Ομιλία στην εκδήλωση της ΛΑΕ, Κεραμεικός, 4/5/2017
Πριν από ένα περίπου χρόνο, σε μια εκδήλωση που είχε οργανώσει η ΛΑΕ με θέμα το Brexit, είχα τονίσει τότε ότι οι τεκτονικές πλάκες άρχιζαν να κινούνται και πάλι στην Ευρώπη, με επίκεντρο αυτή την φορά τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου και όχι την νότια περιφέρεια. Οι δύο ισχυρές δονήσεις προέρχονταν από την Μεγάλη Βρετανία, με το αναπάντεχο για τους περισσότερους αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit, και από τη Γαλλία, με το κίνημα κατά της εργασιακής αντιμεταρρύθμισης που επέβαλαν με έκτακτες διαδικασίες και σκληρή καταστολή ο Ολάντ και ο τότε πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς.
Η ΕΕ στο επίκεντρο της πολιτικής κρίσης
Οι δύο αυτές δονήσεις συμπυκνώνουν την εντεινόμενη πολιτική και κοινωνική κρίση που αγγίζει το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών. Η κρίση αυτή εκδηλώνεται κατ’αρχήν ως κρίση αντιπροσώπευσης, απόρριψη των κομμάτων διακυβέρνησης στις εκλογές και συσσωρευμένη λαϊκή οργή έναντι των οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), η κατεξοχήν έκφραση του σχεδίου αυτών των κυρίαρχων ελίτ, βρίσκεται στην καρδιά αυτής της κρίσης. Η ονομαζόμενη «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» απετέλεσε το όχημα μέσω του οποίου επιβλήθηκαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που, εδώ και δεκαετίες, κατεδαφίζουν συστηματικά τις κοινωνικές κατακτήσεις και τα δικαιώματα που με ανείπωτες θυσίες απέσπασαν οι εργαζόμενες τάξεις τον προηγούμενο αιώνα.
Ταυτόχρονα, το ίδιο το οικοδόμημα της ΕΕ, με το όλο και πιο σφιχτό πλέγμα συνθηκών και μηχανισμών τύπου ΕΚΤ ή Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην συρρίκνωση της δημοκρατίας που αποτελεί συστατικό στοιχείο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η κοινωνική οπισθοδρόμηση που βιώνουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες προϋποθέτει τον αποκλεισμό των λαϊκών τάξεων από την πολιτική εκπροσώπηση, τη διαρκή επίθεση στο συνδικαλιστικό κίνημα, τον εντεινόμενο κρατικό αυταρχισμό και την χειραγώγηση των ΜΜΕ από την ολιγαρχία. Απαράβατος όρος για να υλοποιηθούν όλα αυτά είναι υποβάθμιση των εθνικών κοινοβουλίων, η κυριαρχία της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των κανόνων που απορρέουν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, με δύο λόγια η κατάλυση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, ακόμη και σ’αυτά τα περιορισμένα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Συναινώντας και προωθώντας αυτή τη διαδικασία, το πολιτικό σύστημα, από την δεξιά και τη σοσιαλδημοκρατία έως την ριζοσπαστική αριστερά που συντάχθηκε με τον αριστερό ευρωπαϊσμό, συναίνεσε ουσιαστικά στην αυτοκατάργησή του και άνοιξε τους ασκούς της κρίσης αντιπροσώπευσης που παίρνει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη αν αυτές οι δύο διαστάσεις, η απόρριψη των πολιτικών και οικονομικών ελίτ και της ίδιας της ΕΕ, σφραγίζουν τις πρόσφατες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό που είμαι όμως εξ’ίσου σαφές είναι ότι αυτή η κίνηση μπορεί να πάρει διαφορετικές, για την ακρίβεια ανταγωνιστικές, μεταξύ τους κατευθύνσεις. Η Βρετανία ενός καθοδηγούμενου από την Τερέζα Μέϊ Brexit και η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν εκφράζουν με τον πιο ακριβή τρόπο αυτόν τον ανταγωνισμό. Στην πρώτη περίπτωση βλέπουμε τις συνέπειες της τραγικής ανικανότητας της αριστεράς να αρθρώσει τον δικό της, διακριτό λόγο, πάνω στο επίμαχο θέμα. Ο Τζέρεμι Κόρμπυν, ο πιο αριστερός ηγέτης που ανέδειξε το Εργατικό Κόμμα στην πρόσφατη ιστορία τους, δυστυχώς δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να ορίσει τους όρους με τους οποίους το Brexit θα αποκτούσε ένα προοδευτικό πρόσημο, προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων. Το αποτέλεσμα είναι η εδραίωση της κυριαρχίας των Συντηρητικών, που στρέφουν τον λαϊκό θυμό ενάντια στους μετανάστες, προβάλλοντας τον βρετανικό εθνικισμό και χρησιμοποιώντας το Brexit ως εργαλείο για την επιβολή ενός ακόμη πιο άγρια νεοφιλελεύθερου και χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού.
Η αποσύνθεση του γαλλικού πολιτικού σκηνικού
Στην Γαλλία ο κίνδυνος να πάρουν οι εξελίξεις μια αντιδραστική τροπή ήταν, και παραμένει σε μεγάλο βαθμό, ακόμη μεγαλύτερος. Η κατάρρευση της προεδρίας Ολάντ έδωσε μια οξεία μορφή στην πολιτική κρίση. Το Σοσιαλιστικό κόμμα είναι υπό διάλυση, με τον υποψήφιό του να συγκεντρώνει λιγότερο από 7% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών και τους περισσότερους βαρόνους του να έχουν αυτομολήσει στο στρατόπεδο του Εμανουέλ Μακρόν.
Η παραδοσιακή δεξιά συνεχίζει την καθοδική πορεία που την έχει αποψιλώσει από ότι της είχε απομείνει από βάση στα λαϊκά στρώματα και τις νέες ηλικίες. Ο συνδυασμός ακραίου νεοφιλελευθερισμού και εξίσου ακραίου συντηρητισμού του Φρανσουά Φιγιόν τον είχαν ήδη καταστήσει σύμβολο μιας πολιτικής ελίτ ξεκομμένης από την κοινωνία και ολοκληρωτικά υποταγμένης στα κέντρα ισχύος και στο χρήμα. Η αποκάλυψη της σχεδόν απίστευτης σωρείας σκανδάλων στα οποία βρέθηκε αναμιγμένος ήρθε να ολοκληρώσει αυτήν την εικόνα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα ταπεινωτικό για την παράταξή του 20%, το χαμηλότερο ποσοστό που έχει λάβει κοινός υποψήφιος της Δεξιάς σε όλη την γαλλική ιστορία.
Ο δρόμος φαινόταν λοιπόν ανοιχτός για την ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν που εδώ και χρόνια έχει καταφέρει να γίνει ο κύριος υποδοχέας της λαϊκού θυμού. Πρέπει να τονιστεί ότι αυτό που έδωσε μια καινούργια ώθηση στην γαλλική ακροδεξιά είναι ότι, από τη στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία από τα πατρικά χέρια η Μαρίν Λεπέν, κατάφερε να συνδυάσει την παραδοσιακή ρατσιστική και αντιμεταναστευτική θεματολογία με μια κοινωνική ατζέντα εν πολλοίς δανεισμένη από την αριστερά. Ενώ μια υποτιθέμενα «σοσιαλιστική» κυβέρνηση κατεδαφίζει κοινωνικές κατακτήσεις, η ακροδεξιά, , σε επίπεδο διακηρύξεων βέβαια, υπερασπίζεται το 35ωρο, τη συνταξιοδότηση στα 60 και δεσμεύεται να καταργήσει τον νόμο για τα εργασιακά που πέρασε ο Ολάντ. Περίοπτη θέση σ’αυτήν την στροφή της Λεπέν κατέχει η διαρκής καταγγελία της ΕΕ και η θέση για αποχώρηση από το ευρώ κατόπιν δημοψηφίσματος. Μ’αυτό το ανακαινισμένο πρόσωπο, η Λεπέν μπορεί αξιόπιστα να παρουσιάζεται ως «αντισυστημική» δύναμη και είναι χαρακτηριστικό ότι η ένωση βιομηχάνων χαρακτήρισε το πρόγραμμά της, και ειδικότερα την θέση για έξοδο από το ευρώ, «απειλή για τη σταθερότητα της γαλλικής οικονομίας». Και μπορεί μεν, αφότου πήρε την πρόκριση για τον δεύτερο γύρο να στρογγυλεύει τις θέσεις της για το ευρώ, η όλη πορεία της Λε Πεν επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι το μυστικό της επιτυχίας του φασισμού βρίσκεται στην ικανότητά του να παρουσιάζεται ως δύναμη ανατροπής. Μιας κίβδηλης ανατροπής φυσικά, που σε τίποτε δεν απειλεί τα θεμέλια της ισχύουσας κοινωνικής τάξης.
Δύο διαμετρικά αντίθετοι παράγοντες ήρθαν ωστόσο να ταράξουν αυτό το σκηνικό.
Ο πρώτος είναι η αντίδραση του συστήματος και η ανάδειξη του Εμανουέλ Μακρόν ως ανάχωμα απέναντι στη διάλυση και των δύο εκδοχών του αστικού μπλοκ.
Ο δεύτερος είναι η επαναφορά των κοινωνικών αντιστάσεων και η πολιτική πρωτοβουλία που πήρε ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν με την συγκρότηση της Ανυπότακτης Γαλλίας.
Εμανουέλ Μακρόν, το ανάχωμα του συστήματος
Ας αρχίσουμε με τον Μακρόν. Το βιογραφικό του είναι γνωστό και μιλάει από μόνο του: τραπεζίτης, οικονομικός σύμβουλος του Ολάντ και κατόπιν υπουργός οικονομικών, είναι ο βασικός αρχιτέκτονας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφάρμοσε ο απερχόμενος πρόεδρος, με αποκορύφωμα το νομοσχέδιο διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων της περυσινής άνοιξης. Ο Μακρόν εμφανίστηκε ως μετεωρίτης στο πολιτικό στερέωμα, ως χαμογελαστός και νεανικός μάνατζερ, χωρίς άλλη υπόσταση εκτός από αυτήν που κατασκευάζουν οι επικοινωνιακές συνταγές και οι τεχνικές του πολιτικού μάρκετινγκ. Η ανάδειξη μιας τόσο κενής περιεχομένου φιγούρας θα αποτελούσε μυστήριο αν δεν ήταν τόσο προφανές ότι έχαιρε από την αρχή της αμέριστης στήριξης των ΜΜΕ, των τραπεζών και ενός διαρκώς αυξανόμενου τμήματος του κεφαλαίου αλλά και του μηχανισμού του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που δεν δίστασε να υποσκάψει ανοιχτή την καμπάνια του επίσημου υποψήφιου του κόμματος Μπενουά Αμόν.
Ο Μακρόν έλαβε επίσης και το χρίσμα του Βερολίνου, τόσο των Μέρκελ και Σόϊμπλε όσο και των σοσιαλδημοκρατών όπως φάνηκε από την ενθουσιώδη υποδοχή που του επιφύλαξαν στη γερμανική πρωτεύουσα ο υπουργός εξωτερικών Σίγκμαρ Γκάμπριελ και ο ιδεολόγος της σοσιαλδημοκρατίας Γιούργκεν Χάμπερμας. Πραγματική ενσάρκωση πολιτικού προϊόντος βγαλμένου από τα σαλόνια της ολιγαρχίας, ο Μακρόν διακηρύσσει ανοιχτά την προσήλωσή του στην πιο σκληρή εκδοχή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως προτεραιότητα των πρώτων μηνών της προεδρίας του θέτει την συνέχιση της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων μέσω προεδρικών διαταγμάτων και την νομοθέτηση νέων φοροαπαλλαγών για τα υψηλά εισοδήματα και το κεφάλαιο.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτές οι χρεοκοπημένες από κάθε άποψη πολιτικές θα στείλουν ακόμη περισσότερους ψηφοφόρους στην αγκαλιά της ακροδεξιάς. Οπως συνοψίζει το σύνθημα που βλέπουμε το τελευταίο διάστημα στους τοίχους των γαλλικών πόλεων και στα κοινωνικά δίκτυα «Μακρόν το 2017 = Λε Πεν το 2022». Ας μην απορούμε λοιπόν, χωρίς αναγκαστικά να συμφωνούμε, όταν η επιλογή της υπερψήφισης του Μακρόν στο δεύτερο γύρο της επόμενης Κυριακής ως γραμμή άμυνας απέναντι στην ακροδεξιά απορρίπτεται έντονα από ένα μεγάλο τμήμα όσων έχουν ζήσει στο πετσί τους τις επιπτώσεις των πολιτικών που εφάρμοσαν με θαυμαστή συνέπεια όσοι κυβέρνησαν την Γαλλία τις τελευταίες δεκαετίες.
Η παρακαταθήκη της υποψηφιότητας Μελανσόν
Το θλιβερό και σοκαριστικό συνάμα θέαμα της μονομαχίας μεταξύ του Μακρόν και της Λε Πέν, μιας φασίστριας και ενός ανδρείκελου της ολιγαρχίας, σίγουρα απεικονίζει την κατάπτωση της αστικής δημοκρατίας όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη και τον αποκαλούμενο δυτικό κόσμο. Δεν θα πρέπει όμως να μας κάνει να παραβλέψουμε το ιστορικής σημασίας αποτέλεσμα του υποψήφιου της Ανυπότακτης Γαλλίας Ζαν-Λυκ Μελανσόν, που με σχεδόν 20% οριακά έχασε την πρόκριση στον δεύτερο γύρο. Σ’αυτό το αποτέλεσμα πρέπει να δούμε και τον απόηχο των κοινωνικών κινητοποιήσεων της περασμένης άνοιξης, που σηματοδότησαν το οριστικό διαζύγιο των σοσιαλιστών με την όποια κοινωνική βάση τους είχε απομείνει.
Η Ανυπότακτη Γαλλία έχει φυσικά να διανύσει ακόμη έναν δρόμο μακρύ και δύσκολο, να δοκιμαστεί και να διαμορφωθεί στον «πόλεμο θέσεων» της ταξικής πάλης όπως έλεγε ο Γκράμσι. Η επιτυχία της επιβεβαιώνει όμως την ύπαρξη μιας νέας δυνατότητας πολιτικής συγκρότησης των λαϊκών τάξεων, που δίνει αναμφισβήτητα ώθηση σε όλες τις μαχόμενες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις εντός και εκτός Γαλλίας.
Δεν υπάρχουν φυσικά συνταγές που θα μπορούσαν να μεταφερθούν αυτούσιες σε άλλες χώρες συνθήκες και εθνικές πραγματικότητες. Κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε πραγματοποιήσιμο, ούτε αναγκαστικά και ευκταίο. Τα ζητήματα που ανέδειξε η προεκλογική εκστρατεία του Μελανσόν, σε επίπεδο θέσεων, ιδεολογικών αναφορών και τρόπου οργάνωσης, θα αποτελέσουν το αντικείμενο συζητήσεων και διεργασιών το επόμενο διάστημα. Για να είναι όμως γόνιμες, αυτές οι ζυμώσεις πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους αυτό που κομίζει η δυναμική της Ανυπότακτης Γαλλίας.
Θα ήθελα εδώ πολύ συνοπτικά να ξεχωρίσω μόνο τρία σημεία που αποτελούν κατά τη γνώμη πολύτιμη παρακαταθήκη για την ανασυγκρότηση της αριστεράς στην Γαλλία αλλά και πέρα από αυτήν.
Το πρώτο είναι ότι ο Μελανσόν κατόρθωσε να εκφέρει έναν πολιτικό λόγο ριζοσπαστικό και μαχητικό, σε ρήξη με τον ηττοπάθεια και την έλλειψη αυτοπεποίθησης που αποπνέει ένας τυποποιημένος αριστερός λόγος. Ο Μελανσόν μίλησε ταυτόχρονα στο νου και στην καρδιά εκατομμυρίων ανθρώπων. Εδωσε μια προοδευτική και ορθολογική έκφραση στο θυμό τους ανοίγοντας ένα παράθυρο ελπίδας για μια αλλαγή που είναι πραγματοποιήσιμη αλλά έχει βάθος και ουσιαστικό περιεχόμενο. Μπόρεσε έτσι να κάνει μαζική πολιτική, δηλαδή να δραστηριοποιήσει και να εμπνεύσει ευρύτερα στρώματα, πέρα από τα παραδοσιακά ακροατήρια της αριστεράς, στρώματα εργατικά και λαϊκά αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, που τον ανέδειξε πρώτο με διαφορά.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο Μελανσόν είχε λόγο συνολικό, με οραματικά στοιχεία που παραπέμπουν σε καίριας σημασίας άξονες κάθε αξιόπιστου αριστερού πολιτικού σχεδίου. Δεν αρκέστηκε να καταγγείλει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να δεσμευτεί ότι θα αναιρέσει τον πυρήνα των μέτρων που επέβαλλαν ο Ολάντ και οι προκάτοχοί του. Ο Μελανσόν μίλησε επίσης για την ανάγκη μιας δημοκρατικής καθεστωτικής τομής, με σύγκληση συντακτικής εθνοσυνέλευσης που θα οδηγήσει στην κατάργηση της προεδρικής υπερεξουσίας και θα κατοχυρώσει κοινωνικά δικαιώματα αλλά και τη δυνατότητα λαϊκού ελέγχου μέσω της ανακλητότητας των εκλεγμένων αντιπροσώπων και την δημιουργία συμμετοχικών θεσμών.
Η καμπάνια της Ανυπότακτης Γαλλίας έδωσε επίσης κεντρικό βάρος στα ζητήματα της οικολογίας. Δεν τα αντιμετώπισε μόνο ως περιβαλλοντικά ζητήματα, απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιστροφή της καταστροφής που επιφέρει η λογική του κέρδους, του καταναλωτισμού και της λεηλασίας των φυσικών πόρων. Στο πρόγραμμα που ανέπτυξε ο Μελανσόν, η οικολογική προτεραιότητα αποτελεί προνομιακό πεδίο για την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου στη βάση μιας λογικής που εισάγει στοιχεία σχεδιασμού σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες και υπέρβασης της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια, η συνεπής οικολογία μπορεί να νοηθεί μόνο σε μια οικοσοσιαλιστική κατεύθυνση.
Η σημασία της ελληνικής εμπειρίας
Το τρίτο στοιχείο μας αφορά ακόμη πιο άμεσα ίσως εδώ στην Ελλάδα είναι βέβαια αυτό της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συνδέεται άμεσα με την πικρή εμπειρία της συνθηκολόγησης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μελανσόν κατάφερε να σπάσει το μονοπώλιο που είχε ως τώρα η ακροδεξιά ως μόνη δύναμη αμφισβήτησης της ΕΕ. Και σ’αυτό δικαιούμαστε να πούμε ότι η ελληνικό πάθημα υπήρξε καταλυτικής σημασίας. Ο Μελανσόν είναι ο μόνος ίσως αριστερός ηγέτης στην Ευρώπη που δεν κρύβει κάτω από το χαλί αυτό συνέβη στη χώρα μας το καλοκαίρι του 2015.
Το δίδαγμα που πήρε το διατύπωσε με την πρότασή του για ένα σχέδιο Β, που περιλαμβάνει την έξοδο από το ευρώ αλλά και από την ίδια την ΕΕ, ως όρο για να αποφύγει μια αριστερή κυβέρνηση στην Γαλλία τον εξευτελισμό του Αλέξη Τσίπρα και όσων τον ακολούθησαν. Θαρρώ ότι κυκλοφόρησε ευρέως εδώ η δήλωσή του «εγώ δεν είμαι Αλέξης Τσίπρας, δεν διαπραγματεύομαι 17 ώρες με ανθρώπους που με προσβάλλουν». Αυτό που είναι ίσως λιγότερο γνωστό είναι ότι στην τελευταία δημόσια εμφάνισή του πριν τον πρώτο γύρο, έχοντας δίπλα του τον ηγέτη του Ποδέμος Πάμπλο Ιγκλέσιας και την υποψήφια του Αριστερού Μπλόκο στις τελευταίες προεδρικές εκλογές στην Πορτογαλία Μαρίζα Ματίας, ο Μελανσόν σχολίασε την απουσία του Αλέξη Τσίπρα ως εξής: «αυτός έκανε τις επιλογές του και εμείς τις δικές μας. Εγώ θα πως την άποψή μου, συνέχισε, που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με αυτήν των φίλων μου (δηλαδή του Ιγκλέσιας και της Ματίας). Οχι, δεν συμφωνώ ότι έπρεπε να υπογράψει». Αλλά προσέθεσε αμέσως ότι «αν νικήσουμε στη Γαλλία, θα ξεσφίξει η θηλιά που πέρασαν στον λαιμό των Ελλήνων. Και θα κάνουμε αυτό που πρέπει για να μπορέσουν να ανασάνουν».
Οσοι αντισταθήκαμε στο ξεπούλημα της λαϊκής ελπίδας ξέρουμε ότι αυτές δεν είναι κουβέντες της στιγμής. Ειδικά εμείς στην Λαϊκή Ενότητα, το πρώτο μήνυμα αλληλεγγύης από το εξωτερικό σ’εκείνες τις δραματικές στιγμές του Αύγουστου του 2015, το πήραμε από τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν και τους συντρόφους του. Είχα προσωπικά την τύχη και την τιμή να εκπροσωπήσω την ΛΑΕ, που μόλις είχε δημιουργηθεί, στο θερινό πανεπιστήμιο του κόμματός του στην Τουλούζη και δεν μπορώ να ξεχάσει την υποδοχή που μου επιφύλαξε ο ίδιος προσωπικά και όλοι οι σύντροφοι που παρευρίσκονταν.
Με την επιτυχία του στις 23 Απριλίου, ο Μελανσόν δεν έφερε την Αριστερά στο προσκήνιο μόνο στη χώρα του. Αυτό και μόνο φυσικά θα ήταν ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα. Αλλά η ιστορική εμπειρία μας λέει ότι τα όσα συμβαίνουν στην Γαλλία, στην χώρα των επαναστάσεων και των κοινωνικών αγώνων, έχουν καταλυτική σημασία για το αριστερό κίνημα σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η Ανυπότακτη Γαλλία μας στέλνει το πιο πολύτιμο και το δύσκολο ίσως στις σημερινές συνθήκες μήνυμα: την ελπίδα και την αυτοπεποίθηση σε έναν δίκαιο αγώνα. Γι αυτό και με τη σειρά μας είμαστε αποφασιστικά στο πλευρό της, μαζί με όλους τους ανυπότακτους και τους εξεγερμένους που προετοιμάζουν με πείσμα, με περίσκεψη αλλά και με πάθος ένα απελευθερωτικό μέλλον.