείς ετοι­μά­ζου­με τον τα­ξι­κό στρα­τό του προ­λε­τα­ριά­του” γρά­φει στην σε­λί­δα 22 του άρ­θρου του, “έναν ερ­γα­το-αγρο­τι­κό στρα­τό, όχι μόνο για την άμυνα απέ­να­ντι στην αντε­πα­νά­στα­ση των αστών και των γαιο­κτη­μό­νων αλλά επί­σης για επα­να­στα­τι­κούς πο­λέ­μους τόσο επι­θε­τι­κούς, όσο και αμυ­ντι­κούς ενά­ντια στις ιμπε­ρια­λι­στι­κές δυ­νά­μεις, για πο­λέ­μους μι­σο-εμ­φύ­λιου τύπου όπου η επι­θε­τι­κή στρα­τη­γι­κή μπο­ρεί να παί­ξει σπου­δαίο ρόλο”. Αυτή είναι η απο­κά­λυ­ψη, σχε­δόν το επα­να­στα­τι­κό ευαγ­γέ­λιο του Σο­λό­μιν. Αλλά, αλί­μο­νο, όπως συχνά συμ­βαί­νει με τους Απο­στό­λους, ο συγ­γρα­φέ­ας μας απα­τά­ται οι­κτρά νο­μί­ζο­ντας ότι έχει ανα­κα­λύ­ψει κάτι και­νούρ­γιο.

            Αυτός το μόνο που κάνει, είναι να δια­τυ­πώ­νει και μά­λι­στα πε­νι­χρά κάτι παλιό.

            Ακρι­βώς επει­δή ο πό­λε­μος είναι μια συ­νέ­χεια της πο­λι­τι­κής, με το όπλο στο χέρι, δεν υπήρ­ξε ποτέ κι ούτε θα μπο­ρού­σε να υπάρ­χει στο Κόμμα μας, καμιά δια­φω­νία πάνω σε αρχές σχε­τι­κά με την θέση που οι επα­να­στα­τι­κοί πό­λε­μοι μπο­ρούν και θα έπρε­πε να κα­τα­λαμ­βά­νουν στην ανά­πτυ­ξη της πα­γκό­σμιας επα­νά­στα­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης. Αυτό το θέμα βά­λα­με και ξε­κα­θα­ρί­σα­με στο ρώ­σι­κο Μαρ­ξι­στι­κό Τύπο εδώ και αρ­κε­τό καιρό. Θα μπο­ρού­σα να πα­ρα­θέ­σω δε­κά­δες κύρια άρθρα από τον τύπο του Κόμ­μα­τος, ει­δι­κά στην πε­ρί­ο­δο του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πο­λέ­μου, που θε­ω­ρούν τον επα­να­στα­τι­κό πό­λε­μο από ένα ερ­γα­τι­κό κρά­τος σαν κάτι που θε­ω­ρεί­ται δε­δο­μέ­νο.

            Αλλά θα πάω πίσω ακόμη πιο μα­κρυά και θα πα­ρα­θέ­σω με­ρι­κές γραμ­μές που είχα την ευ­και­ρία να γράψω στα 1905-1906.

“Αυτή (η ανά­πτυ­ξη της Ρώ­σι­κης επα­νά­στα­σης) δίνει άμεσα στα γε­γο­νό­τα που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται τώρα, ένα διε­θνή χα­ρα­κτή­ρα και ανοί­γει ένα πλατύ ορί­ζο­ντα. Η πο­λι­τι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση της Ρω­σί­ας κάτω από την ηγε­σία της ερ­γα­τι­κής τάξης, θα ανυ­ψώ­σει αυτή την τάξη, σ' ένα ύψος εντε­λώς άγνω­στο μέχρι στιγ­μής στην ιστο­ρία θα της με­τα­βι­βά­σει μια κο­λοσ­σιαία δύ­να­μη και πό­ρους, και θα την κάνει τον πρω­τερ­γά­τη στην κα­τα­στρο­φή του πα­γκό­σμιου κα­πι­τα­λι­σμού, για την οποία ιστο­ρία έχει δη­μιουρ­γή­σει όλες τις αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες.

            Εάν το Ρώ­σι­κο προ­λε­τα­ριά­το έχο­ντας συ­νε­χώς ανα­πτυσ­σό­με­νη δύ­να­μη, δεν πάρει την πρω­το­βου­λία να συ­νε­χί­σει την επα­νά­στα­ση στο ευ­ρω­παϊ­κό έδα­φος θα ανα­γκα­στεί να το κάνει από τις δυ­νά­μεις της αστι­κο-φε­ου­δαρ­χι­κής αντί­δρα­σης.

            Βέ­βαια θα ήταν πρό­ω­ρο αυτή τη στιγ­μή να κα­θο­ρί­σου­με τις με­θό­δους με τις οποί­ες η Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση θα εξα­πλω­θεί ενά­ντια στη γη­ραιά κα­πι­τα­λι­στι­κή Ευ­ρώ­πη. Αυτές οι μέ­θο­δοι θα απο­κα­λυ­φθούν εντε­λώς απροσ­δό­κη­τα. Ας πά­ρου­με το πα­ρά­δειγ­μα της Πο­λω­νί­ας σαν το κρίκο ανά­με­σα στην επα­να­στα­τι­κή Ανα­το­λή και στην επα­να­στα­τι­κή Δύση αν και παίρ­νου­με αυτό το πα­ρά­δειγ­μα σαν μια σκια­γρά­φη­ση της ιδέας μας παρά σαν μια πραγ­μα­τι­κή πρό­βλε­ψη.

            Ο θρί­αμ­βος της επα­νά­στα­σης στη Ρωσία θα ση­μά­νει την ανα­πό­φευ­κτη νίκη της επα­νά­στα­σης στην Πο­λω­νία. Δεν είναι δύ­σκο­λο να φα­ντα­στείς ότι η ύπαρ­ξη ενός επα­να­στα­τι­κού κα­θε­στώ­τος στις εννέα (έτσι) επαρ­χί­ες[6] της Ρώ­σι­κης Πό­λω­νί­ας θα οδη­γή­σει στην εξέ­γερ­ση της Γα­λι­κί­ας και του Πόζ­ναν[7] Οι κυ­βερ­νή­σεις των Χο­εν­ζόλ­λερν και των Αμ­βούρ­γων θα απα­ντή­σουν σ' αυτό στέλ­νο­ντας στρα­τιω­τι­κές δυ­νά­μεις στα πο­λω­νι­κά σύ­νο­ρα, με σκοπό να τα πε­ρά­σουν για να μπο­ρέ­σουν να χτυ­πή­σουν τον εχθρό τους ακρι­βώς στο κέ­ντρο του- τη Βαρ­σο­βία. Είναι πολύ κα­θα­ρό ότι η Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση δεν μπο­ρεί να αφή­σει τη Δυ­τι­κή εμπρο­σθο­φυ­λα­κή της στα χέρια των Πρώσ­σο-Αυ­στρια­κών στρα­τιω­τι­κών. Ο πό­λε­μος ενά­ντια στις κυ­βερ­νή­σεις του Γου­λιέλ­μου του 1ου και του Φε­α­γκί­σκου Ιωσήφ κάτω απ' αυτές τις συν­θή­κες θα γι­νό­ταν μια πράξη αυ­το­ά­μυ­νας από την πλευ­ρά της επα­να­στα­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης της Ρω­σί­ας. Ποια στάση λοι­πόν θα κρα­τού­σε το αυ­στρια­κό και το γερ­μα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το τότε; Είναι προ­φα­νές ότι δεν θα μπο­ρού­σαν να μεί­νουν ψυ­χροί πα­ρα­τη­ρη­τές ενώ οι στρα­τοί των χωρών τους θα ξε­κι­νού­σαν μια αντε­πα­να­στα­τι­κή σταυ­ρο­φο­ρία. Ένας πό­λεμς ανά­με­σα στην αστι­κο-φε­ου­δαρ­χι­κή Γερ­μα­νία και την επα­να­στα­τι­κή Ρωσία θα οδη­γού­σε ανα­πό­φευ­κτα σε μια προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στση στη Γερ­μα­νία. Θα μπο­ρού­σα­με να πούμε σ' αυ­τούς που θε­ω­ρούν αυτό τον ισχυ­ρι­σμό πολύ κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό να προ­σπα­θή­σουν και να σκε­φτούν οποιο­δή­πο­τε άλλο ιστο­ρι­κό γε­γο­νός που θα μπο­ρού­σε να ανα­γκά­σει τους Γερ­μα­νούς ερ­γά­τες και τους Γερ­μα­νούς αντι­δρα­στι­κούς να έρ­θουν σε μια ανοι­χτή ανα­μέ­τρη­ση”. (Βλέπε Τρό­τσκι “Nasha Revolyutsiya” Η Επα­νά­στα­σή μας σελ 280)[8]

            Φυ­σι­κά τα γε­γο­νό­τα δεν δια­δρα­μα­τί­στη­καν με την ιστο­ρι­κή σειρά που δη­λώ­νε­ται εδώ-απλά σαν ένα πα­ρά­δειγ­μα για να σκια­γρα­φη­θεί μια ιδέα σ' αυτές τις γραμ­μές που γρά­φτη­καν δε­κα­έ­ξι χρό­νια πριν. Αλλά η βα­σι­κή  πο­ρεία της ανά­πτυ­ξης έχει επα­λη­θεύ­σει και εξα­κο­λου­θεί να επα­λη­θεύ­ει την πρό­γνω­ση ότι η εποχή της προ­λε­τα­ρια­κής επα­νά­στα­σης την φέρ­νει ανα­πό­φευ­κτα στο πεδίο της μάχης ενά­ντια στις δυ­νά­μεις της πα­γκό­σμιας αντί­δρα­σης. Έτσι από μιά­μι­ση δε­κα­ε­τία πριν, ήδη κα­τα­λά­βα­με καλά στην ουσία “Τι εί­δους στρα­τό και για ποια κα­θή­κο­ντα” έπρε­πε να προ­ε­τοι­μα­στού­με.

                                             7. Επα­να­στα­τι­κή Πο­λι­τι­κή και Με­θο­δι­σμός

            Έτσι λοι­πόν, για μας δεν τί­θε­ται θέμα αρχής όσο αφορά τον επα­να­στα­τι­κό επι­θε­τι­κό πό­λε­μο. Αλλά σε σχέση με το “δόγμα¨, το προ­λε­τα­ρια­κό κρά­τος πρέ­πει να πει το ίδιο που είχε δια­τυ­πω­θεί στο τε­λευ­ταίο συ­νέ­δριο της Διε­θνούς ανα­φο­ρι­κά με την επα­να­στα­τι­κή επί­θε­ση των ερ­γα­τι­κών μαζών σε ένα αστι­κό κρά­τος (το δόγμα της επί­θε­σης) μόνο ένα προ­δό­της θα μπο­ρού­σε να αρ­νη­θεί την επί­θε­ση, αλλά μόνο ένας αφελή ςθα (υπο­βι­βά­ζει) την συ­νο­λι­κή μας στρα­τη­γι­κή στην επί­θε­ση.

            Δυ­στυ­χώς δεν είναι λίγοι οι αφε­λείς της επί­θε­σης ανά­με­σα στους νε­ο­εμ­φα­νι­ζό­με­νους δογ­μα­τι­στές μας, που κάτω από τη ση­μαία του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος προ­σπα­θούν να πα­ρου­σιά­σουν μέσα στους στρα­τιω­τι­κούς μας κύ­κλους εκεί­νες τις μο­νό­πλευ­ρες “αρι­στε­ρές “ τά­σεις, οι οποί­ες στο Τρίτο Κομ­μου­νι­στι­κό Συ­νέ­δριο έφθα­σαν στο από­γειό τους, σαν τη θε­ω­ρία της επί­θε­σης. Εφ' όσον (!) ζούμε σε μια επα­να­στα­τι­κή εποχή, γι αυτό (!) το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα πρέ­πει να ασκή­σει μια επι­θε­τι­κή πο­λι­τι­κή. Το να με­τα­φρά­σεις τον “αρι­στε­ρι­σμό” στην γλώσ­σα του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος ση­μαί­νει  να πολ­λα­πλα­σιά­σεις το λάθος. Ενώ δια­τη­ρούν την αρ­χι­κή δια­κή­ρυ­ξη για μια αδιάλ­λα­κτη τα­ξι­κή πάλη, οι μαρ­ξι­στι­κές τά­σεις ταυ­τό­χρο­να χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από εξαι­ρε­τι­κή ευ­λυ­γι­σία και κι­νη­τι­κό­τη­τα , ή για να μι­λή­σου­με στην στρα­τιω­τι­κή γλώσ­σα, ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς. Σ' αυτήν την στα­θε­ρό­τη­τα αρχής μαζί με την ευ­καμ­ψία της με­θό­δου και του σχή­μα­τος αντι­πα­ρα­τί­θε­ται ένας στυ­γνός με­θο­δι­σμός που ανά­γει σε μια από­λυ­τη μέ­θο­δο τέ­τοια θέ­μα­τα σαν την συμ­με­το­χή μας ή τη μη συμ­με­το­χή μας σε κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δου­λειά, την απο­δο­χή ή την απόρ­ρι­ψη από μέ­ρους μας συμ­φω­νιών με μή Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα και ορ­γα­νι­σμούς- μια από­λυ­τη μέ­θο­δος που ισχυ­ρί­ζε­ται ότι αρ­μό­ζει σε κάθε συν­δυα­σμό πε­ρι­στά­σε­ων.

            Η πραγ­μα­τι­κή λέξη “με­θο­δι­σμός” χρη­σι­μο­ποιεί­ται πιο συχνά σε γρα­πτά πάνω στην στρα­τιω­τι­κή στρα­τη­γι­κή. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των επι­γό­νων των μέ­τριων στρα­τιω­τι­κών ηγε­τών και οπα­δών της ρου­τί­νας, είναι ο αγώ­νας επι­στρο­φής σ' ένα στα­θε­ρό σύ­στη­μα, ένα ασφα­λή συν­δυα­σμό πρά­ξε­ων που αντα­πο­κρί­νο­νται στις ει­δι­κές συν­θή­κες.

            Μια και οι άν­θρω­ποι δεν διε­ξά­γουν πο­λέ­μους συ­νέ­χεια, αλλά με με­γά­λα δια­λείμ­μα­τα με­τα­ξύ των πο­λέ­μων, είναι λο­γι­κό, οι μέ­θο­δοι και οι δια­δι­κα­σί­ες του προη­γού­με­νου πο­λέ­μου να κυ­ριαρ­χούν στο σκε­πτι­κό των στρα­τιω­τι­κών κατά τη διάρ­κεια της ει­ρή­νης.   

            Αυτός είναι ο λόγος που ο με­θο­δι­σμός, απο­κα­λύ­πτε­ται πια εντυ­πω­σια­κά στην στρα­τιω­τι­κή σφαί­ρα. Οι λα­θε­μέ­νες τά­σεις του με­θο­δι­σμού βρί­σκουν ανα­ντίρ­ρη­τα έκ­φρα­ση στις προ­σπά­θειες να κα­τα­σκευα­στεί ένα δόγμα του “επι­θε­τι­κού επα­να­στα­τι­κού πο­λέ­μου”.   

            Αυτό το δόγμα πε­ριέ­χει δυο στοι­χεία: διε­θνή-πο­λι­τι­κά και επι­χει­ρη­σια­κά-στρα­τη­γι­κά.

            Υπάρ­χει ένα ζή­τη­μα, από τη μια μεριά της ανά­πτυ­ξης στην γλώσ­σα του πο­λέ­μου μιας επι­θε­τι­κής διε­θνούς πο­λι­τι­κής πε­ριο­ρι­σμέ­νης στο να επι­σπεύ­σει την επα­να­στα­τι­κή λύση και από την άλλη, της επέν­δυ­σης της στρα­τη­γι­κής του Κόκ­κι­νου Στρα­τού με ένα επι­θε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Αυτά τα δύο ζη­τή­μα­τα πρέ­πει να χω­ρι­στούν, έστω και αλ­λη­λέν­δε­τα από πολ­λές από­ψεις.

            Το ότι δεν αρ­νού­μα­στε τους επα­να­στα­τι­κούς πο­λέ­μους απο­δει­κνύ­ε­ται όχι μόνο από άρθρα και απο­φά­σεις, αλλά επί­σης από με­γά­λα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα. Όταν η πο­λω­νέ­ζι­κη μπουρ­ζουα­ζία την Άνοι­ξη του 1920, κι­νή­θη­κε ενά­ντιά μας προ­σπα­θή­σα­με να με­τα­τρέ­ψου­με την άμυνα μας σε μια επα­να­στα­τι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα.

            Είναι αλή­θεια ότι η προ­σπά­θεια μας δεν στέ­φθη­κε με επι­τυ­χία. Αλλά ακρι­βώς απ' αυτό, βγαί­νει το κα­θό­λου ασή­μα­ντο συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό συ­μπέ­ρα­σμα ότι ο επα­να­στα­τι­κός πό­λε­μος, ένα αδια­φι­λο­νί­κη­το ερ­γα­λείο της πο­λι­τι­κής μας σε δο­σμέ­νες συν­θή­κες, να οδη­γή­σει σε ένα απο­τέ­λε­σμα αντί­θε­το από το ανα­με­νό­με­νο.  

            Κατά την πε­ρί­ο­δο του Μπρεστ-Λι­τόφσκ, εί­μα­στε για πρώτη φορά ανα­γκα­σμέ­νοι να εφαρ­μό­σου­με σε ευ­ρεία κλί­μα­κα μια τα­κτι­κή πο­λι­τι­κο­στρα­τη­γι­κής υπο­χώ­ρη­σης.

            Φά­νη­κε σε πολ­λούς εκεί­νη την εποχή ότι αυτό θα απο­δει­κνύ­ο­νταν μοι­ραίο για μας. Αλλά μόνο μέσα σε λί­γους μήνες, φά­νη­κε ότι ο χρό­νος είχε δου­λέ­ψει καλά για μας. Τον Φλε­βά­ρη του 1918 ο Γερ­μα­νι­κός μι­λι­τα­ρι­σμός, αν και ήδη υπο­νο­μευ­μέ­νος, ήταν πα­ρό­λα αυτά αρ­κε­τά δυ­να­τός για να μας συ­ντρί­ψει, με τις στρα­τιω­τι­κές μας δυ­νά­μεις που ήταν ασή­μα­ντες εκεί­νη την εποχή. Τον Νο­έμ­βρη ο Γερ­μα­νι­κός μι­λι­τα­ρι­σμός κο­νιορ­το­ποι­ή­θη­κε. Η υπο­χώ­ρη­ση μας στο πεδίο της διε­θνούς πο­λι­τι­κής στο Μπρεστ ήταν η σω­τη­ρία μας.

            Μετά το Μπρεστ ανα­γκα­στή­κα­με να διε­ξά­γου­με έναν αδιά­κο­πο πό­λε­μο κατά των Λευ­κο­φρου­ρών και των δυ­νά­με­ων της ξένης επέμ­βα­σης. Αυτός ο μι­κρής κλί­μα­κας πό­λε­μος ήταν τόσο αμυ­ντι­κός όσο και επι­θε­τι­κός, τόσο πο­λι­τι­κά όσο και στρα­τιω­τι­κά. Συ­νο­λι­κά, πά­ντως, η διε­θνής μας πο­λι­τι­κή, σαν κρά­τος εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο, ήταν κυ­ρί­ως μια πο­λι­τι­κή άμυ­νας και υπο­χώ­ρη­σης (άρ­νη­ση σο­βιε­τι­κο­ποί­η­σης των κρα­τών της Βαλ­τι­κής, οι συ­χνές προ­σφο­ρές μας να διε­ξά­γου­με ει­ρη­νευ­τι­κές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις, μαζί με την προ­θυ­μία μας να κά­νου­με πολύ με­γά­λες υπο­χω­ρή­σεις, η “Νέα Οι­κο­νο­μι­κή Πο­λι­τι­κή”, η ανα­γνώ­ρι­ση των χρεών κτλ).

            Ιδιαί­τε­ρα εί­μα­στε πολύ διαλ­λα­κτι­κοί σε σχέση με την Πο­λω­νία, προ­σφέ­ρο­ντας όρους πολύ ευ­νοϊ­κό­τε­ρους από εκεί­νους που της είχαν υπο­δει­χθεί από τις χώρες της Ανταντ. Οι προ­σπά­θειές μας δεν στέ­φθη­καν με επι­τυ­χία. Ο Πιλ­σουδ­σκι μας επι­τέ­θη­κε. Αυτός ο πό­λε­μος πήρε ένα κα­θα­ρά αμυ­ντ­κό χα­ρα­κτή­ρα για μας. Αυτό το γε­γο­νός συ­νει­σέ­φε­ρε τε­ρά­στια συ­σπεί­ρω­ση της κοι­νής γνώ­μης, όχι μόνο ανά­με­σα στους ερ­γά­τες και τους αγρό­τες, αλλά ακόμη και ανά­με­σα σε πολλά στοι­χεία της αστι­κής δια­νό­η­σης. Η επι­τυ­χη­μέ­νη άμυνα φυ­σι­κά με­τα­τρά­πη­κε σε μια θριαμ­βευ­τι­κή εί­θε­ση. Αλλά εμείς υπε­ρε­κτι­μή­σα­με την επα­να­στα­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα στην εσω­τε­ρι­κή κα­τά­στα­ση της Πο­λω­νί­ας εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο.

            Αυτή η υπε­ρε­κτί­μη­ση εκ­φρά­στη­κε μέσα από τον υπερ­βο­λι­κά επι­θε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα των ενερ­γειών μας, που εξά­ντλη­σε τους πό­ρους μας. Ξε­κι­νή­σα­με πολύ λίγο εφο­δια­σμέ­νοι και το απο­τέ­λε­σμα είναι γνω­στό μας πέ­τα­ξαν έξω.

            Σχε­δόν την ίδια εποχή, το ισχυ­ρό επα­να­στα­τι­κό κύμα στην Ιτα­λία είχε ανα­χαι­τι­στεί-όχι τόσο από την αντί­στα­ση των αστών, όσο από την χωρίς πίστη πα­θη­τι­κό­τη­τα των ηγε­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων των ερ­γα­τών.

            Η απο­τυ­χία της πο­ρεί­ας μας τον Αύ­γου­στο στην Βαρ­σο­βία και η ήττα του κι­νή­μα­τος τον Σε­πτέμ­βρη στην Ιτα­λία, άλ­λα­ξαν τον συ­σχε­τι­σμό των δυ­νά­με­ων υπέρ της μπουρ­ζουα­ζί­ας σ' ολό­κλη­ρη την Ευ­ρώ­πη. Από τότε και μετά, μια με­γα­λύ­τε­ρη στα­θε­ρό­τη­τα έχει πα­ρα­τη­ρη­θεί στην πο­λι­τι­κή θέση της μπουρ­ζουα­ζί­ας και με­γα­λύ­τε­ρη σι­γου­ριά στη συ­μπε­ρι­φο­ρά της. Η προ­σπά­θεια από το Γερ­μα­νι­κό Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα να επι­σπεύ­σει την τε­λι­κή λύση με μια τε­χνη­τή γε­νι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα, δεν έφερε και δεν μπο­ρού­σε να φέρει το επι­θυ­μη­τό απο­τέ­λε­σμα. Το επα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα έδει­ξε ότι ο ρυθ­μός του είναι αρ­γό­τε­ρος απ' ότι προσ­δο­κού­σα­με στα 1918-1919. Το κοι­νω­νι­κό έδα­φος συ­νε­χί­ζει παρ' όλα αυτά να είναι σπαρ­μέ­νο με νάρ­κες. Η κρίση στο εμπό­ριο και στην βιο­μη­χα­νία παίρ­νει τε­ρά­στιες δια­στά­σεις. Από­το­μες αλ­λα­γές στην πο­λι­τι­κή ανά­πτυ­ξη με τη μορφή επα­να­στα­τι­κών εκρή­ξε­ων είναι πολύ πι­θα­νές στο άμεσο μέλ­λον.

            Αλλά γε­νι­κά η εξέ­λι­ξη έχει πάρει ένα πιο πα­ρα­τε­τα­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα. Το 3ο Συ­νέ­δριο της Διε­θνούς κά­λε­σε τα Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα να προ­ε­τοι­μα­στούν ολό­πλευ­ρα και πιο επί­μο­να.

            Σε πολ­λές χώρες οι Κομ­μου­νι­στές έχουν υπο­χρε­ω­θεί να κά­νουν ση­μα­ντι­κές στρα­τη­γι­κές υπο­χω­ρή­σεις αρ­νού­με­νοι την άμεση εκ­πλή­ρω­ση εκεί­νων των κα­θη­κό­ντων τα οποία πρό­σφα­τα είχαν οι ίδιοι θέσει. Η πρω­το­βου­λία της επί­θε­σης έχει προ­σω­ρι­νά πε­ρά­σει στην μπουρ­ζουα­ζία.

            Η δου­λειά των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των είναι τώρα κυ­ρί­ως αμυ­ντι­κή και ορ­γα­νω­τι­κά προ­πα­ρα­σκευα­στι­κή. Η επα­να­στα­τι­κή μας άμυνα πα­ρα­μέ­νει όπως πάντα ελα­στι­κή και εύ­πλα­στη έτσι ώστε να μπο­ρεί να με­τα­τρα­πεί, δο­σμέ­νης μιας αντί­στοι­χης αλ­λα­γής των συν­θη­κών, σε μια αντε­πί­θε­ση που μπο­ρεί να κο­ρυ­φω­θεί σ' ένα απο­φα­σι­στι­κό αγώνα.

            Η απο­τυ­χία της πο­ρεί­ας στη Βαρ­σο­βία, η νίκη των αστών στην Ιτα­λία και η προ­σω­ρι­νή άμπω­τις στη Γερ­μα­νία, μας ανά­γκα­σε να κά­νου­με μια από­το­μη υπο­χώ­ρη­ση που άρ­χι­σε με τη συμ­φω­νία της Ρίγας και τε­λεί­ω­σε με την υπό όρους ανα­γνώ­ρι­ση των χρεών του Τσά­ρου.

            Κατά την ίδια πε­ρί­ο­δο, κά­να­με μια υπο­χώ­ρη­ση όχι μι­κρό­τε­ρης ση­μα­σί­ας στο επί­πε­δο της οι­κο­νο­μι­κής οι­κο­δό­μη­σης: η απο­δο­χή των πα­ρα­χω­ρή­σε­ων, η κα­τάρ­γη­ση του μο­νο­πω­λί­ου των σι­τη­ρών, η υπε­νοι­κί­α­ση πολ­λών βιο­μη­χα­νι­κών επι­χει­ρή­σε­ων και λοιπά.

            Η βα­σι­κή αιτία για αυτές τις συ­νε­χείς υπο­χω­ρή­σεις θα πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θεί στην συ­νε­χι­ζό­με­νη κα­πι­τα­λι­στι­κή στα­θε­ρό­τη­τα του αστι­κού κα­θε­στώ­τος.

             Τι ακρι­βώς είναι αυτό που θέ­λουν οι υπο­στη­ρι­χτές αυτοί του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος-χά­ριν συ­ντο­μί­ας θα τους απο­κα­λού­με δογ­μα­τι­κούς, έναν ορι­σμό που έχουν κερ­δί­σει- όταν απαι­τούν να προ­σα­να­το­λί­σου­με τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό προς τον επα­να­στα­τι­κό πό­λε­μο;

            Θέ­λουν μια απλή ανα­γνώ­ρι­ση αρχής.

            Εάν ναι, τότε πα­ρα­βιά­ζουν ανοι­κτές πύλες. Ή μήπως θε­ω­ρούν ότι οι συν­θή­κες στη διε­θνή ή στην εσω­τε­ρι­κή μας κα­τά­στα­ση έχουν τόσο ωρι­μά­σει ώστε βά­ζουν ένα επα­να­στα­τι­κό επι­θε­τι­κό πό­λε­μο στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη;

            Αλλά, σ' αυτή την πε­ρί­πτω­ση, οι δογ­μα­τι­κοί μας θα έπρε­πε να έχουν στόχο των χτυ­πη­μά­των τους όχι το Υπουρ­γείο Πο­λέ­μου, αλλά το Κόμμα μας και την Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνή, το φε­τι­νό κα­λο­καί­ρι απέρ­ρι­ψε την επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή της επί­θε­σης σαν ανε­πί­και­ρη, κά­λε­σε όλα τα Κόμ­μα­τα να ανα­λά­βουν προ­σε­χτι­κή προ­πα­ρα­σκευα­στι­κή δου­λειά και υιο­θέ­τη­σε την αμυ­ντι­κή πο­λι­τι­κή και την πο­λι­τι­κή ελιγ­μών της Σο­βιε­τι­κής Ρω­σί­ας,σαν πο­λι­τι­κή αντα­πο­κρι­νό­με­νη στις πε­ρι­στά­σεις μας.

            Ή μήπως με­ρι­κοί από τους δογ­μα­τι­κούς μας θε­ω­ρούν ότι ενώ τα “ασθε­νι­κά” Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα στα αστι­κά κράτη πρέ­πει να συ­νε­χί­ζουν την προ­πα­ρα­σκευα­στι­κή δου­λειά, ο “πα­ντο­δύ­να­μος” Κόκ­κι­νος Στρα­τός θα έπρε­πε να ανα­λά­βει επι­θε­τι­κό επα­να­στα­τι­κό πό­λε­μο. Υπάρ­χουν ίσως κά­ποιοι ανυ­πό­μο­νοι στρα­τη­γοί που σκο­πεύ­ουν να με­τα­βι­βά­σουν πάνω στους ώμους του Κόκ­κι­νου Στρα­τού το βάρος της “τε­λι­κής απο­φα­σι­στι­κής σύ­γκρου­σης” σ' ολό­κλη­ρο τον κόσμο ή του­λά­χι­στον στην Ευ­ρώ­πη. Όποιος στα σο­βα­ρά προ­πα­γαν­δί­ζει τέ­τοια πο­λι­τι­κή θα έκανε το κα­λύ­τε­ρο να κρε­μά­σει στο λαιμό του μια μυ­λό­πε­τρα και μετά να πρά­ξει σύμ­φω­να με τις ακό­λου­θες οδη­γί­ες που δί­νο­νται στο Ευαγ­γέ­λιο.[9]

                                            8. Εκ­παί­δευ­ση “Στο Πνεύ­μα” της Επί­θε­σης

            Ζη­τώ­ντας να απαλ­λά­ξει τον εαυτό του, από τις αντι­φά­σεις που εμπε­ριέ­χο­νται μέσα σ' ένα δόγμα της επί­θε­σης που προ­βάλ­λε­ται στη διάρ­κεια μιας επο­χής αμυ­ντι­κής υπο­χώ­ρη­σης, ο σύ­ντρο­φος ο Σο­λό­μιν ντύ­νει το “δόγμα” του επα­να­στα­τι­κού πο­λέ­μου με.....εκ­παι­δευ­τι­κή έν­νοια. Προς το παρόν πα­ρα­δέ­χε­ται ότι πραγ­μα­τι­κά εν­δια­φε­ρό­μα­στε για την ει­ρή­νη και θα κά­νου­με τα πάντα να την δια­φυ­λά­ξου­με. Αλλά, παρά την αμυ­ντι­κή μας πο­λι­τι­κή, οι επα­να­στα­τι­κοί πό­λε­μοι είναι ανα­πό­φευ­κτοι. Πρέ­πει να εί­μα­στε έτοι­μοι γι αυ­τούς και επο­μέ­νως πρέ­πει να καλ­λιερ­γή­σου­με ένα επι­θε­τι­κό”πνεύ­μα¨για τις απαι­τή­σεις του μέλ­λο­ντος. Η επί­θε­ση πρέ­πει να γίνει κα­τα­νοη­τή ως εκ τού­του, όχι με μια σω­μα­τι­κή έν­νοια, αλλά στο πνεύ­μα και στην αλή­θεια.[10] Μ' άλλα λόγια, ο σύ­ντρο­φος Σο­λό­μιν θέλει να έχει έτοι­μη για επι­στρά­τευ­ση μαζί με μια προ­μή­θεια μπι­σκό­των για το στρα­τό, επί­σης και μια προ­μή­θεια εν­θου­σια­σμού για την επί­θε­ση.

            Τα πράγ­μα­τα δεν βελ­τιώ­νο­νται όσο προ­χω­ρού­με. Ενώ εί­δα­με νω­ρί­τε­ρα ότι ο πιο σο­βα­ρός μας κρι­τής υστε­ρεί στην κα­τα­νό­η­ση της επα­να­στα­τι­κής μας στρα­τη­γι­κής, τώρα αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε ότι υστε­ρεί επί­σης στην κα­τα­νό­η­ση των νόμων της επα­να­στα­τι­κής ψυ­χο­λο­γί­ας. Χρεια­ζό­μα­στε την  ει­ρή­νη όχι για δογ­μα­τι­κούς λό­γους, αλλά γιατί ο ερ­γα­ζό­με­νος λαός πέ­ρα­σε πολλά από πο­λέ­μους και στε­ρή­σεις. Οι προ­σπά­θειές μας κα­τευ­θύ­νο­νται στο να δια­τη­ρή­σου­με για τους ερ­γά­τες και τους αγρό­τες μια πε­ρί­ο­δο ει­ρή­νης, όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο γί­νε­ται. Εξη­γού­με στον ίδιο το στρα­τό ότι ο μόνος λόγος που δεν μπο­ρού­με να τους απο­στρα­τεύ­σου­με είναι οι νέες επι­θέ­σεις που μας απει­λούν. Απ' αυτές τις συν­θή­κες ο Σο­λό­μιν αντλεί το συ­μπέ­ρα­σμα ότι πρέ­πει να “εκ­παι­δεύ­σου­με” τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό στην ιδε­ο­λο­γία του επι­θε­τι­κού επα­να­στα­τι­κού πο­λέ­μου. Τι ιδε­α­λι­στι­κή άποψη της “εκ­παί­δευ­σης”! “Δεν εί­μα­στε αρ­κε­τά  ισχυ­ροί για να πάμε στον πό­λε­μο και δεν σκο­πεύ­ου­με να πάμε στον πό­λε­μο, αλλά πρέ­πει να εί­μα­στε έτοι­μοι”- ο σύ­ντρο­φος ο Σο­λό­μιν θλιμ­μέ­να φι­λο­σο­φεί- “και γι αυτό πρέ­πει να ετοι­μα­ζό­μα­στε για την επί­θε­ση: Σ' αυτήν την αντι­φα­τι­κή φόρ­μου­λα φθά­νου­με”. Η φόρ­μου­λα είναι πράγ­μα­τι αντι­φα­τι­κή. Αλλά αν ο Σο­λό­μιν νο­μί­ζει ότι αυτή είναι μια “καλή”, μια δια­λε­κτι­κή αντί­φα­ση κάνει λάθος. Είναι σύγ­χυ­ση απλή και κα­θα­ρή.

            Ένα από τα πιο ση­μα­ντι­κά κα­θή­κο­ντα της εσω­τε­ρι­κής μας πο­λι­τι­κής τον τε­λευ­ταίο καιρό ήταν το να πλη­σιά­σου­με τον αγρό­τη.

            Αντι­με­τω­πί­ζου­με το αγρο­τι­κό ζή­τη­μα με ιδιαί­τε­ρη οξύ­τη­τα στον στρα­τό. Πι­στεύ­ει στα σο­βα­ρά ο Σο­λό­μιν ότι σή­με­ρα όταν ο άμε­σος κίν­δυ­νος επι­στρο­φής των γαιο­κτη­μό­νων έχει εκλεί­ψει και η Επα­νά­στα­ση στην Ευ­ρώ­πη ακόμη πα­ρα­μέ­νει μια δυ­να­τό­τη­τα μπο­ρού­με να συ­γκε­ντρώ­σου­με στο στρα­τό μας πάνω από ένα εκα­τομ­μύ­ριο άντρες, από τους οποί­ους τα εννέα δέ­κα­τα είναι αγρό­τες, κάτω από το λά­βα­ρο του επι­θε­τι­κού πο­λέ­μου με στόχο να φέ­ρουν σε πέρας τη λύση της προ­λε­τα­ρια­κής επα­νά­στα­σης; Μια τέ­τοια προ­πα­γάν­δα είναι νεκρή από την ώρα που θα γεν­νη­θεί. Δεν σκο­πεύ­ου­με βέ­βαια ούτε στιγ­μή να κρύ­ψου­με από τον ερ­γα­ζό­με­νο λαό, μαζί και τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό, ότι εί­μα­στε πάντα από θέση αρχής υπέρ του επι­θε­τι­κού επα­να­στα­τι­κού πο­λέ­μου, στις συν­θή­κες εκεί­νες όπου ένα τέ­τοιος πό­λε­μος μπο­ρεί να βοη­θή­σει να ελευ­θε­ρω­θούν οι ερ­γα­ζό­με­νοι των άλλων χωρών. Αλλά να υπο­θέ­σου­με ότι μπο­ρεί κα­νείς στη βάση αυτού του ζη­τή­μα­τος αρχής να δη­μιουρ­γή­σει ή να καλ­λιερ­γή­σει μια απο­τε­λε­σμα­τι­κή ιδε­ο­λο­γία για τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό υπό τις υπάρ­χου­σες συν­θή­κες, αυτό ση­μαί­νει ότι απέ­τυ­χε να κα­τα­λά­βει τόσο τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό, όσο και αυτές τις συν­θή­κες.

            Πραγ­μα­τι­κά, κα­νέ­νας λο­γι­κός άν­δρας του Κόκ­κι­νου Στρα­τού δεν αμ­φι­βά­λει, ότι, αν δεν δε­χθού­με αυτό τον χει­μώ­να ή την άνοι­ξη μια επί­θε­ση εμείς βέ­βαια δεν πρό­κει­ται να ενο­χλή­σου­με την ει­ρή­νη, αλλά θα εντεί­νου­με τις προ­σπά­θειές μας να επου­λώ­σου­με τις πλη­γές μας, εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι την ανα­κω­χή. Στην εξου­θε­νω­μέ­νη μας χώρα μα­θαί­νου­με την τέχνη του στρα­τιώ­τη, να εξο­πλί­ζου­με και να χτί­ζου­με ένα με­γά­λο στρα­τό με σκοπό να αμυν­θού­με σε μια επί­θε­ση. Εδώ έχεις ένα “δόγμα” κα­θα­ρό, απλό και σύμ­φω­νο με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

            Ήταν ακρι­βώς επει­δή θέ­σα­με το ζή­τη­μα την άνοι­ξη του 1920 με αυτό τον τρόπο, που κάθε άντρας του Κόκ­κι­νου Στρα­τού ήταν στα­θε­ρά πει­σμέ­νος ότι η αστι­κή Πο­λω­νία μας είχε επι­βά­λει έναν πό­λε­μο που δεν τον θε­λή­σα­με και από τον οποίο προ­σπα­θή­σα­με να προ­στα­τεύ­σου­με το λαό, κά­νο­ντας πολύ με­γά­λες πα­ρα­χω­ρή­σεις. Ήταν αυτή ακρι­βώς η βε­βαιό­τη­τα που γέν­νη­σε την τρο­με­ρή αγα­νά­κτη­ση και το μίσος που νιώ­σα­με για τον εχθρό. Οφει­λό­ταν ακρι­βώς σ' αυτό, το ότι εκεί­νος ο πό­λε­μος που άρ­χι­σε σαν αμυ­ντι­κός, μπό­ρε­σε στη συ­νέ­χεια να εξε­λι­χθεί σ' ένα επι­θε­τι­κό πό­λε­μο. Η αντί­φα­ση με­τα­ξύ της αμυ­ντι­κής προ­πα­γάν­δας και του επι­θε­τι­κού (σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση) χα­ρα­κτή­ρα του πο­λέ­μου ήταν μια “καλή”, ζω­ντα­νή, δια­λε­κτι­κή αντί­φα­ση. Και δεν εί­χα­με πε­ρι­θώ­ρια τέ­τοια ώστε να αλ­λά­ξου­με τον χα­ρα­κτή­ρα και την κα­τεύ­θυν­ση της εκ­παι­δευ­τι­κής μας δου­λειάς στο στρα­τό μόνο και μόνο για να ευ­χα­ρι­στή­σου­με αυ­τούς τους συγ­χυ­σμέ­νους έστω και αν μι­λούν στο όνομα του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος. 

            Εκεί­νοι που μι­λούν για επα­να­στα­τι­κούς πο­λέ­μους συ­νή­θως αντλούν την έμπνευ­ση τους από ανα­μνή­σεις των πο­λέ­μων της Με­γά­λης Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης. Και στη Γαλ­λία, επί­σης, ξε­κί­νη­σαν με άμυνα. Δη­μιούρ­γη­σαν ένα στρα­τό για άμυνα και στη συ­νέ­χεια πέ­ρα­σαν στην επί­θε­ση. Στον ρυθμό της Μασ­σα­λιώ­τι­δας, οι οπλι­σμέ­νοι “ξε­βρά­κω­τοι” επα­να­στά­τες σά­ρω­σαν με την επα­να­στα­τι­κή τους σκού­πα όλη την Ευ­ρώ­πη. Οι ιστο­ρι­κές ανα­λο­γί­ες είναι πολύ προ­κλη­τι­κές. Αλλά πρέ­πει να είναι κα­νείς προ­σε­κτι­κός όταν ανα­τρέ­χει σ' αυτές. Αλ­λιώς, τα τυ­πι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ομοιό­τη­τας μπο­ρεί να πα­ρα­σύ­ρουν κά­ποιον στο να πα­ρα­βλέ­ψει τα ου­σια­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της δια­φο­ράς. Η Γαλ­λία ήταν τα τέλεη του 18ου αιώνα η πλου­σιό­τε­ρη και πιο πο­λι­τι­σμέ­νη χώρα της Ευ­ρω­παϊ­κής η πεί­ρου. Στον 20ο αιώνα η Ρωσία είναι η φτω­χό­τε­ρη και πιο υπα­νά­πτυ­κτη χώρα της Ευ­ρώ­πης. Συ­γκρί­νο­ντας τα επα­να­στα­τι­κά κα­θή­κο­ντα που αντι­με­τω­πί­ζου­με εμείς σή­με­ρα, το επα­να­στα­τι­κό κα­θή­κον στον γαλ­λι­κό στρα­τό ήταν πολύ πιο επι­πό­λαιο στον χα­ρα­κτή­ρα.

            Εκεί­νη την εποχή, υπήρ­χε ένα ζή­τη­μα ανα­τρο­πής των “τυ­ράν­νων” κα­τάρ­γη­σης ή μεί­ω­σης της φε­ου­δαρ­χι­κής δου­λο­πα­ροι­κί­ας. Σή­με­ρα μπαί­νει το ζή­τη­μα της πλή­ρους κα­τα­στρο­φής της εκ­με­τάλ­λευ­σης και της τα­ξι­κής κα­τα­πί­ε­σης. Αλλά ο ρόλος των όπλων της Γαλ­λί­ας-δη­λα­δή μιας προ­ο­δευ­μέ­νης χώρας σς σχέση με την υπο­α­νά­πτυ­κτη Ευ­ρώ­πη- απο­δεί­χτη­κε ότι είναι πολύ πε­ριο­ρι­σμέ­νος και πα­ρο­δι­κός. Με την πτώση του Βο­να­παρ­τι­σμού ο οποί­ος προ­ήλ­θε από τον επα­να­στα­τι­κό πό­λε­μο, η Ευ­ρώ­πη ξα­να­γύ­ρι­σε στους Βα­σι­λιά­δες της και στους φε­ου­δάρ­χες άρ­χο­ντες της.

            Μέσα στον γι­γά­ντιο τα­ξι­κό αγώνα που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σή­με­ρα, ο ρόλος της απ' έξω ένο­πλης επέμ­βα­σης δεν έχει παρά, υπο­στη­ρι­κτι­κή, συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή, βοη­θη­τι­κή ση­μα­σία. Η ένο­πλη επέμ­βα­ση μπο­ρεί να επι­τα­χύ­νει την τε­λι­κή λύση και να διευ­κο­λύ­νει τη νίκη. Αλλά γι αυτό είναι απα­ραί­τη­το η επα­νά­στα­ση να είναι ώριμη, όχι μόνο όσον αφορά τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις-αυ­τό είναι ήδη το θέ­μα-αλ­λά επί­σης και την πο­λι­τι­κή συ­νεί­δη­ση.

            Η ένο­πλη επέμ­βα­ση μοιά­ζει με τον εμ­βρυουλ­κό του μαιευ­τή­ρα αν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή μπο­ρεί να απα­λύ­νει τους πό­νους του το­κε­τού, αλλά αν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί νω­ρί­τε­ρα από το κα­νο­νι­κό, τότε το μόνο που μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει είναι μια έκτρω­ση.

                 9. Το στρα­τη­γι­κό και Τε­χνι­κό Πε­ριε­χό­με­νο του “Στρα­τιω­τι­κού Δόγ­μα­τος”

                                              (Ικα­νό­τη­τα για Ελιγ­μούς)

            Ό,τι έχει ει­πω­θεί μέχρι τώρα αφορά όχι τόσο στον Κόκ­κι­νο Στρα­τό στην δομή του και στις με­θό­δους της λει­τουρ­γί­ας του, όσο στα πο­λι­τι­κά του κα­θή­κο­ντα που έχουν ανα­τε­θεί στον Κόκ­κι­νο Στρα­τό από το ερ­γα­τι­κό κρά­τος.

            Ας προ­σεγ­γί­σου­με τώρα το στρα­τιω­τι­κό δόγμα με μια στε­νό­τε­ρη έν­νοια του όρου. Ακού­σα­με από το σύ­ντρο­φο Σο­λό­μιν, ότι, εφό­σον απο­τυ­χαί­νου­με να προ­κη­ρύ­ξου­με το δόγμα του επι­θε­τι­κού επα­να­στα­τι­κού πο­λέ­μου, θα πα­ρα­μεί­νου­με σε σύγ­χυ­ση και θα δια­πρά­ξου­με σο­βα­ρά λάθη σε ορ­γα­νω­τι­κά, στρα­τιω­τι­κά, εκ­παι­δευ­τι­κά και στρα­τη­γι­κά και σε άλλα ζη­τή­μα­τα. Πά­ντως, μια τέ­τοια κοι­νο­το­πία δεν μας πάει μα­κρυά. Αντί να επα­να­λαμ­βά­νει ότι καλά πρα­κτι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα πρέ­πει απα­ραί­τη­τα να απορ­ρέ­ουν από ένα καλό δόγμα, γιατί δεν προ­σπα­θεί να μας προ­σφέ­ρει αυτά τα συ­μπε­ρά­σμα­τα; Αλί­μο­νο! Μόλις οι δογ­μα­τι­στές μας προ­σπα­θή­σουν να φθά­σουν σε συ­μπε­ρά­σμα­τα, μας προ­σφέ­ρουν ή ένα κα­χε­κτι­κό ξα­να­μα­γεί­ρε­μα των μπα­γιά­τι­κων νέων, ή το πιο ολέ­θριο είδος “ανε­ξάρ­τη­της σκέ­ψης”.

            Οι νε­ω­τε­ρι­στές αφιε­ρώ­νουν όλη τους την ενερ­γη­τι­κό­τη­τα στο να προ­σπα­θούν να ρί­ξουν την άγκυ­ρα του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος στην σφαί­ρα των επι­χει­ρη­σια­κών ζη­τη­μά­των.

             Σύμ­φω­να μ' αυ­τούς όσον αφορά τη στρα­τη­γι­κή, ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός δια­φέ­ρει από Θέση αρχής απ' όλους τους άλ­λους στρα­τούς, γιατί στην εποχή μας του πο­λέ­μου των θέ­σε­ων το κύριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των επι­χει­ρή­σε­ων του Κόκ­κι­νου Στρα­τού είναι η ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς και επι­θε­τι­κό­τη­τα. Οι επι­χει­ρή­σεις του εμ­φύ­λιου πο­λέ­μου αναμ­φι­σβή­τη­τα δια­κρί­νο­νται από ένα εξαι­ρε­τι­κό στοι­χείο ικα­νό­τη­τας για ελιγ­μούς. Αλλά πρέ­πει να θέ­σου­με αυτό το ερώ­τη­μα με με­γά­λη ακρί­βεια: Απορ­ρέ­ει η ικα­νό­τη­τα του Κόκ­κι­νου Στρα­τού για ελιγ­μούς από τις εσω­τε­ρι­κές του επι­λο­γές, από την τα­ξι­κή του φύση, από το επα­να­στα­τι­κό του πνεύ­μα, από το μα­χη­τι­κό του ζή­λο-ή οφεί­λε­ται στις αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες, στα αχνή πεδία του πο­λέ­μου και στον συ­γκρι­τι­κά μικρό αριθ­μό στρα­τευ­μά­των που συμ­με­τέ­χουν; Αυτό το ζή­τη­μα δεν είναι κα­θό­λου μι­κρής ση­μα­σί­ας, αν ανα­γνω­ρί­σου­με ότι οι επα­να­στα­τι­κοί πό­λε­μοι θα διε­ξα­χθούν όχι μόνο στον Ντον και στο Βόλγα, αλλά επί­σης και στον Ση­κουά­να, τον Σελντ και τον Τά­με­σι.

            Αλλά εν τω με­τα­ξύ, ας γυ­ρί­σου­με στα το­πι­κά μας πο­τά­μια. Δια­κρί­θη­κε μόνο ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός από ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς;

             Όχι, η στρα­τη­γι­κή των Λευ­κών ήταν εξο­λο­κλή­ρου μια στρα­τη­γι­κή ελιγ­μών. Τα στρα­τεύ­μα­τα τους ήταν στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις κα­τώ­τε­ρα των δικών μας σε αριθ­μό και σε θέμα ηθι­κού, αλλά ανώ­τε­ρα στην στρα­τιω­τι­κή ικα­νό­τη­τα. Γι αυτό η ανά­γκη για μια στρα­τη­γι­κή ελιγ­μών πρό­βα­λε πρώτα με­τα­ξύ των Λευ­κών. Στα πρώτα στά­δια μά­θα­με τους ελιγ­μούς από εκεί­νους. Στην τε­λι­κή φάση του εμ­φύ­λιου πο­λέ­μου, εμείς κατά κα­νό­να εί­χα­με μια κα­τά­στα­ση ελιγ­μών που αντι­με­τω­πί­ζο­νταν με ελιγ­μό. Τε­λι­κά, η με­γα­λύ­τε­ρη ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς ήταν το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των επι­χει­ρή­σε­ων του Ούν­γκερ και του Μάχνο, εκεί­νων των εκ­φυ­λι­σμέ­νων λη­στρι­κών απο­φύ­σε­ων του εμ­φύ­λιου πο­λέ­μου. Τι συ­μπέ­ρα­σμα βγαί­νει από αυτό; Η ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό όχι μόνο ενός επα­να­στα­τι­κού στρα­τού, αλλά και του ίδιου του εμ­φύ­λιου πο­λέ­μου.

            Στους εθνι­κούς πο­λέ­μους, οι επι­χει­ρή­σεις συ­νο­δεύ­ο­νται από τον φόβο της από­στα­σης. Με­τα­κι­νού­με­νος από τα βάρη του, από τους δι­κούς του αν­θρώ­πους, από την πε­ριο­χή όπου η δική του γλώσ­σα μι­λιέ­ται ένας στρα­τός ή ένα από­σπα­σμα, βρί­σκε­ται μέσα σ' ένα εντε­λώς ξένο πε­ρι­βάλ­λον, όπου δεν υπάρ­χει δια­θέ­σι­μη, ούτε υπο­στή­ρι­ξη, ούτε κά­λυ­ψη, ούτε βο­ή­θεια. Σ' ένα εμ­φύ­λιο πό­λε­μο, η κάθε πλευ­ρά βρί­σκει συ­μπά­θεια και υπο­στή­ρι­ξη, σε μι­κρό­τε­ρο ή με­γα­λύ­τε­ρο βαθμό, στα με­τό­πι­σθεν του αντι­πά­λου. Οι εθνι­κοί πό­λε­μοι διε­ξά­γο­νται (σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις συ­νή­θι­ζαν να διε­ξά­γο­νται) από­με­γά­λες μάζες, με όλους τους εθνι­κο-κρα­τι­κούς πό­ρους κι από τις δύο πλευ­ρές να έρ­χο­νται στο προ­σκή­νιο. Ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος ση­μαί­νει, ότι οι δυ­νά­μεις και οι πόροι της χώρας που έχει συ­γκλο­νι­στεί από την επα­νά­στα­ση, είναι χω­ρι­σμέ­νοι στα δύο ότι ο πό­λε­μος που διε­ξά­γε­ται ει­δι­κά στο αρ­χι­κό στά­διο από μια δρα­στή­ρια μειο­ψη­φία στην κάθε πλευ­ρά και συ­νε­πώς από πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο ολι­γά­ριθ­μες, γι αυτό και κι­νη­τι­κές μάζες και γι αυτό το λόγο, στη­ρί­ζε­ται πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο στον αυ­το­σχε­δια­σμό και στην τύχη.

            Ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς και από τις δύο πλευ­ρές. Δεν μπο­ρεί κα­νείς λοι­πόν να θε­ω­ρή­σει την ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς μια ει­δι­κή εκ­δή­λω­ση του επα­να­στα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Εί­μα­στε οι νι­κη­τές στον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο. Δεν υπάρ­χουν πε­ρι­θώ­ρια για μας να αμ­φι­βά­λου­με ότι υπε­ρο­χή στην στρα­τιω­τι­κή ηγε­σία ήταν με το μέρος μας. Σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση πά­ντως, η νίκη ήταν εξα­σφα­λι­σμέ­νη από τον εν­θου­σια­σμό και την αυ­το­θυ­σία της εμπρο­σθο­φυ­λα­κής της ερ­γα­τι­κής τάξης και την υπο­στή­ρι­ξη που δό­θη­κε από τις αγρο­τι­κές μάζες. Αλλά αυτές οι συν­θή­κες δεν δη­μιουρ­γη­θή­καν από τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό-ήταν οι ιστο­ρι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για το ξε­σή­κω­μα του, την ανά­πτυ­ξη και την επι­τυ­χία του.

            Ο σύ­ντρο­φος Βάριν ση­μειώ­νει στην εφη­με­ρί­δα “Voyennaya Nayka i Revolytsiya”, ότι η κι­νη­τι­κό­τη­τα των στρα­τευ­μά­των μας υπερ­βαί­νει κάθε ιστο­ρι­κό προη­γού­με­νο. Αυτός είναι ένας πολύ εν­δια­φέ­ρον ισχυ­ρι­σμός. Θα ήταν επι­θυ­μη­τό γι αυτόν να επι­βε­βαιω­θεί προ­σε­χτι­κά. Ανα­ντίρ­ρη­τα η εξαι­ρε­τι­κή τα­χύ­τη­τα της κί­νη­σης που απαι­τεί αντο­χή και αυ­το­θυ­σία, προσ­διο­ρί­στη­κε από το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα του στρα­τού από την ορμή που συ­νει­σέ­φε­ραν οι Κομ­μου­νι­στές.

            Να μια εν­δια­φέ­ρου­σα άσκη­ση για τους σπου­δα­στές της Στρα­τιω­τι­κής Ακα­δη­μί­ας. Να συ­γκρί­νουν πο­ρεί­ες του Κόκ­κι­νου Στρα­τού από την άποψη των απο­στά­σε­ων που κα­λύ­φθη­καν, με άλλα πα­ρα­δείγ­μα­τα από την ιστο­ρία, ιδιαί­τε­ρα, με τις με­γά­λες πο­ρεί­ες του στρα­τού της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης. Από την άλλη πλευ­ρά, μια σύ­γκρι­ση θα έπρε­πε να γίνει με­τα­ξύ των ίδιων των πα­ρα­γό­ντων που υπήρ­χαν ανά­με­σα στους Κόκ­κι­νους και τους Λευ­κούς στον δικό μας εμ­φύ­λιο πό­λε­μο.

            Όταν εμείς προ­χω­ρού­σα­με αυτοί υπο­χω­ρού­σαν και το αντί­θε­το. Δεί­ξα­με πράγ­μα­τι κατά μέσον όρο, με­γα­λύ­τε­ρη αντο­χή στις πο­ρεί­ες και σε ποια έκτα­ση ήταν αυτό ένας από τους πα­ρά­γο­ντες της νίκη μας. Είναι αναμ­φι­σβή­τη­τα ότι η μαγιά του Κομ­μου­νι­στή ήταν ικανή να πα­ρά­γει μια υπε­ράν­θρω­πη εξά­σκη­ση δύ­να­μης σε ατο­μι­κές πε­ρι­πτώ­σεις. Αλλά θα απαι­τού­σε μια ει­δι­κή έρευ­να να απο­φα­σι­στεί αν το ίδιο απο­τέ­λε­σμα ισχύ­ει για μια ολό­κλη­ρη εκ­στρα­τεία στην πο­ρεία της οποί­ας τα όρια της φυ­σιο­λο­γι­κής ικα­νό­τη­τας του ορ­γα­νι­σμού δεν θα μπο­ρού­σαν παρά να γί­νουν αντι­λη­πτά.

            Μια τέ­τοια έρευ­να δεν υπό­σχε­ται να φέρει την στρα­τη­γι­κή πάνω- κάτω. Αλλά θα μπο­ρού­σε αναμ­φί­βο­λα να εμπλου­τί­σει με με­ρι­κά αξιό­λο­γα πραγ­μα­τι­κά στοι­χεία τη γνώση μας για τη φύση του εμ­φύ­λιου πο­λέ­μου και του επα­να­στα­τι­κού στρα­τού. Η προ­σπά­θεια να ορι­στούν σαν νόμοι και να ανα­χθούν σε δόγ­μα­τα εκεί­να τα γνω­ρί­σμα­τα της στρα­τη­γι­κής και της τα­κτι­κής του Κόκ­κι­νου Στρα­τού που ήταν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του στην πρό­σφα­τη πε­ρί­ο­δο, θα μπο­ρού­σε να κάνει με­γά­λο κακό, ίσως ακόμη και να απο­βεί μοι­ραίο. Είναι δυ­να­τόν να πεις εκ των προ­τέ­ρων ότι οι επι­χει­ρή­σεις του Κόκ­κι­νου Στρα­τού στην Ήπει­ρο της Ασί­ας-αν επρό­κει­το να λά­βουν χώρα εκεί- θα είχαν ανα­γκα­στι­κά ου­σια­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα ελιγ­μών. Το ιπ­πι­κό θα είχε παί­ξει τον πιο ση­μα­ντι­κό και σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις τον ένα και μο­να­δι­κό ρόλο. Από την άλλη πλευ­ρά πά­ντως δεν υπάρ­χει καμιά αμ­φι­βο­λία ότι οι στρα­τιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις στο Δυ­τι­κό Μέ­τω­πο, θα ήταν πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο βε­βια­σμέ­νες. Επι­χει­ρή­σεις που έγι­ναν σε πε­ριο­χή δια­φο­ρε­τι­κής εθνι­κής σύν­θε­σης και πιο πυ­κνο­κα­τοι­κη­μέ­νης με μια με­γα­λύ­τε­ρη ανα­λο­γία με­τα­ξύ του αριθ­μού των στρα­τευ­μά­των και της δο­σμέ­νης πε­ριο­χής θα έκα­ναν αναμ­φί­βο­λα τον πό­λε­μο πιο στα­τι­κό στον χα­ρα­κτή­ρα και εν πάση πε­ρι­πτώ­σει θα πε­ριό­ρι­ζαν την ελευ­θε­ρία για ελιγ­μούς μέσα σε ασύ­γκρι­τα στε­νό­τε­ρα όρια.

            Η ανα­γνώ­ρι­ση ότι ήταν πέρα από τη δυ­να­τό­τη­τα του Κόκ­κι­νου Στρα­τού να υπε­ρα­σπί­σει τις οχυ­ρω­μέ­νες θέ­σεις (Του­χα­τσέφ­σκι) συ­νο­ψί­ζει, σωστά συ­νο­λι­κά τα μα­θή­μα­τα της τε­λευ­ταί­ας πε­ριό­δου, αλλά βέ­βαια δεν μπο­ρεί να παρ­θεί σαν από­λυ­τος κα­νό­νας για το μέλ­λον. Η υπε­ρά­σπι­ση οχυ­ρω­μέ­νων θέ­σε­ων απαι­τεί στρα­τεύ­μα­τα φρου­ρί­ων ή πιο σωστά στρα­τεύ­μα­τα υψη­λού επι­πέ­δου, σφυ­ρη­λα­τη­μέ­να από την πείρα και με εμπι­στο­σύ­νη στον εαυτό τους. Στην πε­ρα­σμέ­νη πε­ρί­ο­δο, μόλις αρ­χί­σα­με να συσ­σω­ρεύ­ου­με αυτήν την πείρα. Κάθε ένα σύ­νταγ­μα και ο στρα­τός σαν σύ­νο­λο ζού­σαν με αυ­το­σχε­δια­σμούς. 

            Ήταν δυ­να­τό να εξα­σφα­λί­σου­με τον εν­θου­σια­σμό και την ορμή και το κα­τορ­θώ­σα­με, αλλά δεν ήταν δυ­να­τό να δη­μιουρ­γή­σεις τε­χνη­τά την απα­ραί­τη­τη συ­νέ­χεια, την αυ­τό­μα­τη αλ­λη­λεγ­γύη, την εμπι­στο­σύ­νη των γει­το­νι­κών μο­νά­δων, για το ότι θα υπήρ­χε αμοι­βαία υπο­στή­ρι­ξη με­τα­ξύ τους.

            Είναι αδύ­να­το να δη­μιουρ­γή­σεις πα­ρά­δο­ση με δια­τάγ­μα­τα. Σε κά­ποια έκτα­ση, αυτή υπάρ­χει τώρα και θα συ­γκε­ντρώ­σου­με όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρη όσο περνά ο και­ρός. Με αυτόν τον τρόπο θα χτί­σου­με τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις τόσο για να διευ­θύ­νου­με κα­λύ­τε­ρα τις επι­χει­ρή­σεις ελιγ­μών, όσο και αν πα­ρα­στεί ανά­γκη τις επι­χει­ρή­σεις θέ­σε­ων.

            Πρέ­πει να απορ­ρί­ψου­με τις προ­σπά­θειες για κτί­σι­μο μιας από­λυ­της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής από τα στοι­χεία της πε­ριο­ρι­σμέ­νης μας εμπει­ρί­ας των τριών χρό­νων εμ­φύ­λιου πό­λε­μου, στη διάρ­κεια των οποί­ων μο­νά­δες μιας ιδιά­ζου­σας ποιό­τη­τας πο­λέ­μη­σαν κάτω από ιδιά­ζου­σες συν­θή­κες. Ο Κλα­ού­ζε­βιτς προει­δο­ποί­η­σε πολύ καλά γι αυτό. “Τι θα ήταν πιο φυ­σι­κό” έγρα­ψε, “από το γε­γο­νός ότι ο πό­λε­μος της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης είχε δικά του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στυλ και ποια θε­ω­ρία θα ανα­με­νό­ταν να του ται­ριά­ζει; Ο κίν­δυ­νος είναι ότι αυτό το είδος του στυλ, που ανα­πτύ­χθη­κε μέσα από μια μόνη πε­ρί­πτω­ση μπο­ρεί εύ­κο­λα να υπερ­βεί την κα­τά­στα­ση που το δη­μιούρ­γη­σε γιατί οι συν­θή­κες αλ­λά­ζουν ανε­παί­σθη­τα. Εκεί­νος ο κίν­δυ­νος ήταν το σο­βα­ρό­τε­ρο πράγ­μα που μια θε­ω­ρία θα έπρε­πε να απο­φύ­γει με διαυ­γή λο­γι­κή κρι­τι­κή. Στα 1806 οι Πρώ­σοι στρα­τη­γοί είχαν τον παλμό αυτού του με­θο­δι­σμού”,[11] και λοιπά. Αλί­μο­νο! Οι Πρώ­σοι στρα­τη­γοί δεν είναι οι μόνοι με κλήση προς τον με­θο­δι­σμό, κλίση δη­λα­δή προς τα στε­ρε­ό­τυ­πα και συμ­βα­τι­κά σχέ­δια.

                          10. Επί­θε­ση και Άμυνα στο φως του Ιμπε­ρια­λι­στι­κού Πο­λέ­μου

            Έχει δια­κη­ρυ­χθεί ότι το δεύ­τε­ρο ιδιαί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής είναι η επι­θε­τι­κό­τη­τα της. Η από­πει­ρα να κτί­σεις ένα δόγμα πάνω σ' αυτό το θε­μέ­λιο εμ­φα­νί­ζε­ται όλο και πιο μο­νό­πλευ­ρη εξ αι­τί­ας του γε­γο­νό­τος ότι κατά τη διάρ­κεια της επο­χής προ του Πα­γκό­σμιου Πό­λε­μου η στρα­τη­γι­κή της επί­θε­σης καλ­λιερ­γή­θη­κε στα κάθε άλλο παρά επα­να­στα­τι­κά στρα­τη­γι­κά επι­τε­λεία και στις στρα­τιω­τι­κές Ακα­δη­μί­ες σχε­δόν στις με­γα­λύ­τε­ρες χώρες της Ευ­ρώ­πης. Αντί­θε­τα σ' αυτό ο σύ­ντρο­φος Φρούν­τζε γρά­φει[12] η επί­θε­ση ήταν (και τυ­πι­κά πα­ρα­μέ­νει μέχρι σή­με­ρα) το επί­ση­μο δόγμα της Γαλ­λι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας. Ο Ζορές αγω­νί­στη­κε ακού­ρα­στα κατά των δογ­μα­τι­κών της κα­θα­ρής επί­θε­σης αντι­πα­ρα­θέ­το­ντας σ' αυτήν τον ει­ρη­νι­κό δογ­μα­τι­σμό της κα­θα­ρής άμυ­νας. Μια οξεία αντί­δρα­ση κατά του πα­ρα­δο­σια­κού επί­ση­μου δόγ­μα­τος του Γαλ­λι­κού Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου ήταν το απο­τέ­λε­σμα του τε­λευ­ταί­ου πο­λέ­μου.

Δεν θα είναι ανά­ξιο λόγου να ανα­φέ­ρου­με εδώ και δυο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τεκ­μή­ρια. Η Γαλ­λι­κή στρα­τη­γι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση η “Revue militaire Francaise” (1η Σε­πτέμ­βρη 1921σ. 336) πα­ρα­θέ­τει την ακό­λου­θη πρό­τα­ση δα­νει­σμέ­νη από τους Γερ­μα­νούς και υιο­θε­τη­μέ­νη από το Γαλ­λι­κό Γε­νι­κό Επι­τε­λείο στα 1913, στους κα­νο­νι­σμούς για την διεύ­θυν­ση επι­χει­ρή­σε­ων από με­γά­λες μο­νά­δες:

            “Τα μα­θή­μα­τα του πα­ρελ­θό­ντος” δια­βά­ζου­με, “έδω­σαν τους καρ­πούς τους: ο γαλ­λι­κός στρα­τός επι­στρέ­φο­ντας στις πα­ρα­δό­σεις του από δω και μπρος δεν επι­τρέ­πει τη διε­ξα­γω­γή των επι­χει­ρή­σε­ων σύμ­φω­να με κα­νέ­να άλλο νόμο, παρά αυτόν της επί­θε­σης”.

            Η επι­θε­ώ­ρη­ση συ­νε­χί­ζει: “Αυτός ο νόμος που ψη­φί­στη­κε αμέ­σως μετά τους κα­νο­νι­σμούς που διέ­πουν την γε­νι­κή μας τα­κτι­κή και των τα­κτι­κών ιδιαί­τε­ρα κάθε όπλου, επρό­κει­το να κυ­ριαρ­χή­σει στη δι­δα­σκα­λία που γι­νό­ταν τόσο στους εκ­παι­δευό­με­νους-στρα­τάρ­χες, όσο και στους διοι­κη­τές μέσα από δια­σκέ­ψεις πρα­κτι­κές ασκή­σεις επί χάρ­του ή επί εδά­φους και τε­λι­κά μέσα από την δια­δι­κα­σία που ονο­μά­στη­κε “Οι Με­γά­λοι Ελιγ­μοί”.

            “Το απο­τέ­λε­σμα ήταν” συ­νε­χί­ζει η επι­θε­ώ­ρη­ση “μια αλη­θι­νή ερω­το­τρο­πία με το γνω­στό νόμο της επί­θε­σης και όποιος θα τολ­μού­σε να προ­τεί­νει μια τρο­πο­ποί­η­ση για χάρη της άμυ­νας, θα γι­νό­ταν δε­κτός με μια πάρα πολύ χλια­ρή υπο­δο­χή. Ήταν ανα­γκαίο, αν όχι και αρ­κε­τό, αν κα­νείς ήθελε να είναι ένας καλός στρα­τάρ­χης υπό εκ­παί­δευ­ση, να μην στα­μα­τά να κλεί­νει το ρήμα επι­τί­θε­μαι”.

            Η συ­ντη­ρη­τι­κή Journal des debat της 5ης Οκτώ­βρη 1921 υπο­βάλ­λει σε σκλη­ρή κρι­τι­κή απ' αυτή την σκο­πιά τους κα­νο­νι­σμούς των ελιγ­μών του ιπ­πι­κού που εκ­δό­θη­καν αυτό το κα­λο­καί­ρι.

            “Στην αρχή αυτής της εξαί­ρε­της μι­κρής ερ­γα­σί­ας” γρά­φει η εφη­με­ρί­δα, “κά­ποιες αρχές επι­δει­κνύ­ο­νται... οι οποί­ες πα­ρου­σιά­ζο­νται σαν να είναι το επί­ση­μο στρα­τιω­τι­κό δόγμα για το 1921. Αυτές οι αρχές είναι τέ­λειες: αλλά γιατί οι εκ­δό­τες έχουν προ­σαρ­μο­στεί στο παλιό έθιμο, γιατί έχουν δώσει την τιμή της πρώ­της τους σε­λί­δας σ' ένα δι­θύ­ραμ­βο της επί­θε­σης; Γιατί προ­τεί­νουν για μας σε μια εμ­φα­νή πα­ρά­γρα­φο, το αξί­ω­μα: “Αυτός που επι­τί­θε­ται πρώ­τος δη­μιουρ­γεί μιαν εντύ­πω­ση στον αντί­πα­λό του, επι­δει­κνύ­ο­ντας ότι η θέ­λη­ση του είναι ισχυ­ρό­τε­ρη”.

            Αφού ανα­λύ­ει την εμπει­ρία από τις δύο εξέ­χου­σες στιγ­μές του αγώνα στο γαλ­λι­κό μέ­τω­πο η εφη­με­ρί­δα λέει:

            “Η επί­θε­ση μπο­ρεί να εντυ­πω­σιά­σει μόνο ένα αντί­πα­λο που έχει στε­ρη­θεί τους πό­ρους του ή κά­ποιον του οποί­ου η με­τριό­τη­τα είναι τέ­τοια, που δεν έχεις το δι­καί­ω­μα να τον υπο­λο­γί­σεις. Ένας αντί­πα­λος σί­γου­ρος για τη δύ­να­μή του, δεν αφή­νει τον εαυτό του να εντυ­πω­σια­στεί κα­θό­λου από μιαν επί­θε­ση. Κα­θό­λου δεν παίρ­νει την επί­θε­ση του αντι­πά­λου σαν δια­κή­ρυ­ξη μιας θέ­λη­σης ισχυ­ρό­τε­ρης από την δική του. Εάν η άμυνα είναι επι­θυ­μη­τή και προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη όπως τον Αύ­γου­στο του 1914 (από τους Γερ­μα­νούς) ή τον Ιούλη του 1918 (από τους Γάλ­λους) τότε αντί­θε­τα, είναι αμυ­νό­με­νος που θε­ω­ρεί ότι έχει την ανω­τε­ρό­τη­τα της θέ­λη­σης, γιατί ο άλλος πέ­φτει σε μια πα­γί­δα·

            Ο στρα­τιω­τι­κός κρι­τι­κός συ­νε­χί­ζει:

            “ Δια­πράτ­τεις ένα πα­ρά­ξε­νο ψυ­χο­λο­γι­κό λάθος φο­βού­με­νος την πα­θη­τι­κό­τη­τα (του Γάλ­λου) και την επι­λο­γή της άμυ­νας.

            Ο Γάλ­λος δεν θέλει τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, από το να κερ­δί­σει την επί­θε­ση, άσχε­τα αν επι­τί­θε­ται πρώ­τος ή δεύ­τε­ρος-μια επί­θε­ση, δη­λα­δή, που είναι κα­τάλ­λη­λα ορ­γα­νω­μέ­νη. Αλλά μην του πεις πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­ρα­μύ­θια για Αρα­βι­κές Νύ­χτες, για τον τζέτν­λε­μαν που επι­τί­θε­ται πρώ­τος με μια υπε­ρέ­χου­σα θέ­λη­ση”.

            “ Η επί­θε­ση δεν πε­τυ­χαί­νει από μόνη της.

            Πε­τυ­χαί­νει όταν όλοι οι πόροι κάθε εί­δους έχουν δια­τε­θεί γι αυτήν και όταν αυτοί είναι με­γα­λύ­τε­ροι απ' αυ­τούς που κα­τέ­χει ο αντί­πα­λος γιατί τε­λι­κά, είναι πάντα ο δυ­να­τό­τε­ρος στο ση­μείο της μάχης που χτυ­πά­ει εκεί­νον που είναι ασθε­νέ­στε­ρος”.

            Μπο­ρεί κα­νείς βέ­βαια να προ­σπα­θή­σει να απορ­ρί­ψει αυτό το συ­μπέ­ρα­σμα στη βάση ότι απορ­ρέ­ει από την εμπει­ρία το­πι­κών εχθρο­πρα­ξιών. Σαν γε­γο­νός πά­ντως βγαί­νει από τον πό­λε­μο των ελιγ­μών με ακόμη με­γα­λύ­τε­ρη αμε­σό­τη­τα και πιο φα­νε­ρά, αν και σε δια­φο­ρε­τι­κή μορφή. 

            Ο πό­λε­μος των ελιγ­μών, είναι πό­λε­μος με­γά­λων εκτά­σε­ων. Στην προ­σπά­θεια να κα­τα­στρέ­ψει τη δύ­να­μη σε άν­δρες του εχθρού, δια­θέ­τει μικρά απο­θέ­μα­τα σε με­γά­λες απο­στά­σεις.

            Η ευ­κι­νη­σία του εκ­φρά­ζε­ται όχι μόνο με επι­θέ­σεις αλλά με υπο­χω­ρή­σεις που είναι απλά αλ­λα­γές θέσης.

                                 11. Επι­θε­τι­κό­τη­τα, Πρω­το­βου­λία και Ενερ­γη­τι­κό­τη­τα   

              Κατά τη διάρ­κεια της πρώ­της πε­ριό­δου της επα­νά­στα­σης οι ομά­δες των κόκ­κι­νων στρα­τευ­μά­των γε­νι­κά από­φευ­γαν την επί­θε­ση προ­τι­μώ­ντας να αδελ­φω­θούν και να συ­ζη­τή­σουν. Σε εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο όταν η επα­να­στα­τι­κή ιδέα αυ­θόρ­μη­τα πλημ­μύ­ρι­ζε τη χώρα, αυτή η μέ­θο­δος απο­δεί­χτη­κε πολύ απο­τε­λε­σμα­τι­κή.

            Οι Λευ­κοί αντί­θε­τα προ­σπά­θη­σαν εκεί­νη την εποχή να δυ­να­μώ­σουν τις επι­θέ­σεις τους, με σκοπό να προ­φυ­λά­ξουν τις ομά­δες τους από τον επα­να­στα­τι­κό δια­με­λι­σμό.

            Ακόμη και αφού η συ­ζή­τη­ση έπαψε να είναι η πιο σπου­δαία πηγή της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής, οι Λευ­κοί συ­νέ­χι­σαν να δια­κρί­νο­νται από με­γα­λύ­τε­ρη επι­θε­τι­κό­τη­τα απ' αυτήν που δεί­ξα­με εμείς. Μόνο βαθ­μιαία μπό­ρε­σαν οι ομά­δες των Κόκ­κι­νων στρα­τευ­μά­των να ανα­πτύ­ξουν την ενέρ­γεια και την εμπι­στο­σύ­νη που κά­νουν τις απο­φα­σι­στι­κές πρά­ξεις κα­τορ­θω­τές. Οι επό­με­νες επι­χει­ρή­σεις του Κόκ­κι­νου Στρα­τού σφρα­γί­στη­καν σ' ένα με­γά­λο βαθμό από την ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς. Οι επι­δρο­μές του Ιπ­πι­κού ήταν η πιο εντυ­πω­σια­κή έκ­φρα­ση αυτής της ικα­νό­τη­τας για ελιγ­μούς. Πά­ντως, αυτές τις επι­δρο­μές, επί­σης μας τις δί­δα­ξε ο Μα­μό­νοφ. Από τους Λευ­κούς μά­θα­με επί­σης να κά­νου­με κυ­κλω­τι­κές κι­νή­σεις και διεισ­δύ­σεις, μέχρι τα νώτα του εχθρού. Ας το θυ­μη­θού­με!

            Στην πρώτη πε­ρί­ο­δο προ­σπα­θή­σα­με να υπε­ρα­σπι­στού­με την Σο­βιε­τι­κή Ρωσία, με την έν­νοια ενός κορ­δο­νιού, που το κρα­τού­σα­με ο ένας με τον άλλον. Μόνο αρ­γό­τε­ρα, όταν εί­χα­με μάθει από τον εχθρό, συ­γκε­ντρώ­σα­με τις δυ­νά­μεις μας σε γρο­θιές και προι­κί­σα­με αυτές τις γρο­θιές με ευ­κι­νη­σία, μόνο αρ­γό­τε­ρα βά­λα­με ερ­γά­τες στις σέλες των αλό­γων και μά­θα­με πώς να κά­νου­με με­γά­λης κλί­μα­κας επι­δρο­μές με το ιπ­πι­κό. Αυτή η μικρή προ­σπά­θεια της μνή­μης είναι ήδη αρ­κε­τή για μας για να ανα­γνω­ρί­σου­με πόσο αβα­σά­νι­στα και μο­νό­πλευ­ρα, πόσο θε­ω­ρη­τι­κά και πρα­κτι­κά λάθος, ακού­γε­ται το “δόγμα”, σύμ­φω­να με το οποίο είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ενός επα­να­στα­τι­κού στρα­τού κα­θε­αυ­τού. Σε αρ­κε­τές πε­ρι­στά­σεις αυτή η στρα­τη­γι­κή αντα­πο­κρί­νε­ται κα­λύ­τε­ρα σ' ένα αντε­πα­να­στα­τι­κό στρα­τό, που είναι ανα­γκα­σμέ­νος να κα­λύ­πτει τις αριθ­μη­τι­κές του ελ­λεί­ψεις, με τη δρα­στη­ριό­τη­τα των εξα­σκη­μέ­νων στε­λε­χών.

            Είναι ακρι­βώς σ' ένα πό­λε­μο ελιγ­μών που η διά­κρι­ση με­τα­ξύ άμυ­νας και επί­θε­σης απα­λεί­φε­ται σ' ένα με­γά­λο βαθμό. Ο πό­λε­μος των ελιγ­μών είναι πό­λε­μος της κί­νη­σης.

            Ο σκο­πός της κί­νη­σης είναι η κα­τα­στρο­φή του αν­θρώ­πι­νου δυ­να­μι­κού του εχθρού σε από­στα­ση 100 βερ­σιών ή πε­ρί­που τόσο. Η ικα­νό­τη­τα για ελιγ­μούς υπό­σχε­ται την νίκη αν η πρω­το­βου­λία κρα­τη­θεί στα χέρια μας. Τα θε­με­λια­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της στρα­τη­γι­κής των ελιγ­μών είναι όχι τυ­πι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα, αλλά πρω­το­βου­λία και ενέρ­γεια.

            Η ιδέα ότι, σε κάθε δο­σμέ­νη στιγ­μή, ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός απο­φα­σι­στι­κά πέ­ρα­σε στην επί­θε­ση στο πιο σπου­δαίο μέ­τω­πο, ενώ προ­σω­ρι­νά εξα­σθε­νού­σε τα άλλα μέ­τω­πα και ότι αυτό ακρι­βώς χα­ρα­κτη­ρί­ζει πιο γλα­φυ­ρά την στρα­τη­γι­κή του Κόκ­κι­νου Στρα­τού στον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο (βλέπε το άρθρο του συ­ντρό­φου Βάριν) είναι σωστό στην ουσία, αλλά εκ­φρά­ζε­ται μο­νό­πλευ­ρα και γι αυτό δεν προ­σφέ­ρει όλα τα απα­ραί­τη­τα συ­μπε­ρά­σμα­τα.

            Ενώ περ­νού­σα­με στην επί­θε­ση στο ένα μέ­τω­πο, θε­ω­ρώ­ντας την δο­σμέ­νη στιγ­μή σαν την πιο απο­φα­σι­στι­κή, για πο­λι­τι­κούς και στρα­τιω­τι­κούς λό­γους, εξα­σθε­νού­σα­με τον εαυτό μας, στα άλλα μέ­τω­πα,θε­ω­ρώ­ντας δυ­να­τό να πα­ρα­μεί­νου­με στην άμυνα εκεί και να υπο­χω­ρή­σου­με. Αλλά βλέ­πεις αυτό που απο­δεί­χνε­ται είναι ακρι­βώς το γε­γο­νός- πόσο πα­ρά­ξε­νο ότι αυτό πα­ρα­βλέ­πε­ται!- ότι εκεί­νη η υπο­χώ­ρη­ση εντάσ­σο­νταν στα γε­νι­κά μας επι­χει­ρη­σια­κά σχέ­δια πλάι-πλάι με την επί­θε­ση σαν απα­ραί­τη­τος κρί­κος.

            Σ' εκεί­να τα μέ­τω­πα στα οποία πα­ρα­μεί­να­με στην άμυνα και υπο­χω­ρή­σα­με, ήταν μόνο το­μείς του γε­νι­κού κυ­κλι­κού με­τώ­που μας. Σ' εκεί­νους τους το­μείς πο­λέ­μη­σαν μο­νά­δες του ίδιου Κόκ­κι­νου Στρα­τού, οι πο­λε­μι­στές του και οι αρ­χη­γοί του και αν η όλη στρα­τη­γι­κή επρό­κει­το να ανα­χθεί σε επί­θε­ση, τότε είναι προ­φα­νές ότι οι ομά­δες σ' εκεί­να τα μέ­τω­πα όπου πε­ριο­ρι­στή­κα­με σε αμυ­ντι­κές ενέρ­γειες, ή υπο­χω­ρή­σα­με, θα είχαν υπο­στεί κα­τά­πτω­ση και απο­θάρ­ρυν­ση.

            Η εκ­παι­δευ­τι­κή δου­λειά στο στρά­τευ­μα πρέ­πει προ­φα­νώς να πε­ριέ­χει την ιδέα ότι η υπο­χώ­ρη­ση δεν ση­μαί­νει το βά­ζεις στα πόδια, ότι υπάρ­χουν στρα­τη­γι­κές υπο­χω­ρή­σεις που οφεί­λο­νται σε μια προ­σπά­θεια είτε να κρα­τή­σεις το αν­θρώ­πι­νο δυ­να­μι­κό άθι­κτο, είτε να στε­νέ­ψεις το μέ­τω­πο, είτε να ξε­γε­λά­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο τον εχθρό με σκοπό βέ­βαια να τον συ­ντρί­ψεις. Και αν η στρα­τη­γι­κή υπο­χώ­ρη­ση είναι νό­μι­μη, τότε είναι λάθος να υπο­βι­βά­σεις όλη την στρα­τη­γι­κή στην επί­θε­ση.

            Αυτό είναι πολύ κα­θα­ρό και αναμ­φι­σβή­τη­το, ας το επα­να­λά­βου­με, σε σχέση ιδιαί­τε­ρα με τη στρα­τη­γι­κή των ελιγ­μών.

             Ένας ελιγ­μός είναι προ­φα­νώς, ένας σύν­θε­τος συν­δυα­σμός από κι­νή­σεις και χτυ­πή­μα­τα, με­τα­φο­ρές δυ­νά­με­ων, πο­ρεί­ες και μάχες με απώ­τε­ρο σκοπό να συ­ντρί­ψεις τον εχθρό.

            Αλλά αν η στρα­τη­γι­κή υπο­χώ­ρη­ση απο­κλει­σθεί από την έν­νοια του ελιγ­μού, μετά προ­φα­νώς η στρα­τη­γι­κή θα απο­κτή­σει έναν εξαι­ρε­τι­κά ευ­θύ­γραμ­μο χα­ρα­κτή­ρα-αυ­τό ση­μαί­νει θα πάψει να είναι στρα­τη­γι­κή ελιγ­μών.

                                          12. Η Επι­θυ­μία για Στα­θε­ρά Σχή­μα­τα

            “Τι εί­δους στρα­τό χτί­ζου­με και για ποιο σκοπό;” ρωτά ο σύ­ντρο­φος Σο­μό­λιν.

            “Με άλλα λόγια: ποιοι εχθροί μας απει­λούν και με ποιες στρα­τη­γι­κές με­θό­δους (επι­θε­τι­κές ή αμυ­ντι­κές) θα τους αντι­με­τω­πί­σου­με πιο γρή­γο­ρα και οι­κο­νο­μι­κά;” (Voyennaya Nauka: Revolytsiya. No 1 σελ 19)

            Αυτή η δια­τύ­πω­ση της ερώ­τη­σης μαρ­τυ­ρά ολο­ζώ­ντα­να ότι το σκε­πτι­κό του ίδιου του Σο­μό­λιν, του κή­ρυ­κα του νέου στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος, είναι εξο­λο­κλή­ρου αιχ­μα­λω­τι­σμέ­νο στις με­θό­δους και στις προ­κα­τα­λή­ψεις του πα­λιο­μο­δί­τι­κου δογ­μα­τι­σμού. Το Αυ­στρο-Ουγ­γρι­κό επι­τε­λείο (όπως άλλοι) επε­ξερ­γά­στη­κε για δε­κα­ε­τί­ες έναν αριθ­μό από πα­ραλ­λα­γές για εν­δε­χό­με­να σχέ­δια πο­λέ­μου: πα­ραλ­λα­γή”Ι” (κατά της Ιτα­λί­ας), πα­ραλ­λα­γή”Ρ”, (κατά της Ρω­σί­ας), με τους κα­τάλ­λη­λους συν­δυα­σμούς αυτών των πα­ραλ­λα­γών.

            Σ' αυτά τα σχέ­δια, η αριθ­μη­τι­κή δύ­να­μη των ιτα­λι­κών και ρώ­σι­κων δυ­νά­με­ων, ο εξο­πλι­σμός τους, οι όροι που κα­θο­ρί­ζουν την κι­νη­το­ποί­η­σή τους, οι στρα­τη­γι­κές συ­σπει­ρώ­σεις και ανα­πτύ­ξεις, όλα απο­τε­λούν με­γέ­θη, τα οποία, ήταν αν όχι στα­θε­ρά του­λά­χι­στον λίγο με­τα­βλη­τά. Μ' αυτόν τον τρόπο, το Αυ­στρο-Ουγ­γρι­κό “στρα­τιω­τι­κό δόγμα”, βα­σι­σμέ­νο πάνω σε ιδιαί­τε­ρες πο­λι­τι­κές υπο­θέ­σεις, ήταν στα­θε­ρό στην γνώση του, τι εχθροί απει­λού­σαν την αυ­το­κρα­το­ρία των Αψ­βούρ­γων και από τον ένα χρόνο στον άλλο, σκε­φτό­ντου­σαν σο­βα­ρά το πως να αντι­με­τω­πί­ζουν αυ­τούς τους εχθρούς πιο “οι­κο­νο­μι­κά”. Το σκε­πτι­κό των μελών του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου σ' όλες τις χώρες βρί­σκο­νταν μέσα στα κα­θο­ρι­σμέ­να κα­νά­λια  των “πα­ραλ­λα­γών”. Η ανα­κά­λυ­ψη ενός βελ­τιω­μέ­νου εξο­πλι­σμού από ένα μελ­λο­ντι­κό εχθρό αντι­σταθ­μί­ζο­νταν από την ενί­σχυ­ση του πυ­ρο­βο­λι­κού και το αντί­θε­το. Οι οπα­δοί της ρου­τί­νας, δια­παι­δα­γω­γη­μέ­νοι σ' αυτή την πα­ρά­δο­ση, θα ένιω­θαν ανα­πό­φευ­κτα εκτός τόπου κάτω από τις συν­θή­κες στις οποί­ες εμείς διε­ξά­γου­με την στρα­τιω­τι­κή μας οι­κο­δό­μη­ση.

            “Τι εχθροί μας απει­λούν;”-δη­λα­δή, που είναι οι πα­ραλ­λα­γές του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου για τους μελ­λο­ντι­κούς πο­λέ­μους; Και με ποιες στρα­τη­γι­κέ με­θό­δους (αμυ­ντι­κές ή επι­θε­τι­κές) σκο­πεύ­ου­με να πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με αυτές τις πα­ραλ­λα­γές, σκια­γρα­φη­μέ­νες εκ των προ­τέ­ρων; Δια­βά­ζο­ντας το άρθρο του Σο­μό­λιν άθελά μου ξα­να­θυ­μή­θη­κα την κω­μι­κή φι­γού­ρα εκεί­νου του δογ­μα­τι­κού του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος τον στρα­τη­γό Μπο­ρί­σοφ του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου.

            Όποιο πρό­βλη­μα κι αν συ­ζη­τιό­ταν ο Μπο­ρί­σοφ κατά κα­νό­να σή­κω­νε τα δύο δά­κτυ­λά του με σκοπό να έχει την ευ­και­ρία να πει: “Αυτό το ζή­τη­μα μπο­ρεί να απο­φα­σι­στεί μόνο σε σχέση με άλλα ζη­τή­μα­τα του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος και γι αυτό το λόγο είναι πρώτα απ' όλα απραί­τη­το να ορί­σου­με το πόστο του Αρ­χη­γού του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου”. Από τη μήτρα αυτού του Αρ­χη­γού του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου, θα ξε­πη­δού­σε το δέ­ντρο του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος και θά­δι­νε όλους τους απα­ραί­τη­τους καρ­πούς όπως συ­νέ­βη­κε στην αρ­χαιό­τη­τα με την κόρη του Ανα­το­λί­τη Βα­σι­λιά. Ο Σο­μό­λιν, όπως ο Μπο­ρί­σοφ, ου­σια­στι­κά, ανα­πο­λεί αυτόν το χα­μέ­νο πα­ρά­δει­σο των στα­θε­ρών προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για το “στρα­τιω­τι­κό δόγμα”, όταν κά­ποιος ήξερε μετά από δέκα ή εί­κο­σι χρό­νια, ποιοι θα είναι οι εχθροί και από που και πως αυτοί θα απει­λούν. Ο Σο­μό­λιν όπως και ο Μπο­ρί­σοφ χρειά­ζε­ται ένα πα­γκό­σμιο Αρ­χη­γό του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου που θα μπο­ρέ­σει να συ­γκε­ντρώ­σει τα σπα­σμέ­να κομ­μά­τια της πή­λι­νης στά­μνας, να τα βάλ­λει στο ράφι και να κολ­λή­σει επάνω ετι­κέ­τες: πα­ραλ­λα­γή “Ι”, πα­ραλ­λα­γή “Ρ” και τα λοιπά.

            Μήπως  ο Σο­μό­λιν μπο­ρεί ταυ­τό­χρο­να να μας ονο­μά­σει τον πα­γκό­σμιο νου που έχει υπ 'όψη του; Σ' ότι μας αφορά εμείς -αλί­μο­νο- δεν ξέ­ρου­με τέ­τοιον εγκέ­φα­λο και εί­μα­στε της γνώ­μης ότι δεν υπάρ­χει τέ­τοιος εγκέ­φα­λος, γιατί τα κα­θή­κο­ντα γι αυτόν είναι μη πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μα. Συ­ζη­τώ­ντας σε κάθε βήμα για επα­να­στα­τι­κούς πο­λέ­μους και επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή ο Σο­μό­λιν έχει πα­ρα­βλέ­ψει ακρι­βώς αυτό: τον επα­να­στα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της ση­με­ρι­νής επο­χής, που έφερε πλήρη δια­τά­ρα­ξη της στα­θε­ρό­τη­τας τόσο στις διε­θνείς όσο και στις εσω­τε­ρι­κές σχέ­σεις.

Η Γερ­μα­νία δεν υπάρ­χει πια σαν στρα­τιω­τι­κή δύ­να­μη. Παρ' όλα αυτά, ο γαλ­λι­κός μι­λι­τα­ρι­σμός είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να πα­ρα­κο­λου­θεί με πυ­ρε­τώ­δι­κα μάτια τα πιο ασή­μα­ντα γε­γο­νό­τα και τις αλ­λα­γές στην εσω­τε­ρι­κή ζωή της Γερ­μα­νί­ας και στα γερ­μα­νι­κά σύ­νο­ρα.

            Τι θα γίνει αν η Γερ­μα­νία ξαφ­νι­κά, σχη­μα­τί­σει ένα στρα­τό αρ­κε­τών αν­δρών; Ποια Γερ­μα­νία; Μήπως θα είναι η Γερ­μα­νία του Λού­ντερ­ντοφ ; Αλλά μήπως αυτή η Γερ­μα­νία θα δώσει μόνο την πα­ρόρ­μη­ση που θα απο­δει­χθεί μοι­ραία για την πα­ρού­σα σάπια μι­σό-ισορ­ρο­πία και θα ανοί­ξει το δρόμο για τη Γερ­μα­νία του Λί­μπνε­χτ και της  Λου­ξε­μπουργκ; Πόσες “πα­ραλ­λα­γές” πρέ­πει να δια­θέ­τει το Γε­νι­κό Επι­τε­λείο;

            Πόσα πο­λε­μι­κά σχέ­δια πρέ­πει να δια­θέ­τει κα­νείς για να μπο­ρεί να αντι­με­τω­πί­σει “οι­κο­νο­μι­κά” όλους τους κιν­δύ­νους;

            Έχω στα αρ­χεία μου αρ­κε­τές ανα­φο­ρές, ογκώ­δεις, ισχνές και μέ­τριες, των οποί­ων οι πο­λυ­μα­θείς συγ­γρα­φείς μας εξή­γη­σαν με ευ­γε­νι­κή παι­δα­γω­γι­κή υπο­μο­νή ότι μια εξου­σία που σέ­βε­ται τον εαυτό της πρέ­πει να εγκα­θι­δρύ­ει κα­θο­ρι­σμέ­νες τα­κτι­κές σχέ­σεις να διευ­κρι­νί­ζει από την αρχή, ποιοι είναι οι πι­θα­νοί της εχθροί, και να απο­κτά τους κα­τάλ­λη­λους συμ­μά­χους ή του­λά­χι­στον να ου­δε­τε­ρο­ποιεί όλους εκεί­νους που μπο­ρούν να ου­δε­τε­ρο­ποι­η­θούν. Γιατί, όπως οι συγ­γρα­φείς αυτών των ανα­φο­ρών εξη­γούν, δεν είναι δυ­να­τόν να ετοι­μα­στείς για τους μελ­λο­ντι­κούς πο­λέ­μους “στο σκο­τά­δι”: δεν είναι δυ­να­τόν να κα­θο­ρί­σεις την δύ­να­μη του στρα­τού ή τις εγκα­τα­στά­σεις του ή την διά­τα­ξή του. Δεν θυ­μά­μαι να έχω δει την υπο­γρα­φή του Σο­μό­λιν κάτω απ' αυτές τις ανα­φο­ρές, αλλά οι ιδέες του ήταν εκεί. Όλοι οι συγ­γρα­φείς λυ­πά­μαι που το λέω ήταν της σχο­λής Μπο­ρί­σοφ.

            Ο διε­θνής προ­σα­να­το­λι­σμός συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του διε­θνούς στρα­τιω­τι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού, είναι πιο δύ­σκο­λος στις μέρες μας απ' ότι στην εποχή της τρι­πλής συμ­μα­χί­ας και της Τρι­πλής Ανταντ. Αλλά δεν μπο­ρεί κα­νείς να κάνει τί­πο­τα γι αυτό: η εποχή των με­γα­λύ­τε­ρων ανα­τα­ρα­χών στην ιστο­ρία, τόσο στρα­τιω­τι­κών όσο και επα­να­στα­τι­κών έχει κλο­νί­σει αρ­κε­τές πα­ραλ­λα­γές και στε­ρε­ό­τυ­πα. Δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει στα­θε­ρός πα­ρα­δο­σια­κός, συ­ντη­ρη­τι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός.

            Ο προ­σα­να­το­λι­σμός πρέ­πει να είναι άγρυ­πνος, δρα­στή­ριος και άμε­σος-ή αν θέ­λε­τε ευ­έ­λι­κτος στον χα­ρα­κτή­ρα. Άμε­σος δεν ση­μαί­νει επι­θε­τι­κός, αλλά ση­μαί­νει αυ­στη­ρά σε συμ­φω­νία με τους ση­με­ρι­νούς συν­δυα­σμούς των διε­θνών σχέ­σε­ων και να συ­γκε­ντρώ­νει το μά­ξι­μουμ των δυ­νά­με­ων για το ση­με­ρι­νό κα­θή­κον.

            Κάτω από τις πα­ρού­σες διε­θνείς συν­θή­κες ο προ­σα­να­το­λι­σμός απαι­τεί πολύ με­γα­λύ­τε­ρη δια­νοη­τι­κή επι­δε­ξιό­τη­τα απ' ότι  απαι­τού­νταν για την επε­ξερ­γα­σία των συ­ντη­ρη­τι­κών στοι­χεί­ων του στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος κατά την εποχή που αφή­σα­με πίσω μας.

            Αλλά συγ­χρό­νως, αυτή η ερ­γα­σία πραγ­μα­το­ποιεί­ται σε μαι πλα­τιά κλί­μα­κα και με χρήση πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρων επι­στη­μο­νι­κών με­θό­δων.

            Η βα­σι­κή δου­λειά για την εκτί­μη­ση της διε­θνούς κα­τά­στα­σης και των κα­θη­κό­ντων για την προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση και την Σο­βιε­τι­κή Δη­μο­κρα­τία, που απορ­ρέ­ουν απ' αυτήν, διε­ξά­γε­ται από το Κόμμα, από την συλ­λο­γι­κή σκέψη και οι κα­τευ­θυ­ντή­ριες μορ­φές αυτής της δου­λειάς πα­ρέ­χο­νται στα συ­νέ­δρια του Κόμ­μα­τος και την Κε­ντρι­κή του Επι­τρο­πή. Έχου­με υπ' όψη μας όχι μόνο το Ρώ­σι­κο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα, αλλά επί­σης το Πα­γκό­σμιο Κόμμα μας.

            Πόσο σχο­λα­στι­κές φαί­νο­νται οι απαι­τή­σεις του Σο­μό­λιν να φτιά­ξου­με ένα κα­τά­λο­γο των εχθρών μας και να απο­φα­σί­σου­με αν θα κά­νου­με επί­θε­ση και ακρι­βώς ποιόν θα χτυ­πή­σου­με, όταν τις συ­γκρί­νου­με με τη δου­λειά της εκτί­μη­σης όλων των δυ­νά­με­ων της επα­νά­στα­σης και της αντε­πα­νά­στα­σης, όπως υπάρ­χουν τώρα και όπως ανα­πτύσ­σο­νται, που επι­τεύ­χθη­κε από το τε­λευ­ταίο συ­νέ­δριο της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς! Τι άλ­λο-δόγ­μα-χρειά­ζε­στε;

            Ο σύ­ντρο­φος Του­χα­τσέφ­σκι υπέ­βα­λε στην Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνή μια πρό­τα­ση, να ιδρυ­θεί ένα διε­θνές στρα­τη­γι­κό επι­τε­λείο και να προ­σαρ­τη­θεί σ' αυτήν.

            Αυτή η πρό­τα­ση ήταν, βέ­βαια, λα­θε­μέ­νη: δεν αντα­πο­κρι­νό­ταν στην κα­τά­στα­ση και στα κα­θή­κο­ντα που δια­τυ­πώ­θη­καν από το ίδιο το συ­νέ­δριο. Εάν η Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνής μπό­ρε­σε να δη­μιουρ­γη­θεί ντε φάκτο μόνο μετά των σχη­μα­τι­σμό ισχυ­ρών Κομ­μου­νι­στι­κών Ορ­γα­νώ­σε­ων στις πιο ση­μα­ντι­κές χώρες, αυτό ισχύ­ει ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο για ένα διε­θνές στρα­τη­γι­κό επι­τε­λείο, που θα μπο­ρού­σε να ανα­δυ­θεί μόνο στην βάση των εθνι­κών γε­νι­κών επι­τε­λεί­ων με­ρι­κών προ­λε­τα­ρια­κών κρα­τών. Εφό­σον αυτή η βάση λεί­πει, ένα διε­θνές γε­νι­κό επι­τε­λείο ανα­πό­φευ­κτα θα γι­νό­ταν κα­ρι­κα­τού­ρα.

            Ο Του­χα­τσέφ­σκι θε­ώ­ρη­σε απα­ραί­τη­το να βα­θύ­νει το λάθος του τυ­πώ­νο­ντας το γράμ­μα του στο τέλος του μι­κρού εν­δια­φέ­ρο­ντος βι­βλί­ου του “Ο πό­λε­μος των τά­ξε­ων”. Αυτό το λάθος της ίδιας  τάξης με την ορ­μη­τι­κή θε­ω­ρη­τι­κή επί­θε­ση του συ­ντρό­φου Του­χα­τσέφ­σκι στην πο­λι­το­φυ­λα­κή την οποία βλέ­πει να είναι σε αντί­φα­ση με την Τρίτη Διε­θνή.

            Ας ση­μειώ­σου­με με την ευ­και­ρία ότι οι επι­θέ­σεις που έγι­ναν χωρίς επαρ­κή προ­στα­σία απο­τε­λούν γε­νι­κά την αδύ­να­τη πλευ­ρά του συ­ντρό­φου Του­χα­τσέφ­σκι, που είναι ένας από τους πιο προι­κι­σμέ­νους νε­α­ρούς στρα­τιω­τι­κούς ερ­γά­τες μας.

            Αλλά ακόμη και χωρίς ένα διε­θνές στρα­τη­γι­κό επι­τε­λείο, που δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στην κα­τά­στα­ση και γι αυτό είναι ακα­τόρ­θω­το, το ίδιο το διε­θνές συ­νέ­δριο, σαν αντι­πρό­σω­πος των κομ­μά­των των επα­να­στα­τη­μέ­νων ερ­γα­τών, πράγ­μα­τι πέ­τυ­χε και μέσα από την Εκτε­λε­στι­κή του Επι­τρο­πή  συ­νε­χί­ζει να πε­τυ­χαί­νει, την θε­με­λια­κή ιδε­ο­λο­γι­κή δου­λειά του “Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου” της πα­γκό­σμιας επα­νά­στα­σης, κρα­τώ­ντας ένα κα­τά­λο­γο φίλων και εχθρών, ου­δε­τε­ρο­ποιώ­ντας τους αμ­φι­τα­λα­ντευό­με­νους με την προ­ο­πτι­κή να τους προ­σελ­κύ­σει αρ­γό­τε­ρα στο πλευ­ρό της επα­νά­στα­σης, εκτι­μώ­ντας την κα­τά­στα­ση που αλ­λά­ζει κα­θο­ρί­ζο­ντας τα επεί­γο­ντα κα­θή­κο­ντα και συ­γκε­ντρώ­νο­ντας τις προ­σπά­θειες σε μια πα­γκό­σμια κλί­μα­κα, γι αυτά τα κα­θή­κο­ντα.

            Τα συ­μπε­ρά­σμα­τα που βγαί­νουν απ' αυτόν τον προ­σα­να­το­λι­σμό είναι πολύ πο­λύ­πλο­κα. Δεν μπο­ρούν να προ­σαρ­μο­στούν μέσα σε με­ρι­κές πα­ραλ­λα­γές του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου.

            Αλλά αυτή είναι η φύση της επο­χής μας.

            Το πλε­ο­νέ­κτη­μα του προ­σα­να­το­λι­σμού μας είναι ότι αντα­πο­κρί­νε­ται στη φύση της επο­χής και στις σχέ­σεις της.

            Μ' αυτόν τον προ­σα­να­το­λι­σμό ευ­θυ­γραμ­μί­ζου­με και την στρα­τιω­τι­κή μας πο­λι­τι­κή-πο­λι­τι­κή που για την ώρα είναι ενερ­γη­τι­κά ανα­βλη­τι­κή αμυ­ντι­κή και προ­πα­ρα­σκευα­στι­κή. Εν­δια­φε­ρό­μα­στε πρώτα απ' όλα να εξα­σφα­λί­σου­με για την στρα­τιω­τι­κή μας ιδε­ο­λο­γία, τις με­θό­δους και τον μη­χα­νι­σμό μας, μια ευ­κι­νη­σία τόσο ελα­στι­κή, ώστε να μπο­ρού­με, σε κάθε τροπή των γε­γο­νό­των, να συ­γκε­ντρώ­νου­με τις κύ­ριες δυ­νά­μεις μας στην πρω­ταρ­χι­κή κα­τεύ­θυν­ση.

                             13. Το Πνεύ­μα της Άμυ­νας και το Πνεύ­μα της Επί­θε­σης

            Αλλά τε­λι­κά λέει ο Σο­λό­μιν (σ. 22) “είναι αδύ­να­τον να εκ­παι­δεύ­σεις, την ίδια ώρα, στο πνεύ­μα της επί­θε­σης και στο πνεύ­μα της άμυ­νας.” Τώρα αυτό είναι κα­θα­ρός δογ­μα­τι­σμός. Που κι από ποιόν έχει απο­δει­χτεί αυτό; Από κα­νέ­ναν και που­θε­νά, γιατί αυτό είναι λάθος πέρα για πέρα. Ολό­κλη­ρη η τέχνη της εποι­κο­δο­μη­τι­κής δου­λειάς στην Σο­βιε­τι­κή Ρωσία στην στρα­τιω­τι­κή σφαί­ρα (κι όχι μόνο σ' αυτή την σφαί­ρα), συ­νί­στα­ται στο να συν­δυά­ζει τις διε­θνείς επα­να­στα­τι­κές -επι­θε­τι­κές τά­σεις της προ­λε­τα­ρια­κής εμπρο­σθο­φυ­λα­κής με τις επα­να­στα­τι­κές-αμυ­ντι­κές τά­σεις των αγρο­τι­κών μαζών και ακόμη των ευ­ρύ­τε­ρων κύ­κλων της ίδιας της ερ­γα­τι­κής τάξης. Αυτός ο συν­δυα­σμός αντι­στοι­χεί στην διε­θνή κα­τά­στα­ση σαν σύ­νο­λο. Εξη­γώ­ντας τη ση­μα­σία του στα προ­χω­ρη­μέ­να στοι­χεία μέσα στο στρα­τό, τους δι­δά­σκου­με εκεί να συν­δυά­ζουν άμυνα και επί­θε­ση σωστά, όχι μόνο με την στρα­τη­γι­κή, αλλά επί­σης με την επα­να­στα­τι­κή-ιστο­ρι­κή έν­νοια. Μήπως ο Σο­λό­μιν νο­μί­ζει, ότι αυτό σβή­νει “το πνεύ­μα”; Και αυτός και οι ομοϊ­δε­ά­τες του, αυτό υπαι­νίσ­σο­νται. Αλλά αυτός είναι ο πιο κα­θα­ρός Αρι­στε­ρός Σο­σια­λε­πα­να­στα­τι­σμός. Το ξε­κα­θά­ρι­σμα της ου­σί­ας της διε­θνούς και της εσω­τε­ρι­κής κα­τά­στα­σης και η δρα­στή­ρια “ευ­έ­λι­κτη” προ­σαρ­μο­γή της σ' αυτή την κα­τά­στα­ση, δεν μπο­ρεί να σβή­σει το φρό­νη­μα μόνο να το ατσα­λώ­σει.

            Ή μήπως είναι αδύ­να­το με την κα­θα­ρά στρα­τιω­τι­κή έν­νοια να προ­ε­τοι­μά­σεις το στρα­τό, τόσο για άμυνα, όσο και για επί­θε­ση; Αλλά αυτό επί­σης είναι ανοη­σία. Στο βι­βλίο του ο Του­χα­τσέφ­σκι το­νί­ζει την ιδέα ότι στον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο ήταν αδύ­να­το ή σχε­δόν αδύ­να­το, για την άμυνα να προ­σλά­βει στα­τι­κό­τη­τα θέ­σε­ων. Απ' αυτό, ο Του­χα­τσέφ­σκι αντλεί το σωστό συ­μπέ­ρα­σμα ότι, κάτω απ' αυτές τις συν­θή­κες, η άμυνα, όπως και η επί­θε­ση, πρέ­πει απα­ραί­τη­τα να είναι δρα­στή­ρια και ευ­έ­λι­κτη. Εάν εί­μα­στε πολύ αδύ­να­μοι για να επι­τε­θού­με, προ­σπα­θού­με να απο­φύ­γου­με τη λαβή του εχθρού, ώστε αρ­γό­τε­ρα να συ­γκε­ντρώ­σου­με τις δυ­νά­μεις μας σε μια γρο­θιά, στην πο­ρεία της επα­κό­λου­θης προ­έ­λα­σης του, και να χτυ­πή­σου­με στο πιο ευά­λω­τό του ση­μείο. Ο ισχυ­ρι­σμός του Σο­λό­μιν, ότι ένας στρα­τός πρέ­πει να εκ­παι­δευ­τεί απο­κλει­στι­κά για ένα ει­δι­κό τύπο πο­λέ­μου -ή αμυ­ντι­κό ή επι­θε­τι­κό- είναι λα­θε­μέ­νος μέχρι πα­ρα­λο­γι­σμού. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ένας στρα­τός γυ­μνά­ζε­ται και εκ­παι­δεύ­ε­ται για μάχη και νίκη. Οι αμυ­ντι­κές και επι­θε­τι­κές επι­χει­ρή­σεις μπαί­νουν σαν με­τα­βλη­τοί πα­ρά­γο­ντες μέσα στη μάχη, ιδιαί­τε­ρα, αν αυτή πε­ρι­λαμ­βά­νει ελιγ­μούς. Είναι νι­κη­τής αυτός που αμύ­νε­ται καλά όταν είναι απα­ραί­τη­το να επι­τε­θεί. Αυτή είναι η πιο σωστή εκ­παί­δευ­ση που πρέ­πει να δώ­σου­με στο στρα­τό μας και ει­δι­κά στους διοι­κη­τές του.

            Ένα όπλο με ξι­φο­λόγ­χη είναι καλό τόσο για άμυνα όσο και για επί­θε­ση. Το ίδιο ισχύ­ει και για τα χέρια του μα­χη­τή. Ο ίδιος ο μα­χη­τής και η μο­νά­δα στην οποία ανή­κει, πρέ­πει να είναι έτοι­μοι για τη μάχη, για την αυ­το­ά­μυ­να, για την αντί­στα­ση στον εχθρό και για την κα­τα­τρό­πω­ση του.

            Το τάγμα που επι­τί­θε­ται κα­λύ­τε­ρα, είναι αυτό που είναι ικανό να αμυν­θεί. Η κα­λύ­τε­ρη άμυνα μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί μόνο από ένα τάγμα που έχει την επι­θυ­μία και τη δυ­να­τό­τη­τα να επι­τί­θε­ται. Οι κα­νο­νι­σμοί πρέ­πει να σε δι­δά­σκουν πως να μά­χε­σαι κι όχι μόνο να προ­γυ­μνά­ζουν για επι­θε­τι­κές επι­χει­ρή­σεις.

            Το να είσαι επα­να­στά­της είναι μια πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση κι όχι μια από τα πριν έτοι­μη απά­ντη­ση για όλα τα ζη­τή­μα­τα. Μπο­ρεί να εν­θου­σιά­ζει μπο­ρεί να εξα­σφα­λί­ζει την ορμή. Ο εν­θου­σια­σμός και η ορμή, είναι πιο πο­λύ­τι­μοι όροι για την επι­τυ­χία, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Απαι­τεί­ται να υπάρ­χει προ­σα­να­το­λι­σμός και εκ­παί­δευ­ση. Και μα­κριά από τις δογ­μα­τι­κές πα­ρω­πί­δες!

14. Τα πιο άμεσα κα­θή­κο­ντα

            'Όμως δεν υπάρ­χουν, μέσα στο πο­λύ­πλο­κο δίχτυ των διε­θνών σχέ­σε­ων, ορι­σμέ­νοι κα­θα­ρό­τε­ροι και πιο ευ­κρι­νείς πα­ρά­γο­ντες σύμ­φω­να με τους οποί­ους θα πρέ­πει να ευ­θυ­γραμ­μί­σου­με τη στρα­τιω­τι­κή μας δρα­στη­ριό­τη­τα στους αμέ­σως επό­με­νους μήνες:

            Υπάρ­χουν τέ­τοιοι πα­ρά­γο­ντες, και μι­λούν από μόνοι τους, πολύ δυ­να­τά για να θε­ω­ρη­θούν μυ­στι­κοί. Στη Δύση υπάρ­χει η Πο­λω­νία και Ρου­μα­νία, με τη Γαλ­λία πίσω τους. Στην ΄Απω Ανα­το­λή υπάρ­χει η Ια­πω­νία. Γύρω και κοντά στην Καυ­κα­σία υπάρ­χει η Βρε­τα­νία. Θα ασχο­λη­θώ εδώ μόνο με το ζή­τη­μα της Πο­λω­νί­ας, καθώς είναι το πιο εντυ­πω­σια­κό και δι­δα­κτι­κό.

            Ο πρω­θυ­πουρ­γός της Γαλ­λί­ας Μπριάν, δή­λω­σε στην Ουά­σιγ­κτον, ότι ετοι­μα­ζό­μα­στε να επι­τε­θού­με στην Πο­λω­νία αυτήν την άνοι­ξη.

            'Οχι μόνο κάθε διοι­κη­τής και κάθε άν­δρας του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, αλλά και κάθε ερ­γά­της και αγρό­της στη χώρα μας, ξέρει ότι αυτό είναι από­λυ­τη βλα­κεία. Αυτό το γνω­ρί­ζει και ο ίδιος ο Μπριάν, φυ­σι­κά. Μέχρι σή­με­ρα έχου­με πλη­ρώ­σει τόσο με­γά­λο τί­μη­μα στους με­γά­λους και μι­κρούς λη­στές, για να τους κά­νου­με να μας αφή­σουν στην ησυ­χία μας, που είναι δυ­να­τό να μιλάς για ένα “σχέ­διο” από την πλευ­ρά μας να κτυ­πή­σου­με την Πο­λω­νία, μόνο για να έχεις ένα πρό­σχη­μα για κά­ποια δια­βο­λι­κή συ­νω­μο­σία ενα­ντί­ον μας. Ποιος είναι ο πραγ­μα­τι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός μας, σ' ό,τι αφορά την Πο­λω­νία;

            Απο­δει­κνύ­ου­με στις μάζες της Πο­λω­νί­ας, στα­θε­ρά και επί­μο­να, όχι με λόγια, αλλά με έργα -και κατ΄αρχήν με την πιο αυ­στη­ρή τή­ρη­ση της Συμ­φω­νί­ας της Ρή­γας- ότι θέ­λου­με την ει­ρή­νη και προ­σπα­θού­με να την δια­τη­ρή­σου­με.

            Πα­ρό­λα αυτά αν η Πο­λω­νέ­ζι­κη στρα­τιω­τι­κή κλίκα, υπο­κι­νη­μέ­νη από την γαλ­λι­κή χρη­μα­τι­στη­ρια­κή κλίκα, μας κτυ­πή­σει την άνοι­ξη, ο πό­λε­μος θα είναι, από την πλευ­ρά μας, γνή­σια αμυ­ντι­κός, τόσο στην ουσία, όσο και στον τρόπο με τον οποίο θα τον δει ο λαός. Ακρι­βώς αυτή η κα­θα­ρή και ευ­κρι­νής συ­νεί­δη­ση της αθω­ό­τη­τάς μας, σ' έναν πό­λε­μο που εξα­πο­λύ­ε­ται ενα­ντί­ον μας θα εξυ­πη­ρε­τή­σει στο να σφυ­ρη­λα­τη­θούν πε­ρισ­σό­τε­ρο όλα τα στοι­χεία στο στρα­τό -προ­χω­ρη­μέ­νος Κομ­μου­νι­στής προ­λε­τά­ριος, ο ει­δι­κός εκεί­νος, που πα­ρό­λο που δεν ανή­κει σε Κόμμα, είναι αφο­σιω­μέ­νος στον Κόκ­κι­νο Στρα­τό και ο κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος αγρό­της στρα­τιώ­της, κι έτσι θα προ­ε­τοι­μα­στεί κα­λύ­τε­ρα ο στρα­τός μας να δεί­ξει πρω­το­βου­λία και να εξα­πο­λύ­σει μια επί­θε­ση αυ­το­θυ­σί­ας σ' αυτόν τον αμυ­ντι­κό πό­λε­μο.

            'Ό­ποιος νο­μί­ζει ότι αυτή η πο­λι­τι­κή είναι αό­ρι­στη και υπο­θε­τι­κή, όποιος δεν έχει ξε­κα­θα­ρί­σει ότι αφορά “τι εί­δους στρα­τό ετοι­μά­ζου­με και για ποια κα­θή­κο­ντα”, όποιος θε­ω­ρεί ότι “είναι αδύ­να­τον ταυ­τό­χρο­να να εκ­παι­δεύ­σεις τόσο στο πνεύ­μα της άμυ­νας, όσο και στο πνεύ­μα της επί­θε­σης”, δεν κα­τα­λα­βαί­νει τί­πο­τα και ήταν κα­λύ­τε­ρα να σω­πά­σει κι όχι να εμπο­δί­σει τους άλ­λους!....

            Αλλά αν ένας τέ­τοιος πο­λύ­πλο­κος συν­δυα­σμός πα­ρα­γό­ντων πα­ρα­τη­ρεί­ται στην πα­γκό­σμια κα­τά­στα­ση πως μπο­ρού­με εμείς, παρ' όλα αυτά, να προ­σα­να­το­λι­στού­με στην πράξη στην σφαί­ρα του και να οι­κο­δο­μή­σου­με το στρα­τό; Ποια θα έπρε­πε να είναι η αριθ­μη­τι­κή δύ­να­μη του στρα­τού; Από ποιους σχη­μα­τι­σμούς θα πρέ­πει να απο­τε­λεί­ται; Πως αυτοί θα πρέ­πει να κα­τα­νε­μη­θούν;

            Καμιά από αυτές τις ερω­τή­σεις δεν επι­δέ­χε­ται μια από­λυ­τη απά­ντη­ση. Μπο­ρείς να μι­λή­σεις μόνο για εμπει­ρι­κές προ­σεγ­γί­σεις και για έγκαι­ρες επα­νορ­θώ­σεις που εξαρ­τώ­νται από τις αλ­λα­γές στην κα­τά­στα­ση. Μόνο οι αθε­ρά­πευ­τοι δογ­μα­τι­κές, υπο­θέ­τουν ότι στα ερω­τή­μα­τα κι­νη­το­ποί­η­σης, σχη­μα­τι­σμού, εκ­γύ­μνα­σης, εκ­παί­δευ­σης, στρα­τη­γι­κής και τα­κτι­κής, οι απα­ντή­σεις θα βγουν με επα­γω­γή μ' ένα τυ­πι­κά -λο­γι­κό τρόπο, από τους όρους του ιε­ρώ­τα­του “στρα­τιω­τι­κού δόγ­μα­τος”. Αυτό που μας λεί­πει, δεν είναι μα­γι­κές, σω­τή­ριες συ­ντα­γές, αλλά πιο προ­σε­κτι­κή, εντα­τι­κή, ακρι­βής, άγρυ­πνη και συ­νει­δη­τή δου­λειά, βα­σι­σμέ­νη πάνω στα θε­μέ­λια, αυτά που έχου­με ήδη στα­θε­ρά το­πο­θε­τή­σει. Οι κα­νο­νι­σμοί μας, τα προ­γράμ­μα­τά μας, οι εγκα­τα­στά­σεις μας, είναι ατε­λείς. Αυτό είναι αναμ­φί­βο­λο. Υπάρ­χουν πολ­λές πα­ρα­λεί­ψεις, ανα­κρί­βειες πράγ­μα­τα ξε­πε­ρα­σμέ­να ή μι­σο­τε­λειω­μέ­να. Πρέ­πει να διορ­θω­θούν, να βελ­τιω­θούν, να γί­νουν πιο ακρι­βή. Αλλά πώς, και από ποια σκο­πιά θα πρέ­πει να γίνει αυτό;

            Μας λένε ότι θα πρέ­πει να πά­ρου­με το δόγμα του επι­θε­τι­κού πο­λέ­μου, σαν βάση μας της δου­λειάς της ανα­θε­ώ­ρη­σης και της προ­ώ­θη­σης.

            “Αυτή η φόρ­μου­λα”, γρά­φει ο Σο­λό­μιν, “ση­μαί­νει μια πολύ απο­φα­σι­στι­κή (!) στρο­φή (στην οι­κο­δό­μη­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού) είναι απα­ραί­τη­το να ανα­θε­ω­ρή­σου­με όλες (!) τις από­ψεις που έχου­με σχη­μα­τί­σει, να κά­νου­με μια πλήρη (!) επα­νε­κτί­μη­ση των αξιών από την σκο­πιά της με­τά­βα­σης από την κα­θα­ρά αμυ­ντι­κή στην επι­θε­τι­κή στρα­τη­γι­κή. Η εκ­παί­δευ­ση των διοι­κη­τών, η προ­ε­τοι­μα­σία του εξο­πλι­σμού του κάθε μα­χη­τή...-όλο αυτό (!) πρέ­πει στο εξής να προ­χω­ρεί κάτω από το σήμα της επί­θε­σης.” (σ. 22)

            “Μόνο με ένα τέ­τοιο ενο­ποι­η­μέ­νο σχέ­διο”, συ­νε­χί­ζει, “η ανα­διορ­γά­νω­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, που έχει αρ­χί­σει, θα βγει από μια κα­τά­στα­ση ασά­φειας, ατα­ξί­ας, δυ­σαρ­μο­νί­ας, τα­λά­ντευ­σης και απου­σί­ας ενός κα­θα­ρού σω­στού σκο­πού”. Οι εκ­φρά­σεις του Σο­λό­μιν είναι, όπως βλέ­που­με, αυ­στη­ρά επι­θε­τι­κές, αλλά οι ισχυ­ρι­σμοί του είναι πα­ρά­λο­γοι. Η ασά­φεια η τα­λά­ντευ­ση  και η ατα­ξία υπάρ­χουν μόνο μέσα στο δικό του κε­φά­λι. Υπάρ­χουν αντι­κει­με­νι­κά δυ­σκο­λί­ες και πρα­κτι­κά λάθη στην εποι­κο­δο­μη­τι­κή μας δου­λειά. Αλλά δεν υπάρ­χει ατα­ξία, δεν υπάρ­χει τα­λά­ντευ­ση, δεν υπάρ­χει δυ­σαρ­μο­νία. Και ο στρα­τός δεν θα επι­τρέ­ψει στους Σο­λό­μιν να επι­βάλ­λουν τις ορ­γα­νω­τι­κές τους πε­ρι­πλα­νή­σεις και έτσι να ει­σά­γουν την τα­λά­ντευ­ση και την ατα­ξία.

            Οι κα­νο­νι­σμοί μας και τα προ­γράμ­μα­τά μας χρειά­ζο­νται ανα­θε­ώ­ρη­ση όχι από τη σκο­πιά της δογ­μα­τι­κής φόρ­μου­λας, της κα­θα­ρής επί­θε­σης, αλλά από τη σκο­πιά της εμπει­ρί­ας των τεσ­σά­ρων τε­λευ­ταί­ων χρό­νων. Πρέ­πει να δια­βά­σου­με, να συ­ζη­τή­σου­με και να διορ­θώ­σου­με τους κα­νο­νι­σμούς σε συν­δια­σκέ­ψεις των διοι­κη­τών.

            Είναι απα­ραί­τη­το, όσο η μνήμη των επι­χει­ρή­σε­ων μάχης, με­γά­λων ή μι­κρών, είναι ακόμη νωπή, να συ­γκρί­νου­με αυτή την εμπει­ρία με τις φόρ­μου­λες που δί­νο­νται στους κα­νο­νι­σμούς και κάθε διοι­κη­τής θα πρέ­πει συ­νει­δη­τά να ανα­ρω­τη­θεί εάν εκεί­να τα λόγια αντα­πο­κρί­νο­νται στην πράξη ή όχι και αν δια­φέ­ρουν, θα πρέ­πει να απο­φα­σί­σουν που έγκει­ται η δια­φο­ρά. Να συλ­λέ­ξεις όλη αυτή τη συ­στη­μα­το­ποι­η­μέ­νη εμπει­ρία να την αθροί­σεις, να την εκτι­μή­σεις κε­ντρι­κά, με βάση το κρι­τή­ριο της υψη­λό­τε­ρης εμπει­ρί­ας στην στρα­τη­γι­κή τα­κτι­κή, ορ­γά­νω­ση και πο­λι­τι­κή, να απαλ­λα­γείς από τους κα­νο­νι­σμούς και τα προ­γράμ­μα­τα για όλα όσα είναι εκτός επο­χής, το πε­ριτ­τό υλικό, να τους φέ­ρεις πιο κοντά στο στρα­τό και να κά­νεις το στρα­τό, να νοιώ­σει σε ποια έκτα­ση του είναι απα­ραί­τη­τοι και σε ποια έκτα­ση θα πρέ­πει να αντι­κα­τα­στή­σουν τον αυ­το­σχε­δια­σμό-αυ­τό είναι ένα σπου­δαίο κα­θή­κον.

            Έχου­με έναν προ­σα­να­το­λι­σμό που είναι πα­γκό­σμιος σε κλί­μα­κα και έχει με­γά­λη ιστο­ρι­κή έκτα­ση. Ένα από τα τμή­μα­τα του έχει ήδη πε­ρά­σει την δο­κι­μα­σία της εμπει­ρί­ας: ένα άλλο δο­κι­μά­ζε­ται τώρα και αντέ­χει στην δο­κι­μα­σία. Η κομ­μου­νι­στι­κή εμπρο­σθο­φυ­λα­κή είναι επαρ­κώς βέ­βαιη για την επα­να­στα­τι­κή πρω­το­βου­λία και το επι­θε­τι­κό πνεύ­μα. Δεν χρεια­ζό­μα­στε φλύ­α­ρο, θο­ρυ­βώ­δη νε­ω­τε­ρι­σμό με τη μορφή των νέων στρα­τιω­τι­κών δογ­μά­των, ούτε την στομ­φώ­δη προ­κή­ρυ­ξη αυτών των δογ­μά­των, αυτό που χρεια­ζό­μα­στε, είναι να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με την εμπει­ρία, να βελ­τιώ­σου­με την ορ­γά­νω­ση, να προ­σέ­ξου­με τις λε­πτο­μέ­ρειες.

            Τα ελατ­τώ­μα­τα στην ορ­γά­νω­ση μας, η κα­θυ­στέ­ρη­ση και η φτώ­χεια μας, ει­δι­κά στο τε­χνι­κό πεδίο, δεν πρέ­πει να ανα­χθούν από μας σε σύμ­βο­λο Πί­στης, πρέ­πει να εξα­λει­φθούν με κάθε μέσο που έχου­με στη διά­θε­σή μας, σε μια προ­σπά­θεια να πλη­σιά­σου­με απ' αυτή την άποψη , τους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς στρα­τούς, που όλοι αξί­ζουν να κα­τα­στρα­φούν αλλά που από με­ρι­κές από­ψεις είναι κα­λύ­τε­ροι από μας. Καλά ανε­πτυγ­μέ­νη αε­ρο­πο­ρία, πλού­σιες μορ­φές επι­κοι­νω­νί­ας, καλά εκ­παι­δευ­μέ­νοι και προ­σε­κτι­κά δια­λεγ­μέ­νοι διοι­κη­τές, ακρί­βεια στον υπο­λο­γι­σμό των πόρων, σω­στές αμοι­βαί­ες σχέ­σεις. Αυτό είναι βέ­βαια μόνο το ορ­γα­νω­τι­κό και τε­χνι­κό κά­λυμ­μα. Ηθικά και πο­λι­τι­κά, οι αστι­κοί στρα­τοί είναι η απο­σύν­θε­ση προς την απο­σύν­θε­ση.

            Ο επα­να­στα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας του στρα­τού μας, η τα­ξι­κή ομοιο­γέ­νεια των διοι­κη­τών μας και του συ­νό­λου των αγω­νι­ζό­με­νων αν­δρών, η κομ­μου­νι­στι­κή ηγε­σία-εδώ είναι που έγκει­ται η πιο ισχυ­ρή και ακα­τα­μά­χη­τη δύ­να­μή μας. Όλη μας η προ­σο­χή τώρα πρέ­πει να κα­τευ­θυν­θεί όχι προς μια επι­δει­κτι­κή ανα­δό­μη­ση αλλά προς την βελ­τί­ω­ση και τη με­γα­λύ­τε­ρη ακρί­βεια. Να προ­μη­θεύ­σου­με τις μο­νά­δες κα­τάλ­λη­λα με τροφή να μην αφή­νου­με τα τρό­φι­μα να χα­λά­νε. Να μα­γει­ρεύ­ου­με καλή λα­χα­νό­σου­πα να δι­δά­ξου­με πως εξο­λο­θρεύ­ε­ται η ψείρα και πως κρα­τιέ­ται το σώμα κα­θα­ρό, να διευ­θύ­νου­με τις εκ­παι­δευ­τι­κές ασκή­σεις κα­τάλ­λη­λα και να κά­νου­με λι­γό­τε­ρο μέσα και πε­ρισ­σό­τε­ρο έξω στην ύπαι­θρο, να ετοι­μά­ζου­με πο­λι­τι­κές συ­ζη­τή­σεις λο­γι­κά και συ­γκε­κρι­μέ­να, να εφο­διά­σου­με κάθε άνδρα του Κόκ­κι­νου Στρα­τού με ένα βι­βλίο υπη­ρε­σί­ας και να ελέγ­χου­με αν οι κα­τα­γρα­φές σ' αυτό είναι σω­στές, να δι­δά­ξου­με πως κα­θα­ρί­ζε­ται το όπλο και γρα­σά­ρο­νται τα άρ­βυ­λα, να δι­δά­ξου­με πως να πυ­ρο­βο­λείς, να βοη­θή­σου­με τους διοι­κη­τές να αφο­μοιώ­σουν κα­λύ­τε­ρα τις δια­τα­γές των κα­νο­νι­σμών που αφο­ρούν τις επι­κοι­νω­νί­ες, την κα­τό­πτευ­ση, τις ανα­φο­ρές και την ασφά­λεια, να μά­θου­με και να δι­δά­ξου­με πως προ­σαρ­μό­ζε­ται κα­νείς στις το­πι­κές συν­θή­κες, να τυ­λί­γου­με τις κάλ­τσες κα­τάλ­λη­λα για να σώ­ζου­με τα πόδια από τους ερε­θι­σμούς και για μια ακόμα φορά να γρα­σά­ρου­με τα άρ­βυ­λα-τέ­τοια είναι το πρό­γραμ­μα μας για το χει­μώ­να και την άνοι­ξη που βρί­σκο­νται μπρο­στά μας.

            Αν κά­ποιος με την ευ­και­ρία μιας γιορ­τής, απο­κα­λέ­σει αυτό στρα­τιω­τι­κό δόγμα δεν θα τι­μω­ρη­θεί γι αυτό.

                                                                                          22 Νο­έμ­βρη-5 Δε­κέμ­βρη 1921

                                                                                                                       Μόσχα

 

[1]              Το κεί­με­νο αυτό έχει παρ­θεί από την αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση των Μάικλ Χά­ουαρντ και Πίτερ Πάρε του βι­βλί­ου του Κλα­ού­ζε­βιτς.

[2]              Ο σύ­ντρο­φος Φρούν­τζε γρά­φει: “Θα μπο­ρού­σε κα­νείς να προ­τεί­νει τον εξής ορι­σμό για το “ενο­ποι­η­μέ­νο στρα­τιω­τι­κό δόγμα”. Είναι το ενο­ποι­η­μέ­νο σύ­νο­λο δι­δα­χών που υιο­θε­τεί­ται από το Στρα­τό ενός δε­δο­μέ­νου Κρά­τους, το οποίο κα­νο­νί­ζει τη μορφή δη­μιουρ­γί­ας των ενό­πλων δυ­νά­με­ων της χώρας και τις με­θό­δους εκ­παί­δευ­σης και κα­θο­δή­γη­σης των δυ­νά­με­ων, στη βάση των από­ψε­ων που επι­κρα­τούν στο δε­δο­μέ­νο κρά­τος, όσο αφορά το χα­ρα­κτή­ρα των στρα­τιω­τι­κών στό­χων, τους οποί­ους θέτει αυτό το κρά­τος και τις με­θό­δους υλο­ποί­η­σης αυτών των στό­χων, οι οποί­ες απορ­ρέ­ουν από την τα­ξι­κή ουσία αυτού του κρά­τους και τη κα­τά­στα­ση των πα­ρα­γω­γι­κών του δυ­νά­με­ων.” (Krasnaya Nov. No 2, σελ.24 άρθρο του Μ. Φρούν­τζε “Ενο­ποι­η­μέ­νο στρα­τιω­τι­κό δόγμα και ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός”).

                Αυτός ο ορι­σμός να γίνει δε­κτός με επι­φυ­λά­ξεις. Αλλά όπως μαρ­τυ­ρεί σαν σύ­νο­λο το άρθρο του σύ­ντρο­φου Φρούν­τζε, τα συ­μπε­ρά­σμα­τα που εξά­γο­νται από τον ορι­σμό, στον οποίο ανα­φερ­θή­κα­με, δεν μπο­ρούν με κα­νέ­ναν τρόπο να εμπλου­τί­σουν το ιδε­ο­λο­γι­κό οπλο­στά­σιο του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Πά­ντως, θα ασχο­λη­θού­με μ' αυτό αρ­γό­τε­ρα με πε­ρισ­σό­τε­ρες λε­πτο­μέ­ρειες (Ση­μεί­ω­ση του Τρό­τσκι).

[3]              Φοχ: “Οι αρχές του πο­λέ­μου” με­τα­φρα­σμέ­νο από τον Χλέαρ Μπέ­λοκ σελ 42

[4]              Ο σύ­ντρο­φος Σο­λό­μιν μας κα­τη­γο­ρεί ότι (βλ το επι­στη­μο­νι­κό-στρα­τιω­τι­κό πε­ριο­δι­κό Voyennaya Nauka i Revoluyutsia) μέχρι στιγ­μής έχου­με απο­τύ­χει να δώ­σου­με απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα: “Τι εί­δους στρα­τό προ­ε­τοι­μά­ζου­με και για ποιους στό­χους” (Ση­μεί­ω­ση του Τρό­τσκι)

[5]              Το διά­ταγ­μα εκ­δό­θη­κε στις 15 (με το νέο ημε­ρο­λό­γιο 28) Γε­νά­ρη 1918. Για το κεί­με­νο βλέπε “Πρώτα δια­τάγ­μα­τα της Εξου­σί­ας των Σο­βιέτ”, έκ­δο­ση των Yu. Akhpkin Lawrence και Wishart, 1970 σε­λί­δα 86.

[6]              Η Ρω­σι­κή Πο­λω­νία ήταν χω­ρι­σμέ­νη σε δέκα επαρ­χί­ες

[7]              Επι­τρέψ­τε μου να θυ­μί­σω ότι αυτό γρά­φτη­κε στα 1905 (ση­μεί­ω­ση του Τρό­τσκι). (Η Γα­λι­κία ήταν στην Αυ­στρια­κή Πο­λω­νία, το Πόζ­ναν στην Γερ­μα­νι­κή Πο­λω­νία-Β. Ρ)

[8]              Το από­σπα­σμα αυτό είναι από τα “Απο­τε­λέ­σμα­τα και Προ­ο­πτι­κές”

[9]              “Ος σ' αν σκαν­δα­λί­σει ένα των μι­κρών τού­των των πι­στευό­ντων εις εμέ, συμ­φέ­ρει αυτώ ίνα κρε­μα­σθεί μύλος ονι­κός εις τον τρά­χη­λον αυτού και κα­τα­πο­ντι­στεί εν τω πε­λά­γει της θα­λάσ­σης”. (Ματ­θαί­ος 18.6)

[10]           “Πνεύ­μα ο Θεός και τους προ­σκυ­νού­ντας αυτόν εν πνεύ­μα­τι και αλή­θεια δει προ­σκυ­νείν” (Ιω­άν­νης 4.24)

[11]           Με­τά­φρα­ση των Χα­ουαρντ και Πάρετ σε­λί­δες 154-155. Η τε­λευ­ταία πρό­τα­ση είναι πά­ντως, μια πε­ρί­λη­ψη από τον Τρό­τσκι των ακό­λου­θων: “Όταν στο 1806 οι Πρώ­σοι στρα­τη­γοί...βού­τη­ξαν μέσα στα ανοι­χτά σα­γό­νια της συμ­φο­ράς χρη­σι­μο­ποιώ­ντας  την ανοι­χτή εντο­λή μάχης του Φρει­δε­ρί­κου του Με­γά­λου, δεν ήταν μόνο η πε­ρί­πτω­ση ενός στυλ που είχε επι­ζή­σει της χρη­σι­μό­τη­τας του, αλλά η πιο ακραία φτώ­χεια της φα­ντα­σί­ας όπου η ρου­τί­να έχει ποτέ οδη­γή­σει. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν ο Πρω­σι­κός στρα­τός κάτω από τον Χο­χεν­λό­χε κα­τα­στρά­φη­κε τόσο ολο­κλη­ρω­τι­κά, όσο κα­νέ­νας άλλος στρα­τός ποτέ άλ­λο­τε στο πεδίο της μάχης”.

[12]           Άρθρο στην “Krasnaya Nov”, (ση­μεί­ω­ση του Τρό­τσκι)

Ετικέτες