Ο Πατ Στακ γράφει για τους αγώνες που διαμόρφωσαν τον Μάρτιν Μαγκίνες, τον ηγέτη του Σιν Φέιν και πρώην διοικητή του IRA, ο οποίος πέθανε την περασμένη βδομάδα –και καταγγέλει τα δύο μέτρα και σταθμά στις αντιδράσεις του Βρετανικού κατεστημένου στον θάνατό του, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο RS21.org.uk

Ο θάνατος του Μάρτιν Μαγκίνες επέτρεψε να εμφανιστούν δύο αφηγήσεις που είναι αρκετά τετριμμένες και φαινομενικά αντιφατικές μεταξύ τους.

Η επίσημη –όπως εκφράζεται με λιγότερο ή μεγαλύτερο ενθουσιασμό από τύπους όπως ο Τόνι Μπλερ, η Τερέζα Μέι, ο Τζόν Μέιτζορ, ο Άλαστερ Κάμπερ και το συνάφι τους- λέει πως υπήρξε ένας κακός αιμοβόρος Μαγκίνες που σκότωνε, ακρωτηρίαζε και βασάνιζε, ο οποίος όμως εξελίχθηκε σε έναν καλό ειρηνικό Μαγκίνες που βοήθησε να διασφαλιστεί η ειρήνη και άπλωσε το χέρι του προς την άλλη πλευρά της σεχταριστικής διαμάχης.

Μετά υπάρχει η δεύτερη αντίδραση, που είτε απορρίπτει συνολικά τη θεωρία του «καλού» Μαγκίνες είτε λέει πως η αλλαγή του Μαγκίνες ήρθε πολύ αργά και ήταν πολύ περιορισμένη (too little, too late): Ισχυρίζεται βασικά ότι ήταν ένας κακός άνθρωπος που έκανε άσχημα πράγματα για τα οποία δεν ζήτησε ποτέ συγνώμη, και ο οποίος –παραφράζοντας τον Νόρμαν Τέμπιτ- αξίζει «να βρεθεί σε μια ιδιαίτερα καυτή και δυσάρεστη γωνιά της κόλασης».

Αν και οι δύο αυτές αντιδράσεις είναι πολύ διαφορετικές στον τόνο τους και την ανθρωπιά τους, συμμερίζονται μια ουσιαστική άποψη. Και οι δύο πιστεύουν ότι ο ρόλος του Μαγκίνες στην ένοπλη πάλη ήταν εγκληματικά κακός και δεν αξίζει υπεράσπισης.

Από την σκοπιά και των δύο αυτών στρατοπέδων, τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την χρήση των όπλων, κανένας σκοπός δεν μπορεί να δικαιολογήσει σκοτωμούς. Δεν υπάρχουν «καλοί τρομοκράτες».

Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι κανένας από τους ανθρώπους που εκφράζουν αυτήν την άποψη δεν είναι ειρηνιστής. Όλοι τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν διατάξει, υποστηρίξει ή σε μερικές περιπτώσεις συμμετάσχει άμεσα σε ένοπλες συγκρούσεις.  Όλοι τους έχουν βρει δικαιολογίες για αυτήν την χρήση όπλων και έχουν επαινέσει όσους έκαναν τους σκοτωμούς ως ήρωες.

Είτε πρόκειται για τον απίστευτα παρανοϊκό Πόλεμο των Φώκλαντ, που έγινε για ένα νησί το οποίο δεν είχε ξανακούσει κανένας, το οποίο υποτίθεται πως ήταν «Βρετανικό» παρά τη γεωγραφική του τοποθεσία, είτε για τον απίστευτα υποκριτικό πόλεμο στο Ιράκ, που ξεκίνησε με αφορμή κάποια όπλα μαζικής καταστροφής τα οποία δεν υπήρχαν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι διέταξαν και υποστήριξαν αιματοχυσίες πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από οτιδήποτε στο οποίο είχε εμπλοκή ο Μαγκίνες –και παρεμπιπτόντως δεν απολογήθηκαν ποτέ γι’ αυτό.  

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ενώ αυτοί οι Βρετανοί πολιτικοί διέταζαν από την άνεση της πολυθρόνας τους άλλους να σκοτώσουν, ο Μαγκίνες δεν ζητούσε από κανέναν να αναλάβει το βάρος του να σκοτώσει ή το ρίσκο του να σκοτωθεί, χωρίς ο ίδιος να αναλαμβάνει τις ίδιες ευθύνες και τα ίδια ρίσκα.  

Επιπλέον, ο Μαγκίνες μπορούσε να επικαλεστεί πολύ σοβαρότερη αιτιολόγηση για τον αγώνα του από ό,τι η μοίρα ενός αδιάφορου αραιοκατοικημένου βράχου στο Νότιο Ατλαντικό ή η αναζήτηση ενός στρατιωτικού αντίστοιχου του Τέρατος του Λοχ Νες στο Ιράκ.  

Ο Μαγκίνες μεγάλωσε σε ένα κράτος που είχε δημιουργηθεί από τον σεχταριστικό σχεδιασμό των Βρετανών το 1921, που χώρισε το νησί της Ιρλανδίας και παρέμεινε έκτοτε ένα από τα προπύργια του βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Ως Καθολικός, ο Μαγκίνες μεγάλωσε σε ένα κράτος του οποίου ο πρώτος πρωθυπουργός, ο Viscount Craigavon, καυχιόταν πως «έχουμε ένα προτεσταντικό κοινοβούλιο και ένα προτεσταντικό κράτος», και του οποίου ο διάδοχος καλούσε όλους τους καλούς προτεστάντες εργοδότες να μην προσλαμβάνουν καθολικούς στα εργοστάσια τους, στα χωράφια τους ή ακόμα και στα σπίτια τους ως υπηρέτες.

Αυτή η συστηματική διάκριση πρακτικά απαγόρευε στους καθολικούς την πρόσβαση στην απασχόληση σε πολλούς σημαντικούς χώρους δουλειάς, τους έκανε θύματα διακρίσεων στη στεγαστική πολιτική και γενικώς τους αντιμετώπιζε ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Επιπλέον, δεν υπήρχε κάποιος φυσιολογικός «δημοκρατικός» δρόμος για να αμφισβητηθεί αυτή η κατάσταση. Το βορειοιρλανδικό κράτος των 6 επαρχιών είχε δημιουργηθεί με ενσωματωμένη σε αυτό μια προτεσταντική πλειοψηφία, και ακόμα και σε περιοχές όπου οι καθολικοί ήταν περισσότεροι (όπως η γενέτειρα του Μαγκίνες, το Ντέρι) η ψήφος νοθευόταν μέσα από περίεργα σχεδιασμένες εκλογικές περιφέρειες και με εκλογικά δικαιώματα που συνδέονταν με την ιδιοκτησία περιουσίας ή επιχείρησης. Αυτό διασφάλιζε ότι οι εκπρόσωποι των Ενωτικών (ΣτΜ: οπαδοί της ένωσης με τη Μεγάλη Βρετανία) θα διατηρούσαν τον εκλογικό έλεγχο και θα συνέχιζαν να εφαρμόζουν πολιτικές διακρίσεων.   

Για να υπερασπιστεί αυτήν την σεχταριστική κατάσταση πραγμάτων και να αντιμετωπίσει το 1/3 του πληθυσμού που αποκλειόταν από δουλειές, στέγη και δημοκρατικά δικαιώματα, το κράτος της Βορείου Ιρλανδίας ήταν πολύ αυταρχικό.

Η Βασιλική Χωροφυλακή του Όλστερ ήταν η μοναδική ένοπλη αστυνομική δύναμη σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Υποστηριζόταν από μια ένοπλη δύναμη εφέδρων (τους B-Specials) που ήταν στην ουσία μια προτεσταντική πολιτοφυλακή. Υπήρχαν υπερεξουσίες που έδιναν τεράστιο έλεγχο σε αυτές τις δυνάμεις, και ένα προκατειλημμένο δικαστικό σώμα. Η φυλάκιση χωρίς δίκη είχε εφαρμοστεί κάποια στιγμή σε κάθε δεκαετία της ύπαρξης αυτού του κράτους, από τη δεκαετία του ’20 ως την δεκαετία του ’70.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εμπνευσμένο εν μέρει από το κίνημα για την απελευθέρωση των μαύρων στις ΗΠΑ, αναδύθηκε ένα κίνημα για πολιτικά δικαιώματα στη Βόρεια Ιρλανδία, που επεδίωκε να βάλει τέλος στην υπάρχουσα κατάσταση. Αρχικά δεν ήταν Ρεπουμπλικανικό (ΣτΜ: ένοπλοι Ιρλανδοί εθνικιστές, υποστηρικτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, και εχθροί του Στέμματος) κίνημα, ούτε κίνημα με στόχο την ένωση της Ιρλανδίας, αν και στα περιθώριά του δρούσαν Ρεπουμπλικάνοι.

Ήταν ένα ειρηνικό κίνημα, διχασμένο όπως είναι συχνά αυτά τα κινήματα ανάμεσα σε μια «μετριοπαθή» και μια «μαχητική» πτέρυγα, ανάμεσα σε αυτούς που ήθελαν μια ήπια σταδιακά προσέγγιση και μια αριστερή πτέρυγα που απαιτούσε άμεση αλλαγή.  

Αλλά το κράτος δεν είχε διάθεση να ανεχτεί οποιαδήποτε πτέρυγα. Οι πορείες για τα πολιτικά δικαιώματα αντιμετώπισαν αστυνομική βία, επιθέσεις των B-Special και ενέδρες από πιστούς στο Στέμμα.

Αυτή η κατάσταση ήταν που πολιτικοποίησε τον νεαρό Μαγκίνες. Όπως πολλοί άλλοι στην ηλικία του, είχε μεγαλώσει σε αυτήν τη σεχταριστική ατμόσφαιρα, είχε βιώσει διακρίσεις, είχε εμπνευστεί να συμμετέχει στον αγώνα για πολιτικά δικαιώματα –και είχε εξαγριωθεί από την αντιμετώπιση που δέχτηκε αυτός ο αγώνας.

Όπως πολλοί από τη γενιά του, που είδαν το τσάκισμα του κινήματος για πολιτικά δικαιώματα, τον άφιξη του Βρετανικού Στρατού, τις φυλακίσεις χωρίς δίκη και τελικά τη σφαγή της Ματωμένης Κυριακής στους δρόμους του Ντέρι, της γενέτειράς του, στράφηκε στον Ρεπουμπλικανισμό.  

Η ειρηνική διαμαρτυρία είχε αποτύχει, και η ένοπλη αντίσταση έδειχνε να είναι η απάντηση. Αυτοί σαν τον Μαγκίνες που στράφηκαν στην ένοπλη πάλη δεν ήταν αιμοδιψείς μανιακοί, τρελαμένοι εξτρεμιστές ή πολιτικά ασυνάρτητοι ηλίθιοι. Αντίθετα, ήταν άνθρωποι με σοβαρές ενστάσεις ενάντια σε ένα σεχταριστικό κράτος και έναν βίαιο στρατό κατοχής, οι οποίοι είχαν καταλήξει σε ένα πολύ λογικό, αν και τελικά πολιτικά ανεπαρκές συμπέρασμα: ότι η πολιτική των Ρεπουμπλικανών και η ένοπλη πάλη ήταν η μόνη λύση.

Ένας ειρηνιστής θα μπορούσε να τους καταγγείλει που έχυσαν αίμα, και οι συγγενείς των θυμάτων του IRA θα κουβαλούν τον δικό τους, κατανοητό, πόνο. Αλλά αυτοί που συμμετείχαν ή υποστήριξαν αιματοχυσίες που δικαιολογούνται πολύ λιγότερο, δεν δικαιούνται να το κάνουν αυτό.  

Ο Μαγκίνες ήταν σε κάθε περίπτωση ένας απίστευτα γενναίος και χαρισματικός άνθρωπος, που είχε κερδίσει τεράστιο σεβασμό και από τους συντρόφους του στον IRA και το Σιν Φέιν και από τους περισσότερους στην ευρύτερη εθνικιστική κοινότητα. Ήταν όπως όλα δείχνουν ένα πολύ καλός στρατιωτικός ηγέτης, που απολάμβανε τεράστια εμπιστοσύνη από τους συντρόφους του στα όπλα. Είναι πραγματικό το ερώτημα αν θα είχε συμφωνήσει η συντριπτική πλειοψηφία του IRA να αφήσει τα όπλα, χωρίς την δική του ενθουσιώδη υποστήριξη.

Στη συνέχεια έγινε κεντρικός παράγοντας της ειρηνευτικής διαδικασίας, και αναπληρωτής πρωθυπουργός εκείνου του κράτους στην ανατροπή του οποίου είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής του.

Την εποχή της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι η ένοπλη πάλη είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι θα μπορούσε κάποια πλευρά να νικήσει. Η προοπτική του να συνεχιστούν οι σκοτωμοί χωρίς να διαφαίνεται κάποιο αποτέλεσμα, σήμαινε ότι η «ειρήνη», με την έννοια της διακοπής του ένοπλου αγώνα, ήταν η σωστή επιλογή.  

Αλλά η «ειρηνευτική διαδικασία» ήταν συνολικά πολύ πιο προβληματική. Κατοχύρωσε και θεσμοθέτησε τη σεχταριστική διαίρεση, με την κάθε κοινότητα να εκπροσωπείται από τους δικούς της πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι πρακτικά διαχειρίζονται ένα καπιταλιστικό κράτος σε αυτό το πλαίσιο.

Αντί να γίνει η φωνή της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, το Σιν Φέιν απέκτησε κομβικό ρόλο στη συντήρηση του νέου στάτους κβο. Ήταν πάντοτε πολύ πιθανό σενάριο η πολιτική σκέψη που κυριαρχούσε στο Ρεπουμπλικανισμό να οδηγήσει σε μια τέτοια έκβαση όταν θα σιγούσαν τα όπλα. Με αυτήν την έννοια υπήρξε μια λογική συνέχεια στην πολιτική του Μαγκίνες.

Φυσικά ο Μπλερ και οι όμοιοί του θαυμάζουν και θέλουν να θυμόμαστε τον Μαγκίνες της «ειρηνευτικής διαδικασίας». Ο Μαγκίνες ωστόσο, παρόλες τις πολιτικές αδυναμίες του, σίγουρα θα ήθελε να τον θυμόμαστε επίσης ως τον άνθρωπο που βοήθησε να προχωρήσει η αντίσταση ενάντια σε ένα σάπιο, σεχταριστικό, αντιδημοκρατικό, καταπιεστικό κράτος.   

Αφήστε λοιπόν τους Μπλερ αυτού του κόσμου να γιορτάζουν αυτό στο οποίο κατέληξε ο Μαγκίνες. Εμείς οφείλουμε να θυμόμαστε και να υπερασπιζόμαστε τον Μαγκίνες τον μαχητή της ελευθερίας –και να απορρίπτουμε την υποκρισία εκείνων που τόσο αλαζονικά καταδικάζουν αυτόν τον αγώνα του. 

https://rs21.org.uk/2017/03/26/obituary-martin-mcguinness/

Ετικέτες