Και με την πρόσφατη περίπτωση του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών, αποδεικνύεται περίτρανα ότι η πολιτική άνοδος της Αριστεράς δεν μπορεί να επέλθει με την μονοδιάστατη εκφορά ενός πολιτικού λόγου, αλλά είναι το αποτέλεσμα, η αντανάκλαση βαθύτερων κοινωνικών κινηματικών διεργασιών.
Η άνοδος των εκλογικών επιδόσεων της «Ανυπότακτης Γαλλίας» του Ζ. Λ. Μελανσόν από το 11% των προηγούμενων προεδρικών εκλογών του 2012 στο σημερινό 19,5%, αυτός ο σχεδόν διπλασιασμός της επιρροής της Αριστεράς, δεν προήλθε μόνον από τον πολιτικό λόγο του σχήματος (ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων, αύξηση των εργατικών αποδοχών, αντιπαράθεση με τις νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκατάσταση της εργατικής νομοθεσίας κλπ.), ο οποίος ήταν αντίστοιχος εκείνου της προηγούμενης προεδρικής προεκλογικής εκστρατείας. Υπήρξε απεναντίας προϊόν του πολύμηνου κοινωνικού απεργιακού και κινηματικού αγώνα του γαλλικού εργατικού κινήματος (CGT, Solidaires, FO), το οποίο μη μπορώντας να οδηγήσει στην ανάσχεση της ψήφισης και εφαρμογής του νόμου της Μυριάμ Ελ Κομρί για την ουσιαστική κατάργηση του γαλλικού Κώδικα Εργασίας, μια και στερούνταν της πλειοψηφικής λαϊκής υποστήριξης, βρήκε όπως ήταν φυσικό διέξοδο στο πολιτικό εναλλακτικό πλαίσιο του Μετώπου της Αριστεράς.
Η ίδια ακριβώς κοινωνική και πολιτική διαδικασία, όπως στην ισπανική περίπτωση, όπου το κίνημα των πλατειών, εργαζομένων και νεολαίας, έδωσε γέννηση στο Podemos και στο Unidos Podemos, που ακριβώς από εκεί και πέρα γρήγορα κατόρθωσε να αναδειχθεί σε κεντρική πολιτική δύναμη που λίγο υπολείπεται σε επιρροής από το PSOE, και μετά την στάση υποστήριξης των ισπανών σοσιαλιστών για την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος βρίσκεται ουσιαστικά στην δεύτερη πολιτική θέση στον χάρτη των πολιτικών συσχετισμών της χώρας. Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο ξετυλίχθηκε στην ελληνική περίπτωση με το κίνημα των πλατειών και το επαναλαμβανόμενο πανεργατικό απεργιακό κίνημα του 2010 – 12, που κατέληξε να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και από εκεί της κυβερνητικής εξουσίας (Ιανουάριος 2015). Μια φαντασμαγορική εκλογική απογείωση (από το 4% στο 36%), στη βάση των πανελλαδικών απεργιών και κινητοποιήσεων, που ο μικροαστικός στελεχικός κορμός του ΣΥΡΙΖΑ ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν μπορούσε να φανταστεί. Είναι άλλο το ζήτημα ότι από εκεί και πέρα (Ιούνιος 2012 έως Σεπτέμβριος 2015) αναδείχθηκε η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, η αυτοακύρωση της φυσιογνωμίας του και ο εκτοπισμός του στοιχειώδους σοσιαλδημοκρατικού του προγράμματος. Γι’ αυτό το φαινόμενο δεν ήταν υπεύθυνο το λαϊκό εργατικό κίνημα και οι αγωνιστικές του κινητοποιήσεις, αλλά η καταθλιπτική επικράτηση στους κόλπους του της μικροαστικής εκσυγχρονιστικής τεχνοκρατίας, η οποία (ως εκ της φύσεώς της) τέθηκε στην υπηρεσία στήριξης της ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού και ως εκ τούτου στην υπόκλιση στις ευρωπαϊκές πολιτικές και νομισματικές υπαγορεύσεις.
Άρα πρωταρχική αφετηρία και μήτρα γέννησης της ανόδου του ευρωπαϊκού αριστερού κινήματος δεν είναι άλλη από την μαζική ανάπτυξη κινηματικών εργατικών πρακτικών απέναντι σε συγκεκριμένα επίδικα της συγκυρίας της πάλης των τάξεων, εν προκειμένω του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και των αναγκών λαϊκής χειραφέτησης. Το ζήτημα δεν είναι να κλείνεις τον «κομμουνισμό» σε όλες τις πτώσεις προκειμένου να καταστείς ηγεμονική δύναμη. Το θέμα δεν είναι να επιστρατεύεις μια αντικαπιταλιστική κριτική, αλλά να ωθείς τα αποτελέσματά της στο υπερπέραν. Το ζήτημα δεν είναι να κάνεις «σχεδιασμούς» επί χάρτου για την υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος προκειμένου να διαμορφώσεις όρους μιας αυτοδύναμης και εθνικά κυρίαρχης καπιταλιστικής ανάκαμψης. Το κύριο θέμα είναι να πιάνεις τον ταύρο της ταξικής συγκυρίας από τα κέρατα, προκειμένου να τον υπερνικήσεις δυναμικά, μ’ άλλες λέξεις η πρόταξη και διαπάλη στα κύρια επίδικα της συγκυρίας (αποκατάσταση μισθών, προστασία συντάξεων, χορήγηση γενικευμένου επιδόματος ανεργίας, κατάργηση της υπερφορολόγησης, θεμελίωση εργατικών ελευθεριών κ.ά.). Εφόσον μ’ αυτό τον τρόπο αρχίζεις να διαφοροποιείς τους ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, επόμενο είναι να θέτεις εκ των πραγμάτων τα θεμέλια για την επαναφορά της Αριστεράς και κεντρικό πολιτικό προσκήνιο, και μάλιστα κατά τρόπο ανυποχώρητο (άρνηση της πλειονότητας της «Ανυπότακτης Γαλλίας» σε ψήφο τόσο στην Μ. Λεπέν όσο και στον Ε. Μακρόν, εν αντιθέσει με την στάση του γαλλικού ΚΚ για ψήφο στον Ε. Μακρόν προκειμένου να ανακοπεί ο δρόμος στο νεοφασισμό).
Απεναντίας η συνεχής αποδοχή των συνεπειών της μνημονιακής πολιτικής και της καπιταλιστικής κρίσης, χωρίς να αναδεικνύεται μια σοβαρή κοινωνική αντιπολίτευση, η μεγέθυνση της φτώχειας και της εξαθλίωσης είναι που θρέφει τη νεοφασιστική απειλή, και καθιστά ολοένα και δυσχερέστερη την κινητοποίηση των λαϊκών τάξεων. Βέβαια η πολύχρονη άσκηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στη γαλλική κοινωνία, η απουσία ενεργού εργατικού κινήματος, η εκφυλιστική διαχείριση του Σοσιαλιστικού Κόμματος και η ιστορική καταβαράθρωση του Γαλλικού ΚΚ (η Μ.Ζ.Μπουφέ είχε συγκεντρώσει μόλις 2% στις προτελευταίες γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2007), οδήγησαν στην κατάκτηση της συντηρητικής ηγεμονίας από τις δεξιές αστικές δυνάμεις διαφόρων αποχρώσεων. Οι ρεπουμπλικανοί με τον Φ. Φιγιόν, η ακροδεξιά του Εθνικού Μετώπου με την Μ.Λεπέν και η «Γαλλία Μπροστά» του Ε. Μακρόν, συγκεντρώνουν έτσι αθροιστικά τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος. Με την πλήρη χρεοκοπία μάλιστα των γάλλων σοσιαλιστών με τον Μ. Αμόν στο 6%, η γαλλική Αριστερά με τον Ζ.Λ.Μελανσόν ουσιαστικά επανήλθε σε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο μετά από δεκαετίες, κι’ αυτό στη βάση της πολύμηνης και αποφασιστικής κινητοποίησης στο πρώτο εξάμηνο του 2016.
Οι όποιες κριτικές επιχειρείται να ασκηθούν για τον χαρακτήρα της «Ανυπότακτης Γαλλίας», και που καταλήγουν να προσδιορίσουν αυτό το εγχείρημα ως «σοσιαλδημοκρατικό» και άρα απορριπτέο για το πεδίο μιας «αυθεντικής κομμουνιστικής» πολιτικής, βρίσκονται κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου. Γιατί στη γαλλική κοινωνία, εξ αιτίας των εργατικών της παραδόσεων και συσχετισμών λειτουργεί ένα «κοινωνικό στάτους» απείρως υψηλότερο από αυτό που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα την τελευταία επταετία (π.χ. κατώτατος μισθός διπλάσιος, επίδομα ανεργίας τριπλάσιο, κοινωνικές ασφαλιστικές εισφορές σε πλήρη κάλυψη κλπ.), πράγμα που τροποποιεί τα χαρακτηριστικά της πολιτικής της γαλλικής Αριστεράς χωρίς να τα καθιστά ουδόλως «σοσιαλδημοκρατικά». Άλλωστε τα μέτρα διακυβέρνησης που προτείνονταν στους δέκα λόγους στήριξης του Ζ.Λ.Μελανσόν, μέσα σε μια τέτοια αντιδραστική συγκυρία που επικρατεί στον ευρωπαϊκό χώρο, αντιπροσωπεύουν ρηξικέλευθες τομές οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, που θέτουν σε ριζική αμφισβήτηση το ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Η ισχυρή άνοδος της γαλλικής Αριστεράς δεν σηματοδοτεί βεβαίως την άμεση πορεία της προς την διακυβέρνηση της χώρας, εφόσον οι πολιτικοί συσχετισμοί αποδείχθηκαν ακόμη ανθεκτικοί από τη σκοπιά των αστικών συμφερόντων. Εντούτοις τα μέτρα που προορίζονται να παρθούν από τον Ε. Μακρόν ή την Μ. Λεπέν (απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας της Μυριάμ Ελ Κομρί, αλλά και της νομοθεσίας του ίδιου του Ε. Μακρόν του 2015, όταν ήταν ακόμη υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης του Φ. Ολάντ, η παραπέρα φιλελευθεροποίηση των αγορών, η παράταση της οικονομικής πολιτικής λιτότητας κλπ.), διαμορφώνουν ήδη από τώρα, στη διάρκεια του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών, το ευρύ πλαίσιο των λαϊκών αντιδράσεων. Το σύνθημα που επικρατεί στις νεολαιίστικες κινητοποιήσεις «Ούτε Μακρόν, ούτε Λεπέν» αντιπροσωπεύει πλέον μια βαθειά πολιτική τομή στη γαλλική πολιτική ζωή, εφόσον αναδεικνύει στο προσκήνιο την ευρεία κοινωνική αντιπολίτευση απέναντι στις επιδιώξεις του αστικού πολιτικού μπλοκ.
Ο στόχος δηλαδή της πολιτικής εκλογικής παρέμβασης της Αριστεράς δεν είναι απλά η άσκηση κοινοβουλευτικής κριτικής στην περίπτωση που δεν επιτυγχάνει την ανάδειξή της στη διακυβέρνηση μιας χώρας, ή η συνέχιση της εκφοράς του πολιτικού της λόγου στην κατεύθυνση διεύρυνσης του εκλογικού της ακροατηρίου. Απεναντίας ο ρόλος της είναι να χρησιμοποιήσει την πολιτική – εκλογική αναβάθμισή της προκειμένου να συμβάλει στην κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα στα πεδία των αντιπαραθέσεων που διανοίγονται ευθύς εξαρχής με την εφαρμογή της πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, Ε. Μακρόν ή Μ. Λεπέν. Η επανατροφοδότηση αυτή του κοινωνικού κινήματος από μια αναβαθμισμένη Αριστερά είναι ο σημαντικότερος ρόλος που έχει να διαδραματίσει το αριστερό κίνημα, πέραν της κοινοβουλευτικής του παρουσίας. Είναι αυτό ακριβώς που είχε να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική περίπτωση στο διάστημα Ιουνίου 2012 – Ιανουαρίου 2015, και που ουδόλως έκανε, αλλά προσανατολίστηκε στον εκλογικισμό και στον κυβερνητισμό, με τα τραγικά σήμερα (μεταξύ των άλλων) αποτελέσματα.
Αποτελεί κυριολεκτικά μια πολιτική αυταπάτη να θεωρεί κανείς ότι με τον αποκλειστικό πολιτικό υποκειμενισμό που χαρακτηρίζει σχήματα της ελληνικής Αριστεράς, είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια σοβαρή πολιτική άνοδος ή ισχυρή ανάκαμψη του αποψιλωμένου και παραλυμένου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτό ποτέ δεν συνέβη στα μεταπολιτευτικά πολιτικά χρονικά (πέραν της εξαίρεσης του ΣΥΡΙΖΑ που ωστόσο ευθύς εξ αρχής αχρηστεύτηκε) και ούτε προφανώς πρόκειται ποτέ να συμβεί. Ο πρωτοποριακός κοινωνικός ρόλος περνάει εκ νέου από την CGT, την FO, τους Solidaires, το ευρύτερο κίνημα της νεολαίας κλπ., με την ενισχυμένη αυτή τη φορά παρουσία ενός αριστερού υποκειμένου με κεντρική πολιτική καταγραφή και ρόλο («Ανυπότακτη Γαλλία»). Όσο η πολιτική της Αριστεράς υποτιμά και περιθωριοποιεί την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, άλλο τόσο και αυτά απωθούν και αποστασιοποιούνται από την πολιτική της Αριστεράς.
Έτσι, εκείνο που έχει να κάνει πρωτίστως η Αριστερά στα πεδία των ταξικών αντιπαραθέσεων που διανοίγονται αμέσως μετά τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, και στα πλαίσια μιας αναβαθμισμένης πολιτικά παρουσίας του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, δεν είναι άλλο από το να επιχειρήσει να επανακατακτήσει την ηγεμονία σε πλατειά εργατικά στρώματα που σταδιακά έχουν πλαισιώσει το Εθνικό Μέτωπο της Μ. Λεπέν, αντικρίζοντας την αδυναμία των κατεστημένων αστικών κέντρων να διαμορφώσουν μια εναλλακτική λύση με στοιχειώδη λαϊκά χαρακτηριστικά. Κι’ αυτό γιατί η δεξιά νεοφιλελεύθερη παράταξη (Ρεπουμπλικανοί + «Γαλλία Μπροστά») συσπειρώνει κατά έναν τρόπο συνεκτικό τα μικροαστικά και αστικά στρώματα της γαλλικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Αυτό δεν μπορεί να γίνει εφικτό με την μόνη ανάπτυξη μιας αριστερής πολιτικής επιχειρηματολογίας, αλλά μέσα από κοινωνικές αγωνιστικές πρακτικές που δίνουν ορατή κοινωνική διέξοδο, στον αντίποδα του εθνικό-πατριωτισμού και του άκρατου νεοσυντηρητισμού.
Πραγματικά η περίοδος που ξεκινάει, με την μετωπική επίθεση των χρηματιστικών, ευρωπαϊκών και αστικών κέντρων στη Γαλλία που εκπροσωπεί ο Ε. Μακρόν, προβλέπεται από όλες τις πλευρές να χαρακτηρισθεί ως εκρηκτική, εφόσον επιχειρεί να αποδομήσει το γαλλικό «κοινωνικό μοντέλο», όπως επιχειρήθηκε και εφαρμόστηκε στη Γερμανία και στην Βρετανία από την σοσιαλδημοκρατία του Σρέντερ και του Μπλερ. Η ενεργός παρέμβαση του εργατικού παράγοντα, η ευρύτητά της συμμετοχής της, η ισχυρή πολιτική της εκπροσώπηση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, θα κρίνουν τόσο τη δυνατότητα ή την αδυναμία εφαρμογής του μετωπικού νεοφιλελευθερισμού της «Γαλλίας Μπροστά», σε σύγκλιση με τους δεξιούς ρεπουμπλικανούς, όσο και το που θα γείρει ο εργαζόμενος κόσμος σ’ αυτή τη δοκιμασία: Προς την διαμόρφωση μιας αριστερής κοινωνικής πλειοψηφίας ή προς την ακόμη παραπέρα γιγάντωση του Εθνικού Μετώπου της Μ. Λεπέν;