Γιατί δεν θα ψηφίσω Μακρόν για ν' αναχαιτίσω τη Λεπέν

Ο Εμιλιάνο Μπρανκάτσο είναι ένας από τους επιφανέστερους οικονομολόγους στην Ιταλία, αλλά συνάμα και μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Αριστεράς στη Χερσόνησο.  Η γνώμη του, αν και σε πολλά σημεία αιρετική, έχει μεγάλη βαρύτητα για όσους επιθυμούν να κατανοήσουν πολλά φαινόμενα που συμβαίνουν τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό. Γι’ αυτό κι η γνώμη του για τον β’ γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών μετρά ιδιαίτερα.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό «L’ Espresso», ο Μπρανκάτσο –εισηγητής της θεωρίας για το «ευρωπαϊκό ανταποδοτικό πρότυπο»– γι’ άλλη μία φορά ξαφνιάζει, παίρνοντας αποστάσεις από άλλους, Γάλλους, ή λοιπούς Ευρωπαίους, αριστερούς διανοητές κ.λπ., εκφράζοντας τη θέση να μην ψηφίσουν οι αριστεροί ψηφοφόροι στον β’ γύρο υπέρ του κεντρώου υποψηφίου Εμανουέλ Μακρόν για να αποφευχθεί η κατάκτηση της προεδρίας από την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν.

Στην ερώτηση του «Espresso» εάν πραγματικά δεν θα πήγαινε να ψηφίσει Μακρόν για να εμποδίσει την Λεπέν, ο Μπρανκάτσο απαντά καταφατικά, τονίζοντας: «Όποιος από την Αριστερά καλεί τους ψηφοφόρους να ψηφίσει βάσει της αρχής “το μη χείρον βέλτιστον”, ή του “μικρότερου κακού” δεν μοιάζει να κατανοεί πως στις συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε το “μικρότερο κακό” είναι η αιτία του “κακού”. Η Λεπέν κι οι επίγονοί της είναι μεν νοσηρά συμπτώματα, αλλά είναι ο Μακρόν εκείνος που αποτελεί την πολιτική νόσο της Ευρώπης. Το να επιλέξεις τον έναν για να αντιταχθείς στην άλλη αποτελεί μία αντίφαση εν όροις».

Κληθείς να εξηγήσει καλύτερα τη θέση του, ο γνωστός οικονομολόγος τονίζει: «Ο Μακρόν ενσαρκώνει την ακραία προσπάθεια του γαλλικού καπιταλισμού να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα, να αυξήσει τα κέρδη και να μειώσει τα χρέη του για να ξαναϊσορροπήσει τις σχέσεις δύναμης με τη Γερμανία και να σταθεροποιήσει το σύμφωνο μεταξύ των δύο χωρών επί του οποίου εδράζεται η ΕΕ. Πέρα από τα συνθήματα, σε περίπτωση νίκης του ο Μακρόν θα επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί την κατάρρευση των σοσιαλιστών και τη μετατόπιση προς τα δεξιά του άξονα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που αξιώνουν οι Γάλλοι επιχειρηματίες, τις οποίες κατά τη γνώμη τους ο Φρανσουά Ολάντ επιχείρησε να πραγματώσει με βραδύτητα. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ο Μακρόν δεν έχει κρύψει ποτέ πως ένα από τα συστατικά της προεδρικής του πολιτικής θα είναι ένας νέος νόμος για τα εργασιακά, που θα προωθεί ακόμη πιο πολύ την ευελιξία και την προσωρινότητα στην εργασία από τον “Νόμο για την Εργασία” του Ολάντ. Η κίνησή του επομένως θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τους εργαζομένους και τα πιο αδύναμα στοιχεία της κοινωνίας. Η απάτη στην περίπτωση αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι η πολιτική του θα τροφοδοτήσει και στη Γαλλία τους υφεσιακούς εκείνους μηχανισμούς που έχουν καταστρέψει τη ζήτηση και της παραγωγική βάση στην υπόλοιπη νότια Ευρώπη. Στο τέλος τέλος, ο Μακρόν δεν πρόκειται να επιτύχει ούτε τον βαθύτερο στόχο του, που είναι να επανισορροπήσει τις οικονομικές σχέσεις με τη Γερμανία και να σταθεροποιήσει το ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο. Όποιος σήμερα επιλέξει να ψηφίσει Μακρόν θα πρέπει να θυμάται πως τάσσεται αναφανδόν υπέρ μίας μη κοινωνικής πολιτικής, η οποία επιπλέον θα αποδειχθεί αποτυχημένη ως προς τους ίδιους της τους στόχους. Δεν θα πρέπει λοιπόν να ξαφνιαστούμε εάν κατόπιν ανοίξουν περισσότερες δίοδοι συναίνεσης των εργαζομένων με πολιτικές που θα έχουν ακόμη πιο έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, στα όρια του νεοφασισμού».

Όταν η ερώτηση στρέφεται στα δικαιώματα και τις ελευθερίες, που ο Μακρόν μοιάζει να εγγυάται σε αντίθεση με την Λεπέν, η οποία που  αποτελεί μία σαφή απειλή για αυτά, ο Μπρανκάτσο υπενθυμίζει: «Είναι περισσότερο βάσει αυτής της ασάφειας (ανάμεσα στο ποιες δυνάμεις υπερασπίζουν ελευθερίες και δικαιώματα και ποια είναι τα αντιδραστικά κινήματα) που κάνουμε λάθος. Η ιστορία μας διδάσκει πως τα κοινωνικά δικαιώματα και τα πολιτικά δικαιώματα προοδεύουν μαζί. Το να υποστηρίζουμε έναν υποψήφιο που θέλει να εκχωρήσει κάποια κοινωνικά δικαιώματα σε αντάλλαγμα για υποτιθέμενη πρόοδο σε ορισμένα άλλα πολιτικά δικαιώματα είναι εν τέλει ένας τρόπος για να επιτρέπουμε σε αντιδραστικά κινήματα να συνεχίσουν να προσηλυτίζουν πιστούς από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, με μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες για τις ίδιες τις κατακτήσεις στο θέμα των ατομικών ελευθεριών».

Όταν ο δημοσιογράφος παρατηρεί πως το Γαλλικό ΚΚ έσπευσε ωστόσο να δώσει τη στήριξή του στον Μακρόν, ο Μπρανκάτσο απαντά: «Είναι μία τακτική κίνηση από ένα κόμμα που επιδιώκει να επωφεληθεί από την κατάρρευση των Σοσιαλιστών για να κερδίσει κάποια δύναμη. Μου φαίνεται ως μία βραχυπρόθεσμα επωφελής κίνηση, που οι Γάλλοι κομμουνιστές κινδυνεύουν να πληρώσουν ακριβά όταν ο Μακρόν αποκαλύψει το αληθινό πρόσωπο της “εκσυγχρονιστικής” πολιτικής του».

Στην ερώτηση εάν με αυτή τη θέση του αμφισβητεί τη ρεπουμπλικανική και αντιφασιστική παράδοση της Γαλλίας, ο Ιταλός οικονομολόγος απαντά πως οι ηγέτες της Γαλλίας θα έπρεπε να διαβάσουν πιο προσεκτικά κάποιες συνθήκες: «Εγώ θα πρότεινα» συνεχίζει, «να ρίξουν μία ματιά σε μία επιστολή του οικονομολόγου Πιέρο Σράφα στον Αντόνιο Γκράμσι, εν μέσω της κυριαρχίας του φασισμού το 1924. Σε αυτήν την επιστολή, ο Σράφα έθιγε την αναγκαιότητα σε πρώτο χρόνο μίας «αστικής επανάστασης» με αντιφασιστικά χαρακτηριστικά, και διέβλεπε μόνον σε υστερότερο χρόνο οποιαδήποτε προοπτική για μία εργατική πολιτική κινητοποίηση. Ο Γκράμσι, που σε γενικές γραμμές εκτιμούσε τον Σράφα, σε εκείνην την περίπτωση στηλίτευσε τη θέση που υιοθετούσε ο φίλος του, χαρακτηρίζοντάς την ως μία κληρονομιά της φιλελεύθερης εκπαίδευσής του, δηλ. κανονιστικού και καντιανού περιεχομένου, αντί της μαρξικής και της διαλεκτικής. Σαφώς το δίκιο το είχε ο Γκράμσι. Εξίσου σήμερα, αν και σε συνθήκες λιγότερο τραγικές από εκείνης της εποχής, μπορούμε να εξάγουμε ένα βασικό δίδαγμα από την ανταλλαγή αυτών των επιστολών: μπορείς να θέσεις τις βάσεις για την οικοδόμηση μιας αξιόπιστης αριστερής δύναμης μόνον όταν θα έχεις φέρει εις πέρας μία μακρά κι επίπονη επεξεργασία μίας αυτόνομης αντίληψης για την εργασία απέναντι σε αυτήν που επιβάλλουν οι κρατούσες ηγεμονικές δυνάμεις. Η διαπάλη ανάμεσα στα κόμματα που εκπροσωπούν το “κατεστημένο” των συμφερόντων του ευρωπαϊκού μεγάλου κεφαλαίου και τις μικροαστικές δυνάμεις με εθνικιστικό προσανατολισμό πέπρωται να διαρκέσει ακόμη επί μακρόν. Το χειρότερο που μπορεί να κάνει σε τούτην την ιστορική φάση μία αριστερή δύναμη είναι να θέσει σε εφαρμογή την πολιτική που κάποτε την ονομάζαμε codismo (πολιτική “ουράς”, δεκανικιού). Είτε να συνεισφέρει στη μία, είτε στην άλλη πολιτική άποψη, σε ρόλο υποτελούς-υποζυγίου, που μόνον βλάβες μπορεί να συσσωρεύσει στη μελλοντική φήμη και προοπτικές του. Η μοναδική ευκαιρία που μπορεί να δώσει εκ νέου φωνή στις δυνάμεις της κοινωνίας και της εργασίας, μπαίνοντας ως σφήνα στη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ μεγάλου και μικρού κεφαλαίου, είναι να οικοδομήσουν μία σαφή διαλεκτική εναλλακτική λύση απέναντι σε τούτες τις δύο πολιτικές επιλογές».

Ερωτώμενος εάν αυτή η εναλλακτική λύση δεν θα προβλέπει ποτέ συμφωνίες, συμμαχίες και τακτικές συγκλίσεις, ο Μπρανκάτσο υπενθυμίζει: «Ένας βασικός κανόνας για την “τακτική” αυτή είναι πως μπορείς ακόμη και να φαντασθείς μία συμφωνία με τον διάβολο, αλλά με τη μόνη προϋπόθεση ότι από αυτήν μπορείς να βγεις δυνατότερος (…) Αλλά στην παρούσα ιστορική φάση όλα είναι διαφορετικά: για μένα οι συγκλίσεις αυτές είναι αυτοκαταστροφικές. Το να καλείς σε ψήφο υπέρ του Μακρόν είναι αυτοκαταστροφικό».

Όταν του υπογραμμίζεται πως σε περίπτωση που κερδίσει η Λεπέν κι αυτός που έχει καλέσει τους Γάλλους αριστερούς σε αποχή, κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί «Κακός Δάσκαλος», ως υπεύθυνος για τη νίκη του φασισμού, ο Ιταλός οικονομολόγος αντιτείνει: «Οι δυνητικά νεο-φασιστικές δυνάμεις μπορούν να καυχώνται ήδη για μία σημαντική νίκη: αλλάζουν ήδη τον τρόπο που σκέπτονται οι ευρωπαϊκοί λαοί. Με τις μικρές μου δυνάμεις, την ώρα που άλλοι υποτιθέμενοι “Δάσκαλοι” σπεύδουν να την κολακεύσουν και να την κανακέψουν, εγώ μάχομαι από καιρό ενάντια στην αύξουσα οπισθοδρομική και φασιστοειδή κουλτούρα, η οποία κατακτά όλο και περισσότερο χώρο από αυτόν που οι εκλογικές δυναμικές παρουσιάζουν απλώς. Θα πρέπει να κατανοήσουμε πως ακόμη κι αν δεν κερδίζουν τις εκλογές τα εθνικιστικά και ξενοφοβικά κόμματα, ήδη καλλιεργούν μία πραγματική κι ουσιώδη ηγεμονία. Το Σέγκεν καταρρέει, η πολιτική για την ασφάλεια επικρατεί, ο κοινοβουλευτισμός όλο και περισσότερο περιέρχεται σε κρίση. Τα λεγόμενα κόμματα του “κατεστημένου” ενσωματώνουν όλο και περισσότερο στο πρόγραμμά τους τμήματα από το αντίστοιχο των ακροδεξιών κομμάτων. Σε ορισμένες επιλογές τους, οι πολιτικοί οργανισμοί μου φαίνονται να καθορίζονται περισσότερο από την ατζέντα αυτών των κομμάτων παρά από τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Πραγματικά, υπάρχει κάποιος που αυταπατάται ότι θα καταφέρει να αντιμετωπίσει  αυτήν την υπέρογκη μαύρη πλημμυρίδα, που θα διαρκέσει χρόνια πολλά, με τον βραδυφλεγή φιλελευθερισμό του Μακρόν, με την πολιτική του πρόταση που είναι αντίπαλη στις δυνάμεις της κοινωνίας και της εργασίας; Είναι μία τρελή αυταπάτη».

Όταν του τονίζεται πως αυτή τη φορά κανείς δε θα συμφωνήσει μαζί του, ο Μπρανκάτσο καταλήγει: «Το φαντάζομαι. Ήδη βλέπω δύο σειρές “αριστερών” αναλυτών. Μία μακριά σειρά που θα συνίσταται από εκείνους που θα σπεύσουν να δηλώσουν τη στήριξή τους στον νεαρό δελφίνο του πιο οπισθοδρομικού οικονομικού φιλελευθερισμού και άλλη μία, πιο μικρή, με εκείνους που δεν θα στέρξουν να κρύψουν τη στήριξή τους στην κυρία, φασίστρια υποψήφια, για το Μέγαρο των Ηλυσίων. Ειλικρινά θλίβομαι και για τους μεν και για τους δε».

ΓΒΔ

Πηγή: L’ Espresso